Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου1 Ιανουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Μην Ιαννουάριος (1) έχων ημέρας λα’.
Η ημέρα έχει ώρας ι’ και η νυξ ώρας ιδ’.
Εις την Α’, εορτάζομεν την κατά σάρκα Περιτομήν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Χριστού περιτμηθέντος, ετμήθη νόμος.
Και του νόμου τμηθέντος, εισήχθη χάρις.
Την κατά σάρκα Περιτομήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την οποίαν κατεδέχθη να λάβη φιλανθρώπως κατά την προσταγήν του παλαιού νόμου (2), ίνα αντί της χειροποιήτου και σαρκικής περιτομής, αντεισάξη εις ημάς την αχειροποίητον και πνευματικήν περιτομήν, ήτοι το Άγιον Βάπτισμα. Ταύτην λέγω την του Κυρίου Περιτομήν, παρελάβομεν ημείς οι Χριστιανοί υπό των Αγίων Πατέρων, να πανηγυρίζωμεν κατ’ έτος: καθώς και την πανηγυρίζομεν, λογιζόμενοι ταύτην, μίαν από τας Δεσποτικάς εορτάς δια τον ημάς τιμήσαντα Κύριον, δια μέσου αυτής. Καθώς γαρ ο Κύριος κατεδέχθη δια λόγου μας την ένσαρκον αυτού Γέννησιν, και όλα τα άλλα ιδιώματα της ανθρωπίνης φύσεως έλαβεν, όσα ήτον παντελώς αδιάβλητα και ακατηγόρητα, τοιουτοτρόπως δεν επαισχύνθη ο Πανάγαθος να λάβη και την περιτομήν, δια δύω αίτια. Πρώτον μεν, διατί ηθέλησε να εμφράξη τα στόματα των αιρετικών, οίτινες ετόλμησαν να ειπούν, ότι δεν ανέλαβεν ο Κύριος σάρκα αληθινήν, αλλά κατά φαντασίαν. Οποίοι ήτον ο θεομάχος Μάνης, και οι τούτου οπαδοί Μανιχαίοι. Διότι πώς ήθελε περιτμηθή, ανίσως δεν έλαβε σάρκα αληθινήν; Και δεύτερον δε, δια να επιστομίση τους Ιουδαίους, οίτινες εκατηγόρουν τον Κύριον, πως δεν φυλάττει το Σάββατον. Και πως παραβαίνει τον νόμον, ψευδώς συκοφαντούντες αυτόν. Αυτός γαρ εφύλαττε τον νόμον έως και εις αυτήν την περιτομήν (3). Δια τούτο λοιπόν ύστερα από οκτώ ημέρας της εκ Παρθένου γεννήσεώς του, ευδόκησεν ο Κύριος να φερθή από την Μητέρα του και από τον Ιωσήφ, εις τον διωρισμένον τόπον εκείνον, όπου ήτον συνήθεια να περιτέμνωνται τα βρέφη, και εκεί επεριτμήθη, και έλαβε το γλυκύτατον όνομα Ιησούς. Το οποίον εκάλεσεν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, όταν ευηγγέλισε την Θεοτόκον, προ του να συλληφθή ο Κύριος εν τη κοιλία της Παρθένου, ως γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (4). Μετά δε την περιτομήν, ήτον μαζί με τους γονείς του ο Κύριος, και έζη ανθρωπίνως, προκόπτων και αυξάνων, τόσον κατά την ηλικίαν του σώματος, όσον και κατά την σοφίαν και χάριν, εις σωτηρίαν ημών. «Ιησούς γαρ, φησί, προέκοπτε σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις» (Λουκ. β’, 52). (Όρα περί της εορτής ταύτης εις τον Νέον Θησαυρόν.)
(1) Ιαννουάριος ο μην ούτος ωνομάσθη από Ιαννού τινος, όστις ήτον άγαλμα τετράμορφον δια τας τέσσαρας τροπάς του ενιαυτού. Και άλλοι μεν έγλυφον αυτό, κρατούν εις την δεξιάν του χείρα κλειδί, το οποίον εδήλου την άνοιξιν και αρχήν του χρόνου, επεί και από Ιαννουαρίου ο χρόνος άρχεται. Άλλοι δε, εις μεν την δεξιάν χείρα κρατούν το στοιχείον τ, εις δε την αριστεράν, το ξε’, ήτοι τας τριακοσίας εξηκονταπέντε ημέρας του ενιαυτού. Ο δε Λογγίνος ο Γραμματικός, αιωνοάριον αυτόν ερμηνεύσαι βιάζεται, οιονεί αιώνος πατέρα.
2) Σημειούμεν ενταύθα, ότι αγκαλά και Εφραίμ ο Σύρος παρά τω Μελετίω Αθηνών (τόμω α’ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας) λέγη, ότι ο Κύριος περιετμήθη από τον Ιωσήφ, τον νομιζόμενον αυτού πατέρα. Και ότι περιετμήθη εν τω σπηλαίω, ως λέγει ο Επιφάνιος παρά τω αυτώ Μελετίω. Οι θείοι όμως Ευαγγελισταί περί τούτων ουδέν έγραψαν. Αλλ’ ούτε ήτον χρεία και ανάγκη να γράψουν. Καθότι ουδέ όφελος είναι εις την σωτηρίαν ημών το να ηξεύρωμεν τα τοιαύτα. Τινές δε απορούσι, τι άρά γε έγινε μετά ταύτα το περιτμηθέν εκείνο μέρος της θεανδρικής σαρκός του Κυρίου, ήτοι η ακροβυστία;
Και ο μεν Αναστάσιος ο Σιναΐτης, και άλλοι Ανατολικοί, εδόξαζον, ότι το μέρος εκείνο εφύλαξεν η Παρθένος μετά την περιτομήν, ως ιερόν κειμήλιον, διαφθοράς απάσης ον ανώτερον, έως ου ο Κύριος αναστάς, προσέλαβε πάλιν αυτό. Και ο Θεοφύλακτος δε Βουλγαρίας εν τη ερμηνεία του Ευαγγελίου λέγει, ότι το τμήμα εκείνο προσέλαβεν ο Κύριος εν τη Αναστάσει.
Μερικοί δε Δυτικοί εδόξαζον ματαίως, ότι η ακροβυστία του Κυρίου εσώζετο εις την Καβίλλινον πόλιν της κάτω Βουργουνδίας εν μια Εκκλησία. Αλλ’ ο ταύτης Επίσκοπος Γκάστος ονόματι, ανοίξας εν έτει 1707, Απριλλίου 19, το κιβώτιον εκείνο, εν ω ενομίζετο ότι περιέχεται η θεία ακροβυστία, δεν ευρήκεν άλλο εις αυτό, ειμή ολίγην άμμον λεπτήν, και ένα μικρόν χαλίκιον. Όθεν έπαυσε την δεισιδαιμονίαν, οπού εκυρίευε την πόλιν εκείνην, προ χρόνων ήδη τετρακοσίων (όρα την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα). Εκ τούτου λοιπόν συνάγομεν, ότι είναι ψευδές και απίστευτον και εκείνο το άλλο, οπού λέγουσιν οι αυτοί Δυτικοί, ήγουν ότι η του Κυρίου ακροβυστία σώζεται μέχρι του νυν εις την Ρώμην εν τω Ναώ του Αγίου Ιωάννου του Λατερανού, ως σημειοί ο Καλμέτης εν τω υπομνήματι εις τον Λουκάν, κεφαλ. β’.
(3) Ο δε σοφός Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός, προσθέττει και τρίτον αίτιον, δια το οποίον επεριτμήθη ο Κύριος. Ήγουν διατί, αν δεν επεριτέμνετο, ουκ αν όλως παρεδέχθη διδάσκων, αλλ’ απεπέμφθη αν ως αλλόφυλος. Ουδ’ αν επίστευσέ τις, ότι αυτός εστιν ο προσδοκώμενος Χριστός εκ σπέρματος Αβραάμ. Οι γαρ εξ Αβραάμ άπαντες, σφραγίδα και σημείον την περιτομήν είχον, διαστέλλουσαν αυτούς από των άλλων εθνών (ερμηνεία εις το δ’ κεφάλ. του κατά Λουκάν). Έπαυσε δε ο Κύριος την περιτομήν, και πάνυ ευλόγως, κατά τον αυτόν Ευθύμιον. Η γαρ περιτομή των Εβραίων, το Βάπτισμα των Χριστιανών ετύπου και προεσήμαινεν. Ώσπερ γαρ εκείνη τους εξ Αβραάμ εσφράγιζε, και διέστελλεν από παντός έθνους, ούτω και τούτο (το Βάπτισμα δηλαδή) τους Χριστιανούς. Και καθάπερ εκείνη περιττόν αποτέμνει του σώματος μέρος, ούτω και το Βάπτισμα την αμαρτίαν αποτέμνει περιττήν υπάρχουσαν. Έδει δε παυθήναι τον τύπον, ελθόντος του πρωτοτύπου. Και σιγήσαι το μηνύον, επιστάντος του μηνυομένου. Το γαρ εαυτού πεπλήρωκε, και περιττόν εστι του λοιπού (αυτόθι). Σημείωσαι, ότι λόγος ευρίσκεται εν τη Μονή του Διονυσίου εις την περιτομήν, ου η αρχή· «Σκιαν μεν των μελλόντων αγαθών». Ο αυτός ευρίσκεται και εν τη του Βατοπαιδίου
(4) Τι δηλοί το όνομα Ιησούς, όρα εις τα Πνευματικά γυμνάσματα, την μελέτην εις την Περιτομήν του Κυρίου
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας του Μεγάλου (5).
Ζη Βασίλειος και θανών εν Κυρίω.
Ζη και παρ’ ημίν ως λαλών εκ των βίβλων.
Ιαννουαρίοιο θάνες Βασίλειε πρώτη.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Βασίλειος, ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Ουάλεντος εν έτει τξδ’ [364], προς τον οποίον Ουάλεντα επαρρησιάσθη δια την Ορθόδοξον πίστιν, και ήλεγξεν αυτόν. Επειδή και έπεσεν εις την κακοδοξίαν των Αρειανών, και με άγριον και θηριώδη τρόπον εκακοποίει και επολέμει τας Εκκλησίας των Ορθοδόξων. Ούτος λοιπόν από μεν τον πατέρα, ήτον Μαυροθαλασσίτης. Από δε την μητέρα, ήτον Καππαδόκης, ήτοι εκατάγετο από την λεγομένην Καραμανίαν. Κατά δε τους λόγους και την παιδείαν, υπερέβαλεν, όχι μόνον τους ελλογίμους του καιρού του, αλλά ακόμη και τους παλαιούς φιλοσόφους. Περάσας γαρ κάθε είδος παιδείας, εις κάθε μίαν από αυτάς το κράτος και την νίκην απόκτησεν. Ου μόνον δε ταύτα, αλλά και την δια πράξεως ήσκησε φιλοσοφίαν. Και δια της πράξεως ανέβη και εις την θεωρίαν των όντων. Εκ τούτων δε, ανέβη και εις τον θρόνον της Αρχιερωσύνης.
Όταν δε έγινεν Αρχιερεύς, πολλούς αγώνας εποίησεν ο μακάριος δια την Ορθόδοξον πίστιν. Με την σταθερότητα γαρ και γενναιότητα του φρονήματός του, κατέπληξε τον έπαρχον Μόδεστον. Με τους Ορθοδόξους δε λόγους οπού συνέγραψε, των κακοδόξων τα φρονήματα κατεβρόντησε. Και προς τούτοις, την των ηθών κατάστασιν ερρύθμισε. Την ασκητικήν φιλοσοφίαν εδίδαξε, την των όντων γνώσιν εσαφήνισε. Και δια να ειπώ συντόμως, ούτος ο Άγιος οδηγήσας εις σωτηρίαν την λογικήν του Χριστού ποίμνην δια μέσου κάθε αρετής, προς Κύριον εξεδήμησεν. Ήτον δε ο Μέγας Βασίλειος κατά τον χαρακτήρα του σώματος, πολλά μακρύς. Ξηρός και ολιγόσαρκος, μελανός εις το πρόσωπον κατά το χρώμα, πλην είχεν αυτό σύμμικτον και με κιτρινάδα. Ήτον μακρομύτης. Είχε τα οφρύδια στρογγυλά, το δε δέρμα το επάνω των οφρυδίων, το είχε συμμαζωμένον. Εφαίνετο όμοιος με έναν οπού συλλογίζεται και προσέχει εις τον εαυτόν του. Είχε το πρόσωπον ζαρωμένον με ολίγας χαραγάς. Τα μάγουλα είχε μακρά. Τους μήνιγγας, δασείς από τρίχας συνεστραμμένας κυκλοειδώς. Εφαίνετο κατά την επιφάνειαν, πως είχεν ολίγον κουρευμένας τας τρίχας. Το γένειον είχε μακρόν αρκετά και τας τρίχας είχε μεμιγμένας, ήτοι μαύρας ομού με άσπρας. Τελείται δε η αυτού Σύναξις, εν τη Αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Θησαυρόν.)
(5) Εις τον Μέγαν Βασίλειον εγκώμια έπλεξαν Γρηγόριος ο Θεολόγος, ου η αρχή· «Έμελλεν άρα». Ο αυτάδελφός του Γρηγόριος ο Νύσσης, ου η αρχή· «Καλήν επέθηκεν». Εφραίμ ο Σύρος, ου η αρχή· «Κλίνατέ μοι τας ακοάς αδελφοί» (σώζονται εν τοις εκδεδομένοις)· και ο Αμφιλόχιος Ικονίου, ου η αρχή· «Αγαπητοί, ουκ ην απεικός» (σώζεται εν τη Λαύρα και εν τη των Ιβήρων). Όρα και το θαύμα οπού εποίησεν ούτος, ανοίξας τας πύλας του Ναού, κατά την δεκάτην ενάτην του παρόντος.
*
Τη αυτή ημέρα ο Άγιος Μάρτυς Θεόδοτος ξίφει τελειούται.
Ο Θεόδοτος ουκ ανέξομαι λέγει,
Ει μη κεφαλήν του Θεού τμηθώ χάριν.
*
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Επίσκοπος Ναζιανζού και πατήρ του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, εν ειρήνη τελειούται.
Εγκωμιαστών οίκοθεν πλουτείς πάτερ,
Της σης τελευτής, σου τον εκ μηρού γόνον (6).
(6) Όρα εις τον επιτάφιον λόγον, ον ο Θεολόγος Γρηγόριος πλέκει εις τον εαυτού πατέρα τούτον Γρηγόριον, επί παρουσία του Μεγάλου Βασιλείου. Ίνα μάθης εκείθεν, ότι ο πατήρ αυτού ούτος Γρηγόριος, πρότερον μεν ήτον από την αίρεσιν την λεγομένην των Υψισταρίων, μάλλον δε Ταπεινών. Αύτη δε ήτον σύμμικτος από την ελληνικήν πλάνην, και από την νομικήν λατρείαν. Οι γαρ εκ της αιρέσεως ταύτης όντες, απεστρέφοντο μεν τα είδωλα και τας θυσίας, ετίμων δε το πυρ και τους λύχνους. Το οποίον ήτον της ελληνικής πλάνης ίδιον. Ομοίως ατίμαζον μεν αυτοί την περιτομήν, ετίμων δε το Σάββατον το οποίον ήτον ίδιον της νομικής λατρείας. Ύστερον όμως ο εκ τοιαύτης ρίζης καταγόμενος, έγινε μέγας και πολύς της ευσεβείας υπέρμαχος. Καθώς εις πλάτος διηγείται εκεί ο Θεολόγος.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Θεοδόσιος Ηγούμενος Τριγλίας, εν ειρήνη τελειούται.
Οφθείς Θεοδόσιος αρεταίς μέγας,
Άρχειν εκρίθη και Μονής σεβασμίας.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Πέτρος Πελοποννήσιος ο εκ Τροπολιτζάς, ο μαρτυρήσας εν έτει ͵αψος’ [1776], κατά την Μικράν Ασίαν, εις χώραν καλουμένην Τεμίσι, αγχόνη τελειούται.
Πέτρα ιδρυνθείς πίστεως Πέτρε μάκαρ,
Εκ γης ανήλθες, εις πόλον δι’ αγχόνης (7).
(7) Το Μαρτύριον τούτου είναι ανέκδοτον έτι.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Μὴν Ἰαννουάριος (1) ἔχων ἡμέρας λα΄.
Ἡ ἡμέρα ἔχει ὥρας ι΄ καὶ ἡ νὺξ ὥρας ιδ΄.
Εἰς τὴν Α΄, ἑορτάζομεν τὴν κατὰ σάρκα Περιτομὴν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Χριστοῦ περιτμηθέντος, ἐτμήθη νόμος.
Καὶ τοῦ νόμου τμηθέντος, εἰσήχθη χάρις.
Τὴν κατὰ σάρκα Περιτομὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποίαν κατεδέχθη νὰ λάβῃ φιλανθρώπως κατὰ τὴν προσταγὴν τοῦ παλαιοῦ νόμου (2), ἵνα ἀντὶ τῆς χειροποιήτου καὶ σαρκικῆς περιτομῆς, ἀντεισάξῃ εἰς ἡμᾶς τὴν ἀχειροποίητον καὶ πνευματικὴν περιτομήν, ἤτοι τὸ Ἅγιον Βάπτισμα. Ταύτην λέγω τὴν τοῦ Κυρίου Περιτομήν, παρελάβομεν ἡμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων, νὰ πανηγυρίζωμεν κατ’ ἔτος: καθὼς καὶ τὴν πανηγυρίζομεν, λογιζόμενοι ταύτην, μίαν ἀπὸ τὰς Δεσποτικὰς ἑορτὰς διὰ τὸν ἡμᾶς τιμήσαντα Κύριον, διὰ μέσου αὐτῆς. Καθὼς γὰρ ὁ Κύριος κατεδέχθη διὰ λόγου μας τὴν ἔνσαρκον αὑτοῦ Γέννησιν, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἰδιώματα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἔλαβεν, ὅσα ἦτον παντελῶς ἀδιάβλητα καὶ ἀκατηγόρητα, τοιουτοτρόπως δὲν ἐπαισχύνθη ὁ Πανάγαθος νὰ λάβῃ καὶ τὴν περιτομήν, διὰ δύω αἴτια. Πρῶτον μέν, διατὶ ἠθέλησε νὰ ἐμφράξῃ τὰ στόματα τῶν αἱρετικῶν, οἵτινες ἐτόλμησαν νὰ εἰποῦν, ὅτι δὲν ἀνέλαβεν ὁ Κύριος σάρκα ἀληθινήν, ἀλλὰ κατὰ φαντασίαν. Ὁποῖοι ἦτον ὁ θεομάχος Μάνης, καὶ οἱ τούτου ὀπαδοὶ Μανιχαῖοι. Διότι πῶς ἤθελε περιτμηθῇ, ἀνίσως δὲν ἔλαβε σάρκα ἀληθινήν; Καὶ δεύτερον δέ, διὰ νὰ ἐπιστομίσῃ τοὺς Ἰουδαίους, οἵτινες ἐκατηγόρουν τὸν Κύριον, πῶς δὲν φυλάττει τὸ Σάββατον. Καὶ πῶς παραβαίνει τὸν νόμον, ψευδῶς συκοφαντοῦντες αὐτόν. Αὐτὸς γὰρ ἐφύλαττε τὸν νόμον ἕως καὶ εἰς αὐτὴν τὴν περιτομήν (3).
Διὰ τοῦτο λοιπὸν ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρας τῆς ἐκ Παρθένου γεννήσεώς του, εὐδόκησεν ὁ Κύριος νὰ φερθῇ ἀπὸ τὴν Μητέρα του καὶ ἀπὸ τὸν Ἰωσήφ, εἰς τὸν διωρισμένον τόπον ἐκεῖνον, ὅπου ἦτον συνήθεια νὰ περιτέμνωνται τὰ βρέφη, καὶ ἐκεῖ ἐπεριτμήθη, καὶ ἔλαβε τὸ γλυκύτατον ὄνομα Ἰησοῦς. Τὸ ὁποῖον ἐκάλεσεν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὅταν εὐηγγέλισε τὴν Θεοτόκον, πρὸ τοῦ νὰ συλληφθῇ ὁ Κύριος ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς Παρθένου, ὡς γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς (4).
Μετὰ δὲ τὴν περιτομήν, ἦτον μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του ὁ Κύριος, καὶ ἔζη ἀνθρωπίνως, προκόπτων καὶ αὐξάνων, τόσον κατὰ τὴν ἡλικίαν τοῦ σώματος, ὅσον καὶ κατὰ τὴν σοφίαν καὶ χάριν, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν. «Ἰησοῦς γάρ, φησί, προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις» (Λουκ. β΄, 52). (Ὅρα περὶ τῆς ἑορτῆς ταύτης εἰς τὸν Νέον Θησαυρόν.)
(1) Ἰαννουάριος ὁ μὴν οὗτος ὠνομάσθη ἀπὸ Ἰαννοῦ τινος, ὅστις ἦτον ἄγαλμα τετράμορφον διὰ τὰς τέσσαρας τροπὰς τοῦ ἐνιαυτοῦ. Καὶ ἄλλοι μὲν ἔγλυφον αὐτό, κρατοῦν εἰς τὴν δεξιάν του χεῖρα κλειδί, τὸ ὁποῖον ἐδήλου τὴν ἄνοιξιν καὶ ἀρχὴν τοῦ χρόνου, ἐπεὶ καὶ ἀπὸ Ἰαννουαρίου ὁ χρόνος ἄρχεται. Ἄλλοι δέ, εἰς μὲν τὴν δεξιὰν χεῖρα κρατοῦν τὸ στοιχεῖον τ, εἰς δὲ τὴν ἀριστεράν, τὸ ξε΄, ἤτοι τὰς τριακοσίας ἑξηκονταπέντε ἡμέρας τοῦ ἐνιαυτοῦ. Ὁ δὲ Λογγῖνος ὁ Γραμματικός, αἰωνοάριον αὐτὸν ἑρμηνεῦσαι βιάζεται, οἱονεὶ αἰῶνος πατέρα.
(2) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι ἀγκαλὰ καὶ Ἐφραὶμ ὁ Σύρος παρὰ τῷ Μελετίῳ Ἀθηνῶν (τόμῳ α΄ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας) λέγῃ, ὅτι ὁ Κύριος περιετμήθη ἀπὸ τὸν Ἰωσήφ, τὸν νομιζόμενον αὐτοῦ πατέρα. Καὶ ὅτι περιετμήθη ἐν τῷ σπηλαίῳ, ὡς λέγει ὁ Ἐπιφάνιος παρὰ τῷ αὐτῷ Μελετίῳ. Οἱ θεῖοι ὅμως Εὐαγγελισταὶ περὶ τούτων οὐδὲν ἔγραψαν. Ἀλλ’ οὔτε ἦτον χρεία καὶ ἀνάγκη νὰ γράψουν. Καθότι οὐδὲ ὄφελος εἶναι εἰς τὴν σωτηρίαν ἡμῶν τὸ νὰ ἠξεύρωμεν τὰ τοιαῦτα. Τινὲς δὲ ἀποροῦσι, τί ἆρά γε ἔγινε μετὰ ταῦτα τὸ περιτμηθὲν ἐκεῖνο μέρος τῆς θεανδρικῆς σαρκὸς τοῦ Κυρίου, ἤτοι ἡ ἀκροβυστία;
Καὶ ὁ μὲν Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, καὶ ἄλλοι Ἀνατολικοί, ἐδόξαζον, ὅτι τὸ μέρος ἐκεῖνο ἐφύλαξεν ἡ Παρθένος μετὰ τὴν περιτομήν, ὡς ἱερὸν κειμήλιον, διαφθορᾶς ἁπάσης ὂν ἀνώτερον, ἕως οὗ ὁ Κύριος ἀναστάς, προσέλαβε πάλιν αὐτό. Καὶ ὁ Θεοφύλακτος δὲ Βουλγαρίας ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τοῦ Εὐαγγελίου λέγει, ὅτι τὸ τμῆμα ἐκεῖνο προσέλαβεν ὁ Κύριος ἐν τῇ Ἀναστάσει.
Μερικοὶ δὲ Δυτικοὶ ἐδόξαζον ματαίως, ὅτι ἡ ἀκροβυστία τοῦ Κυρίου ἐσῴζετο εἰς τὴν Καβίλλινον πόλιν τῆς κάτω Βουργουνδίας ἐν μιᾷ Ἐκκλησίᾳ. Ἀλλ’ ὁ ταύτης Ἐπίσκοπος Γκάστος ὀνόματι, ἀνοίξας ἐν ἔτει 1707, Ἀπριλλίου 19, τὸ κιβώτιον ἐκεῖνο, ἐν ᾧ ἐνομίζετο ὅτι περιέχεται ἡ θεία ἀκροβυστία, δὲν εὑρῆκεν ἄλλο εἰς αὐτό, εἰμὴ ὀλίγην ἄμμον λεπτήν, καὶ ἕνα μικρὸν χαλίκιον. Ὅθεν ἔπαυσε τὴν δεισιδαιμονίαν, ὁποῦ ἐκυρίευε τὴν πόλιν ἐκείνην, πρὸ χρόνων ἤδη τετρακοσίων (ὅρα τὴν νεοτύπωτον Ἑκατονταετηρίδα). Ἐκ τούτου λοιπὸν συνάγομεν, ὅτι εἶναι ψευδὲς καὶ ἀπίστευτον καὶ ἐκεῖνο τὸ ἄλλο, ὁποῦ λέγουσιν οἱ αὐτοὶ Δυτικοί, ἤγουν ὅτι ἡ τοῦ Κυρίου ἀκροβυστία σῴζεται μέχρι τοῦ νῦν εἰς τὴν Ῥώμην ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Λατερανοῦ, ὡς σημειοῖ ὁ Καλμέτης ἐν τῷ ὑπομνήματι εἰς τὸν Λουκᾶν, κεφαλ. β΄.
(3) Ὁ δὲ σοφὸς Εὐθύμιος ὁ Ζυγαδηνός, προσθέττει καὶ τρίτον αἴτιον, διὰ τὸ ὁποῖον ἐπεριτμήθη ὁ Κύριος. Ἤγουν διατὶ, ἂν δὲν ἐπεριτέμνετο, οὐκ ἂν ὅλως παρεδέχθη διδάσκων, ἀλλ’ ἀπεπέμφθη ἂν ὡς ἀλλόφυλος. Οὐδ’ ἂν ἐπίστευσέ τις, ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ προσδοκώμενος Χριστὸς ἐκ σπέρματος Ἁβραάμ. Οἱ γὰρ ἐξ Ἁβραὰμ ἅπαντες, σφραγίδα καὶ σημεῖον τὴν περιτομὴν εἶχον, διαστέλλουσαν αὐτοὺς ἀπὸ τῶν ἄλλων ἐθνῶν (ἑρμηνεία εἰς τὸ δ΄ κεφάλ. τοῦ κατὰ Λουκᾶν). Ἔπαυσε δὲ ὁ Κύριος τὴν περιτομήν, καὶ πάνυ εὐλόγως, κατὰ τὸν αὐτὸν Εὐθύμιον. Ἡ γὰρ περιτομὴ τῶν Ἑβραίων, τὸ Βάπτισμα τῶν Χριστιανῶν ἐτύπου καὶ προεσήμαινεν. Ὥσπερ γὰρ ἐκείνη τοὺς ἐξ Ἁβραὰμ ἐσφράγιζε, καὶ διέστελλεν ἀπὸ παντὸς ἔθνους, οὕτω καὶ τοῦτο (τὸ Βάπτισμα δηλαδή) τοὺς Χριστιανούς. Καὶ καθάπερ ἐκείνη περιττὸν ἀποτέμνει τοῦ σώματος μέρος, οὕτω καὶ τὸ Βάπτισμα τὴν ἁμαρτίαν ἀποτέμνει περιττὴν ὑπάρχουσαν. Ἔδει δὲ παυθῆναι τὸν τύπον, ἐλθόντος τοῦ πρωτοτύπου. Καὶ σιγῆσαι τὸ μηνύον, ἐπιστάντος τοῦ μηνυομένου. Τὸ γὰρ ἑαυτοῦ πεπλήρωκε, καὶ περιττόν ἐστι τοῦ λοιποῦ (αὐτόθι). Σημείωσαι, ὅτι λόγος εὑρίσκεται ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Διονυσίου εἰς τὴν περιτομήν, οὗ ἡ ἀρχή· «Σκιὰν μὲν τῶν μελλόντων ἀγαθῶν». Ὁ αὐτὸς εὑρίσκεται καὶ ἐν τῇ τοῦ Βατοπαιδίου.
(4) Τί δηλοῖ τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, ὅρα εἰς τὰ Πνευματικὰ γυμνάσματα, τὴν μελέτην εἰς τὴν Περιτομὴν τοῦ Κυρίου.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας τοῦ Μεγάλου (5).
Ζῇ Βασίλειος καὶ θανὼν ἐν Κυρίῳ.
Ζῇ καὶ παρ’ ἡμῖν ὡς λαλῶν ἐκ τῶν βίβλων.
Ἰαννουαρίοιο θάνες Βασίλειε πρώτῃ.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Βασίλειος, ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Οὐάλεντος ἐν ἔτει τξδ΄ [364], πρὸς τὸν ὁποῖον Οὐάλεντα ἐπαρρησιάσθη διὰ τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, καὶ ἤλεγξεν αὐτόν. Ἐπειδὴ καὶ ἔπεσεν εἰς τὴν κακοδοξίαν τῶν Ἀρειανῶν, καὶ μὲ ἄγριον καὶ θηριώδη τρόπον ἐκακοποίει καὶ ἐπολέμει τὰς Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων. Οὗτος λοιπὸν ἀπὸ μὲν τὸν πατέρα, ἦτον Μαυροθαλασσίτης. Ἀπὸ δὲ τὴν μητέρα, ἦτον Καππαδόκης, ἤτοι ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν λεγομένην Καραμανίαν. Κατὰ δὲ τοὺς λόγους καὶ τὴν παιδείαν, ὑπερέβαλεν, ὄχι μόνον τοὺς ἐλλογίμους τοῦ καιροῦ του, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τοὺς παλαιοὺς φιλοσόφους. Περάσας γὰρ κάθε εἶδος παιδείας, εἰς κάθε μίαν ἀπὸ αὐτὰς τὸ κράτος καὶ τὴν νίκην ἀπόκτησεν. Οὐ μόνον δὲ ταῦτα, ἀλλὰ καὶ τὴν διὰ πράξεως ἤσκησε φιλοσοφίαν. Καὶ διὰ τῆς πράξεως ἀνέβη καὶ εἰς τὴν θεωρίαν τῶν ὄντων. Ἐκ τούτων δέ, ἀνέβη καὶ εἰς τὸν θρόνον τῆς Ἀρχιερωσύνης.
Ὅταν δὲ ἔγινεν Ἀρχιερεύς, πολλοὺς ἀγῶνας ἐποίησεν ὁ μακάριος διὰ τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν. Μὲ τὴν σταθερότητα γὰρ καὶ γενναιότητα τοῦ φρονήματός του, κατέπληξε τὸν ἔπαρχον Μόδεστον. Μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους δὲ λόγους ὁποῦ συνέγραψε, τῶν κακοδόξων τὰ φρονήματα κατεβρόντησε. Καὶ πρὸς τούτοις, τὴν τῶν ἠθῶν κατάστασιν ἐρρύθμισε. Τὴν ἀσκητικὴν φιλοσοφίαν ἐδίδαξε, τὴν τῶν ὄντων γνῶσιν ἐσαφήνισε. Καὶ διὰ νὰ εἰπῶ συντόμως, οὗτος ὁ Ἅγιος ὁδηγήσας εἰς σωτηρίαν τὴν λογικὴν τοῦ Χριστοῦ ποίμνην διὰ μέσου κάθε ἀρετῆς, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν. Ἦτον δὲ ὁ Μέγας Βασίλειος κατὰ τὸν χαρακτῆρα τοῦ σώματος, πολλὰ μακρύς. Ξηρὸς καὶ ὀλιγόσαρκος, μελανὸς εἰς τὸ πρόσωπον κατὰ τὸ χρῶμα, πλὴν εἶχεν αὐτὸ σύμμικτον καὶ μὲ κιτρινάδα. Ἦτον μακρομύτης. Εἶχε τὰ ὀφρύδια στρογγυλά, τὸ δὲ δέρμα τὸ ἐπάνω τῶν ὀφρυδίων, τὸ εἶχε συμμαζωμένον. Ἐφαίνετο ὅμοιος μὲ ἕναν ὁποῦ συλλογίζεται καὶ προσέχει εἰς τὸν ἑαυτόν του. Εἶχε τὸ πρόσωπον ζαρωμένον μὲ ὀλίγας χαραγάς. Τὰ μάγουλα εἶχε μακρά. Τοὺς μήνιγγας, δασεῖς ἀπὸ τρίχας συνεστραμμένας κυκλοειδῶς. Ἐφαίνετο κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, πῶς εἶχεν ὀλίγον κουρευμένας τὰς τρίχας. Τὸ γένειον εἶχε μακρὸν ἀρκετὰ καὶ τὰς τρίχας εἶχε μεμιγμένας, ἤτοι μαύρας ὁμοῦ μὲ ἄσπρας. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις, ἐν τῇ Ἁγιωτάτῃ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Νέον Θησαυρόν.)
(5) Εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον ἐγκώμια ἔπλεξαν Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἔμελλεν ἄρα». Ὁ αὐτάδελφός του Γρηγόριος ὁ Νύσσης, οὗ ἡ ἀρχή· «Καλὴν ἐπέθηκεν». Ἐφραὶμ ὁ Σύρος, οὗ ἡ ἀρχή· «Κλίνατέ μοι τὰς ἀκοὰς ἀδελφοί» (σῴζονται ἐν τοῖς ἐκδεδομένοις)· καὶ ὁ Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἀγαπητοί, οὐκ ἦν ἀπεικός» (σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων). Ὅρα καὶ τὸ θαῦμα ὁποῦ ἐποίησεν οὗτος, ἀνοίξας τὰς πύλας τοῦ Ναοῦ, κατὰ τὴν δεκάτην ἐνάτην τοῦ παρόντος.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδοτος ξίφει τελειοῦται.
Ὁ Θεόδοτος οὐκ ἀνέξομαι λέγει,
Εἰ μὴ κεφαλὴν τοῦ Θεοῦ τμηθῶ χάριν.
*
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ καὶ πατὴρ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἐγκωμιαστῶν οἴκοθεν πλουτεῖς πάτερ,
Τῆς σῆς τελευτῆς, σοῦ τὸν ἐκ μηροῦ γόνον (6).
(6) Ὅρα εἰς τὸν ἐπιτάφιον λόγον, ὃν ὁ Θεολόγος Γρηγόριος πλέκει εἰς τὸν ἑαυτοῦ πατέρα τοῦτον Γρηγόριον, ἐπὶ παρουσίᾳ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ἵνα μάθῃς ἐκεῖθεν, ὅτι ὁ πατὴρ αὐτοῦ οὗτος Γρηγόριος, πρότερον μὲν ἦτον ἀπὸ τὴν αἵρεσιν τὴν λεγομένην τῶν Ὑψισταρίων, μᾶλλον δὲ Ταπεινῶν. Αὕτη δὲ ἦτον σύμμικτος ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴν πλάνην, καὶ ἀπὸ τὴν νομικὴν λατρείαν. Οἱ γὰρ ἐκ τῆς αἱρέσεως ταύτης ὄντες, ἀπεστρέφοντο μὲν τὰ εἴδωλα καὶ τὰς θυσίας, ἐτίμων δὲ τὸ πῦρ καὶ τοὺς λύχνους. Τὸ ὁποῖον ἦτον τῆς ἑλληνικῆς πλάνης ἴδιον. Ὁμοίως ἀτίμαζον μὲν αὐτοὶ τὴν περιτομήν, ἐτίμων δὲ τὸ Σάββατον τὸ ὁποῖον ἦτον ἴδιον τῆς νομικῆς λατρείας. Ὕστερον ὅμως ὁ ἐκ τοιαύτης ῥίζης καταγόμενος, ἔγινε μέγας καὶ πολὺς τῆς εὐσεβείας ὑπέρμαχος. Καθὼς εἰς πλάτος διηγεῖται ἐκεῖ ὁ Θεολόγος.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Θεοδόσιος Ἡγούμενος Τριγλίας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ὀφθεὶς Θεοδόσιος ἀρεταῖς μέγας,
Ἄρχειν ἐκρίθη καὶ Μονῆς σεβασμίας.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Πέτρος Πελοποννήσιος ὁ ἐκ Τροπολιτζᾶς, ὁ μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αψος΄ [1776], κατὰ τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, εἰς χώραν καλουμένην Τεμίσι, ἀγχόνῃ τελειοῦται.
Πέτρᾳ ἱδρυνθεὶς πίστεως Πέτρε μάκαρ,
Ἐκ γῆς ἀνῆλθες, εἰς πόλον δι’ ἀγχόνης (7).
(7) Τὸ Μαρτύριον τούτου εἶναι ἀνέκδοτον ἔτι.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Η Περιτομή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· Βασιλείου του Μεγάλου, Θεοδότου, Θεοδοσίου κ.ά.