Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου8 Ιανουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Η’, μνήμη της Οσίας μητρός ημών Δομνίκης.
Λιπούσα την γην ουρανόφρων Δομνίκα,
Εις ουρανούς ανήλθεν ώσπερ ηγάπα.
Δομνίκαν ογδοάτη πότμου λάβε νυξ ερεβεννή.
Αύτη ήτον κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Μεγάλου εν έτει τπδ’ [384], καταγομένη από την εν Αφρική Καρθαγένην, ήτοι το νυν λεγόμενον Τούνεζι. Αύτη λοιπόν δια οικονομίαν και υπόθεσίν τινα, ανέβη εις Κωνσταντινούπολιν ομού με άλλας τεσσαράκοντα παρθένους. Ο τότε δε πατριαρχεύων Νεκτάριος εδέχθη αυτάς εκ θείας αποκαλύψεως, και ηξίωσεν αυτάς του θείου Βαπτίσματος. Αφ’ ου δε εβαπτίσθη η Αγία αύτη, έγινε Μοναχή, και αγωνισθείσα με πόνους ανδρικούς, έφθασεν εις το άκρον της ασκήσεως, εις τρόπον ότι ηξιώθη να ενεργή και θαύματα. Εν τούτοις λοιπόν διαλάμψασα, προς Κύριον εξεδήμησεν.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Γεωργίου του Χοζεβίτου.
Συν δάκρυσι σπείραντι τω Γεωργίω,
Καιρός θερίζειν εστί συν ευθυμία.
Ούτος ο αοίδιμος Πατήρ ημών Γεώργιος, αφήσας πατρίδα και γένος και όλην την του κόσμου προσπάθειαν, επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα δια να προσκυνήση τον ζωοδόχον Τάφον του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Αφ’ ου δε επροσκύνησεν όλους τους πέριξ της Ιερουσαλήμ ιερούς και αγίους, και πολλού θαύματος γέμοντας τόπους, και αφ’ ου απόλαυσε την τούτων αγιότητα και χάριν, ύστερον φέρων έδωκε τον εαυτόν του εις το Μοναστήριον το ούτως ονομαζόμενον του Χοζεβά, από το οποίον ωνομάσθη και Χοζεβίτης, και γενόμενος Μοναχός, συνηριθμήθη με τους εκεί Πατέρας και αδελφούς. Τόσον δε ανδρείος και πρόθυμος εφάνη από την αρχήν ο αοίδιμος, εις κάθε πόνον και σκληραγωγίαν ασκητικήν, ώστε οπού εμιμείτο τον δι’ ημάς κατά σάρκα νεκρωθέντα Χριστόν τον Θεόν, και εσπούδαζε να συνεκρωθή με αυτόν, και να συσταυρωθή δια της απαθείας, ωσάν να ήναι τινάς άσαρκος. Όθεν έκαμνεν όλους να εκπλήττωνται, και επαρακίνει αυτούς προς ζήλον και μίμησιν της υπερφυσικής αυτού ανδρίας και γενναιότητος. Φθάσας λοιπόν εις το άκρον της απαθείας, εφάνη γεμάτος από την χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Όθεν έβαλε τον εαυτόν του ωσάν στήλην έμψυχον, και εικόνα κάθε αρετής, έμπροσθεν εις τους αδελφούς του Μοναστηρίου του, και εις όλους τους άλλους, και μέχρι τέλους δεν εσυγκατέβη ο τρισόλβιος από την ακρίβειαν της ασκήσεως. Δια τούτο και εύρεν ανάπαυσιν από τους πολλούς του αγώνας και κόπους. Εξεδήμησε γαρ προς τον ποθούμενον Θεόν, δια να απολαμβάνη καθαρώτερον και εναργέστερον συν τοις Αγγέλοις, την εκ της Αγίας Τριάδος εκπεμπομένην έλλαμψιν και μακαριότητα.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ιουλιανού, Βασιλίσσης, και των συν αυτοίς, Κελσίου και Αντωνίου.
Εις τον Ιουλιανόν και Βασίλισσαν.
Ιουλιανώ πολλά και Βασιλίσση,
Έπαθλα κείνται κειμένοις εκ του ξίφους.
Εις τον Κέλσιον και Αντώνιον.
Τέμνει κεφαλήν το ξίφος την Κελσίου,
Συν τη κεφαλή τη δε του Αντωνίου.
Ο Άγιος ούτος Ιουλιανός ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, και του ηγεμόνος Μαρκιανού εν έτει σϞ’ [290], καταγόμενος από την Αντινοούπολιν την εν Αιγύπτω ευρισκομένην. Ούτος λοιπόν έπεισε την νόμιμόν του γυναίκα, Βασίλισσαν ονόματι, να μένη εν σωφροσύνη και παρθενία. Και αφ’ ου εκούρευσεν αυτήν καλογραίαν εις ένα Μοναστήριον, εκαλογηρεύθη και αυτός εις άλλο, και ήτον Ηγούμενος επάνω εις δώδεκα χιλιάδας Μοναχούς. Κρατηθείς δε από τον ηγεμόνα, και μη αρνηθείς τον Χριστόν, αλλά περιπαίξας τα είδωλα, εκίνησε τον ηγεμόνα εις οργήν και θυμόν. Όθεν ο μιαρός παρευθύς έστειλεν ανθρώπους, και έκαυσαν το Μοναστήριον του Αγίου ομού με τους Μοναχούς. Μέσα εις το οποίον κατεκάησαν και όλοι οι Επίσκοποι, και οι λοιποί της χώρας κληρικοί, όσοι κατέφυγον εκεί. Και έτζι ετελειώθη αυτών το μαρτύριον.
Ο δε Άγιος Ιουλιανός απλωθείς επάνω εις το έδαφος της γης, εδάρθη. Έπειτα έσφιξαν αυτόν με σιδηράς αλυσίδας, και ετζάκισαν τα κόκκαλά του. Τότε ένας δήμιος τυφλός ων από τον ένα οφθαλμόν, επίστευσε τω Χριστώ, και ιατρεύθη υπό του Μάρτυρος. Όθεν και απεκεφαλίσθη, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Κέλσιος δε ο υιός του ηγεμόνος ομού με είκοσι στρατιώτας, επίστευσεν εις τον Χριστόν. Επειδή είδον, ότι ο Άγιος Ιουλιανός δια προσευχής του ανέστησεν ένα νεκρόν. Δια τούτο κατά προσταγήν του ηγεμόνος, πρώτον μεν, βάλλεται εις φυλακήν ο υιός του Κέλσιος. Έπειτα δε, ρίπτεται μέσα εις καζάνια πυρωμένα, και γεμάτα από βραστόν νερόν. Ομού και οι άλλοι επτά υιοί του αυτού ηγεμόνος, ως πιστεύσαντες τω Χριστώ, προς τούτοις δε, και ο Ιερεύς Αντώνιος, και ο εκ των νεκρών αναστάς Αναστάσιος. Επειδή δε όλοι εφυλάχθησαν αβλαβείς χάριτι Χριστού, δια τούτο επίστευσαν εις τον Χριστόν, και άλλοι πολλοί Έλληνες, ομού δε και η μήτηρ του Κελσίου, η γυνή δηλαδή του ηγεμόνος. Παρασταθέντες δε όλοι οι πιστεύσαντες τω Χριστώ ενώπιον του ηγεμόνος, επροσευχήθησαν, και ω του θαύματος! έπεσον τα εν τω ναώ είδωλα και ετζακίσθησαν, και ο ναός εβυθίσθη μέσα εις την γην. Όθεν οι Έλληνες μαζώξαντες δεμάτια από παπύρι, και βρέξαντες αυτά με λάδι, έδεσαν με αυτά τα άκρα των χειρών και των ποδών των Αγίων. Έπειτα έδωκαν φωτίαν εις τα παπύρια, αλλ’ η θεία χάρις εφύλαξε τους Αγίους αβλαβείς και δεν εκάησαν. Δια τούτο, του μεν Αγίου Ιουλιανού και του Κελσίου, έσυραν και εύγαλαν το δέρμα της κεφαλής. Του δε Ιερέως Αντωνίου, εύγαλαν τους οφθαλμούς με ογκίνους, ήτοι με σιδηρά αγκυνέλα. Την δε μητέρα του Κελσίου εκρέμασαν. Είτα παρέδωκαν αυτήν εις τα θηρία δια να την φάγουν. Επειδή δε εφυλάχθησαν αβλαβείς και από τα ρηθέντα βάσανα, δια τούτο τελευταίον απεκεφαλίσθησαν. Και ούτως έλαβον οι αοίδιμοι τους στεφάνους του μαρτυρίου. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον αγιώτατον και μαρτυρικόν αυτών Ναόν, όστις είναι κοντά εις τον Φόρον.
*
Οι δια του Αγίου Ιουλιανού πιστεύσαντες τω Χριστώ άνδρες, ξίφει τελειούνται.
Χριστού συνέντες άνδρες αληθές σέβας,
Προύδωκαν εις θάνατον αυτούς εμφρόνως.
*
Η δια του Αγίου Ιουλιανού πιστεύσασα γυνή του ηγεμόνος, ξίφει τελειούται.
Χριστού πόθω τρωθείσα μήτηρ Κελσίου,
Ανδρός κατεφρόνησε, και των βασάνων.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Καρτερίου.
Πάλαιε Καρτέριε προς πυρ και δόρυ,
Το καρτερόν σου προς πάλας δεικνύς δύω.
Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, και του ηγεμόνος της Καισαρείας Καππαδοκίας Ουρβανού, εν έτει σϞη’ [298], Ιερεύς και διδάσκαλος των Χριστιανών. Ούτος λοιπόν κτίσας ένα οίκον ευκτήριον, ήγουν μίαν μικράν Εκκλησίαν, εσυνάθροιζεν εκεί τα πλήθη των Χριστιανών, και εδίδασκεν αυτά να σέβωνται μόνον τον Χριστόν, ως όντα Θεόν αληθινόν. Και άλλον Θεόν να μη γνωρίζουν πλην αυτού. Δια ταύτα λοιπόν διαβαλθείς εις τον ηγεμόνα, εκρύφθη. Ο δε Κύριος φαίνεται εις αυτόν και του λέγει. Πήγαινε ω Καρτέριε, και φανέρωσον τον εαυτόν σου εις εκείνους οπού σε ζητούν, εγώ δε θέλω είμαι με εσένα. Πρέπει γαρ να πάθης πολλά δια το όνομά μου. Ότι πολλοί δια μέσου σου έχουν να πιστεύσουν εις εμένα και να σωθούν. Τότε ο Άγιος γεμώσας από χαράν, και ευχαριστήσας εις τον Θεόν, επαρρησίασε τον εαυτόν του. Και πρώτον μεν κλείεται εις φυλακήν. Έπειτα δε παρασταθείς εις τον ηγεμόνα, επροστάχθη δια να θυσιάση εις τον ψευδοθεόν Σάραπιν. Ο δε Άγιος δια προσευχής του τούτον κατεκρήμνισεν, ήτοι το είδωλον αυτού. Όθεν εδάρθη από δεκαέξι στρατιώτας με βάκλα, ήτοι με τα ξύλα, οπού κτυπούσι τα τύμπανα. Είτα εκρέμασαν αυτόν επάνω εις ξύλον, και με ξουράφια μεν, εύγαλαν τα ονύχια των χειρών και ποδών του, με σιδηρά δε ονύχια, κατεξέσχισαν όλον το σώμα του. Αυτός όμως δια μέσου θείου Αγγέλου, έγινεν ανώτερος από τα βάσανα ταύτα και εκαταστάθη υγιής. Αλλά πάλιν κατά προσταγήν του ηγεμόνος, ετρύπησαν με σίδηρον τους αστραγάλους του Μάρτυρος. Και έχοντες ένα υννί πυρωμένον, έβαλον αυτό εις το στήθος του. Μετά ταύτα προστάζουσιν αυτόν και κάθεται επάνω εις ένα σκαμνί σιδηρούν πυρωμένον. Είτα ρίπτουσιν αυτόν εις την φυλακήν.
Όταν δε ενύκτωσε, φαίνεται πάλιν ο Κύριος εις αυτόν, και τον λύει από τα δεσμά. Και υγιή καταστήσας, τον εύγαλεν έξω από τας θύρας της φυλακής. Όθεν πολλοί από τους απίστους βλέποντες αυτόν υγιή, επήγαινον και εβαπτίζοντο παρ’ αυτού, και ελευθερόνοντο από τας ασθενείας οπού είχον. Δια τούτο πάλιν ο Άγιος τιμωρίας λαμβάνει. Εκρέμασαν γαρ από τας χείρας και πόδας του πέτρας μεγαλωτάτας. Και με βάκλα έδειραν αυτόν εις την κοιλίαν. Και με λαμπάδας αναμμένας κατέκαυσαν αυτόν, ραίνοντες επάνω του τεάφι και πίσσαν. Είτα έρριψαν μέσα εις το στόμα του μολύβι βρασμένον. Τελευταίον δε έβαλον αυτόν μέσα εις την φωτίαν. Και αβλαβής διαμείνας, ύμνους και ευχαριστίας ανέπεμπεν εις τον Θεόν. Όθεν ένας Εβραίος εκεί παραστέκωντας, εθυμώθη πολλά. Και πέρνωντας ο αλιτήριος ένα κοντάρι, εκτύπησε με αυτό και διεπέρασε την πλευράν του Αγίου. Και πρώτον μεν, ευγήκε νερόν από την πλευράν του τόσον πολύ, ώστε οπού έσβεσε το πυρ της καμίνου, ύστερον δε, ευγήκε και αίμα. Και έτζι παρέδωκεν ο γενναίος αγωνιστής την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και έλαβε παρ’ αυτού τον στέφανον της αθλήσεως.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Θεοφίλου Διακόνου, και Ελλαδίου λαϊκού.
Πυρ ζεύγος ανδρών εν μεταφρένοις φέρει,
Επισκιωθέν του Θεού μεταφρένοις.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον από την Λιβύαν. Πιασθέντες δε διατί ωμολόγουν τον Χριστόν, εφέρθησαν εις τον ανθύπατον και άρχοντα της Λιβύης. Και επειδή επέμεναν εις την πίστιν του Χριστού, δια τούτο εκαταξεσχίσθησαν. Και αφ’ ου εδέθησαν χείρας και πόδας, εδέχθησαν φωτίαν επάνω εις τα μετάφρενα, ήτοι εις τας ωμοπλάτας. Και εκατεκεντήθησαν με τούβλα σουβλερά και οξέα. Επειδή δε η βάσανος αύτη παρετάθη εις πολλάς ώρας, δια τούτο παρέδωκαν οι Άγιοι τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και ανέβηκαν νικηφόροι εις τα ουράνια.
*
Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Κύρου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τη σεβασμία Μονή της Χώρας, και εν τη Μεγάλη Εκκλησία εν ημέρα Κυριακή (1).
Ο σην μελίζων σάρκα Χριστέ μου Κύρος,
Σαρκός διαστάς σω παρίσταται θρόνω.
(1) Ο Κύρος ούτος ήτον επί Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου και εικονομάχου, του βασιλεύσαντος εν έτει ψμα’ [741], επατριάρχευσε δε χρόνους εξ κατά τον Μελέτιον.
*
Ο Άγιος Αττικός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, εν ειρήνη τελειούται (2).
Όλην υπερβάς την ύλην του σαρκίου,
Ήκεις όλος νους Αττικέ προς τους νόας.
(2) Ο Αττικός ούτος έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τους χρόνους Αρκαδίου του βασιλέως εν έτει τϞε’ [395], μετά τον Αρσάκιον. Όστις Αττικός εκατάγετο από την Σεβάστειαν της Αρμενίας, άνθρωπος ευλαβής, και τον βίον ασκητικός, και μετρίως πεπαιδευμένος. Εκυβέρνησε δε αυτός την Εκκλησίαν χρόνους είκοσι. Και όρα τον β’ τομ. Μελετίου, σελ. 5, όστις και λέγει, ότι ετελεύτησε τη δεκάτη του Οκτωβρίου. Παρά τοις Συναξαρισταίς δε, σήμερον εορτάζεται. Σημείωσαι, ότι Κελεστίνος ο Πάπας εν τη προς τους Κωνσταντινουπολίτας επιστολή, τον Αττικόν τούτον ονομάζει διδάσκαλον της καθολικής πίστεως.
*
Ο Άγιος Σαμέας ο Ελαμίτης εν ειρήνη τελειούται.
Εν γη το μέλλον ουκ έτι χρα Σαμέας.
Άνω γαρ ούτος ο προφητικός τρίπους (3).
(3) Ούτος ο Προφήτης Σαμέας είχε και βιβλίον προφητικόν. Αλλά τώρα ουχ’ ευρίσκεται. Και μαρτυρεί τούτο η θεία Γραφή λέγουσα περί του βασιλέως Ροβοάμ· «Και λόγοι Ροβοάμ οι πρώτοι και έσχατοι, ουκ ιδού γεγραμμένοι εν τοις λόγοις Σαμαία του Προφήτου, και Αδδώ του ορώντος, και πράξεις αυτού;» (Β’ Παραλειπομ. ιβ’, 15).
Ούτος ο Προφήτης εμπόδισε τον Ροβοάμ υιόν Σολομώντος όταν ετοιμάζετο να συγκροτήση πόλεμον κατά των δέκα φυλών του Ισραήλ, διατί αποστάτησαν μεν από αυτόν, επήγαν δε με τον Ιεροβοάμ τον δούλον του Σολομώντος εις την Σαμάρειαν. Όθεν και κατέπαυσε τον κατ’ εκείνων πόλεμον. Καθώς είναι γεγραμμένον εις την τρίτην των Βασιλειών, εν κεφαλαίω δωδεκάτω.
*
Ο Όσιος Αγάθων εν ειρήνη τελειούται (4).
Ως ηγαθύνθην Αγάθων την καρδίαν.
Ειρηνικού σου, και μόνου μνησθείς τέλους (5).
(4) Περί του Οσίου τούτου Αγάθωνος γράφεται εν τω Γεροντικώ, ότι μερικοί ακούοντες, πως έχει μεγάλην διάκρισιν, ηθέλησαν να τον δοκιμάσουν εάν θυμόνεται. Όθεν είπον αυτώ. Συ είσαι ο Αγάθων; ακούομεν δια λόγου σου, ότι είσαι πόρνος και υπερήφανος. Ο δε Όσιος είπε. Ναι έτζι έχει η αλήθεια. Πάλιν είπον. Συ είσαι Αγάθων ο φλύαρος και κατάλαλος; Ο Όσιος απεκρίθη. Ναι εγώ είμαι. Οι δε πάλιν είπον. Συ ει Αγάθων ο αιρετικός; Ο Όσιος απεκρίθη. Ουκ ειμί αιρετικός. Εκείνοι δε παρεκάλεσαν αυτόν λέγοντες. Διατί, τας μεν άλλας ύβρεις εδέχθης, ταύτην δε ουκ εβάστασας; Απεκρίθη ο γέρων. Εκείνας μεν εδέχθην, διατί είναι όφελος εις την ψυχήν μου. Το δε αιρετικός, χωρισμός εστιν από του Θεού. Και δια τούτο δεν το εδέχθηκα. Οι δε ακούσαντες, εθαύμασαν την διάκρισίν του (σελ. 326 του Ευεργετινού).
Ούτος ο Όσιος έφθασεν εις την τελείαν αγάπην, και δια τούτο είπε το αξιομνημόνευτον τούτο λόγιον· «Ήθελον να εύρω ένα λωβόν, και εγώ μεν να πάρω το εδικόν του λωβόν σώμα, εις αυτόν δε να δώσω το εδικόν μου υγιεινόν» (σελ. 454 του Αββά Ισαάκ). Ο Όσιος ούτος ευρήκεν εις το παζάρι ένα ξένον ερριμμένον, ασθενή και ανεπιμέλητον. Όθεν επίασεν οσπήτιον με μισθόν, και επισκέφθη τον ασθενή εξ μήνας, έως οπού έγινεν υγιής (αυτόθι, σελ. 551). Ερωτηθείς ο Όσιος ούτος Αγάθων παρά τινος, θέλοντος οικήσαι μετά αδελφών, απεκρίθη· «Ως εν τη πρώτη ημέρα, εν η εισήλθες κατοικήσαι μετ’ αυτών, ούτως φύλαξον την ξενιτείαν σου πάσας τας ημέρας της ζωής σου, ίνα μη παρρησιάση μετ’ αυτών. Η γαρ παρρησία έοικε καύσωνι μεγάλω, ος όταν γένηται, πάντες φεύγουσιν από προσώπου αυτού, και των δένδρων τον καρπόν διαφθείρει». Ηρώτησε δε αυτόν ο Αββάς Μακάριος· «Τόσον κακή είναι η παρρησία;» Απεκρίθη ο Αγάθων· «Ουκ έστιν έτερον πάθος χαλεπώτερον της παρρησίας. Γεννήτρια γαρ εστι πάντων των παθών».
(5) Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ και ατάκτως παρά τοις Μηναίοις η μνήμη και το δίστιχον του Οσίου Θεοκτίστου του εν τω Κουκούμω της Σικελίας Ηγουμένου. Ταύτα γαρ προεγράφησαν κατά την τετάρτην του παρόντος, ότε και η μνήμη και ο Κανών αυτού ψάλλεται.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Η΄, μνήμη τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν Δομνίκης.
Λιποῦσα τὴν γῆν οὐρανόφρων Δομνίκα,
Εἰς οὐρανοὺς ἀνῆλθεν ὥσπερ ἠγάπα.
Δομνίκαν ὀγδοάτῃ πότμου λάβε νὺξ ἐρεβεννή.
Αὕτη ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου ἐν ἔτει τπδ΄ [384], καταγομένη ἀπὸ τὴν ἐν Ἀφρικῇ Καρθαγένην, ἤτοι τὸ νῦν λεγόμενον Τούνεζι. Αὕτη λοιπὸν διὰ οἰκονομίαν καὶ ὑπόθεσίν τινα, ἀνέβη εἰς Κωνσταντινούπολιν ὁμοῦ μὲ ἄλλας τεσσαράκοντα παρθένους. Ὁ τότε δὲ πατριαρχεύων Νεκτάριος ἐδέχθη αὐτὰς ἐκ θείας ἀποκαλύψεως, καὶ ἠξίωσεν αὐτὰς τοῦ θείου Βαπτίσματος. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐβαπτίσθη ἡ Ἁγία αὕτη, ἔγινε Μοναχή, καὶ ἀγωνισθεῖσα μὲ πόνους ἀνδρικούς, ἔφθασεν εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀσκήσεως, εἰς τρόπον ὅτι ἠξιώθη νὰ ἐνεργῇ καὶ θαύματα. Ἐν τούτοις λοιπὸν διαλάμψασα, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου.
Σὺν δάκρυσι σπείραντι τῷ Γεωργίῳ,
Καιρὸς θερίζειν ἐστὶ σὺν εὐθυμίᾳ.
Οὗτος ὁ ἀοίδιμος Πατὴρ ἡμῶν Γεώργιος, ἀφήσας πατρίδα καὶ γένος καὶ ὅλην τὴν τοῦ κόσμου προσπάθειαν, ἐπῆγεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ προσκυνήσῃ τὸν ζωοδόχον Τάφον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπροσκύνησεν ὅλους τοὺς πέριξ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἱεροὺς καὶ ἁγίους, καὶ πολλοῦ θαύματος γέμοντας τόπους, καὶ ἀφ’ οὗ ἀπόλαυσε τὴν τούτων ἁγιότητα καὶ χάριν, ὕστερον φέρων ἔδωκε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸ Μοναστήριον τὸ οὕτως ὀνομαζόμενον τοῦ Χοζεβᾶ, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ὠνομάσθη καὶ Χοζεβίτης, καὶ γενόμενος Μοναχός, συνηριθμήθη μὲ τοὺς ἐκεῖ Πατέρας καὶ ἀδελφούς. Τόσον δὲ ἀνδρεῖος καὶ πρόθυμος ἐφάνη ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ὁ ἀοίδιμος, εἰς κάθε πόνον καὶ σκληραγωγίαν ἀσκητικήν, ὥστε ὁποῦ ἐμιμεῖτο τὸν δι’ ἡμᾶς κατὰ σάρκα νεκρωθέντα Χριστὸν τὸν Θεόν, καὶ ἐσπούδαζε νὰ συνεκρωθῇ μὲ αὐτόν, καὶ νὰ συσταυρωθῇ διὰ τῆς ἀπαθείας, ὡσὰν νὰ ᾖναί τινας ἄσαρκος. Ὅθεν ἔκαμνεν ὅλους νὰ ἐκπλήττωνται, καὶ ἐπαρακίνει αὐτοὺς πρὸς ζῆλον καὶ μίμησιν τῆς ὑπερφυσικῆς αὐτοῦ ἀνδρίας καὶ γενναιότητος. Φθάσας λοιπὸν εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀπαθείας, ἐφάνη γεμάτος ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ὅθεν ἔβαλε τὸν ἑαυτόν του ὡσὰν στήλην ἔμψυχον, καὶ εἰκόνα κάθε ἀρετῆς, ἔμπροσθεν εἰς τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Μοναστηρίου του, καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἄλλους, καὶ μέχρι τέλους δὲν ἐσυγκατέβη ὁ τρισόλβιος ἀπὸ τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἀσκήσεως. Διὰ τοῦτο καὶ εὗρεν ἀνάπαυσιν ἀπὸ τοὺς πολλούς του ἀγῶνας καὶ κόπους. Ἐξεδήμησε γὰρ πρὸς τὸν ποθούμενον Θεόν, διὰ νὰ ἀπολαμβάνῃ καθαρώτερον καὶ ἐναργέστερον σὺν τοῖς Ἀγγέλοις, τὴν ἐκ τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐκπεμπομένην ἔλλαμψιν καὶ μακαριότητα.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἰουλιανοῦ, Βασιλίσσης, καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς, Κελσίου καὶ Ἀντωνίου.
Εἰς τὸν Ἰουλιανὸν καὶ Βασίλισσαν.
Ἰουλιανῷ πολλὰ καὶ Βασιλίσσῃ,
Ἔπαθλα κεῖνται κειμένοις ἐκ τοῦ ξίφους.
Εἰς τὸν Κέλσιον καὶ Ἀντώνιον.
Τέμνει κεφαλὴν τὸ ξίφος τὴν Κελσίου,
Σὺν τῇ κεφαλῇ τῇ δε τοῦ Ἀντωνίου.
Ὁ Ἅγιος οὗτος Ἰουλιανὸς ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, καὶ τοῦ ἡγεμόνος Μαρκιανοῦ ἐν ἔτει σϞ΄ [290], καταγόμενος ἀπὸ τὴν Ἀντινοούπολιν τὴν ἐν Αἰγύπτῳ εὑρισκομένην. Οὗτος λοιπὸν ἔπεισε τὴν νόμιμόν του γυναῖκα, Βασίλισσαν ὀνόματι, νὰ μένῃ ἐν σωφροσύνῃ καὶ παρθενίᾳ. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐκούρευσεν αὐτὴν καλογραίαν εἰς ἕνα Μοναστήριον, ἐκαλογηρεύθη καὶ αὐτὸς εἰς ἄλλο, καὶ ἦτον Ἡγούμενος ἐπάνω εἰς δώδεκα χιλιάδας Μοναχούς. Κρατηθεὶς δὲ ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα, καὶ μὴ ἀρνηθεὶς τὸν Χριστόν, ἀλλὰ περιπαίξας τὰ εἴδωλα, ἐκίνησε τὸν ἡγεμόνα εἰς ὀργὴν καὶ θυμόν. Ὅθεν ὁ μιαρὸς παρευθὺς ἔστειλεν ἀνθρώπους, καὶ ἔκαυσαν τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου ὁμοῦ μὲ τοὺς Μοναχούς. Μέσα εἰς τὸ ὁποῖον κατεκάησαν καὶ ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, καὶ οἱ λοιποὶ τῆς χώρας κληρικοί, ὅσοι κατέφυγον ἐκεῖ. Καὶ ἔτζι ἐτελειώθη αὐτῶν τὸ μαρτύριον.
Ὁ δὲ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ἁπλωθεὶς ἐπάνω εἰς τὸ ἔδαφος τῆς γῆς, ἐδάρθη. Ἔπειτα ἔσφιξαν αὐτὸν μὲ σιδηρᾶς ἁλυσίδας, καὶ ἐτζάκισαν τὰ κόκκαλά του. Τότε ἕνας δήμιος τυφλὸς ὢν ἀπὸ τὸν ἕνα ὀφθαλμόν, ἐπίστευσε τῷ Χριστῷ, καὶ ἰατρεύθη ὑπὸ τοῦ Μάρτυρος. Ὅθεν καὶ ἀπεκεφαλίσθη, καὶ ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Κέλσιος δὲ ὁ υἱὸς τοῦ ἡγεμόνος ὁμοῦ μὲ εἴκοσι στρατιώτας, ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν. Ἐπειδὴ εἶδον, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς διὰ προσευχῆς του ἀνέστησεν ἕνα νεκρόν. Διὰ τοῦτο κατὰ προσταγὴν τοῦ ἡγεμόνος, πρῶτον μέν, βάλλεται εἰς φυλακὴν ὁ υἱός του Κέλσιος. Ἔπειτα δέ, ῥίπτεται μέσα εἰς καζάνια πυρωμένα, καὶ γεμάτα ἀπὸ βραστὸν νερόν. Ὁμοῦ καὶ οἱ ἄλλοι ἑπτὰ υἱοὶ τοῦ αὐτοῦ ἡγεμόνος, ὡς πιστεύσαντες τῷ Χριστῷ, πρὸς τούτοις δέ, καὶ ὁ Ἱερεὺς Ἀντώνιος, καὶ ὁ ἐκ τῶν νεκρῶν ἀναστὰς Ἀναστάσιος. Ἐπειδὴ δὲ ὅλοι ἐφυλάχθησαν ἀβλαβεῖς χάριτι Χριστοῦ, διὰ τοῦτο ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν, καὶ ἄλλοι πολλοὶ Ἕλληνες, ὁμοῦ δὲ καὶ ἡ μήτηρ τοῦ Κελσίου, ἡ γυνὴ δηλαδὴ τοῦ ἡγεμόνος. Παρασταθέντες δὲ ὅλοι οἱ πιστεύσαντες τῷ Χριστῷ ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος, ἐπροσευχήθησαν, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἔπεσον τὰ ἐν τῷ ναῷ εἴδωλα καὶ ἐτζακίσθησαν, καὶ ὁ ναὸς ἐβυθίσθη μέσα εἰς τὴν γῆν. Ὅθεν οἱ Ἕλληνες μαζώξαντες δεμάτια ἀπὸ παπύρι, καὶ βρέξαντες αὐτὰ μὲ λάδι, ἔδεσαν μὲ αὐτὰ τὰ ἄκρα τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν τῶν Ἁγίων. Ἔπειτα ἔδωκαν φωτίαν εἰς τὰ παπύρια, ἀλλ’ ἡ θεία χάρις ἐφύλαξε τοὺς Ἁγίους ἀβλαβεῖς καὶ δὲν ἐκάησαν. Διὰ τοῦτο, τοῦ μὲν Ἁγίου Ἰουλιανοῦ καὶ τοῦ Κελσίου, ἔσυραν καὶ εὔγαλαν τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς. Τοῦ δὲ Ἱερέως Ἀντωνίου, εὔγαλαν τοὺς ὀφθαλμοὺς μὲ ὀγκίνους, ἤτοι μὲ σιδηρᾶ ἀγκυνέλα. Τὴν δὲ μητέρα τοῦ Κελσίου ἐκρέμασαν. Εἶτα παρέδωκαν αὐτὴν εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τὴν φάγουν. Ἐπειδὴ δὲ ἐφυλάχθησαν ἀβλαβεῖς καὶ ἀπὸ τὰ ῥηθέντα βάσανα, διὰ τοῦτο τελευταῖον ἀπεκεφαλίσθησαν. Καὶ οὕτως ἔλαβον οἱ ἀοίδιμοι τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις εἰς τὸν ἁγιώτατον καὶ μαρτυρικὸν αὐτῶν Ναόν, ὅστις εἶναι κοντὰ εἰς τὸν Φόρον.
*
Οἱ διὰ τοῦ Ἁγίου Ἰουλιανοῦ πιστεύσαντες τῷ Χριστῷ ἄνδρες, ξίφει τελειοῦνται.
Χριστοῦ συνέντες ἄνδρες ἀληθὲς σέβας,
Προὔδωκαν εἰς θάνατον αὑτοὺς ἐμφρόνως.
*
Ἡ διὰ τοῦ Ἁγίου Ἰουλιανοῦ πιστεύσασα γυνὴ τοῦ ἡγεμόνος, ξίφει τελειοῦται.
Χριστοῦ πόθῳ τρωθεῖσα μήτηρ Κελσίου,
Ἀνδρὸς κατεφρόνησε, καὶ τῶν βασάνων.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Καρτερίου.
Πάλαιε Καρτέριε πρὸς πῦρ καὶ δόρυ,
Τὸ καρτερόν σου πρὸς πάλας δεικνὺς δύω.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, καὶ τοῦ ἡγεμόνος τῆς Καισαρείας Καππαδοκίας Οὐρβανοῦ, ἐν ἔτει σϞη΄ [298], Ἱερεὺς καὶ διδάσκαλος τῶν Χριστιανῶν. Οὗτος λοιπὸν κτίσας ἕνα οἶκον εὐκτήριον, ἤγουν μίαν μικρὰν Ἐκκλησίαν, ἐσυνάθροιζεν ἐκεῖ τὰ πλήθη τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἐδίδασκεν αὐτὰ νὰ σέβωνται μόνον τὸν Χριστόν, ὡς ὄντα Θεὸν ἀληθινόν. Καὶ ἄλλον Θεὸν νὰ μὴ γνωρίζουν πλὴν αὐτοῦ. Διὰ ταῦτα λοιπὸν διαβαλθεὶς εἰς τὸν ἡγεμόνα, ἐκρύφθη. Ὁ δὲ Κύριος φαίνεται εἰς αὐτὸν καὶ τοῦ λέγει. Πήγαινε ὦ Καρτέριε, καὶ φανέρωσον τὸν ἑαυτόν σου εἰς ἐκείνους ὁποῦ σὲ ζητοῦν, ἐγὼ δὲ θέλω εἶμαι μὲ ἐσένα. Πρέπει γὰρ νὰ πάθῃς πολλὰ διὰ τὸ ὄνομά μου. Ὅτι πολλοὶ διὰ μέσου σου ἔχουν νὰ πιστεύσουν εἰς ἐμένα καὶ νὰ σωθοῦν. Τότε ὁ Ἅγιος γεμώσας ἀπὸ χαράν, καὶ εὐχαριστήσας εἰς τὸν Θεόν, ἐπαρρησίασε τὸν ἑαυτόν του. Καὶ πρῶτον μὲν κλείεται εἰς φυλακήν. Ἔπειτα δὲ παρασταθεὶς εἰς τὸν ἡγεμόνα, ἐπροστάχθη διὰ νὰ θυσιάσῃ εἰς τὸν ψευδοθεὸν Σάραπιν. Ὁ δὲ Ἅγιος διὰ προσευχῆς του τοῦτον κατεκρήμνισεν, ἤτοι τὸ εἴδωλον αὐτοῦ. Ὅθεν ἐδάρθη ἀπὸ δεκαέξι στρατιώτας μὲ βάκλα, ἤτοι μὲ τὰ ξύλα, ὁποῦ κτυποῦσι τὰ τύμπανα. Εἶτα ἐκρέμασαν αὐτὸν ἐπάνω εἰς ξύλον, καὶ μὲ ξουράφια μέν, εὔγαλαν τὰ ὀνύχια τῶν χειρῶν καὶ ποδῶν του, μὲ σιδηρᾶ δὲ ὀνύχια, κατεξέσχισαν ὅλον τὸ σῶμά του. Αὐτὸς ὅμως διὰ μέσου θείου Ἀγγέλου, ἔγινεν ἀνώτερος ἀπὸ τὰ βάσανα ταῦτα καὶ ἐκαταστάθη ὑγιής. Ἀλλὰ πάλιν κατὰ προσταγὴν τοῦ ἡγεμόνος, ἐτρύπησαν μὲ σίδηρον τοὺς ἀστραγάλους τοῦ Μάρτυρος. Καὶ ἔχοντες ἕνα ὑννὶ πυρωμένον, ἔβαλον αὐτὸ εἰς τὸ στῆθός του. Μετὰ ταῦτα προστάζουσιν αὐτὸν καὶ κάθεται ἐπάνω εἰς ἕνα σκαμνὶ σιδηροῦν πυρωμένον. Εἶτα ῥίπτουσιν αὐτὸν εἰς τὴν φυλακήν.
Ὅταν δὲ ἐνύκτωσε, φαίνεται πάλιν ὁ Κύριος εἰς αὐτόν, καὶ τὸν λύει ἀπὸ τὰ δεσμά. Καὶ ὑγιῆ καταστήσας, τὸν εὔγαλεν ἔξω ἀπὸ τὰς θύρας τῆς φυλακῆς. Ὅθεν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους βλέποντες αὐτὸν ὑγιῆ, ἐπήγαινον καὶ ἐβαπτίζοντο παρ’ αὐτοῦ, καὶ ἐλευθερόνοντο ἀπὸ τὰς ἀσθενείας ὁποῦ εἶχον. Διὰ τοῦτο πάλιν ὁ Ἅγιος τιμωρίας λαμβάνει. Ἐκρέμασαν γὰρ ἀπὸ τὰς χεῖρας καὶ πόδας του πέτρας μεγαλωτάτας. Καὶ μὲ βάκλα ἔδειραν αὐτὸν εἰς τὴν κοιλίαν. Καὶ μὲ λαμπάδας ἀναμμένας κατέκαυσαν αὐτόν, ῥαίνοντες ἐπάνω του τεάφι καὶ πίσσαν. Εἶτα ἔρριψαν μέσα εἰς τὸ στόμα του μολύβι βρασμένον. Τελευταῖον δὲ ἔβαλον αὐτὸν μέσα εἰς τὴν φωτίαν. Καὶ ἀβλαβὴς διαμείνας, ὕμνους καὶ εὐχαριστίας ἀνέπεμπεν εἰς τὸν Θεόν. Ὅθεν ἕνας Ἑβραῖος ἐκεῖ παραστέκωντας, ἐθυμώθη πολλά. Καὶ πέρνωντας ὁ ἀλιτήριος ἕνα κοντάρι, ἐκτύπησε μὲ αὐτὸ καὶ διεπέρασε τὴν πλευρὰν τοῦ Ἁγίου. Καὶ πρῶτον μέν, εὐγῆκε νερὸν ἀπὸ τὴν πλευράν του τόσον πολύ, ὥστε ὁποῦ ἔσβεσε τὸ πῦρ τῆς καμίνου, ὕστερον δέ, εὐγῆκε καὶ αἷμα. Καὶ ἔτζι παρέδωκεν ὁ γενναῖος ἀγωνιστὴς τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἔλαβε παρ’ αὐτοῦ τὸν στέφανον τῆς ἀθλήσεως.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Θεοφίλου Διακόνου, καὶ Ἑλλαδίου λαϊκοῦ.
Πῦρ ζεῦγος ἀνδρῶν ἐν μεταφρένοις φέρει,
Ἐπισκιωθὲν τοῦ Θεοῦ μεταφρένοις.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον ἀπὸ τὴν Λιβύαν. Πιασθέντες δὲ διατὶ ὡμολόγουν τὸν Χριστόν, ἐφέρθησαν εἰς τὸν ἀνθύπατον καὶ ἄρχοντα τῆς Λιβύης. Καὶ ἐπειδὴ ἐπέμεναν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦτο ἐκαταξεσχίσθησαν. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐδέθησαν χεῖρας καὶ πόδας, ἐδέχθησαν φωτίαν ἐπάνω εἰς τὰ μετάφρενα, ἤτοι εἰς τὰς ὠμοπλάτας. Καὶ ἐκατεκεντήθησαν μὲ τοῦβλα σουβλερὰ καὶ ὀξέα. Ἐπειδὴ δὲ ἡ βάσανος αὕτη παρετάθη εἰς πολλὰς ὥρας, διὰ τοῦτο παρέδωκαν οἱ Ἅγιοι τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἀνέβηκαν νικηφόροι εἰς τὰ οὐράνια.
*
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Κύρου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις καὶ ἑορτὴ ἐν τῇ σεβασμίᾳ Μονῇ τῆς Χώρας, καὶ ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ (1).
Ὁ σὴν μελίζων σάρκα Χριστέ μου Κῦρος,
Σαρκὸς διαστὰς σῷ παρίσταται θρόνῳ.
(1) Ὁ Κῦρος οὗτος ἦτον ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου καὶ εἰκονομάχου, τοῦ βασιλεύσαντος ἐν ἔτει ψμα΄ [741], ἐπατριάρχευσε δὲ χρόνους ἓξ κατὰ τὸν Μελέτιον.
*
Ὁ Ἅγιος Ἀττικός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (2).
Ὅλην ὑπερβὰς τὴν ὕλην τοῦ σαρκίου,
Ἥκεις ὅλος νοῦς Ἀττικὲ πρὸς τοὺς νόας.
(2) Ὁ Ἀττικὸς οὗτος ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τοὺς χρόνους Ἀρκαδίου τοῦ βασιλέως ἐν ἔτει τϞε΄ [395], μετὰ τὸν Ἀρσάκιον. Ὅστις Ἀττικὸς ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν Σεβάστειαν τῆς Ἁρμενίας, ἄνθρωπος εὐλαβής, καὶ τὸν βίον ἀσκητικός, καὶ μετρίως πεπαιδευμένος. Ἐκυβέρνησε δὲ αὐτὸς τὴν Ἐκκλησίαν χρόνους εἴκοσι. Καὶ ὅρα τὸν β΄ τόμ. Μελετίου, σελ. 5, ὅστις καὶ λέγει, ὅτι ἐτελεύτησε τῇ δεκάτῃ τοῦ Ὀκτωβρίου. Παρὰ τοῖς Συναξαρισταῖς δέ, σήμερον ἑορτάζεται. Σημείωσαι, ὅτι Κελεστῖνος ὁ Πάπας ἐν τῇ πρὸς τοὺς Κωνσταντινουπολίτας ἐπιστολῇ, τὸν Ἀττικὸν τοῦτον ὀνομάζει διδάσκαλον τῆς καθολικῆς πίστεως.
*
Ὁ Ἅγιος Σαμέας ὁ Ἐλαμίτης ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἐν γῇ τὸ μέλλον οὐκ ἔτι χρᾷ Σαμέας.
Ἄνω γὰρ οὗτος ὁ προφητικὸς τρίπους (3).
(3) Οὗτος ὁ Προφήτης Σαμέας εἶχε καὶ βιβλίον προφητικόν. Ἀλλὰ τώρα οὐχ’ εὑρίσκεται. Καὶ μαρτυρεῖ τοῦτο ἡ θεία Γραφὴ λέγουσα περὶ τοῦ βασιλέως Ῥοβοάμ· «Καὶ λόγοι Ῥοβοὰμ οἱ πρῶτοι καὶ ἔσχατοι, οὐκ ἰδοὺ γεγραμμένοι ἐν τοῖς λόγοις Σαμαία τοῦ Προφήτου, καὶ Ἀδδὼ τοῦ ὁρῶντος, καὶ πράξεις αὐτοῦ;» (Β΄ Παραλειπομ. ιβ΄, 15).
Οὗτος ὁ Προφήτης ἐμπόδισε τὸν Ῥοβοὰμ υἱὸν Σολομῶντος ὅταν ἑτοιμάζετο νὰ συγκροτήσῃ πόλεμον κατὰ τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, διατὶ ἀποστάτησαν μὲν ἀπὸ αὐτόν, ἐπῆγαν δὲ μὲ τὸν Ἱεροβοὰμ τὸν δοῦλον τοῦ Σολομῶντος εἰς τὴν Σαμάρειαν. Ὅθεν καὶ κατέπαυσε τὸν κατ’ ἐκείνων πόλεμον. Καθὼς εἶναι γεγραμμένον εἰς τὴν τρίτην τῶν Βασιλειῶν, ἐν κεφαλαίῳ δωδεκάτῳ.
*
Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (4).
Ὡς ἠγαθύνθην Ἀγάθων τὴν καρδίαν.
Εἰρηνικοῦ σου, καὶ μόνου μνησθεὶς τέλους (5).
(4) Περὶ τοῦ Ὁσίου τούτου Ἀγάθωνος γράφεται ἐν τῷ Γεροντικῷ, ὅτι μερικοὶ ἀκούοντες, πῶς ἔχει μεγάλην διάκρισιν, ἠθέλησαν νὰ τὸν δοκιμάσουν ἐὰν θυμόνεται. Ὅθεν εἶπον αὐτῷ. Σὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων; ἀκούομεν διὰ λόγου σου, ὅτι εἶσαι πόρνος καὶ ὑπερήφανος. Ὁ δὲ Ὅσιος εἶπε. Ναὶ ἔτζι ἔχει ἡ ἀλήθεια. Πάλιν εἶπον. Σὺ εἶσαι Ἀγάθων ὁ φλύαρος καὶ κατάλαλος; Ὁ Ὅσιος ἀπεκρίθη. Ναὶ ἐγὼ εἶμαι. Οἱ δὲ πάλιν εἶπον. Σὺ εἶ Ἀγάθων ὁ αἱρετικός; Ὁ Ὅσιος ἀπεκρίθη. Οὐκ εἰμὶ αἱρετικός. Ἐκεῖνοι δὲ παρεκάλεσαν αὐτὸν λέγοντες. Διατί, τὰς μὲν ἄλλας ὕβρεις ἐδέχθης, ταύτην δὲ οὐκ ἐβάστασας; Ἀπεκρίθη ὁ γέρων. Ἐκείνας μὲν ἐδέχθην, διατὶ εἶναι ὄφελος εἰς τὴν ψυχήν μου. Τὸ δὲ αἱρετικός, χωρισμός ἐστιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ διὰ τοῦτο δὲν τὸ ἐδέχθηκα. Οἱ δὲ ἀκούσαντες, ἐθαύμασαν τὴν διάκρισίν του (σελ. 326 τοῦ Εὐεργετινοῦ).
Οὗτος ὁ Ὅσιος ἔφθασεν εἰς τὴν τελείαν ἀγάπην, καὶ διὰ τοῦτο εἶπε τὸ ἀξιομνημόνευτον τοῦτο λόγιον· «Ἤθελον νὰ εὕρω ἕνα λωβόν, καὶ ἐγὼ μὲν νὰ πάρω τὸ ἐδικόν του λωβὸν σῶμα, εἰς αὐτὸν δὲ νὰ δώσω τὸ ἐδικόν μου ὑγιεινόν» (σελ. 454 τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ). Ὁ Ὅσιος οὗτος εὑρῆκεν εἰς τὸ παζάρι ἕνα ξένον ἐρριμμένον, ἀσθενῆ καὶ ἀνεπιμέλητον. Ὅθεν ἐπίασεν ὁσπήτιον μὲ μισθόν, καὶ ἐπισκέφθη τὸν ἀσθενῆ ἓξ μῆνας, ἕως ὁποῦ ἔγινεν ὑγιής (αὐτόθι, σελ. 551). Ἐρωτηθεὶς ὁ Ὅσιος οὗτος Ἀγάθων παρά τινος, θέλοντος οἰκῆσαι μετὰ ἀδελφῶν, ἀπεκρίθη· «Ὡς ἐν τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ, ἐν ᾗ εἰσῆλθες κατοικῆσαι μετ’ αὐτῶν, οὕτως φύλαξον τὴν ξενιτείαν σου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου, ἵνα μὴ παρρησιάσῃ μετ’ αὐτῶν. Ἡ γὰρ παρρησία ἔοικε καύσωνι μεγάλῳ, ὃς ὅταν γένηται, πᾶντες φεύγουσιν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, καὶ τῶν δένδρων τὸν καρπὸν διαφθείρει». Ἠρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἀββᾶς Μακάριος· «Τόσον κακὴ εἶναι ἡ παρρησία;» Ἀπεκρίθη ὁ Ἀγάθων· «Οὐκ ἔστιν ἕτερον πάθος χαλεπώτερον τῆς παρρησίας. Γεννήτρια γάρ ἐστι πάντων τῶν παθῶν».
(5) Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ καὶ ἀτάκτως παρὰ τοῖς Μηναίοις ἡ μνήμη καὶ τὸ δίστιχον τοῦ Ὁσίου Θεοκτίστου τοῦ ἐν τῷ Κουκούμῳ τῆς Σικελίας Ἡγουμένου. Ταῦτα γὰρ προεγράφησαν κατὰ τὴν τετάρτην τοῦ παρόντος, ὅτε καὶ ἡ μνήμη καὶ ὁ Κανὼν αὐτοῦ ψάλλεται.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *