Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου5 Ιανουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Ε’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Θεοπέμπτου και Θεωνά (1).
Εις τον Θεόπεμπτον.
Όπως τελευτά Θεόπεμπτος ειπάτω.
Αθλών τελευτώ, την κάραν τμηθείς ξίφει.
Εις τον Θεωνάν.
Λάκκω Θεωνάς Μάρτυς εν κατωτάτω,
Έθεντό μ’ εκραύγαζε, το ψαλτηρίου.
Πέμπτη εκ ξίφεος λίπε τόνδε βίον Θεόπεμπτος.
Ούτος ο Άγιος Μάρτυς Θεόπεμπτος, ήτον Επίσκοπος κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σϞ’ [290]. Όταν γαρ ο ρηθείς τύραννος εκίνησε διωγμόν κατά των Χριστιανών, τότε και ο Άγιος ούτος πρώτος ωμολόγησε τον Χριστόν, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Πιασθείς γαρ και παρασταθείς έμπροσθεν εις τον Διοκλητιανόν, ήλεγξε την πλάνην αυτού. Όθεν και βάλλεται μέσα εις ένα φούρνον αναμμένον, και από εκεί ευγαίνει σώος και αβλαβής. Έπειτα εύγαλαν τον ένα του οφθαλμόν. Και μετά ταύτα έδωκαν εις αυτόν και έπιε θανατηφόρα φαρμάκια. Επειδή δε εφυλάχθη αβλαβής υπό της χάριτος του Θεού, δια τούτο ετράβιξεν εις την πίστιν του Χριστού τον τα φαρμάκια κατασκευάσαντα μάγον, Θεωνάν ονομαζόμενον. Αφ’ ου δε έπαθε και άλλα όμοια βάσανα, απεκεφαλίσθη, και έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. Ο δε Θεωνάς εβάλθη μέσα εις ένα λάκκον επίτηδες κατασκευασθέντα. Και επειδή ερρίφθη επάνω εις την κεφαλήν του χώμα πολύ, τούτου χάριν εχώθη όλος, και ούτω παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
(1) Σημείωσαι, ότι κατά την ημέραν ταύτην, ήτις εστί παραμονή των Φώτων, συνειθίζεται να αναγινώσκεται εν τοις ευαγέσι Μοναστηρίοις του Όρους, και μάλιστα εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου, η του Μεγάλου Βασιλείου προτρεπτική ομιλία εις το Βάπτισμα, ης η αρχή· «Ο μεν σοφός Σολομών».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της Οσίας Συγκλητικής.
Συγκλητική λιπούσα δουλείαν βίου,
Κλητοίς Θεού σύνεστι δούλοις εν πόλω.
Αύτη η Αγία Συγκλητική ήτον εν έτει από Χριστού τμ’ [340], καταγομένη από γένος ένδοξον και περιβόητον, δια τον πλούτον και την ευσέβειαν οπού είχεν. Επειδή δε ήτον ωραία και πλουσία, δια τούτο πολλοί εζήτουν να λάβουν αυτήν εις γυναίκα. Αυτή όμως η μακαρία έδιδε περισσότερον τον εαυτόν της εις τον πόθον και έρωτα του Θεού. Όθεν και τελείως αφήσασα τας φροντίδας του κόσμου, εγύρισεν όλην την σπουδήν της εις την της αρετής άσκησιν και επίδοσιν. Νικήσασα δε τον εχθρόν Διάβολον, προ του ακόμη να αποθάνη, εξεδήμησεν εις τον Θεόν δια της του νοός θεωρίας. Εις το τέλος δε της ζωής της, εζήτησεν αυτήν από τον Θεόν, ο πειράζων Διάβολος, δια να την πληγώση με σωματικήν ασθένειαν: καθώς ποτε εζήτησε και τον δίκαιον Ιώβ. Όθεν καθώς εκείνον επλήγωσεν, έτζι και την μακαρίαν ταύτην επλήγωσε με δεινάς αρρωστίας. Και με τόσας πληγάς ανιάτους, ώστε οπού εσάπησεν όλον το σώμα της. Πλην δεν εσυγκατέβη τελείως η αρρενόφρων, από τον τόνον και την ακρίβειαν της αρετής και ασκήσεως. Και μόλον οπού ήτον ογδοήκοντα χρόνων γερόντισσα. Όθεν μέσα εις τοιούτους μαρτυρικούς πόνους και αγώνας ευρισκομένη, προς Κύριον εξεδήμησεν (2).
(2) Της Αγίας Συγκλητικής ταύτης τον κατά πλάτος Βίον, συνέγραψε μεν ο Μέγας Αθανάσιος ο Αλεξανδρείας, μετέφρασε δε η εμή αδυναμία. Ευρίσκεται δε εις το Νέον Εκλόγιον. Λέγουσι δέ τινες, ότι αύτη είναι η παρθένος εκείνη, οπού είχε κεκρυμμένον τον Άγιον Αθανάσιον έξι χρόνους μέσα εις ένα πηγάδι.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Γρηγορίου του εν τω Ακρίτα.
Ο Γρηγόριος αρεταίς λάμψας μέγα,
Λαμπρώς μεταστάς, και μέγα πλουτεί κλέος.
Ούτος ο Άγιος εκατάγετο από την περιβόητον νήσον της Κρήτης, υιός γονέων ευσεβεστάτων, καλουμένων Θεοφάνους και Ιουλιανής. Αφ’ ου δε διέτριψε καιρόν αρκετόν εις τα μαθήματα, επροστάχθη ύστερον υπό των γονέων του να βόσκη πρόβατα. Ανάψας δε μίαν φοράν από τον θεϊκόν ζήλον και έρωτα, ανεχώρησεν από την πατρίδα του, και επήγεν εις την Σελεύκειαν. Εκεί δε περάσας ολίγον καιρόν, εζούσεν ο αοίδιμος με ψωμί μόνον ολιγώτατον και νερόν. Όταν δε έφθασεν εις τον εικοστόν έκτον χρόνον της ηλικίας του, τότε ο εικονομάχος Λέων ο Αρμένιος απέρριψε την ζωήν του, ο βασιλεύσας εν έτει ωιγ’ [813], και η Ορθοδοξία επαρρησιάσθη. Τότε λοιπόν και ο Όσιος ούτος επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα, αγαπώντας να προσκυνήση κάθε τόπον άγιον. Όσα δε εκεί υπέμεινε δεινά από τους Αγαρηνούς και Εβραίους, εις διάστημα δώδεκα ολοκλήρων χρόνων, αδύνατον είναι να τα γράψη τινάς, θέλωντας να φυλάξη την συντομίαν.
Από τα Ιεροσόλυμα δε αναχωρήσας, επήγεν εις την Ρώμην, και εκεί λαμβάνωντας το αγγελικόν σχήμα των Μοναχών, εδάμαζε το σώμα του με την εγκράτειαν. Αφ’ ου δε απέθανεν ο βασιλεύς Σταυράκιος, και έγινε βασιλεύς Μιχαήλ ο Κουροπαλάτης και Ραγκαβέ, ο βασιλεύσας εν έτει ωια’ [811], Πατριάρχης δε Κωνσταντινουπόλεως έγινεν ο Άγιος Νικηφόρος: τότε εστάλθη εις την Ρώμην προς τον αγιώτατον Πάπαν Μιχαήλ Συνάδων ο Ομολογητής. Ο οποίος ευρών εκεί τον Όσιον Γρηγόριον τούτον, επήρεν αυτόν μαζί του, όταν εγύριζεν εις την Κωνσταντινούπολιν, και έφερεν αυτόν εις το Μοναστήριον, το ευρισκόμενον εν τόπω Ακρίτα. (Ο τόπος δε ούτος ευρίσκεται κοντά εις την Χαλκηδόνα, και τώρα ονομάζεται κάβο Ακρίτα.) Και εσυναρίθμησεν αυτόν με τους εκεί ευρισκομένους Μοναχούς. Εκεί λοιπόν ο Όσιος ευρισκόμενος, εζούσεν ανυπόδητος και με ένα μόνον υποκάμισον, κοιμώμενος επάνω εις ένα ψαθί, και τρώγωντας και πίνωντας εις δύω ή τρεις ημέρας, ολιγώτατον ψωμί και νερόν. Είτα εγκλείσας τον εαυτόν του μέσα εις ένα λάκκον βαθύτατον, εκεί μέσα εθρήνησε πολλούς χρόνους την γενομένην ταραχήν εις την Εκκλησίαν του Χριστού, δια την αθέτησιν των αγίων εικόνων.
Ύστερον δε ευγαίνωντας από τον λάκκον, εγκλείεται μέσα εις ένα κελλίον στενώτατον, σκεπόμενος από ένα δερμάτινον υποκάμισον. Γεμίζωντας δε από νερόν ένα πιθάρι μεγάλον οπού ευρίσκετο εις τον κήπον, εύγανε την νύκτα το υποκάμισόν του, και έμβαινε μέσα εις το πιθάρι. Και εκεί ευρισκόμενος, ανεγίνωσκεν όλον το Ψαλτήριον. Όταν δε αυτό ετελείονε, τότε εύγαινεν έξω. Και έτζι έκαμνεν εις όλας τας ημέρας της ζωής του. Με τοιούτους λοιπόν αγώνας καλώς αγωνιζόμενος ο μακάριος, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Φωστηρίου.
Φωστήρ ο Φωστήριος όντως ωράθη,
Τω φωτί του βίου τε και των θαυμάτων.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Φωστήριος, λάμψας από την Ανατολήν ωσάν ήλιος, επήγεν εις τα εσπέρια μέρη της Δύσεως. Αναβαίνωντας δε επάνω εις ένα βουνόν υψηλόν και ήσυχον, αΰλως εις τον άϋλον Θεόν επροσηύχετο, υποπιάζων και δουλαγωγών τον εαυτόν του με νηστείας, με αγρυπνίας, με χαμευνίας, και με κάθε άλλην σκληραγωγίαν. Όθεν εκ τούτων έγινεν αληθώς φωστήρ συμφώνως με το όνομά του, λάμπων την οικουμένην. Επειδή γαρ εφύλαττε το σώμα αγνόν, και την ψυχήν καθαράν, και ετήρησε το κατ’ εικόνα αμόλυντον όσον ήτον δυνατόν, δια τούτο έγινε καταγώγιον του Αγίου Πνεύματος. Όθεν και επλούτησεν ο αοίδιμος την χάριν των θαυμάτων, και ιάτρευε κάθε πολυχρόνιον ασθένειαν, και κάθε ολιγοχρόνιον εκείνων, οπού προσήρχοντο εις αυτόν μετά πίστεως. Ου μόνον δε ταύτα, αλλά και άρτον εδέχετο από τους ουρανούς ο μακάριος, καθώς και ο Προφήτης Ηλίας. Πλην ο μεν Ηλίας, ελάμβανε τον άρτον δια μέσου του κόρακος. Ο δε μέγας ούτος Φωστήριος, ελάμβανε τον άρτον δια μέσου θείου Αγγέλου. Αγκαλά και δεν έβλεπεν αυτόν δια κάποιαν θείαν οικονομίαν, καθ’ εκάστην γαρ ημέραν φέρων τον άρτον ο Άγγελος, έβαλλεν αυτόν εις ένα ξεχωριστόν τόπον χωρίς να φαίνεται εις τον Άγιον, ανίσως δε ήρχοντο εις αυτόν δύω και τρεις, ή περισσότεροι αδελφοί ξένοι, κατά τον αριθμόν των αδελφών, τόσοι και οι άρτοι ευρίσκοντο εις τον διωρισμένον τόπον. Ποίος ποτέ είδε τοιούτον θαύμα εξαίσιον; ή ήκουσε τοιούτον παράδοξον; σπανιάκις γαρ, και εις πολλά σπανίους Αγίους τούτο ηκολούθησε. Πλην δεν αξιώθη ο μακάριος Φωστήριος το τοιούτον θαυμάσιον έως τέλους της ζωής του, καθώς εφάνη εύλογον εις την θείαν Πρόνοιαν. Όταν μεν γαρ ήτον κατά μόνας, ησυχάζων και σχολάζων εις μόνον τον Θεόν, τότε έφερεν αυτώ τον άρτον ο Άγγελος. Όταν δε εσύστησε Μοναστήριον με την χάριν του Θεού, και εσυνάθροισε πολλούς Μοναχούς, τότε δεν εδέχετο πλέον τον άρτον από τον Θεόν. Αλλά από το εργόχειρόν του επορίζετο, όχι μόνον τα εδικά του προς το ζην αναγκαία, αλλά και εις άλλους πολλούς έδιδε τα προς την χρείαν. Και τούτο εγίνετο, όχι πως ο Θεός αδυνάτησεν. Άπαγε της βλασφημίας! πώς γαρ ήθελεν αδυνατήση να δίδη εις ένα τα προς την χρείαν εκείνος, οπού έθρεψεν εν τη ερήμω τόσας χιλιάδας των αχαρίστων Εβραίων; Αλλ’ ουδέ τούτο εγίνετο, διατί ο Θεός απεστράφη την προσευχήν του δούλου του. Μη γένοιτο! επειδή ο Όσιος δεν επροσευχήθη ποτέ δια να του δώση ο Θεός φαγητά απολλυμένα. Ήκουε γαρ του Κυρίου λέγοντος· «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού, και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. ς’, 33).
Αλλά τούτο εγίνετο, επειδή, πρότερον μεν, επρόσεχεν ο Όσιος όλος διόλου εις τον Θεόν, και τελείως δεν εφρόντιζεν ούτε δι’ αυτήν την αναγκαίαν τροφήν. Και προς τούτοις, δεν είχε κανένα υπηρέτην εις το να φροντίζη περί του άρτου του, όθεν εξ ανάγκης εχρειάζετο εις τούτο την παρά του Θεού συνεργίαν. Μετά ταύτα δε, επειδή εστοχάσθη να οδηγήση και άλλους εις την κατά Θεόν πολιτείαν και άσκησιν, δια τούτο εργοχείρει και έδιδεν εις τους αδελφούς παράδειγμα του να εργοχειρούν και αυτοί. Και λοιπόν δεν εχρειάζετο πλέον την άνωθεν ερχομένην τροφήν. Τούτο γαρ και ο Θεός θέλει και αποδέχεται προτίτερα από όλα τα άλλα: ήτοι το να μην είμεθα παντάπασιν αργοί και να τρώγωμεν δωρεάν τον άρτον μας. Αλλά το να εργαζώμεθα, και εκ του ιδίου έργου και κόπου μας να δίδωμεν και εις τους άλλους τα προς την χρείαν. Δια τούτο λοιπόν, πρότερον μεν ο Άγιος ούτος ελάμβανε δι’ Αγγέλου τροφήν, ύστερον δε υστερήθη ταύτην. Και ου μόνον τούτο, αλλά και επροστάχθη υπό του Θεού, να μη λαμβάνη από κανένα άνθρωπον τα προς την χρείαν. Αλλά από το εργόχειρόν του να ευγάνη πάντα τα αναγκαία της ζωής του. Ίνα διδάσκη τους μαθητάς του, όχι μόνον με τον λόγον, αλλά και με το έργον. Και να δείχνη εις αυτούς το να καταγίνωνται εις το εργόχειρον, και εις την ιεράν προσευχήν.
Ούτος ο μακάριος, επειδή τω τότε καιρώ εφύτρωσεν αίρεσις εις την του Θεού Εκκλησίαν, και πολλοί Πατέρες εσυνάχθησαν δια να κάμουν Σύνοδον περί αυτής, τότε λέγω και ο Φωστήριος ούτος προσκαλεσθείς εις την Σύνοδον, δεν επαραιτήθη. Αλλά επαραστάθη και αυτός εις αυτήν, και ποιήσας ανδραγαθίαν, εθαυμάστωσε το όνομά του. Πολλοί μεν γαρ αιρετικοί από τους λόγους του παρακινηθέντες, επέστρεψαν από τας αιρέσεις των εις την Ορθοδοξίαν. Οι δε περισσότεροι, πειθόμενοι εις τας διδασκαλίας του, έγιναν Μοναχοί. Και απλώς ειπείν, πολλαί θαυματουργίαι δια μέσου του Αγίου τούτου έγιναν, όχι μόνον όταν έζη, αλλά και μετά την αποβίωσίν του, ήτις ηκολούθησε κατά το εσπέρας της πέμπτης ταύτης ημέρας του Ιαννουαρίου.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Σάϊς, εν θαλάσση βληθείς, τελειούται.
Ήλθον θαλάσσης εις βάθη λέγει Σάϊς,
Φυγών τα ποντίζοντα της πλάνης βάθη.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Θεόειδος, υπό δημίων καταπατούμενος, τελειούται.
Πόδες πατούντες σαρκίον Θεοείδου,
Ψυχήν αποθλίβουσι ληνώ του πόλου.
*
Η Οσία Δομνίνα (3) εν ειρήνη τελειούται.
Χαρίζεταί σοι την άνω κληρουχίαν,
Δομνίνα σαρκός η κάτω κακουχία.
(3) Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή Δόμνα ονομάζεται αύτη.
*
Η Οσία Τατιανή εν ειρήνη τελειούται.
Τατιανή τακείσα νηστείαις πάλαι,
Νυν Αγγέλοις σύνεστι νηστείας φίλοις.
*
Ο Άγιος νέος Οσιομάρτυς Ρωμανός ο από Καρπενησίου, εν Βυζαντίω μαρτυρήσας κατά το ͵αχϞδ’ [1694] έτος, ξίφει τελειούται.
Ήθλησεν όντως Ρωμανός ρωμαλέως,
Ρώμην άμαχον εκ Θεού δεδεγμένος (4).
(4) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Ε΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Θεοπέμπτου καὶ Θεωνᾶ (1).
Εἰς τὸν Θεόπεμπτον.
Ὅπως τελευτᾷ Θεόπεμπτος εἰπάτω.
Ἀθλῶν τελευτῶ, τὴν κάραν τμηθεὶς ξίφει.
Εἰς τὸν Θεωνᾶν.
Λάκκῳ Θεωνᾶς Μάρτυς ἐν κατωτάτῳ,
Ἔθεντό μ’ ἐκραύγαζε, τὸ ψαλτηρίου.
Πέμπτῃ ἐκ ξίφεος λίπε τόνδε βίον Θεόπεμπτος.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόπεμπτος, ἦτον Ἐπίσκοπος κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, ἐν ἔτει σϞ΄ [290]. Ὅταν γὰρ ὁ ῥηθεὶς τύραννος ἐκίνησε διωγμὸν κατὰ τῶν Χριστιανῶν, τότε καὶ ὁ Ἅγιος οὗτος πρῶτος ὡμολόγησε τὸν Χριστόν, καὶ ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Πιασθεὶς γὰρ καὶ παρασταθεὶς ἔμπροσθεν εἰς τὸν Διοκλητιανόν, ἤλεγξε τὴν πλάνην αὐτοῦ. Ὅθεν καὶ βάλλεται μέσα εἰς ἕνα φοῦρνον ἀναμμένον, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ εὐγαίνει σῷος καὶ ἀβλαβής. Ἔπειτα εὔγαλαν τὸν ἕνα του ὀφθαλμόν. Καὶ μετὰ ταῦτα ἔδωκαν εἰς αὐτὸν καὶ ἔπιε θανατηφόρα φαρμάκια. Ἐπειδὴ δὲ ἐφυλάχθη ἀβλαβὴς ὑπὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο ἐτράβιξεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τὸν τὰ φαρμάκια κατασκευάσαντα μάγον, Θεωνᾶν ὀνομαζόμενον. Ἀφ’ οὗ δὲ ἔπαθε καὶ ἄλλα ὅμοια βάσανα, ἀπεκεφαλίσθη, καὶ ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Ὁ δὲ Θεωνᾶς ἐβάλθη μέσα εἰς ἕνα λάκκον ἐπίτηδες κατασκευασθέντα. Καὶ ἐπειδὴ ἐρρίφθη ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλήν του χῶμα πολύ, τούτου χάριν ἐχώθη ὅλος, καὶ οὕτω παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ.
(1) Σημείωσαι, ὅτι κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην, ἥτις ἐστὶ παραμονὴ τῶν Φώτων, συνειθίζεται νὰ ἀναγινώσκεται ἐν τοῖς εὐαγέσι Μοναστηρίοις τοῦ Ὄρους, καὶ μάλιστα ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου, ἡ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου προτρεπτικὴ ὁμιλία εἰς τὸ Βάπτισμα, ἧς ἡ ἀρχή· «Ὁ μὲν σοφὸς Σολομών».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ὁσίας Συγκλητικῆς.
Συγκλητικὴ λιποῦσα δουλείαν βίου,
Κλητοῖς Θεοῦ σύνεστι δούλοις ἐν πόλῳ.
Αὕτη ἡ Ἁγία Συγκλητικὴ ἦτον ἐν ἔτει ἀπὸ Χριστοῦ τμ΄ [340], καταγομένη ἀπὸ γένος ἔνδοξον καὶ περιβόητον, διὰ τὸν πλοῦτον καὶ τὴν εὐσέβειαν ὁποῦ εἶχεν. Ἐπειδὴ δὲ ἦτον ὡραία καὶ πλουσία, διὰ τοῦτο πολλοὶ ἐζήτουν νὰ λάβουν αὐτὴν εἰς γυναῖκα. Αὐτὴ ὅμως ἡ μακαρία ἔδιδε περισσότερον τὸν ἑαυτόν της εἰς τὸν πόθον καὶ ἔρωτα τοῦ Θεοῦ. Ὅθεν καὶ τελείως ἀφήσασα τὰς φροντίδας τοῦ κόσμου, ἐγύρισεν ὅλην τὴν σπουδήν της εἰς τὴν τῆς ἀρετῆς ἄσκησιν καὶ ἐπίδοσιν. Νικήσασα δὲ τὸν ἐχθρὸν Διάβολον, πρὸ τοῦ ἀκόμη νὰ ἀποθάνῃ, ἐξεδήμησεν εἰς τὸν Θεὸν διὰ τῆς τοῦ νοὸς θεωρίας. Εἰς τὸ τέλος δὲ τῆς ζωῆς της, ἐζήτησεν αὐτὴν ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ πειράζων Διάβολος, διὰ νὰ τὴν πληγώσῃ μὲ σωματικὴν ἀσθένειαν: καθώς ποτε ἐζήτησε καὶ τὸν δίκαιον Ἰώβ. Ὅθεν καθὼς ἐκεῖνον ἐπλήγωσεν, ἔτζι καὶ τὴν μακαρίαν ταύτην ἐπλήγωσε μὲ δεινὰς ἀρρωστίας. Καὶ μὲ τόσας πληγὰς ἀνιάτους, ὥστε ὁποῦ ἐσάπησεν ὅλον τὸ σῶμά της. Πλὴν δὲν ἐσυγκατέβη τελείως ἡ ἀρρενόφρων, ἀπὸ τὸν τόνον καὶ τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἀρετῆς καὶ ἀσκήσεως. Καὶ μὅλον ὁποῦ ἦτον ὀγδοήκοντα χρόνων γερόντισσα. Ὅθεν μέσα εἰς τοιούτους μαρτυρικοὺς πόνους καὶ ἀγῶνας εὑρισκομένη, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν (2).
(2) Τῆς Ἁγίας Συγκλητικῆς ταύτης τὸν κατὰ πλάτος Βίον, συνέγραψε μὲν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὁ Ἀλεξανδρείας, μετέφρασε δὲ ἡ ἐμὴ ἀδυναμία. Εὑρίσκεται δὲ εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον. Λέγουσι δέ τινες, ὅτι αὕτη εἶναι ἡ παρθένος ἐκείνη, ὁποῦ εἶχε κεκρυμμένον τὸν Ἅγιον Ἀθανάσιον ἕξι χρόνους μέσα εἰς ἕνα πηγάδι.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ ἐν τῷ Ἀκρίτᾳ.
Ὁ Γρηγόριος ἀρεταῖς λάμψας μέγα,
Λαμπρῶς μεταστάς, καὶ μέγα πλουτεῖ κλέος.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν περιβόητον νῆσον τῆς Κρήτης, υἱὸς γονέων εὐσεβεστάτων, καλουμένων Θεοφάνους καὶ Ἰουλιανῆς. Ἀφ’ οὗ δὲ διέτριψε καιρὸν ἀρκετὸν εἰς τὰ μαθήματα, ἐπροστάχθη ὕστερον ὑπὸ τῶν γονέων του νὰ βόσκῃ πρόβατα. Ἀνάψας δὲ μίαν φορὰν ἀπὸ τὸν θεϊκὸν ζῆλον καὶ ἔρωτα, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν πατρίδα του, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Σελεύκειαν. Ἐκεῖ δὲ περάσας ὀλίγον καιρόν, ἐζοῦσεν ὁ ἀοίδιμος μὲ ψωμὶ μόνον ὀλιγώτατον καὶ νερόν. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὸν εἰκοστὸν ἕκτον χρόνον τῆς ἡλικίας του, τότε ὁ εἰκονομάχος Λέων ὁ Ἁρμένιος ἀπέρριψε τὴν ζωήν του, ὁ βασιλεύσας ἐν ἔτει ωιγ΄ [813], καὶ ἡ Ὀρθοδοξία ἐπαρρησιάσθη. Τότε λοιπὸν καὶ ὁ Ὅσιος οὗτος ἐπῆγεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀγαπῶντας νὰ προσκυνήσῃ κάθε τόπον ἅγιον. Ὅσα δὲ ἐκεῖ ὑπέμεινε δεινὰ ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνοὺς καὶ Ἑβραίους, εἰς διάστημα δώδεκα ὁλοκλήρων χρόνων, ἀδύνατον εἶναι νὰ τὰ γράψῃ τινάς, θέλωντας νὰ φυλάξῃ τὴν συντομίαν.
Ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα δὲ ἀναχωρήσας, ἐπῆγεν εἰς τὴν Ῥώμην, καὶ ἐκεῖ λαμβάνωντας τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα τῶν Μοναχῶν, ἐδάμαζε τὸ σῶμά του μὲ τὴν ἐγκράτειαν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Σταυράκιος, καὶ ἔγινε βασιλεὺς Μιχαὴλ ὁ Κουροπαλάτης καὶ Ῥαγκαβέ, ὁ βασιλεύσας ἐν ἔτει ωια΄ [811], Πατριάρχης δὲ Κωνσταντινουπόλεως ἔγινεν ὁ Ἅγιος Νικηφόρος: τότε ἐστάλθη εἰς τὴν Ῥώμην πρὸς τὸν ἁγιώτατον Πάπαν Μιχαὴλ Συνάδων ὁ Ὁμολογητής. Ὁ ὁποῖος εὑρὼν ἐκεῖ τὸν Ὅσιον Γρηγόριον τοῦτον, ἐπῆρεν αὐτὸν μαζί του, ὅταν ἐγύριζεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἔφερεν αὐτὸν εἰς τὸ Μοναστήριον, τὸ εὑρισκόμενον ἐν τόπῳ Ἀκρίτᾳ. (Ὁ τόπος δὲ οὗτος εὑρίσκεται κοντὰ εἰς τὴν Χαλκηδόνα, καὶ τώρα ὀνομάζεται κάβο Ἀκρίτα.) Καὶ ἐσυναρίθμησεν αὐτὸν μὲ τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους Μοναχούς. Ἐκεῖ λοιπὸν ὁ Ὅσιος εὑρισκόμενος, ἐζοῦσεν ἀνυπόδητος καὶ μὲ ἕνα μόνον ὑποκάμισον, κοιμώμενος ἐπάνω εἰς ἕνα ψαθί, καὶ τρώγωντας καὶ πίνωντας εἰς δύω ἢ τρεῖς ἡμέρας, ὀλιγώτατον ψωμὶ καὶ νερόν. Εἶτα ἐγκλείσας τὸν ἑαυτόν του μέσα εἰς ἕνα λάκκον βαθύτατον, ἐκεῖ μέσα ἐθρήνησε πολλοὺς χρόνους τὴν γενομένην ταραχὴν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, διὰ τὴν ἀθέτησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων.
Ὕστερον δὲ εὐγαίνωντας ἀπὸ τὸν λάκκον, ἐγκλείεται μέσα εἰς ἕνα κελλίον στενώτατον, σκεπόμενος ἀπὸ ἕνα δερμάτινον ὑποκάμισον. Γεμίζωντας δὲ ἀπὸ νερὸν ἕνα πιθάρι μεγάλον ὁποῦ εὑρίσκετο εἰς τὸν κῆπον, εὔγανε τὴν νύκτα τὸ ὑποκάμισόν του, καὶ ἔμβαινε μέσα εἰς τὸ πιθάρι. Καὶ ἐκεῖ εὑρισκόμενος, ἀνεγίνωσκεν ὅλον τὸ Ψαλτήριον. Ὅταν δὲ αὐτὸ ἐτελείονε, τότε εὔγαινεν ἔξω. Καὶ ἔτζι ἔκαμνεν εἰς ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς του. Μὲ τοιούτους λοιπὸν ἀγῶνας καλῶς ἀγωνιζόμενος ὁ μακάριος, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Φωστηρίου.
Φωστὴρ ὁ Φωστήριος ὄντως ὡράθη,
Τῷ φωτὶ τοῦ βίου τε καὶ τῶν θαυμάτων.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Φωστήριος, λάμψας ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν ὡσὰν ἥλιος, ἐπῆγεν εἰς τὰ ἑσπέρια μέρη τῆς Δύσεως. Ἀναβαίνωντας δὲ ἐπάνω εἰς ἕνα βουνὸν ὑψηλὸν καὶ ἥσυχον, ἀΰλως εἰς τὸν ἄϋλον Θεὸν ἐπροσηύχετο, ὑποπιάζων καὶ δουλαγωγῶν τὸν ἑαυτόν του μὲ νηστείας, μὲ ἀγρυπνίας, μὲ χαμευνίας, καὶ μὲ κάθε ἄλλην σκληραγωγίαν. Ὅθεν ἐκ τούτων ἔγινεν ἀληθῶς φωστὴρ συμφώνως μὲ τὸ ὄνομά του, λάμπων τὴν οἰκουμένην. Ἐπειδὴ γὰρ ἐφύλαττε τὸ σῶμα ἁγνόν, καὶ τὴν ψυχὴν καθαράν, καὶ ἐτήρησε τὸ κατ’ εἰκόνα ἀμόλυντον ὅσον ἦτον δυνατόν, διὰ τοῦτο ἔγινε καταγώγιον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅθεν καὶ ἐπλούτησεν ὁ ἀοίδιμος τὴν χάριν τῶν θαυμάτων, καὶ ἰάτρευε κάθε πολυχρόνιον ἀσθένειαν, καὶ κάθε ὀλιγοχρόνιον ἐκείνων, ὁποῦ προσήρχοντο εἰς αὐτὸν μετὰ πίστεως. Οὐ μόνον δὲ ταῦτα, ἀλλὰ καὶ ἄρτον ἐδέχετο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ὁ μακάριος, καθὼς καὶ ὁ Προφήτης Ἠλίας. Πλὴν ὁ μὲν Ἠλίας, ἐλάμβανε τὸν ἄρτον διὰ μέσου τοῦ κόρακος. Ὁ δὲ μέγας οὗτος Φωστήριος, ἐλάμβανε τὸν ἄρτον διὰ μέσου θείου Ἀγγέλου. Ἀγκαλὰ καὶ δὲν ἔβλεπεν αὐτὸν διὰ κᾄποιαν θείαν οἰκονομίαν, καθ’ ἑκάστην γὰρ ἡμέραν φέρων τὸν ἄρτον ὁ Ἄγγελος, ἔβαλλεν αὐτὸν εἰς ἕνα ξεχωριστὸν τόπον χωρὶς νὰ φαίνεται εἰς τὸν Ἅγιον, ἀνίσως δὲ ἤρχοντο εἰς αὐτὸν δύω καὶ τρεῖς, ἢ περισσότεροι ἀδελφοὶ ξένοι, κατὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀδελφῶν, τόσοι καὶ οἱ ἄρτοι εὑρίσκοντο εἰς τὸν διωρισμένον τόπον. Ποῖος ποτὲ εἶδε τοιοῦτον θαῦμα ἐξαίσιον; ἢ ἤκουσε τοιοῦτον παράδοξον; σπανιάκις γάρ, καὶ εἰς πολλὰ σπανίους Ἁγίους τοῦτο ἠκολούθησε. Πλὴν δὲν ἀξιώθη ὁ μακάριος Φωστήριος τὸ τοιοῦτον θαυμάσιον ἕως τέλους τῆς ζωῆς του, καθὼς ἐφάνη εὔλογον εἰς τὴν θείαν Πρόνοιαν. Ὅταν μὲν γὰρ ἦτον κατὰ μόνας, ἡσυχάζων καὶ σχολάζων εἰς μόνον τὸν Θεόν, τότε ἔφερεν αὐτῷ τὸν ἄρτον ὁ Ἄγγελος. Ὅταν δὲ ἐσύστησε Μοναστήριον μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐσυνάθροισε πολλοὺς Μοναχούς, τότε δὲν ἐδέχετο πλέον τὸν ἄρτον ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἐργόχειρόν του ἐπορίζετο, ὄχι μόνον τὰ ἐδικά του πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, ἀλλὰ καὶ εἰς ἄλλους πολλοὺς ἔδιδε τὰ πρὸς τὴν χρείαν. Καὶ τοῦτο ἐγίνετο, ὄχι πῶς ὁ Θεὸς ἀδυνάτησεν. Ἄπαγε τῆς βλασφημίας! πῶς γὰρ ἤθελεν ἀδυνατήσῃ νὰ δίδῃ εἰς ἕνα τὰ πρὸς τὴν χρείαν ἐκεῖνος, ὁποῦ ἔθρεψεν ἐν τῇ ἐρήμῳ τόσας χιλιάδας τῶν ἀχαρίστων Ἑβραίων; Ἀλλ’ οὐδὲ τοῦτο ἐγίνετο, διατὶ ὁ Θεὸς ἀπεστράφη τὴν προσευχὴν τοῦ δούλου του. Μὴ γένοιτο! ἐπειδὴ ὁ Ὅσιος δὲν ἐπροσευχήθη ποτὲ διὰ νὰ τοῦ δώσῃ ὁ Θεὸς φαγητὰ ἀπολλυμένα. Ἤκουε γὰρ τοῦ Κυρίου λέγοντος· «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πᾶντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. ς΄, 33).
Ἀλλὰ τοῦτο ἐγίνετο, ἐπειδή, πρότερον μέν, ἐπρόσεχεν ὁ Ὅσιος ὅλος διόλου εἰς τὸν Θεόν, καὶ τελείως δὲν ἐφρόντιζεν οὔτε δι’ αὐτὴν τὴν ἀναγκαίαν τροφήν. Καὶ πρὸς τούτοις, δὲν εἶχε κᾀνένα ὑπηρέτην εἰς τὸ νὰ φροντίζῃ περὶ τοῦ ἄρτου του, ὅθεν ἐξ ἀνάγκης ἐχρειάζετο εἰς τοῦτο τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ συνεργίαν. Μετὰ ταῦτα δέ, ἐπειδὴ ἐστοχάσθη νὰ ὁδηγήσῃ καὶ ἄλλους εἰς τὴν κατὰ Θεὸν πολιτείαν καὶ ἄσκησιν, διὰ τοῦτο ἐργοχείρει καὶ ἔδιδεν εἰς τοὺς ἀδελφοὺς παράδειγμα τοῦ νὰ ἐργοχειροῦν καὶ αὐτοί. Καὶ λοιπὸν δὲν ἐχρειάζετο πλέον τὴν ἄνωθεν ἐρχομένην τροφήν. Τοῦτο γὰρ καὶ ὁ Θεὸς θέλει καὶ ἀποδέχεται προτίτερα ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα: ἤτοι τὸ νὰ μὴν εἴμεθα παντάπασιν ἀργοὶ καὶ νὰ τρώγωμεν δωρεὰν τὸν ἄρτον μας. Ἀλλὰ τὸ νὰ ἐργαζώμεθα, καὶ ἐκ τοῦ ἰδίου ἔργου καὶ κόπου μας νὰ δίδωμεν καὶ εἰς τοὺς ἄλλους τὰ πρὸς τὴν χρείαν. Διὰ τοῦτο λοιπόν, πρότερον μὲν ὁ Ἅγιος οὗτος ἐλάμβανε δι’ Ἀγγέλου τροφήν, ὕστερον δὲ ὑστερήθη ταύτην. Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ ἐπροστάχθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴ λαμβάνῃ ἀπὸ κᾀνένα ἄνθρωπον τὰ πρὸς τὴν χρείαν. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἐργόχειρόν του νὰ εὐγάνῃ πᾶντα τὰ ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς του. Ἵνα διδάσκῃ τοὺς μαθητάς του, ὄχι μόνον μὲ τὸν λόγον, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ἔργον. Καὶ νὰ δείχνῃ εἰς αὐτοὺς τὸ νὰ καταγίνωνται εἰς τὸ ἐργόχειρον, καὶ εἰς τὴν ἱερὰν προσευχήν.
Οὗτος ὁ μακάριος, ἐπειδὴ τῷ τότε καιρῷ ἐφύτρωσεν αἵρεσις εἰς τὴν τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαν, καὶ πολλοὶ Πατέρες ἐσυνάχθησαν διὰ νὰ κάμουν Σύνοδον περὶ αὐτῆς, τότε λέγω καὶ ὁ Φωστήριος οὗτος προσκαλεσθεὶς εἰς τὴν Σύνοδον, δὲν ἐπαραιτήθη. Ἀλλὰ ἐπαραστάθη καὶ αὐτὸς εἰς αὐτήν, καὶ ποιήσας ἀνδραγαθίαν, ἐθαυμάστωσε τὸ ὄνομά του. Πολλοὶ μὲν γὰρ αἱρετικοὶ ἀπὸ τοὺς λόγους του παρακινηθέντες, ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὰς αἱρέσεις των εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν. Οἱ δὲ περισσότεροι, πειθόμενοι εἰς τὰς διδασκαλίας του, ἔγιναν Μοναχοί. Καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, πολλαὶ θαυματουργίαι διὰ μέσου τοῦ Ἁγίου τούτου ἔγιναν, ὄχι μόνον ὅταν ἔζη, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἀποβίωσίν του, ἥτις ἠκολούθησε κατὰ τὸ ἑσπέρας τῆς πέμπτης ταύτης ἡμέρας τοῦ Ἰαννουαρίου.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάϊς, ἐν θαλάσσῃ βληθείς, τελειοῦται.
Ἦλθον θαλάσσης εἰς βάθη λέγει Σάϊς,
Φυγὼν τὰ ποντίζοντα τῆς πλάνης βάθη.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόειδος, ὑπὸ δημίων καταπατούμενος, τελειοῦται.
Πόδες πατοῦντες σαρκίον Θεοείδου,
Ψυχὴν ἀποθλίβουσι ληνῷ τοῦ πόλου.
*
Ἡ Ὁσία Δομνίνα (3) ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Χαρίζεταί σοι τὴν ἄνω κληρουχίαν,
Δομνίνα σαρκὸς ἡ κάτω κακουχία.
(3) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ Δόμνα ὀνομάζεται αὕτη.
*
Ἡ Ὁσία Τατιανὴ ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Τατιανὴ τακεῖσα νηστείαις πάλαι,
Νῦν Ἀγγέλοις σύνεστι νηστείας φίλοις.
*
Ὁ Ἅγιος νέος Ὁσιομάρτυς Ῥωμανὸς ὁ ἀπὸ Καρπενησίου, ἐν Βυζαντίῳ μαρτυρήσας κατὰ τὸ ͵αχϞδ΄ [1694] ἔτος, ξίφει τελειοῦται.
Ἤθλησεν ὄντως Ῥωμανὸς ῥωμαλέως,
Ῥώμην ἄμαχον ἐκ Θεοῦ δεδεγμένος (4).
(4) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *