Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου13 Ιανουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΓ’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ερμύλου και Στρατονίκου.
Η σαργάνη ναυς Ερμύλω Στρατονίκω,
Κοινόν κατάπλουν εις βυθόν ποιουμένοις.
Έρμυλον ηδ’ ετάρον δεκάτη πνίξε τρίτη ίστρος.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους Λικινίου του βασιλέως, εν έτει τιδ’ [314]. Και ο μεν Άγιος Έρμυλος ήτον Διάκονος κατά το αξίωμα. Ο δε Στρατόνικος ήτον φίλος του Αγίου Ερμύλου. Παρασταθείς λοιπόν ο Άγιος Έρμυλος έμπροσθεν του βασιλέως, και ομολογήσας το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, πρώτον μεν, δέρνεται με κάποιας βούλλας χαλκωματένιας, έπειτα καταξεσχίζεται εις όλον το κορμί με ραβδία ακανθωτά. Δια μέσου δε των βασάνων τούτων, προσκαλεί τον φίλον του Στρατόνικον δια να παρρησιασθή και αυτός και να ομολογήση τον Χριστόν. Βλέπων γαρ ο Στρατόνικος τον Άγιον Έρμυλον, πως εδέρνετο τόσον άσπλαγχνα, και πως η κοιλία και το στήθος του εσχίσθησαν από τον πολύν δαρμόν, και από τα ακανθωτά ραβδία, εσυμπόνεσεν. Όθεν επαρρησίασε παρευθύς τον εαυτόν του, ότι και αυτός έχει την αυτήν πίστιν του Ερμύλου. Ερωτηθείς λοιπόν από τον βασιλέα, ωμολόγησεν ότι είναι Χριστιανός. Δια τούτο δέρνεται, και ρίπτεται εις τον ποταμόν Ίστρον: ήτοι Δούναβιν, μαζί με τον Άγιον Έρμυλον. Και εκεί έλαβον και οι δύω το μακάριον τέλος του μαρτυρίου. Τελείται δε η αυτών Σύναξις και εις την μικράν Εκκλησίαν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, την ευρισκομένην εις την Οξείαν, και εις την Φυρμούπολιν, και εις τον τόπον τον καλούμενον Σπουδαίου, κοντά εις το ορφανοτροφείον. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτών όρα εις τον Νέον Παράδεισον. Τον δε ελληνικόν τούτων Βίον συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Βασιλεύοντος Λικινίου του δυσσεβούς». Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιακώβου του από Νισίβεως.
Τον Ιάκωβον θνητόν όντα τη φύσει,
Θνητοίς ομοίως μη θανείν ουκ ην πρέπον.
Ούτος ο Όσιος Ιάκωβος ήτον κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τιη’ [318], γέννημα και θρέμμα υπάρχων της μεγαλοπόλεως Νισίβεως. Ήτις πρότερον μεν, ελέγετο Αντιόχεια της Μυγδονίας, τώρα δε ονομάζεται Νισβίν, ευρισκομένη εν τη Μεσοποταμία. Ούτος λοιπόν αγαπήσας την ερημικήν και ήσυχον ζωήν, ανέβη εις τας εκεί υψηλοτάτας κορυφάς των βουνών, και υπέμενεν ο αοίδιμος ανδρείως τας ανάγκας της φύσεως. Δηλαδή καταφλεγόμενος μεν, από το καύμα του θέρους, ταλαιπωρούμενος δε, από την ψυχρότητα του χειμώνος. Φαγητόν δε είχε τας αγρίας βοτάνας, πιοτόν δε, νερόν μέτριον, και ένδυμα ευτελές. Και δια να ειπώ καθολικώς, ο Όσιος ούτος, το μεν σώμα του κατεξήρανε με την τραχυτάτην άσκησιν. Την δε ψυχήν του έτρεφε πάντοτε και εζωογόνει με την πνευματικήν τροφήν, ήτοι με την θείαν προσευχήν, και με την των Αγίων Γραφών ανάγνωσιν.
Εκ τούτων λοιπόν των θεοειδών αρετών, απόκτησεν ο μακάριος την προς Θεόν αγάπην και παρρησίαν. Και έλαβε δύναμιν από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, να θαυματουργή και να προβλέπη τα μέλλοντα. Όθεν μίαν φοράν περνώντας από ένα τόπον, και βλέπωντας εις μίαν βρύσιν μερικάς νέας γυναίκας, οπού έκαμναν αδιάντροπα σχήματα, παρευθύς, την μεν βρύσιν εκαταράσθη, και εξηράνθη. Καταρασθείς δε και τας γυναίκας, έκαμε να ασπρίσουν τα μαύρα μαλλία της κεφαλής των. Και το μεν νερόν της βρύσεως, πάλιν το ανέβλυσε, παρακαλεσθείς από τους εκεί Χριστιανούς. Τας δε τρίχας των γυναικών εκείνων δεν τας εμαύρισεν (1). Ούτος ο Όσιος βλέπωντας ένα κριτήν Πέρσην, πως έκαμε κρίσιν και απόφασιν άδικον, εκαταράσθη την πέτραν, οπού ευρίσκετο εκεί κοντά εις αυτόν. Και ω του θαύματος! η πέτρα εσχίσθη εις μυρία κομμάτια (2).
Μίαν φοράν ο Όσιος ηθέλησε να υπάγη εις ένα χωρίον, και ιδού έρχονται μερικοί πτωχοί, οι οποίοι ηθέλησαν να λάβουν ελεημοσύνην από τον Άγιον. Ένας δε από αυτούς εκαμώθη, ότι ήτον αποθαμένος. Οι δε άλλοι παρεκάλουν εμπαικτικώς τον Όσιον, να δώση τα έξοδα εις την ταφήν του νεκρού. Ο δε Όσιος παρεκάλεσε μεν να συγχωρηθούν αι αμαρτίαι του υποκριθέντος τον θάνατον, την δε ψυχήν του έκαμε να χωρισθή από το σώμα, και να αποθάνη τη αληθεία. Αλλά πάλιν ύστερον ανέστησεν αυτόν, παρακαλεσθείς από τους άλλους συντρόφους του. Ούτος ο θείος Ιάκωβος δια τας πολλάς αρετάς του, έγινεν Επίσκοπος της εδικής του πατρίδος Νισίβεως. Και ήτον παρών εις την εν Νικαία συναχθείσαν Πρώτην και Οικουμενικήν Σύνοδον. Όπου τον δυσσεβέστατον Άρειον παρέδωκεν εις το ανάθεμα. Και εις καιρόν οπού εκείνος εσπούδαζε να δεχθή πάλιν εν τη Εκκλησία, και να συλλειτουργήση δολερώς, ο θείος ούτος Ιάκωβος μετά των λοιπών Πατέρων εθανάτωσεν αυτόν δια της προσευχής του. Καθότι μέσα εις το αναγκαίον όλα τα σπλάγχνα εκείνου εχύθησαν.
Αλλά και όταν ο βασιλεύς των Περσών Σαβώριος επήγε να περιτειχίση με στρατεύματα την Νίσιβιν, και έκαμε πολλάς μηχανάς δια να πάρη την πόλιν, τότε ο θείος ούτος Ιάκωβος φανείς μοναχός, έκαμε τους Πέρσας να φύγουν. Παρεκάλεσε γαρ τον Θεόν και έστειλεν εναντίον εις τους Πέρσας ένα σύνεφον από σκνίπας και κωνώπια. Τα οποία ώρμησαν εναντίον εις τα άλογα και εις τους ελέφαντας των Περσών, και τούτους δαγκάνοντα, έκαμαν αυτούς να σπάσουν τα δεσμά και να φεύγουν. Όθεν ο βασιλεύς βλέπωντας το παράδοξον τούτο, και μη ηξεύρωντας τι να κάμη, εγύρισεν άπρακτος εις την Περσίαν. Με τα τοιαύτα μεγαλώτατα θαύματα διαλάμψας ο θείος Ιάκωβος, και πλήρης ημερών γενόμενος, μακαρίως ανεπαύσατο εν Κυρίω.
(1) Σημείωσαι, ότι τούτου του Οσίου τον Βίον γράφει ο Θεοδώρητος εν αριθμώ πρώτω της Φιλοθέου Ιστορίας, αφ’ ου και το Συναξάριον τούτο ερανίσθη. Προσθέττει δε εκεί ο Θεοδώρητος, ότι ο Όσιος εζήτησε τας γυναίκας εκείνας, δια να τας ιατρεύση και να κάμη πάλιν τα μαλλία των μαύρα. Επειδή όμως εκείναι δεν ήλθον να ζητήσουν την ιατρείαν, δια τούτο δεν τας ιάτρευσεν. Αλλά αφήκε τας τρίχας των άσπρας προς σωφρονισμόν και διόρθωσιν. Διότι αυταί πλύνουσαι ιμάτια με τα ποδάρια, είχον τα ρούχα των ανεσκομβωμένα επάνω, και την κεφαλήν ασκέπαστον. Και χωρίς εντροπήν έβλεπον τον Άγιον.
(2) Προσθέττει δε ο Θεοδώρητος, ότι ο κριτής βλέπων το παράδοξον θαύμα, εθεώρησε πάλιν την κρίσιν, και αντί της προτέρας αδίκου, δικαίαν εποίησεν ύστερον. Φαίνεται δε ότι κατά λόγον εκαταράσθη ο Όσιος την άψυχον και αναίσθητον πέτραν. Ίνα δια του πάθους του αναισθήτου κτίσματος, σωφρονίση και διορθώση τον λογικόν άνθρωπον.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Αθανάσιος ραβδιζόμενος, τελειούται.
Ράβδοις Αθανάσιος σαυτόν εκδίδως,
Σπεύδων θανείν μεν, ζην δε πολλώ κρειττόνως.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Παχώμιος και Παπυρίνος, εν ποταμώ ριφθέντες, τελειούνται.
Τοιούτον εύρε και Παπυρίνος τέλος,
Οίον συ Παχώμιε βληθείς εις ύδωρ.
*
Τα εγκαίνια της Μονής του Προφήτου Ηλιού της καλουμένης του Βαθέος Ρύακος (3).
(3) Η Μονή αύτη ευρίσκεται κοντά εις την Τριγλίαν, ήτοι εις τα Μουντανία.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης, ο εν τω Αγίω Όρει του Άθω ασκήσας, κατά το ͵ατκ’ [1320] έτος, εν ειρήνη τελειούται (4).
Παρήλθε πάντας αρεταίς ο Μάξιμος,
Καν τοις χρόνοις ήσκησε νυν τοις εσχάτοις.
(4) Τον Βίον αυτού όρα εις το Νέον Εκλόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΓ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἑρμύλου καὶ Στρατονίκου.
Ἡ σαργάνη ναῦς Ἑρμύλῳ Στρατονίκῳ,
Κοινὸν κατάπλουν εἰς βυθὸν ποιουμένοις.
Ἕρμυλον ἠδ’ ἑτάρον δεκάτῃ πνίξε τρίτῃ ἴστρος.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Λικινίου τοῦ βασιλέως, ἐν ἔτει τιδ΄ [314]. Καὶ ὁ μὲν Ἅγιος Ἕρμυλος ἦτον Διάκονος κατὰ τὸ ἀξίωμα. Ὁ δὲ Στρατόνικος ἦτον φίλος τοῦ Ἁγίου Ἑρμύλου. Παρασταθεὶς λοιπὸν ὁ Ἅγιος Ἕρμυλος ἔμπροσθεν τοῦ βασιλέως, καὶ ὁμολογήσας τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρῶτον μέν, δέρνεται μὲ κᾄποιας βούλλας χαλκωματένιας, ἔπειτα καταξεσχίζεται εἰς ὅλον τὸ κορμὶ μὲ ῥαβδία ἀκανθωτά. Διὰ μέσου δὲ τῶν βασάνων τούτων, προσκαλεῖ τὸν φίλον του Στρατόνικον διὰ νὰ παρρησιασθῇ καὶ αὐτὸς καὶ νὰ ὁμολογήσῃ τὸν Χριστόν. Βλέπων γὰρ ὁ Στρατόνικος τὸν Ἅγιον Ἕρμυλον, πῶς ἐδέρνετο τόσον ἄσπλαγχνα, καὶ πῶς ἡ κοιλία καὶ τὸ στῆθός του ἐσχίσθησαν ἀπὸ τὸν πολὺν δαρμόν, καὶ ἀπὸ τὰ ἀκανθωτὰ ῥαβδία, ἐσυμπόνεσεν. Ὅθεν ἐπαρρησίασε παρευθὺς τὸν ἑαυτόν του, ὅτι καὶ αὐτὸς ἔχει τὴν αὐτὴν πίστιν τοῦ Ἑρμύλου. Ἐρωτηθεὶς λοιπὸν ἀπὸ τὸν βασιλέα, ὡμολόγησεν ὅτι εἶναι Χριστιανός. Διὰ τοῦτο δέρνεται, καὶ ῥίπτεται εἰς τὸν ποταμὸν Ἴστρον: ἤτοι Δούναβιν, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιον Ἕρμυλον. Καὶ ἐκεῖ ἔλαβον καὶ οἱ δύω τὸ μακάριον τέλος τοῦ μαρτυρίου. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις καὶ εἰς τὴν μικρὰν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, τὴν εὑρισκομένην εἰς τὴν Ὀξείαν, καὶ εἰς τὴν Φυρμούπολιν, καὶ εἰς τὸν τόπον τὸν καλούμενον Σπουδαίου, κοντὰ εἰς τὸ ὀρφανοτροφεῖον. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῶν ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον. Τὸν δὲ ἑλληνικὸν τούτων Βίον συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Βασιλεύοντος Λικινίου τοῦ δυσσεβοῦς». Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβου τοῦ ἀπὸ Νισίβεως.
Τὸν Ἰάκωβον θνητὸν ὄντα τῇ φύσει,
Θνητοῖς ὁμοίως μὴ θανεῖν οὐκ ἦν πρέπον.
Οὗτος ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἐν ἔτει τιη΄ [318], γέννημα καὶ θρέμμα ὑπάρχων τῆς μεγαλοπόλεως Νισίβεως. Ἥτις πρότερον μέν, ἐλέγετο Ἀντιόχεια τῆς Μυγδονίας, τώρα δὲ ὀνομάζεται Νισβίν, εὑρισκομένη ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ. Οὗτος λοιπὸν ἀγαπήσας τὴν ἐρημικὴν καὶ ἥσυχον ζωήν, ἀνέβη εἰς τὰς ἐκεῖ ὑψηλοτάτας κορυφὰς τῶν βουνῶν, καὶ ὑπέμενεν ὁ ἀοίδιμος ἀνδρείως τὰς ἀνάγκας τῆς φύσεως. Δηλαδὴ καταφλεγόμενος μέν, ἀπὸ τὸ καῦμα τοῦ θέρους, ταλαιπωρούμενος δέ, ἀπὸ τὴν ψυχρότητα τοῦ χειμῶνος. Φαγητὸν δὲ εἶχε τὰς ἀγρίας βοτάνας, πιοτὸν δέ, νερὸν μέτριον, καὶ ἔνδυμα εὐτελές. Καὶ διὰ νὰ εἰπῶ καθολικῶς, ὁ Ὅσιος οὗτος, τὸ μὲν σῶμά του κατεξήρανε μὲ τὴν τραχυτάτην ἄσκησιν. Τὴν δὲ ψυχήν του ἔτρεφε πάντοτε καὶ ἐζωογόνει μὲ τὴν πνευματικὴν τροφήν, ἤτοι μὲ τὴν θείαν προσευχήν, καὶ μὲ τὴν τῶν Ἁγίων Γραφῶν ἀνάγνωσιν.
Ἐκ τούτων λοιπὸν τῶν θεοειδῶν ἀρετῶν, ἀπόκτησεν ὁ μακάριος τὴν πρὸς Θεὸν ἀγάπην καὶ παρρησίαν. Καὶ ἔλαβε δύναμιν ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ θαυματουργῇ καὶ νὰ προβλέπῃ τὰ μέλλοντα. Ὅθεν μίαν φορὰν περνῶντας ἀπὸ ἕνα τόπον, καὶ βλέπωντας εἰς μίαν βρύσιν μερικὰς νέας γυναῖκας, ὁποῦ ἔκαμναν ἀδιάντροπα σχήματα, παρευθύς, τὴν μὲν βρύσιν ἐκαταράσθη, καὶ ἐξηράνθη. Καταρασθεὶς δὲ καὶ τὰς γυναῖκας, ἔκαμε νὰ ἀσπρίσουν τὰ μαῦρα μαλλία τῆς κεφαλῆς των. Καὶ τὸ μὲν νερὸν τῆς βρύσεως, πάλιν τὸ ἀνέβλυσε, παρακαλεσθεὶς ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ Χριστιανούς. Τὰς δὲ τρίχας τῶν γυναικῶν ἐκείνων δὲν τὰς ἐμαύρισεν (1). Οὗτος ὁ Ὅσιος βλέπωντας ἕνα κριτὴν Πέρσην, πῶς ἔκαμε κρίσιν καὶ ἀπόφασιν ἄδικον, ἐκαταράσθη τὴν πέτραν, ὁποῦ εὑρίσκετο ἐκεῖ κοντὰ εἰς αὐτόν. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἡ πέτρα ἐσχίσθη εἰς μυρία κομμάτια (2).
Μίαν φορὰν ὁ Ὅσιος ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ εἰς ἕνα χωρίον, καὶ ἰδοὺ ἔρχονται μερικοὶ πτωχοί, οἱ ὁποῖοι ἠθέλησαν νὰ λάβουν ἐλεημοσύνην ἀπὸ τὸν Ἅγιον. Ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἐκαμώθη, ὅτι ἦτον ἀποθαμένος. Οἱ δὲ ἄλλοι παρεκάλουν ἐμπαικτικῶς τὸν Ὅσιον, νὰ δώσῃ τὰ ἔξοδα εἰς τὴν ταφὴν τοῦ νεκροῦ. Ὁ δὲ Ὅσιος παρεκάλεσε μὲν νὰ συγχωρηθοῦν αἱ ἁμαρτίαι τοῦ ὑποκριθέντος τὸν θάνατον, τὴν δὲ ψυχήν του ἔκαμε νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ νὰ ἀποθάνῃ τῇ ἀληθείᾳ. Ἀλλὰ πάλιν ὕστερον ἀνέστησεν αὐτόν, παρακαλεσθεὶς ἀπὸ τοὺς ἄλλους συντρόφους του. Οὗτος ὁ θεῖος Ἰάκωβος διὰ τὰς πολλὰς ἀρετάς του, ἔγινεν Ἐπίσκοπος τῆς ἐδικῆς του πατρίδος Νισίβεως. Καὶ ἦτον παρὼν εἰς τὴν ἐν Νικαίᾳ συναχθεῖσαν Πρώτην καὶ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον. Ὅπου τὸν δυσσεβέστατον Ἄρειον παρέδωκεν εἰς τὸ ἀνάθεμα. Καὶ εἰς καιρὸν ὁποῦ ἐκεῖνος ἐσπούδαζε νὰ δεχθῇ πάλιν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καὶ νὰ συλλειτουργήσῃ δολερῶς, ὁ θεῖος οὗτος Ἰάκωβος μετὰ τῶν λοιπῶν Πατέρων ἐθανάτωσεν αὐτὸν διὰ τῆς προσευχῆς του. Καθότι μέσα εἰς τὸ ἀναγκαῖον ὅλα τὰ σπλάγχνα ἐκείνου ἐχύθησαν.
Ἀλλὰ καὶ ὅταν ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν Σαβώριος ἐπῆγε νὰ περιτειχίσῃ μὲ στρατεύματα τὴν Νίσιβιν, καὶ ἔκαμε πολλὰς μηχανὰς διὰ νὰ πάρῃ τὴν πόλιν, τότε ὁ θεῖος οὗτος Ἰάκωβος φανεὶς μοναχός, ἔκαμε τοὺς Πέρσας νὰ φύγουν. Παρεκάλεσε γὰρ τὸν Θεὸν καὶ ἔστειλεν ἐναντίον εἰς τοὺς Πέρσας ἕνα σύνεφον ἀπὸ σκνίπας καὶ κωνώπια. Τὰ ὁποῖα ὥρμησαν ἐναντίον εἰς τὰ ἄλογα καὶ εἰς τοὺς ἐλέφαντας τῶν Περσῶν, καὶ τούτους δαγκάνοντα, ἔκαμαν αὐτοὺς νὰ σπάσουν τὰ δεσμὰ καὶ νὰ φεύγουν. Ὅθεν ὁ βασιλεὺς βλέπωντας τὸ παράδοξον τοῦτο, καὶ μὴ ἠξεύρωντας τί νὰ κάμῃ, ἐγύρισεν ἄπρακτος εἰς τὴν Περσίαν. Μὲ τὰ τοιαῦτα μεγαλώτατα θαύματα διαλάμψας ὁ θεῖος Ἰάκωβος, καὶ πλήρης ἡμερῶν γενόμενος, μακαρίως ἀνεπαύσατο ἐν Κυρίῳ.
(1) Σημείωσαι, ὅτι τούτου τοῦ Ὁσίου τὸν Βίον γράφει ὁ Θεοδώρητος ἐν ἀριθμῷ πρώτῳ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας, ἀφ’ οὗ καὶ τὸ Συναξάριον τοῦτο ἐρανίσθη. Προσθέττει δὲ ἐκεῖ ὁ Θεοδώρητος, ὅτι ὁ Ὅσιος ἐζήτησε τὰς γυναῖκας ἐκείνας, διὰ νὰ τὰς ἰατρεύσῃ καὶ νὰ κάμῃ πάλιν τὰ μαλλία των μαῦρα. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖναι δὲν ἦλθον νὰ ζητήσουν τὴν ἰατρείαν, διὰ τοῦτο δὲν τὰς ἰάτρευσεν. Ἀλλὰ ἀφῆκε τὰς τρίχας των ἄσπρας πρὸς σωφρονισμὸν καὶ διόρθωσιν. Διότι αὐταὶ πλύνουσαι ἱμάτια μὲ τὰ ποδάρια, εἶχον τὰ ῥοῦχά των ἀνεσκομβωμένα ἐπάνω, καὶ τὴν κεφαλὴν ἀσκέπαστον. Καὶ χωρὶς ἐντροπὴν ἔβλεπον τὸν Ἅγιον.
(2) Προσθέττει δὲ ὁ Θεοδώρητος, ὅτι ὁ κριτὴς βλέπων τὸ παράδοξον θαῦμα, ἐθεώρησε πάλιν τὴν κρίσιν, καὶ ἀντὶ τῆς προτέρας ἀδίκου, δικαίαν ἐποίησεν ὕστερον. Φαίνεται δὲ ὅτι κατὰ λόγον ἐκαταράσθη ὁ Ὅσιος τὴν ἄψυχον καὶ ἀναίσθητον πέτραν. Ἵνα διὰ τοῦ πάθους τοῦ ἀναισθήτου κτίσματος, σωφρονίσῃ καὶ διορθώσῃ τὸν λογικὸν ἄνθρωπον.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀθανάσιος ῥαβδιζόμενος, τελειοῦται.
Ῥάβδοις Ἀθανάσιος σαυτὸν ἐκδίδως,
Σπεύδων θανεῖν μέν, ζῆν δὲ πολλῷ κρειττόνως.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Παχώμιος καὶ Παπυρῖνος, ἐν ποταμῷ ῥιφθέντες, τελειοῦνται.
Τοιοῦτον εὗρε καὶ Παπυρῖνος τέλος,
Οἷον σὺ Παχώμιε βληθεὶς εἰς ὕδωρ.
*
Τὰ ἐγκαίνια τῆς Μονῆς τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ τῆς καλουμένης τοῦ Βαθέος Ῥύακος (3).
(3) Ἡ Μονὴ αὕτη εὑρίσκεται κοντὰ εἰς τὴν Τριγλίαν, ἤτοι εἰς τὰ Μουντανία.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ὁ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω ἀσκήσας, κατὰ τὸ ͵ατκ΄ [1320] ἔτος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (4).
Παρῆλθε πᾶντας ἀρεταῖς ὁ Μάξιμος,
Κᾂν τοῖς χρόνοις ἤσκησε νῦν τοῖς ἐσχάτοις.
(4) Τὸν Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Των Αγίων Ερμύλου, Στρατονίκου, Ιακώβου του από Νισίβεως, Αθανασίου, Μαξίμου Καυσοκαλύβη κ.ά.