Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου14 Ιανουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΔ’, μνήμη των Αγίων τριακονταοκτώ, και άλλων Αββάδων, των εν τω Σινά όρει αναιρεθέντων.
Σπάθαι το πράξαν ώδε τους πολλούς φόνους,
Το δ’ αυ πεπονθός, άνδρες αρετής φίλοι.
Αββάδας αμφί τετάρτη και δεκάτη κτάνε χαλκός.
Ούτοι οι Όσιοι με το να ηγάπησαν την ασκητικήν ζωήν, αφήκαν όλα του κόσμου τα πράγματα, και εκατοίκησαν εις την έρημον. Μαζί δε με τούτους ήτον και ο Όσιος Νείλος, ο πρώην έπαρχος της Κωνσταντινουπόλεως (1). Όστις με την δύναμιν των λόγων οπού είχε, και με την χάριν του Αγίου Πνεύματος, συνέγραψε κάλλιστα και ωφελιμώτατα συγγράμματα. Τα οποία παρακινούσι μεν τους ανθρώπους προς άσκησιν, διηγούνται δε άριστα την ζωήν ομού και την σκλαβίαν και φόνον των Αγίων Πατέρων τούτων. Διότι ελθόντες εις το Σίναιον όρος οι βάρβαροι, οι καλούμενοι Βλέμμυοι, (οι οποίοι ζώσιν ως άγρια ζώα εις την έρημον, από το Μισήρι έως εις την Ερυθράν Θάλασσαν), ούτοι λέγω εκεί ελθόντες, εφόνευσαν άσπλαγχνα τους Οσίους τούτους.
Προ χρόνων δε πολλών, ήτοι επί της βασιλείας του Διοκλητιανού εν έτει σπη’ [288], και επί της πατριαρχείας Πέτρου Αλεξανδρείας, εφονεύθησαν και άλλοι Όσιοι, οίτινες ησύχαζον εις το Σίναιον όρος (2). Διότι ευγαίνοντες οι εκεί κατοικούντες Σαρακηνοί, αφ’ ου απέθανεν ο φύλαρχος και πρώτος αυτών, εφόνευσαν πολλούς ασκητάς. Οι δε επίλοιποι κατέφυγον εις ένα οχύρωμα και πύργον, οπού ήτον εκεί, δια να φυλαχθούν. Κατά θείαν δε Πρόνοιαν εφάνη την νύκτα εις τους Σαρακηνούς μία φλόγα πυρός, η οποία κατέκαιεν όλον το Σίναιον όρος, η δε φλόγα ανέβαινεν έως του ουρανού. Όθεν βλέποντες αυτήν οι βάρβαροι, εφοβήθησαν, και ρίψαντες τα άρματα, έφυγον. Οι φονευθέντες δε Μοναχοί ήτον τριανταοκτώ, οι οποίοι είχον διαφόρους πληγάς εις τα σώματά των. Και άλλων μεν αι κεφαλαί, ήτον τελείως κομμέναι, άλλων δε, εκράτει ακόμη το δέρμα από το ένα μέρος, και άλλοι ήτον εις το μέσον κομμένοι, από αυτούς δε ευρέθηκαν δύω Όσιοι ζωντανοί, Σάββας και Ησαΐας ονομαζόμενοι. Οι οποίοι έθαψαν τους φονευθέντας, και εδιηγήθησαν την περί αυτών υπόθεσιν. (Όρα την κατά πλάτος διήγησιν αυτών εις τον Νέον Παράδεισον.) Ο περί τούτων ελληνικός λόγος του Αββά Νείλου σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Αλώμενος (ήτοι πλανώμενος) εγώ μετά την έφοδον των βαρβάρων». Έχει δε εις αυτούς και λόγον έτερον Αμμώνιος ο Μοναχός, ου η αρχή· «Εγένετό μοί ποτε καθεζομένω εν τω ταπεινώ μου κελλίω» (σώζεται εν τη Λαύρα και εν τη των Ιβήρων).
(1) Ούτος εορτάζεται χωριστά κατά την δωδεκάτην του Νοεμβρίου.
(2) Όρα, ότι και κατά τους χρόνους εκείνους του διωγμού, ήτον ασκηταί και ησυχασταί. Και αγκαλά γράφεται εις το Συναξάριον του Αγίου Παύλου του Θηβαίου, και εις το Συναξάριον του Μεγάλου Αντωνίου, ότι πρώτοι αυτοί έγιναν αρχηγοί της ασκητικής ζωής. Αλλ’ όμως εκεί προστίθεται και τούτο, ότι αυτοί πρώτοι επροχώρησαν εις τα ενδότερα της ερήμου, και όχι πως ήτον αυτοί μόνοι ασκηταί, και ότι με πολλά ολίγους άλλους, ήτον εκείνοι αρχηγοί. Σημείωσαι δε ότι και οι ασκηταί ούτοι ήτον κατά τους χρόνους, καθ’ ους ήτον και ο Αντώνιος.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων τριακοντατριών Αββάδων Πατέρων, ήτοι των εν τη Ραϊθώ αναιρεθέντων.
Ως πριν Ραχήλ τα τέκνα νυν τους Αββάδας,
Κλαίει Ραϊθώ συγκεκομμένους σπάθαις.
Ούτοι οι μακάριοι Πατέρες εκατοίκουν εις τον τόπον εκείνον, όπου είναι αι δώδεκα πηγαί των υδάτων, και τα εβδομήκοντα δένδρα των φοινίκων, τα οποία αναφέρει η θεία Γραφή εις το βιβλίον της Εξόδου. Επειδή δε τριακόσιοι Βλέμμυοι εμβήκαν μέσα εις ξύλα και σχεδίας μεγάλας, επέρασαν το πέλαγος της Αιθιοπίας. Και ελθόντες εις ένα τόπον, εύρον εκεί καΐκια. Και εμβαίνοντες εις αυτά, επέρασαν εις την χώραν των Φαρανιτών (3). Βλέποντες δε αυτούς οι Φαρανίται, εστάθησαν εις πόλεμον. Και νικηθέντες, εφονεύθησαν από αυτούς άνθρωποι σαρανταεπτά. Οι δε Βλέμμυοι πέρνοντες τας γυναίκας και τα παιδία των Φαρανιτών, επήγαν εις το Καστέλι όπου είχον την Εκκλησίαν οι Όσιοι Πατέρες. Οι οποίοι κλείσαντες την πόρταν, επρόσμεναν τον θάνατον. Ελθόντες λοιπόν οι βάρβαροι και ψηλαφήσαντες, και μη ευρίσκοντες άσπρα, εφόνευσαν όλους τους Πατέρας, είτα πέρνοντες τας γυναίκας και τα παιδία και όσους άλλους είχον σκλαβώσει, επήγαν δια να περάσουν την θάλασσαν. Μη ευρόντες δε καΐκι (εβύθισαν γαρ αυτό οι παρά των Βλεμμύων αγγαρευθέντες και έφυγον) εθυμώθησαν, και κατέσφαξαν όλους τους σκλάβους, οπού είχον μαζί των. Ύστερον δε εσφάγησαν και αυτοί αναμεταξύ των. (Όρα εις τον Νέον Παράδεισον.)
(3) Οι Φαρανίται ονομάζονται από την έρημον την καλουμένην Φαράν, ήτις ευρίσκεται εις την Πετραίαν Αραβίαν κοντά εις τον Αραβικόν κόλπον.
*
Μνήμη του Οσίου Θεοδούλου υιού του Αγίου Νείλου.
Ο Θεόδουλος αρεταίς ώφθη μέγας,
Μιμούμενος μάλιστα πατρός τον βίον.
Ούτος ήτον υιός του σοφού Νείλου, ο οποίος έγινε μεν πρότερον έπαρχος της Κωνσταντινουπόλεως, ύστερον δε αφήσας την δόξαν του κόσμου, επήγεν εις το όρος Σινά και έγινε Μοναχός μαζί με τον υιόν του Θεόδουλον. Εις καιρόν λοιπόν οπού αυτοί ησύχαζον εκεί, αιφνιδίως ώρμησαν κατ’ αυτών βάρβαροι, και άρχισαν να σφάζουν τους αγίους Πατέρας. Και ο μεν Πατήρ Νείλος, εδυνήθη και έφυγεν. Ο δε υιός αυτού Θεόδουλος, επιάσθη σκλάβος, ομού με ένα άλλον νέον. Οίτινες δεθέντες υπό των βαρβάρων, εσύροντο από αυτούς. Όταν δε επήγαν εις τα τζαδήριά των οι βάρβαροι, εβουλήθησαν να κατασφάξουν τους νέους, και να θυσιάσουν αυτούς εις το άστρον της Αφροδίτης, το καλούμενον αυγερινόν, το οποίον ανατέλλει προτίτερα από τον ήλιον. Τότε ο αδελφός ο νεώτερος από τους δύω, εδυνήθη και έφυγεν, ο δε Θεόδουλος έμεινε μόνος.
Οι βάρβαροι λοιπόν κυριευθέντες από την καρηβαρίαν της μέθης, εκοιμήθησαν πολύ, και δεν εξύπνισαν έως το πρωΐ, όταν ευγήκεν ο ήλιος. Όθεν εξυπνίσαντες και μη ιδόντες τον αυγερινόν, δεν έσφαξαν τον Θεόδουλον, αλλ’ εβουλήθησαν να τον πωλήσουν. Επειδή δε οι αγοράζοντες έδιδον μόνον δύω φλωρία δια την εξαγοράν του, δια τούτο ένας από τους βαρβάρους ξεγυμνώσας το σπαθί, ηθέλησε να τον κατασφάξη. Όθεν ο Επίσκοπος βλέπωντας τούτο αγόρασεν αυτόν, και έπειτα τον αφήκεν ελεύθερον. Καλώς λοιπόν και θεαρέστως πολιτευσάμενος ο αοίδιμος, εκοιμήθη εν ειρήνη. Τελείται δε η Σύναξις και εορτή τούτων των δύω Πατέρων, τούτου λέγω του Θεοδούλου και του πατρός αυτού Νείλου, εις τον Ναόν του Αγίου Αποστόλου Παύλου, τον ευρισκόμενον εις το ορφανοτροφείον. (Όρα και εις την δωδεκάτην του Νοεμβρίου, και εις τον Νέον Παράδεισον.)
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Στεφάνου, του κτίσαντος την Μονήν του Χηνολάκκου (4).
Τω Χηνολάκκου την Μονήν δειμαμένω.
Θείω Στεφάνω λάκκος ωρύχθη τάφου.
Ούτος ήτον από τα μέρη της Ανατολής ευγενής κατά το γένος, καθώς ήτον και ο δίκαιος Ιώβ. Εξ αρχής δε ηγάπησε την ασκητικήν ζωήν, και επήγεν εις τα Μοναστήρια και ασκητήρια των οσίων Πατέρων, τα ευρισκόμενα εις τον Ιορδάνην και εις την έρημον, τόσον του Αγίου Ευθυμίου, όσον και του Αγίου Σάββα και Θεοδοσίου. Και αφ’ ου έμαθε κάθε Μοναστηρίου την πολιτείαν, ύστερον επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν, κατά τους χρόνους Λέοντος Ισαύρου του εικονομάχου, εν έτει ψις’ [716]. Εφιλοξένησε δε αυτόν ο τότε αγιώτατος Πατριάρχης Γερμανός, κοντά εις τον οποίον έμεινεν ο Όσιος μερικόν καιρόν. Πολλά δε ωφεληθείς από αυτόν, και λαβών συμβουλήν παρ’ αυτού, τι αγαθόν να κάμη, διεπέρασε την ζωήν του εις τον τόπον εκείνον, όπου τώρα ευρίσκεται το παρ’ αυτού συστηθέν Μοναστήριον. Εις το οποίον συναθροίσας πλήθος Μοναχών, και διοικήσας αυτούς εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, τους ανεβίβασεν εις τελειότητα και εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού. Καλώς λοιπόν πολιτευσάμενος ο αοίδιμος, και της μελλούσης δόξης και μακαριότητος από εδώ ακόμη τους αρραβώνας λαβών, απέταξεν από τας κάτω οικίας εις τας άνω και ουρανίας μονάς. Την δε αγίαν αυτού ψυχήν άξιοί τινες εθεώρησαν, ότι ανέβαινε μετά δόξης και προπομπής εις τα ουράνια, καθώς πάλιν αυτοί οι ίδιοι το εδιηγήθησαν.
(4) Το Μοναστήριον του Χηνολάκκου ευρίσκεται εις τα Μουντανία.
*
Η Αγία Μάρτυς Αγνή, εν σκοτεινή φρουρά βληθείσα, τελειούται.
Αγνήν άναγνοι θέντες εις οίκον σκότους,
Πάμφωτον αυτή προυξένησαν οικίαν (5).
(5) Άλλη φαίνεται να ήναι η Αγία αύτη Αγνή, από την Αγνήν εκείνην, της οποίας το Συναξάριον ευρίσκεται κατά την εικοστήν πρώτην του Ιαννουαρίου. Καθότι, αύτη μεν, ετελειώθη εν τη φυλακή, εκείνη δε, εν τω πυρί. Και καθότι, άλλο μεν αύτη δίστιχον έχει, άλλο δε εκείνη παρά τω χειρογράφω Συναξαριστή. Ει και εν τω τετυπωμένω εν και το αυτό ευρίσκεται και εις τας δύω ουκ ορθώς.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Σάββα του πρώτου Αρχιεπισκόπου Σερβίας, και κτίτορος της Ιεράς Μονής του Χιλανταρίου.
Φωστήρ εδείχθης φωτίσας την Σερβίαν,
Έργοις λόγοις τε Σάββα των Σέρβων κλέος (6).
(6) Τον Βίον αυτού όρα εις το Νέον Εκλόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΔ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων τριακονταοκτώ, καὶ ἄλλων Ἀββάδων, τῶν ἐν τῷ Σινᾷ ὄρει ἀναιρεθέντων.
Σπάθαι τὸ πρᾶξαν ᾧδε τοὺς πολλοὺς φόνους,
Τὸ δ’ αὖ πεπονθός, ἄνδρες ἀρετῆς φίλοι.
Ἀββάδας ἀμφὶ τετάρτῃ καὶ δεκάτῃ κτάνε χαλκός.
Οὗτοι οἱ Ὅσιοι μὲ τὸ νὰ ἠγάπησαν τὴν ἀσκητικὴν ζωήν, ἀφῆκαν ὅλα τοῦ κόσμου τὰ πράγματα, καὶ ἐκατοίκησαν εἰς τὴν ἔρημον. Μαζὶ δὲ μὲ τούτους ἦτον καὶ ὁ Ὅσιος Νεῖλος, ὁ πρῴην ἔπαρχος τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1). Ὅστις μὲ τὴν δύναμιν τῶν λόγων ὁποῦ εἶχε, καὶ μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συνέγραψε κάλλιστα καὶ ὠφελιμώτατα συγγράμματα. Τὰ ὁποῖα παρακινοῦσι μὲν τοὺς ἀνθρώπους πρὸς ἄσκησιν, διηγοῦνται δὲ ἄριστα τὴν ζωὴν ὁμοῦ καὶ τὴν σκλαβίαν καὶ φόνον τῶν Ἁγίων Πατέρων τούτων. Διότι ἐλθόντες εἰς τὸ Σίναιον ὄρος οἱ βάρβαροι, οἱ καλούμενοι Βλέμμυοι, (οἱ ὁποῖοι ζῶσιν ὡς ἄγρια ζῶα εἰς τὴν ἔρημον, ἀπὸ τὸ Μισῆρι ἕως εἰς τὴν Ἐρυθρὰν Θάλασσαν), οὗτοι λέγω ἐκεῖ ἐλθόντες, ἐφόνευσαν ἄσπλαγχνα τοὺς Ὁσίους τούτους.
Πρὸ χρόνων δὲ πολλῶν, ἤτοι ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ ἐν ἔτει σπη΄ [288], καὶ ἐπὶ τῆς πατριαρχείας Πέτρου Ἀλεξανδρείας, ἐφονεύθησαν καὶ ἄλλοι Ὅσιοι, οἵτινες ἡσύχαζον εἰς τὸ Σίναιον ὄρος (2). Διότι εὐγαίνοντες οἱ ἐκεῖ κατοικοῦντες Σαρακηνοί, ἀφ’ οὗ ἀπέθανεν ὁ φύλαρχος καὶ πρῶτος αὐτῶν, ἐφόνευσαν πολλοὺς ἀσκητάς. Οἱ δὲ ἐπίλοιποι κατέφυγον εἰς ἕνα ὀχύρωμα καὶ πύργον, ὁποῦ ἦτον ἐκεῖ, διὰ νὰ φυλαχθοῦν. Κατὰ θείαν δὲ Πρόνοιαν ἐφάνη τὴν νύκτα εἰς τοὺς Σαρακηνοὺς μία φλόγα πυρός, ἡ ὁποία κατέκαιεν ὅλον τὸ Σίναιον ὄρος, ἡ δὲ φλόγα ἀνέβαινεν ἕως τοῦ οὐρανοῦ. Ὅθεν βλέποντες αὐτὴν οἱ βάρβαροι, ἐφοβήθησαν, καὶ ῥίψαντες τὰ ἅρματα, ἔφυγον. Οἱ φονευθέντες δὲ Μοναχοὶ ἦτον τριανταοκτώ, οἱ ὁποῖοι εἶχον διαφόρους πληγὰς εἰς τὰ σώματά των. Καὶ ἄλλων μὲν αἱ κεφαλαί, ἦτον τελείως κομμέναι, ἄλλων δέ, ἐκράτει ἀκόμη τὸ δέρμα ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, καὶ ἄλλοι ἦτον εἰς τὸ μέσον κομμένοι, ἀπὸ αὐτοὺς δὲ εὑρέθηκαν δύω Ὅσιοι ζωντανοί, Σάββας καὶ Ἡσαΐας ὀνομαζόμενοι. Οἱ ὁποῖοι ἔθαψαν τοὺς φονευθέντας, καὶ ἐδιηγήθησαν τὴν περὶ αὐτῶν ὑπόθεσιν. (Ὅρα τὴν κατὰ πλάτος διήγησιν αὐτῶν εἰς τὸν Νέον Παράδεισον.) Ὁ περὶ τούτων ἑλληνικὸς λόγος τοῦ Ἀββᾶ Νείλου σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἀλώμενος (ἤτοι πλανώμενος) ἐγὼ μετὰ τὴν ἔφοδον τῶν βαρβάρων». Ἔχει δὲ εἰς αὐτοὺς καὶ λόγον ἕτερον Ἀμμώνιος ὁ Μοναχός, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἐγένετό μοί ποτε καθεζομένῳ ἐν τῷ ταπεινῷ μου κελλίῳ» (σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων).
(1) Οὗτος ἑορτάζεται χωριστὰ κατὰ τὴν δωδεκάτην τοῦ Νοεμβρίου.
(2) Ὅρα, ὅτι καὶ κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους τοῦ διωγμοῦ, ἦτον ἀσκηταὶ καὶ ἡσυχασταί. Καὶ ἀγκαλὰ γράφεται εἰς τὸ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ Θηβαίου, καὶ εἰς τὸ Συναξάριον τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ὅτι πρῶτοι αὐτοὶ ἔγιναν ἀρχηγοὶ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. Ἀλλ’ ὅμως ἐκεῖ προστίθεται καὶ τοῦτο, ὅτι αὐτοὶ πρῶτοι ἐπροχώρησαν εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς ἐρήμου, καὶ ὄχι πῶς ἦτον αὐτοὶ μόνοι ἀσκηταί, καὶ ὅτι μὲ πολλὰ ὀλίγους ἄλλους, ἦτον ἐκεῖνοι ἀρχηγοί. Σημείωσαι δὲ ὅτι καὶ οἱ ἀσκηταὶ οὗτοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους, καθ’ οὓς ἦτον καὶ ὁ Ἀντώνιος.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων τριακοντατριῶν Ἀββάδων Πατέρων, ἤτοι τῶν ἐν τῇ Ῥαϊθῷ ἀναιρεθέντων.
Ὡς πρὶν Ῥαχὴλ τὰ τέκνα νῦν τοὺς Ἀββάδας,
Κλαίει Ῥαϊθὼ συγκεκομμένους σπάθαις.
Οὗτοι οἱ μακάριοι Πατέρες ἐκατοίκουν εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου εἶναι αἱ δώδεκα πηγαὶ τῶν ὑδάτων, καὶ τὰ ἑβδομήκοντα δένδρα τῶν φοινίκων, τὰ ὁποῖα ἀναφέρει ἡ θεία Γραφὴ εἰς τὸ βιβλίον τῆς Ἐξόδου. Ἐπειδὴ δὲ τριακόσιοι Βλέμμυοι ἐμβῆκαν μέσα εἰς ξύλα καὶ σχεδίας μεγάλας, ἐπέρασαν τὸ πέλαγος τῆς Αἰθιοπίας. Καὶ ἐλθόντες εἰς ἕνα τόπον, εὗρον ἐκεῖ καΐκια. Καὶ ἐμβαίνοντες εἰς αὐτά, ἐπέρασαν εἰς τὴν χώραν τῶν Φαρανιτῶν (3). Βλέποντες δὲ αὐτοὺς οἱ Φαρανῖται, ἐστάθησαν εἰς πόλεμον. Καὶ νικηθέντες, ἐφονεύθησαν ἀπὸ αὐτοὺς ἄνθρωποι σαρανταεπτά. Οἱ δὲ Βλέμμυοι πέρνοντες τὰς γυναῖκας καὶ τὰ παιδία τῶν Φαρανιτῶν, ἐπῆγαν εἰς τὸ Καστέλι ὅπου εἶχον τὴν Ἐκκλησίαν οἱ Ὅσιοι Πατέρες. Οἱ ὁποῖοι κλείσαντες τὴν πόρταν, ἐπρόσμεναν τὸν θάνατον. Ἐλθόντες λοιπὸν οἱ βάρβαροι καὶ ψηλαφήσαντες, καὶ μὴ εὑρίσκοντες ἄσπρα, ἐφόνευσαν ὅλους τοὺς Πατέρας, εἶτα πέρνοντες τὰς γυναῖκας καὶ τὰ παιδία καὶ ὅσους ἄλλους εἶχον σκλαβώσει, ἐπῆγαν διὰ νὰ περάσουν τὴν θάλασσαν. Μὴ εὑρόντες δὲ καΐκι (ἐβύθισαν γὰρ αὐτὸ οἱ παρὰ τῶν Βλεμμύων ἀγγαρευθέντες καὶ ἔφυγον) ἐθυμώθησαν, καὶ κατέσφαξαν ὅλους τοὺς σκλάβους, ὁποῦ εἶχον μαζί των. Ὕστερον δὲ ἐσφάγησαν καὶ αὐτοὶ ἀναμεταξύ των. (Ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον.)
(3) Οἱ Φαρανῖται ὀνομάζονται ἀπὸ τὴν ἔρημον τὴν καλουμένην Φαράν, ἥτις εὑρίσκεται εἰς τὴν Πετραίαν Ἀραβίαν κοντὰ εἰς τὸν Ἀραβικὸν κόλπον.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Θεοδούλου υἱοῦ τοῦ Ἁγίου Νείλου.
Ὁ Θεόδουλος ἀρεταῖς ὤφθη μέγας,
Μιμούμενος μάλιστα πατρὸς τὸν βίον.
Οὗτος ἦτον υἱὸς τοῦ σοφοῦ Νείλου, ὁ ὁποῖος ἔγινε μὲν πρότερον ἔπαρχος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὕστερον δὲ ἀφήσας τὴν δόξαν τοῦ κόσμου, ἐπῆγεν εἰς τὸ ὄρος Σινᾶ καὶ ἔγινε Μοναχὸς μαζὶ μὲ τὸν υἱόν του Θεόδουλον. Εἰς καιρὸν λοιπὸν ὁποῦ αὐτοὶ ἡσύχαζον ἐκεῖ, αἰφνιδίως ὥρμησαν κατ’ αὐτῶν βάρβαροι, καὶ ἄρχισαν νὰ σφάζουν τοὺς ἁγίους Πατέρας. Καὶ ὁ μὲν Πατὴρ Νεῖλος, ἐδυνήθη καὶ ἔφυγεν. Ὁ δὲ υἱὸς αὐτοῦ Θεόδουλος, ἐπιάσθη σκλάβος, ὁμοῦ μὲ ἕνα ἄλλον νέον. Οἵτινες δεθέντες ὑπὸ τῶν βαρβάρων, ἐσύροντο ἀπὸ αὐτούς. Ὅταν δὲ ἐπῆγαν εἰς τὰ τζαδήριά των οἱ βάρβαροι, ἐβουλήθησαν νὰ κατασφάξουν τοὺς νέους, καὶ νὰ θυσιάσουν αὐτοὺς εἰς τὸ ἄστρον τῆς Ἀφροδίτης, τὸ καλούμενον αὐγερινόν, τὸ ὁποῖον ἀνατέλλει προτίτερα ἀπὸ τὸν ἥλιον. Τότε ὁ ἀδελφὸς ὁ νεώτερος ἀπὸ τοὺς δύω, ἐδυνήθη καὶ ἔφυγεν, ὁ δὲ Θεόδουλος ἔμεινε μόνος.
Οἱ βάρβαροι λοιπὸν κυριευθέντες ἀπὸ τὴν καρηβαρίαν τῆς μέθης, ἐκοιμήθησαν πολύ, καὶ δὲν ἐξύπνισαν ἕως τὸ πρωΐ, ὅταν εὐγῆκεν ὁ ἥλιος. Ὅθεν ἐξυπνίσαντες καὶ μὴ ἰδόντες τὸν αὐγερινόν, δὲν ἔσφαξαν τὸν Θεόδουλον, ἀλλ’ ἐβουλήθησαν νὰ τὸν πωλήσουν. Ἐπειδὴ δὲ οἱ ἀγοράζοντες ἔδιδον μόνον δύω φλωρία διὰ τὴν ἐξαγοράν του, διὰ τοῦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς βαρβάρους ξεγυμνώσας τὸ σπαθί, ἠθέλησε νὰ τὸν κατασφάξῃ. Ὅθεν ὁ Ἐπίσκοπος βλέπωντας τοῦτο ἀγόρασεν αὐτόν, καὶ ἔπειτα τὸν ἀφῆκεν ἐλεύθερον. Καλῶς λοιπὸν καὶ θεαρέστως πολιτευσάμενος ὁ ἀοίδιμος, ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ. Τελεῖται δὲ ἡ Σύναξις καὶ ἑορτὴ τούτων τῶν δύω Πατέρων, τούτου λέγω τοῦ Θεοδούλου καὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Νείλου, εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου, τὸν εὑρισκόμενον εἰς τὸ ὀρφανοτροφεῖον. (Ὅρα καὶ εἰς τὴν δωδεκάτην τοῦ Νοεμβρίου, καὶ εἰς τὸν Νέον Παράδεισον.)
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Στεφάνου, τοῦ κτίσαντος τὴν Μονὴν τοῦ Χηνολάκκου (4).
Τῷ Χηνολάκκου τὴν Μονὴν δειμαμένῳ.
Θείῳ Στεφάνῳ λάκκος ὠρύχθη τάφου.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς εὐγενὴς κατὰ τὸ γένος, καθὼς ἦτον καὶ ὁ δίκαιος Ἰώβ. Ἐξ ἀρχῆς δὲ ἠγάπησε τὴν ἀσκητικὴν ζωήν, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὰ Μοναστήρια καὶ ἀσκητήρια τῶν ὁσίων Πατέρων, τὰ εὑρισκόμενα εἰς τὸν Ἰορδάνην καὶ εἰς τὴν ἔρημον, τόσον τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου, ὅσον καὶ τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ Θεοδοσίου. Καὶ ἀφ’ οὗ ἔμαθε κάθε Μοναστηρίου τὴν πολιτείαν, ὕστερον ἐπῆγεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, κατὰ τοὺς χρόνους Λέοντος Ἰσαύρου τοῦ εἰκονομάχου, ἐν ἔτει ψις΄ [716]. Ἐφιλοξένησε δὲ αὐτὸν ὁ τότε ἁγιώτατος Πατριάρχης Γερμανός, κοντὰ εἰς τὸν ὁποῖον ἔμεινεν ὁ Ὅσιος μερικὸν καιρόν. Πολλὰ δὲ ὠφεληθεὶς ἀπὸ αὐτόν, καὶ λαβὼν συμβουλὴν παρ’ αὐτοῦ, τί ἀγαθὸν νὰ κάμῃ, διεπέρασε τὴν ζωήν του εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου τώρα εὑρίσκεται τὸ παρ’ αὐτοῦ συστηθὲν Μοναστήριον. Εἰς τὸ ὁποῖον συναθροίσας πλῆθος Μοναχῶν, καὶ διοικήσας αὐτοὺς ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου, τοὺς ἀνεβίβασεν εἰς τελειότητα καὶ εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Καλῶς λοιπὸν πολιτευσάμενος ὁ ἀοίδιμος, καὶ τῆς μελλούσης δόξης καὶ μακαριότητος ἀπὸ ἐδῶ ἀκόμη τοὺς ἀρραβῶνας λαβών, ἀπέταξεν ἀπὸ τὰς κάτω οἰκίας εἰς τὰς ἄνω καὶ οὐρανίας μονάς. Τὴν δὲ ἁγίαν αὐτοῦ ψυχὴν ἄξιοί τινες ἐθεώρησαν, ὅτι ἀνέβαινε μετὰ δόξης καὶ προπομπῆς εἰς τὰ οὐράνια, καθὼς πάλιν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι τὸ ἐδιηγήθησαν.
(4) Τὸ Μοναστήριον τοῦ Χηνολάκκου εὑρίσκεται εἰς τὰ Μουντανία.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἁγνή, ἐν σκοτεινῇ φρουρᾷ βληθεῖσα, τελειοῦται.
Ἁγνὴν ἄναγνοι θέντες εἰς οἶκον σκότους,
Πάμφωτον αὐτῇ προὐξένησαν οἰκίαν (5).
(5) Ἄλλη φαίνεται νὰ ᾖναι ἡ Ἁγία αὕτη Ἁγνή, ἀπὸ τὴν Ἁγνὴν ἐκείνην, τῆς ὁποίας τὸ Συναξάριον εὑρίσκεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν πρώτην τοῦ Ἰαννουαρίου. Καθότι, αὕτη μέν, ἐτελειώθη ἐν τῇ φυλακῇ, ἐκείνη δέ, ἐν τῷ πυρί. Καὶ καθότι, ἄλλο μὲν αὕτη δίστιχον ἔχει, ἄλλο δὲ ἐκείνη παρὰ τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ. Εἰ καὶ ἐν τῷ τετυπωμένῳ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ εὑρίσκεται καὶ εἰς τὰς δύω οὐκ ὀρθῶς
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Σάββα τοῦ πρώτου Ἀρχιεπισκόπου Σερβίας, καὶ κτίτορος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Χιλανταρίου.
Φωστὴρ ἐδείχθης φωτίσας τὴν Σερβίαν,
Ἔργοις λόγοις τε Σάββα τῶν Σέρβων κλέος (6).
(6) Τὸν Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *