Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου4 Ιανουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Δ’, η Σύναξις των Εβδομήκοντα Αποστόλων.
Τους Εβδομήκοντα σοφούς Αποστόλους,
Και συνάμα τους πάντας τιμάσθαι θέμις (1).
Αμφί τετάρτην άνδρας αγακλεέας κυδαίνω.
(1) Σημειούμεν ενταύθα, ότι δια του διστίχου τούτου, όπερ ευρίσκεται εις τους χειρογράφους Συναξαριστάς (εν γαρ τοις τετυπωμένοις, ούτε δίστιχον ευρίσκεται ιαμβικόν, ούτε στίχος ηρωϊκός), δηλούται ότι σήμερον εορτάζονται όλοι ομού οι Εβδομήκοντα Απόστολοι. Ο καθείς από τους οποίους χωριστά εορτάζεται εις διαφόρους ημέρας των μηνών. Δια τούτο ουδέ Συναξάριον τούτων κοινόν εδυνήθημεν να εύρωμεν. Καθότι τα ίδια Συναξάρια του καθενός, εγράφησαν εις την ξεχωριστήν ημέραν αυτού. Και ο βουλόμενος, ας ζητήση ταύτα.
Ήθελε δε απορήση τινάς, διατί, εξαιρουμένων μόνον των Δώδεκα Αποστόλων, όλοι οι μετ’ αυτούς Απόστολοι ονομάζονται Εβδομήκοντα, και ουχί περισσότεροι; Ότι γαρ είναι περισσότεροι από τους εβδομήκοντα, φανερόν εστι καθότι μόνοι εκείνοι, οπού αριθμούνται εν όλαις ταις επιστολαίς του μακαρίου Παύλου, και μετά των Εβδομήκοντα καταλεγόμενοι, υπερβαίνουν τους πεντήκοντα. Οίτινες δεν είναι από τους Εβδομήκοντα Αποστόλους εκείνους, τους οποίους ο Κύριος εδιάλεξεν, ως γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Αλλά άλλοι τινές, μαθηταί χρηματίσαντες του Αποστόλου Παύλου, ή και των λοιπών Αποστόλων των εκ των Δώδεκα. Και όρα εις την εικοστήν ογδόην του Ιουλίου εν τω Συναξαρίω Προχόρου, Νικάνορος, Τίμωνος, και Παρμενά.
Εις λύσιν ουν της απορίας λέγομεν, ότι πάντες οι μετά τους Δώδεκα Απόστολοι, με ένα κοινόν όνομα Εβδομήκοντα ονομάζονται, ίσως διατί το εβδομήκοντα αόριστός εστιν αριθμός, και δηλοί πλήθος. Κατ’ εκείνο οπού είπεν εις τον Πέτρον ο Κύριος· «Ου λέγω σοι έως επτάκις αφιέναι τω αδελφώ σου τα αμαρτήματα, αλλ’ έως εβδομηκοντάκις επτά». Αντί του πολλάκις και μυριάκις, ως ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος. Ή λέγονται Εβδομήκοντα οι μετά τους Δώδεκα Απόστολοι, και ουχί περισσότεροι, ίσως δια να φυλαχθή το σέβας και η τιμή του αριθμού εκείνου, τον οποίον ο Κύριος επέθηκεν εις τους παρ’ αυτού εκλεγέντας Εβδομήκοντα Αποστόλους. Ούτω γαρ και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, και μόλον οπού ο Ιούδας είχεν εύγη από τον αριθμόν των Δώδεκα Αποστόλων, αυτός όμως μετά την ανάστασιν είπε περί του Θωμά: Θωμάς δε εις, ουχί εκ των ένδεκα, αλλά εκ των Δώδεκα. Ίνα φυλάξη το σέβας και την τιμήν του δωδεκάτου αριθμού, τον οποίον ο Κύριος επέθηκεν εις τους Δώδεκα Αποστόλους. Ει δε τις διαβατικώτερος, άλλον λόγον υψηλότερον τούτου οίδε, παρελθέτω εις το μέσον και ειπάτω. Και ημείς χάριτας αυτώ της ειδήσεως ταύτης εισόμεθα.
Σημείωσαι, ότι ο θεσπέσιος Κύριλλος ο Αλεξανδρείας γλαφυρώς αλληγορεί εις τους Εβδομήκοντα τούτους Αποστόλους τα εβδομήκοντα εκείνα στελέχη των φοινίκων, οπού ήτον εις την Αιλείμ. Όπερ δηλοί ανάβασις, ή αύξησις. Ούτω γάρ φησιν· «Αναβαίνοντες εις τελειοτέραν σύνεσιν, και εις αύξησιν ανατρέχοντες την πνευματικήν… τα εβδομήκοντα των φοινίκων στελέχη ευρήσομεν, τους αναδειχθέντας δηλονότι παρά Χριστού μαθητάς και εύγε δη σφόδρα. Φοίνιξι γαρ παρεικάζονται οι μετά τους δώδεκα όντες τον αριθμόν εβδομήκοντα. Θαυμάζομεν δε τους Εβδομήκοντα και οιονεί φοίνικας αυτούς είναι φαμέν. Ευκάρδιον γαρ το φυτόν, εύριζόν τε και εύκαρπον, και αεί τοις ύδασιν εντεθηλός. Τοιούτους δε και τους Αγίους είναι φαμέν. Καθαρός μεν γαρ ο νους αυτοίς, βεβηκώς τε και εύκαρπος, και τοις νοητοίς ύδασιν εντρυφάν ειωθώς».
Και τούτο δε σημείωσαι, ότι ατάκτως γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις το Συναξάριον της Οσίας Συγκλητικής. Τούτο γαρ γράφεται ευτάκτως κατά την πέμπτην του παρόντος, ότε η μνήμη αυτής γράφεται, και ο Κανών αυτής ψάλλεται.
*
Τη αυτή ημέρα ο Όσιος Θεόκτιστος, ο Ηγούμενος του εν τω Κουκούμω (ή Κουνουμίω) της Σικελίας, εν ειρήνη τελειούται.
Εν γη χλοαυγεί της Εδέμ Θεοκτίστω,
Μοίραν δίδως άκτιστε του Θεού Λόγε.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ζωσίμου Μοναχού, και Αθανασίου κομενταρησίου.
Αθανάσιος συνθανών τω Ζωσίμω,
Ένδον πέτρας ήδιστα και συζείν έχει.
Ούτος ο Άγιος Ζώσιμος ήτον από την Κιλικίαν, εκατοίκει δε εις την έρημον ομού με τα θηρία. Πιασθείς λοιπόν από τον άρχοντα Δομετιανόν, και ομολογήσας, ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός, κατακαίεται εις τα αυτία με πυρωμένα σίδηρα. Και βάλλεται μέσα εις ένα καζάνι γεμάτον από βόρβορον βράζοντα. Έπειτα κρεμάται κατακέφαλα, και με παράδοξον τρόπον από όλα φυλάττεται αβλαβής. Καθότι εφάνη ένα λεοντάρι μέσα εις το θέατρον, το οποίον με ανθρωπίνην φωνήν ελάλησε περί της Θεότητος του Χριστού. Όθεν εκ τούτου ετράβιξεν εις την πίστιν του Χριστού τον κομενταρήσιον Αθανάσιον. Λαβών δε ο Άγιος ελευθερίαν από τον τύραννον, επήγε πάλιν εις την έρημον και εις τα βουνά, όπου πρότερον εδιέτριβε. Και κατηχεί και βαπτίζει τον ρηθέντα Αθανάσιον. Εκεί λοιπόν ευρισκομένων αυτών, εσχίσθη μία πέτρα παραδόξως, μέσα εις την οποίαν εμβαίνοντες και οι δύω, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού.
*
Μνήμη της Οσίας Απολιναρίας της Συγκλητικής.
Αίρουσιν εκ γης την Απολιναρίαν.
Και γαρ κατοικείν ουρανούς ην αξία.
Αύτη η αοίδιμος Απολιναρία ήτον κατά τους χρόνους Λέοντος του Μεγάλου, του επονομαζομένου Μακέλλη, εν έτει υνζ’ [457], θυγάτηρ Ανθεμίου, όστις εδιωρίσθη παρά του βασιλέως να ήναι της Ρώμης διοικητής. Κατά δε το κάλλος και την φρονιμάδα, αύτη υπερέβαινε τας πολλάς γυναίκας του τότε καιρού. Εκ νεαράς δε ηλικίας επόθησε την παρθενίαν, και επαρακάλει τον Θεόν νύκτα και ημέραν να επιτύχη του ποθουμένου, ήτοι να μείνη παρθένος έως θανάτου. Δια τούτο επαρακάλεσε και τους γονείς της να την συγχωρήσουν να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα. Επειδή δε εκείνοι της έδωκαν την άδειαν, τούτου χάριν η μακαρία πέρνουσα δούλους και δουλεύτρας, ομοίως και χρυσάφι και αργύριον και ρούχα πολύτιμα, επήγεν εις την Αγίαν Πόλιν. Και εκεί τα εμοίρασεν όλα εις τους πτωχούς. Αφ’ ου δε επροσκύνησε τους Αγίους Τόπους, και ελευθέρωσε τους δούλους και δουλεύτρας της, εκράτησε μαζί της μόνον ένα γέροντα και ένα ευνούχον. Τους οποίους πέρνουσα, εκίνησε να υπάγη εις Αλεξάνδρειαν. Φθάσασα δε εις ένα τόπον ομαλόν και ίσον, απεφάσισε να καθίσουν εκεί, δια να αναπαύσουν ολίγον τον κόπον της οδοιπορίας.
Όταν δε οι άνθρωποί της εκοιμήθησαν, τότε η τρισολβία πάντα καταφρονήσασα, φεύγει κρυφίως και εμβαίνει εις τον εκείσε ευρισκόμενον λόγγον. Εκεί λοιπόν έμεινε χρόνους πολλούς, τόσον οπού έγινε το δέρμα του σώματός της σκληρόν, ωσάν το δέρμα της χελώνης, από τα δαγκάματα των εν τω λόγγω εκείνω ευρισκομένων κωνώπων. Έπειτα πηγαίνει εις μίαν σκήτην, όπου ήτον πολλοί άγιοι Πατέρες, και εκεί υποκρινομένη, ότι είναι ευνούχος, ωνόμασε τον εαυτόν της Δωρόθεον. Ο δε εκεί ευρισκόμενος Όσιος Μακάριος, εδέχθη αυτήν, και της έδωκε κελλίον, μέσα εις το οποίον εγκλεισθείσα η τρισολβία, επροσηύχετο εις τον Θεόν νύκτα και ημέραν. Ο δε πατήρ της Ανθέμιος είχε και άλλην θυγατέρα, η οποία έπασχεν από ακάθαρτον δαιμόνιον. Όθεν έστειλεν αυτήν εις τους Πατέρας της σκήτεως δια να την ιατρεύσουν. Περί δε της θυγατρός του ταύτης Απολιναρίας απέκαμεν, και πλέον δεν ερεύνα δι’ αυτήν. Οι δε Πατέρες έστειλαν την δαιμονισμένην προς την αδελφήν της, ήτις υπεκρίνετο πως ονομάζεται Δωρόθεος, ως είπομεν ανωτέρω. Και αναμεταξύ εις ολίγας ημέρας, ελευθερώθη από τον δαίμονα το κοράσιον και αποστέλλεται από τους Πατέρας υγιής εις τον πατέρα της. Ύστερον δε από ολίγας ημέρας, άρχισεν η κόρη να φαίνεται ότι ήτον εγγαστρωμένη. Ο δε ταύτης πατήρ, νομίσας ότι εγγαστρώθη από τον Αββάν Δωρόθεον, πέμπει παρευθύς ταχυδρόμους, και φέρνουσιν αυτόν έμπροσθέν του.
Η δε Οσία δείξασα με κάποια σημεία, πως ήτον γέννημα και θυγάτηρ του Ανθεμίου, έκαμεν όλους να θαυμάσουν και να φοβηθούν. Και μάλιστα δια το θαύμα οπού έκαμεν εις την ιδίαν αδελφήν της. Μετά ταύτα μείνασα ολίγας ημέρας με τους γονείς της, πάλιν εγύρισεν οπίσω εις το κελλίον της, χωρίς να μάθη κανένας εκείνο οπού εποίησεν. Αφ’ ου δε ετελεύτησε, τότε εγνωρίσθη εις τους Μοναχούς, ότι είναι γυνή. Όθεν όλοι εξέστησαν δια τούτο, και επαρακινήθησαν να ευχαριστήσουν τον Θεόν.
*
Οι Άγιοι εξ Μάρτυρες εν ειρήνη τελειούνται.
Ψυχαί διαυγείς εξ αποπτάσ’ εκ βίου,
Εξαπτέρυξι συμπαρίστανται νόοις (2).
(2) Όρα το ίδιον τούτο δίστιχον και εις τους εξ Πατέρας τους εορταζομένους κατά την ιε’ του παρόντος Ιαννουαρίου.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ευθυμίου του νέου, του κειμένου πλησίον του Αγίου Μωκίου.
Εύθυμος Ευθύμιος ασκήσας πόνοις.
Εύθυμος ήκε προς μονάς ευθυμίας.
*
Ο Όσιος Ευθύμιος, ο Ηγούμενος της Μονής του Βατοπαιδίου, ο ελέγξας τον λατινόφρονα βασιλέα Μιχαήλ, και Βέκκον τον Πατριάρχην, εν τω βυθώ τελειούται.
Έπνιξεν ύδωρ Ευθύμιον τον πάνυ,
Καταισχύναντα λατινοφρόνων πλάνην.
*
Οι μετά του Ευθυμίου δώδεκα Μοναχοί Βατοπαιδινοί, οι τους ανωτέρω λατινόφρονας ελέγξαντες, αγχόνη τελειούνται (3).
Είλεν μοναστών δωδεκάς λαμπρά στέφη,
Ήλεγξε και γαρ λατινοφρόνων πλάνην.
(3) Όρα εις την Ακολουθίαν των Αγιορειτών Πατέρων.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Χρυσάνθου και Ευφημίας, της πλησίον του Αγίου Ακακίου.
Εις τον Χρύσανθον.
Χρύσανθος ανθεί καρπόν ήδιστον πάνυ,
Τον και πολύ φανέντα κρείττω χρυσίου.
Εις την Ευφημίαν.
Ευφημίας λόγος σε την Ευφημίαν.
Τρανώς κατηξίωσε της αθανάτου.
*
Ο Άγιος νέος Οσιομάρτυς Ονούφριος, ο εν Χίω μαρτυρήσας κατά το ͵αωιη’ [1818] έτος.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Δ΄, ἡ Σύναξις τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων.
Τοὺς Ἑβδομήκοντα σοφοὺς Ἀποστόλους,
Καὶ συνάμα τοὺς πᾶντας τιμᾶσθαι θέμις (1).
Ἀμφὶ τετάρτην ἄνδρας ἀγακλεέας κυδαίνω.
(1) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι διὰ τοῦ διστίχου τούτου, ὅπερ εὑρίσκεται εἰς τοὺς χειρογράφους Συναξαριστάς (ἐν γὰρ τοῖς τετυπωμένοις, οὔτε δίστιχον εὑρίσκεται ἰαμβικόν, οὔτε στίχος ἡρωϊκός), δηλοῦται ὅτι σήμερον ἑορτάζονται ὅλοι ὁμοῦ οἱ Ἑβδομήκοντα Ἀπόστολοι. Ὁ καθεὶς ἀπὸ τοὺς ὁποίους χωριστὰ ἑορτάζεται εἰς διαφόρους ἡμέρας τῶν μηνῶν. Διὰ τοῦτο οὐδὲ Συναξάριον τούτων κοινὸν ἐδυνήθημεν νὰ εὕρωμεν. Καθότι τὰ ἴδια Συναξάρια τοῦ καθενός, ἐγράφησαν εἰς τὴν ξεχωριστὴν ἡμέραν αὐτοῦ. Καὶ ὁ βουλόμενος, ἂς ζητήσῃ ταῦτα.
Ἤθελε δὲ ἀπορήσῃ τινας, διατί, ἐξαιρουμένων μόνον τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, ὅλοι οἱ μετ’ αὐτοὺς Ἀπόστολοι ὀνομάζονται Ἑβδομήκοντα, καὶ οὐχὶ περισσότεροι; Ὅτι γὰρ εἶναι περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα, φανερόν ἐστι καθότι μόνοι ἐκεῖνοι, ὁποῦ ἀριθμοῦνται ἐν ὅλαις ταῖς ἐπιστολαῖς τοῦ μακαρίου Παύλου, καὶ μετὰ τῶν Ἑβδομήκοντα καταλεγόμενοι, ὑπερβαίνουν τοὺς πεντήκοντα. Οἵτινες δὲν εἶναι ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους ἐκείνους, τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἐδιάλεξεν, ὡς γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Ἀλλὰ ἄλλοι τινές, μαθηταὶ χρηματίσαντες τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἢ καὶ τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων τῶν ἐκ τῶν Δώδεκα. Καὶ ὅρα εἰς τὴν εἰκοστὴν ὀγδόην τοῦ Ἰουλίου ἐν τῷ Συναξαρίῳ Προχόρου, Νικάνορος, Τίμωνος, καὶ Παρμενᾶ.
Εἰς λύσιν οὖν τῆς ἀπορίας λέγομεν, ὅτι πᾶντες οἱ μετὰ τοὺς Δώδεκα Ἀπόστολοι, μὲ ἕνα κοινὸν ὄνομα Ἑβδομήκοντα ὀνομάζονται, ἴσως διατὶ τὸ ἑβδομήκοντα ἀόριστός ἐστιν ἀριθμός, καὶ δηλοῖ πλῆθος. Κατ’ ἐκεῖνο ὁποῦ εἶπεν εἰς τὸν Πέτρον ὁ Κύριος· «Οὐ λέγω σοι ἕως ἑπτάκις ἀφιέναι τῷ ἀδελφῷ σου τὰ ἁμαρτήματα, ἀλλ’ ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά». Ἀντὶ τοῦ πολλάκις καὶ μυριάκις, ὡς ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος. Ἢ λέγονται Ἑβδομήκοντα οἱ μετὰ τοὺς Δώδεκα Ἀπόστολοι, καὶ οὐχὶ περισσότεροι, ἴσως διὰ νὰ φυλαχθῇ τὸ σέβας καὶ ἡ τιμὴ τοῦ ἀριθμοῦ ἐκείνου, τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος ἐπέθηκεν εἰς τοὺς παρ’ αὐτοῦ ἐκλεγέντας Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους. Οὕτω γὰρ καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, καὶ μὅλον ὁποῦ ὁ Ἰούδας εἶχεν εὔγῃ ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, αὐτὸς ὅμως μετὰ τὴν ἀνάστασιν εἶπε περὶ τοῦ Θωμᾶ: Θωμᾶς δὲ εἷς, οὐχὶ ἐκ τῶν ἕνδεκα, ἀλλὰ ἐκ τῶν Δώδεκα. Ἵνα φυλάξῃ τὸ σέβας καὶ τὴν τιμὴν τοῦ δωδεκάτου ἀριθμοῦ, τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος ἐπέθηκεν εἰς τοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους. Εἰ δέ τις διαβατικώτερος, ἄλλον λόγον ὑψηλότερον τούτου οἶδε, παρελθέτω εἰς τὸ μέσον καὶ εἰπάτω. Καὶ ἡμεῖς χάριτας αὐτῷ τῆς εἰδήσεως ταύτης εἰσόμεθα.
Σημείωσαι, ὅτι ὁ θεσπέσιος Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας γλαφυρῶς ἀλληγορεῖ εἰς τοὺς Ἑβδομήκοντα τούτους Ἀποστόλους τὰ ἑβδομήκοντα ἐκεῖνα στελέχη τῶν φοινίκων, ὁποῦ ἦτον εἰς τὴν Αἰλείμ. Ὅπερ δηλοῖ ἀνάβασις, ἢ αὔξησις. Οὕτω γάρ φησιν· «Ἀναβαίνοντες εἰς τελειοτέραν σύνεσιν, καὶ εἰς αὔξησιν ἀνατρέχοντες τὴν πνευματικήν… τὰ ἑβδομήκοντα τῶν φοινίκων στελέχη εὑρήσομεν, τοὺς ἀναδειχθέντας δηλονότι παρὰ Χριστοῦ μαθητὰς καὶ εὖγε δὴ σφόδρα. Φοίνιξι γὰρ παρεικάζονται οἱ μετὰ τοὺς δώδεκα ὄντες τὸν ἀριθμὸν ἑβδομήκοντα. Θαυμάζομεν δὲ τοὺς Ἑβδομήκοντα καὶ οἱονεὶ φοίνικας αὐτοὺς εἶναί φαμεν. Εὐκάρδιον γὰρ τὸ φυτόν, εὔριζόν τε καὶ εὔκαρπον, καὶ ᾀεὶ τοῖς ὕδασιν ἐντεθηλός. Τοιούτους δὲ καὶ τοὺς Ἁγίους εἶναί φαμεν. Καθαρὸς μὲν γὰρ ὁ νοῦς αὐτοῖς, βεβηκώς τε καὶ εὔκαρπος, καὶ τοῖς νοητοῖς ὕδασιν ἐντρυφᾶν εἰωθώς».
Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι, ὅτι ἀτάκτως γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις τὸ Συναξάριον τῆς Ὁσίας Συγκλητικῆς. Τοῦτο γὰρ γράφεται εὐτάκτως κατὰ τὴν πέμπτην τοῦ παρόντος, ὅτε ἡ μνήμη αὐτῆς γράφεται, καὶ ὁ Κανὼν αὐτῆς ψάλλεται.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος, ὁ Ἡγούμενος τοῦ ἐν τῷ Κουκούμῳ (ἢ Κουνουμίῳ) τῆς Σικελίας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἐν γῇ χλοαυγεῖ τῆς Ἐδὲμ Θεοκτίστῳ,
Μοῖραν δίδως ἄκτιστε τοῦ Θεοῦ Λόγε.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ζωσίμου Μοναχοῦ, καὶ Ἀθανασίου κομενταρησίου.
Ἀθανάσιος συνθανὼν τῷ Ζωσίμῳ,
Ἔνδον πέτρας ἥδιστα καὶ συζεῖν ἔχει.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Ζώσιμος ἦτον ἀπὸ τὴν Κιλικίαν, ἐκατοίκει δὲ εἰς τὴν ἔρημον ὁμοῦ μὲ τὰ θηρία. Πιασθεὶς λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἄρχοντα Δομετιανόν, καὶ ὁμολογήσας, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἀληθινός, κατακαίεται εἰς τὰ αὐτία μὲ πυρωμένα σίδηρα. Καὶ βάλλεται μέσα εἰς ἕνα καζάνι γεμάτον ἀπὸ βόρβορον βράζοντα. Ἔπειτα κρεμᾶται κατακέφαλα, καὶ μὲ παράδοξον τρόπον ἀπὸ ὅλα φυλάττεται ἀβλαβής. Καθότι ἐφάνη ἕνα λεοντάρι μέσα εἰς τὸ θέατρον, τὸ ὁποῖον μὲ ἀνθρωπίνην φωνὴν ἐλάλησε περὶ τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν ἐκ τούτου ἐτράβιξεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τὸν κομενταρήσιον Ἀθανάσιον. Λαβὼν δὲ ὁ Ἅγιος ἐλευθερίαν ἀπὸ τὸν τύραννον, ἐπῆγε πάλιν εἰς τὴν ἔρημον καὶ εἰς τὰ βουνά, ὅπου πρότερον ἐδιέτριβε. Καὶ κατηχεῖ καὶ βαπτίζει τὸν ῥηθέντα Ἀθανάσιον. Ἐκεῖ λοιπὸν εὑρισκομένων αὐτῶν, ἐσχίσθη μία πέτρα παραδόξως, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν ἐμβαίνοντες καὶ οἱ δύω, παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ.
*
Μνήμη τῆς Ὁσίας Ἀπολιναρίας τῆς Συγκλητικῆς.
Αἴρουσιν ἐκ γῆς τὴν Ἀπολιναρίαν.
Καὶ γὰρ κατοικεῖν οὐρανοὺς ἦν ἀξία.
Αὕτη ἡ ἀοίδιμος Ἀπολιναρία ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Λέοντος τοῦ Μεγάλου, τοῦ ἐπονομαζομένου Μακέλλη, ἐν ἔτει υνζ΄ [457], θυγάτηρ Ἀνθεμίου, ὅστις ἐδιωρίσθη παρὰ τοῦ βασιλέως νὰ ᾖναι τῆς Ῥώμης διοικητής. Κατὰ δὲ τὸ κάλλος καὶ τὴν φρονιμάδα, αὕτη ὑπερέβαινε τὰς πολλὰς γυναῖκας τοῦ τότε καιροῦ. Ἐκ νεαρᾶς δὲ ἡλικίας ἐπόθησε τὴν παρθενίαν, καὶ ἐπαρακάλει τὸν Θεὸν νύκτα καὶ ἡμέραν νὰ ἐπιτύχῃ τοῦ ποθουμένου, ἤτοι νὰ μείνῃ παρθένος ἕως θανάτου. Διὰ τοῦτο ἐπαρακάλεσε καὶ τοὺς γονεῖς της νὰ τὴν συγχωρήσουν νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνοι τῆς ἔδωκαν τὴν ἄδειαν, τούτου χάριν ἡ μακαρία πέρνουσα δούλους καὶ δουλεύτρας, ὁμοίως καὶ χρυσάφι καὶ ἀργύριον καὶ ῥοῦχα πολύτιμα, ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἁγίαν Πόλιν. Καὶ ἐκεῖ τὰ ἐμοίρασεν ὅλα εἰς τοὺς πτωχούς. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπροσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους, καὶ ἐλευθέρωσε τοὺς δούλους καὶ δουλεύτρας της, ἐκράτησε μαζί της μόνον ἕνα γέροντα καὶ ἕνα εὐνοῦχον. Τοὺς ὁποίους πέρνουσα, ἐκίνησε νὰ ὑπάγῃ εἰς Ἀλεξάνδρειαν. Φθάσασα δὲ εἰς ἕνα τόπον ὁμαλὸν καὶ ἶσον, ἀπεφάσισε νὰ καθίσουν ἐκεῖ, διὰ νὰ ἀναπαύσουν ὀλίγον τὸν κόπον τῆς ὁδοιπορίας.
Ὅταν δὲ οἱ ἄνθρωποί της ἐκοιμήθησαν, τότε ἡ τρισολβία πᾶντα καταφρονήσασα, φεύγει κρυφίως καὶ ἐμβαίνει εἰς τὸν ἐκεῖσε εὑρισκόμενον λόγγον. Ἐκεῖ λοιπὸν ἔμεινε χρόνους πολλούς, τόσον ὁποῦ ἔγινε τὸ δέρμα τοῦ σώματός της σκληρόν, ὡσὰν τὸ δέρμα τῆς χελώνης, ἀπὸ τὰ δαγκάματα τῶν ἐν τῷ λόγγῳ ἐκείνῳ εὑρισκομένων κωνώπων. Ἔπειτα πηγαίνει εἰς μίαν σκήτην, ὅπου ἦτον πολλοὶ ἅγιοι Πατέρες, καὶ ἐκεῖ ὑποκρινομένη, ὅτι εἶναι εὐνοῦχος, ὠνόμασε τὸν ἑαυτόν της Δωρόθεον. Ὁ δὲ ἐκεῖ εὑρισκόμενος Ὅσιος Μακάριος, ἐδέχθη αὐτήν, καὶ τῆς ἔδωκε κελλίον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἐγκλεισθεῖσα ἡ τρισολβία, ἐπροσηύχετο εἰς τὸν Θεὸν νύκτα καὶ ἡμέραν. Ὁ δὲ πατήρ της Ἀνθέμιος εἶχε καὶ ἄλλην θυγατέρα, ἡ ὁποία ἔπασχεν ἀπὸ ἀκάθαρτον δαιμόνιον. Ὅθεν ἔστειλεν αὐτὴν εἰς τοὺς Πατέρας τῆς σκήτεως διὰ νὰ τὴν ἰατρεύσουν. Περὶ δὲ τῆς θυγατρός του ταύτης Ἀπολιναρίας ἀπέκαμεν, καὶ πλέον δὲν ἐρεύνα δι’ αὐτήν. Οἱ δὲ Πατέρες ἔστειλαν τὴν δαιμονισμένην πρὸς τὴν ἀδελφήν της, ἥτις ὑπεκρίνετο πῶς ὀνομάζεται Δωρόθεος, ὡς εἴπομεν ἀνωτέρω. Καὶ ἀναμεταξὺ εἰς ὀλίγας ἡμέρας, ἐλευθερώθη ἀπὸ τὸν δαίμονα τὸ κοράσιον καὶ ἀποστέλλεται ἀπὸ τοὺς Πατέρας ὑγιὴς εἰς τὸν πατέρα της. Ὕστερον δὲ ἀπὸ ὀλίγας ἡμέρας, ἄρχισεν ἡ κόρη νὰ φαίνεται ὅτι ἦτον ἐγγαστρωμένη. Ὁ δὲ ταύτης πατήρ, νομίσας ὅτι ἐγγαστρώθη ἀπὸ τὸν Ἀββᾶν Δωρόθεον, πέμπει παρευθὺς ταχυδρόμους, καὶ φέρνουσιν αὐτὸν ἔμπροσθέν του.
Ἡ δὲ Ὁσία δείξασα μὲ κᾄποια σημεῖα, πῶς ἦτον γέννημα καὶ θυγάτηρ τοῦ Ἀνθεμίου, ἔκαμεν ὅλους νὰ θαυμάσουν καὶ νὰ φοβηθοῦν. Καὶ μάλιστα διὰ τὸ θαῦμα ὁποῦ ἔκαμεν εἰς τὴν ἰδίαν ἀδελφήν της. Μετὰ ταῦτα μείνασα ὀλίγας ἡμέρας μὲ τοὺς γονεῖς της, πάλιν ἐγύρισεν ὀπίσω εἰς τὸ κελλίον της, χωρὶς νὰ μάθῃ κᾀνένας ἐκεῖνο ὁποῦ ἐποίησεν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐτελεύτησε, τότε ἐγνωρίσθη εἰς τοὺς Μοναχούς, ὅτι εἶναι γυνή. Ὅθεν ὅλοι ἐξέστησαν διὰ τοῦτο, καὶ ἐπαρακινήθησαν νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Θεόν.
*
Οἱ Ἅγιοι ἓξ Μάρτυρες ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται.
Ψυχαὶ διαυγεῖς ἓξ ἀποπτᾶσ’ ἐκ βίου,
Ἑξαπτέρυξι συμπαρίστανται νόοις (2).
(2) Ὅρα τὸ ἴδιον τοῦτο δίστιχον καὶ εἰς τοὺς ἓξ Πατέρας τοὺς ἑορταζομένους κατὰ τὴν ιε΄ τοῦ παρόντος Ἰαννουαρίου.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Εὐθυμίου τοῦ νέου, τοῦ κειμένου πλησίον τοῦ Ἁγίου Μωκίου.
Εὔθυμος Εὐθύμιος ἀσκήσας πόνοις.
Εὔθυμος ἧκε πρὸς μονὰς εὐθυμίας.
*
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου, ὁ ἐλέγξας τὸν λατινόφρονα βασιλέα Μιχαήλ, καὶ Βέκκον τὸν Πατριάρχην, ἐν τῷ βυθῷ τελειοῦται.
Ἔπνιξεν ὕδωρ Εὐθύμιον τὸν πάνυ,
Καταισχύναντα λατινοφρόνων πλάνην.
*
Οἱ μετὰ τοῦ Εὐθυμίου δώδεκα Μοναχοὶ Βατοπαιδινοί, οἱ τοὺς ἀνωτέρω λατινόφρονας ἐλέγξαντες, ἀγχόνῃ τελειοῦνται (3).
Εἷλεν μοναστῶν δωδεκὰς λαμπρὰ στέφη,
Ἤλεγξε καὶ γὰρ λατινοφρόνων πλάνην.
(3) Ὅρα εἰς τὴν Ἀκολουθίαν τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Χρυσάνθου καὶ Εὐφημίας, τῆς πλησίον τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου.
Εἰς τὸν Χρύσανθον.
Χρύσανθος ἀνθεῖ καρπὸν ἥδιστον πάνυ,
Τὸν καὶ πολὺ φανέντα κρείττω χρυσίου.
Εἰς τὴν Εὐφημίαν.
Εὐφημίας λόγος σε τὴν Εὐφημίαν.
Τρανῶς κατηξίωσε τῆς ἀθανάτου.
*
Ὁ Ἅγιος νέος Ὁσιομάρτυς Ὀνούφριος, ὁ ἐν Χίῳ μαρτυρήσας κατὰ τὸ ͵αωιη΄ [1818] ἔτος.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *