Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου31 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΛΑ’, μνήμη της Οσίας Μελάνης της Ρωμαίας.
Ουχ’ υλική σε χειρ Μελάνη και μέλαν,
Χριστός δε καν τέθνηκας εν ζώσι γράφει.
Πρώτη εν τριακοστή απήρε βίοιο Μελάνη.
Αύτη η Αγία ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ονωρίου του υιού Θεοδοσίου του Μεγάλου, εν έτει υ’ [400], καταγομένη από γένος πλούσιον και λαμπρόν και περίδοξον. Επειδή δε εξ όλης ψυχής ηγάπησε τον Κύριον, δια τούτο επροτίμησε να παρθενεύη. Οι γονείς της όμως εσύναψαν αυτήν και μη θέλουσαν δια γάμου, με άνδρα. Όθεν έγινε μήτηρ δύω παιδίων. Έπειτα αποθνήσκουσιν οι γονείς και τα τέκνα της. Δια ταύτα αφήσασα η μακαρία την πόλιν της Ρώμης, εδιάτριβεν έξω εις το προάστειον, ήγουν τζεφτιλίκιόν της, κάθε άσκησιν και αρετήν μεταχειριζομένη. Τους ασθενείς επιμελουμένη. Τους ερχομένους ξένους υποδεχομένη. Και τους εν φυλακαίς και εξορίαις επισκεπτομένη. Ύστερον δε πωλήσασα όλα τα υποστατικά και την περιουσίαν της πολλήν ούσαν, εσύναξε δια την τιμήν αυτών δώδεκα μυριάδας χρυσίον: ήτοι εκατόν είκοσι χιλιάδας φλωρία. Τα οποία εμοίραζεν εις Εκκλησίας και Μοναστήρια.
Και κατά μεν τας αρχάς, έτρωγεν εις δύω ημέρας μίαν φοράν. Μετά ταύτα δε, ενήστευε τας πέντε ημέρας της εβδομάδος, έτρωγε δε μόνον το Σάββατον και την Κυριακήν. Εσυνείθισε δε και εγυμνάσθη η αοίδιμος εις κάθε άσκησιν με γνώσιν πολλήν και διάκρισιν, και εκαλλίγραφε πολλά ωραία και έντεχνα. Ύστερον δε επήγεν εις την Αφρικήν, και εκεί διεπέρασε χρόνους επτά. Αφ’ ου δε εμοίρασε τον περισσότερον πλούτον της, επήγεν εις την Αλεξάνδρειαν. Και από εκεί επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Εκεί λοιπόν εγκλείει τον εαυτόν της η μακαρία μέσα εις ένα κελλίον. Και με το παράδειγμά της, τραβίζει εις τον όμοιον ζήλον της ασκήσεως εννενήκοντα Παρθένους και καλογραίας, εις τας οποίας έδιδεν αδιακόπως τα προς την χρείαν της ζωής. Επειδή δε εκυριεύθη από τον πόνον του πλευρού, δια τούτο ησθένησε πολλά. Όθεν επροσκάλεσε τον Επίσκοπον της Ελευθερουπόλεως, και εδέχθη παρ’ αυτού την θείαν Κοινωνίαν. Είτα αποχαιρετήσασα όλας τας αδελφάς, αφήκε την του Ιώβ τελευταίαν ταύτην φωνήν· «Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο». Και ούτως ευθύς παρέδωκεν η αοίδιμος την ψυχήν της εις χείρας Θεού. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτής όρα εις το Εκλόγιον (1).)
(1) Ο δε ελληνικός Βίος αυτής σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Ην άρα και τούτο της μεγίστης των πάλαι».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Ζωτικού του Ορφανοτρόφου.
Πώλων συρόντων Ζωτικός σκιρτών τρέχει,
Ω βαλβίς η γη, τέρμα δε δρόμου πόλος.
Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τλ’ [330], εκατάγετο δε από την παλαιάν Ρώμην, γεννηθείς από γένος έντιμον και λαμπρόν, και παιδευθείς με κάθε σοφίαν εκ νεαράς του ηλικίας. Επειδή δε ήτον αγχίνους και φρόνιμος, δια τούτο εκαλέσθη από τον Μέγαν Κωνσταντίνον τον βασιλέα, και εμετοίκησεν εις Κωνσταντινούπολιν, και τιμάται παρ’ εκείνου με την αξίαν του μαγιστριανού. Μαζί δε με τον Άγιον τούτον Ζωτικόν, ανέβηκαν και άλλοι τινές άρχοντες από την Ρώμην εις την Κωνσταντινούπολιν, δηλαδή ο λεγόμενος μαγιστριανός των αρμάτων, και Παυλίνος ο τούτου ανεψιός. Προς τούτοις δε και ο Ολύμβριος, και Βήρος και Σεβήρος, και Μαριανός, και Άνθιμος, Ουρβίκιος, Ισίδωρος, Καλλίστρατος, Φλωρέντιος, Εύβουλος, Σαμψών, και Στούδιος. Των οποίων τούτων αρχόντων τα ονόματα, επονομάζονται έως της σήμερον εις τους ευαγείς οίκους, τους οποίους αυτοί οι ίδιοι έκτισαν.
Λέγεται λοιπόν ότι κατά τον καιρόν εκείνον ηκολούθησεν εις την Κωνσταντινούπολιν η λεγομένη ιερά νόσος, ήτοι η λώβα (2), η οποία επειδή είναι κολλητική, δια τούτο έκαμε νόμον ο βασιλεύς, ότι όποιος άνθρωπος πάθη την τοιαύτην ασθένειαν, να ρίπτεται εις την θάλασσαν. Ίνα μη ταύτην μεταδώση και εις τους άλλους. Τούτον δε τον νόμον δεν υπέφερεν όχι να φυλάξη, αλλ’ ούτε να ιδή και να ακούση, ο συμπαθής και φιλάδελφος Ζωτικός. Όθεν από τον θείον και αδελφικόν ζήλον πυρποληθείς, επήγεν εις τον βασιλέα και είπεν. Ας δώση ο βασιλεύς εις εμέ τον δούλον του χρυσίον πολύ, ίνα με αυτό αγοράσω πολύτιμα μαργαριτάρια, και πετράδια λαμπρά, εις δόξαν και τιμήν του κράτους αυτού. Επειδή και εγώ έχω πολλήν εμπειρίαν εις τα τοιαύτα. Ο δε βασιλεύς επρόσταξε να του δοθή όσον χρυσίον ήθελε. Πέρνωντας λοιπόν το χρυσίον ο θεοφιλής και φιλάδελφος, και των του Θεού εντολών εργάτης δοκιμώτατος Ζωτικός, ευγήκεν από το παλάτιον με χαράν της καρδίας του. Και τι μεταχειρίζεται; Ευρίσκωντας τους δημίους, οίτινες ελάμβανον τους λωβούς με την άδειαν του επάρχου της πόλεως, και έρριπτον αυτούς εις την θάλασσαν, έδιδεν εις αυτούς αρκετόν χρυσίον. Και ούτως ελύτρωνε τους λωβούς από τον πνιγμόν της θαλάσσης. Είτα αυτός πέρνωντας εκείνους, τους επήγαινε πέραν από το Βυζάντιον εις ένα βουνόν ονομαζόμενον, τω τότε καιρώ, Ελαιών. Και εκεί κατασκευάσας τζαδίρια και καλύβας, μέσα εις αυτάς ανέπαυε και επισκέπτετο τους λωβούς.
Αύτη η θεοκερδής πραγματεία οπού εμεταχειρίζετο ο Άγιος, δεν εδυνήθη να κρυφθή από τους πολλούς. Καθότι με το να ήτον οι λωβοί πολλοί, ακολούθως και τα παρά του βασιλέως διδόμενα έξοδα καθ’ εκάστην ημέραν, ήτον πολλότατα. Όθεν εκ των πολλών εξόδων τούτων ενόμιζον οι πολλοί, ότι μέλλει να ακολουθήση πείνα εις την Κωνσταντινούπολιν. Αφ’ ου δε μετέστη προς τον Θεόν ο Μέγας Κωνσταντίνος, έλαβεν όλην την βασιλείαν της Ανατολής ο υιός του Κωνστάντιος, εν έτει τλζ’ [337], όχι ευσεβώς και ορθοδόξως. Είχε γαρ την του Αρείου αίρεσιν. Όθεν πολλούς Ορθοδόξους ετιμώρησεν, επειδή δεν εδέχοντο την τοιαύτην κακοδοξίαν. Ούτος λοιπόν απεστρέφετο και τον μακάριον τούτον Ζωτικόν, ως Ορθόδοξον όντα, αγκαλά και τον ευλαβείτο δια την αγάπην, οπού έδειχνε προς αυτόν ο πατήρ του Άγιος Κωνσταντίνος. Μίαν φοράν δε λαβών εύλογον αφορμήν, εφύλαττεν οργήν και έχθραν κατ’ αυτού, νομίζωντας τάχα, ότι δια μέσου του Ζωτικού έχει να μεταδοθή εις όλην την πόλιν η της λώβας ασθένεια. Εσυνέβη δε και ελωβίασεν η θυγάτηρ του βασιλέως, η οποία παρεδόθη υπό του ιδίου πατρός της εις τον της πόλεως έπαρχον, δια να ρίψη αυτήν εις την θάλασσαν. Ο δε Άγιος Ζωτικός, δους την συνειθισμένην πληρωμήν εις τους δημίους, εξαγόρασε την θυγατέρα του βασιλέως, και εσυναρίθμησεν αυτήν με τους λοιπούς λωβούς.
Επειδή δε ηκολούθησε κατά συγχώρησιν Θεού να γένη εις την Κωνσταντινούπολιν η ελπιζομένη πείνα, και η πόλις υστερήθη τας προς το ζην αναγκαίας τροφάς, δια τούτο ο βασιλεύς εδοκίμαζε να μάθη από ποίαν αιτίαν ηκολούθησεν η τοιαύτη πείνα. Οι δε συκοφάνται και της αληθείας εχθροί, λαβόντες άδειαν, διέβαλον εις τον βασιλέα τον μακάριον Ζωτικόν. Και εβεβαίωναν, ότι αυτός είναι ο αίτιος της πείνας. Επειδή διαμοιράζει εις τους λωβούς, οπού είναι αναρίθμητον πλήθος, πλουσίας και αφθονοπαρόχους τας σωματικάς χρείας. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς, εφυλάχθη μεν προς ολίγον και δεν εθυμώθη. Ευλαβείτο γαρ ολίγον τον Όσιον και υπεστέλλετο, ως ανωτέρω είπομεν. Επειδή ακόμη δεν είχεν απολαύσει τα μαργαριτάρια και τα πολύτιμα πετράδια, οπού είχεν υποσχεθή να αγοράση. Πεισθείς όμως από κακοπροαιρέτους ανθρώπους, επρόσταξε να πιάσουν τον Άγιον Ζωτικόν. Ο δε Όσιος τούτο μαθών, επήγε κρυφίως με προθυμίαν εις το βασιλικόν παλάτιον, και εμβαίνωντας μέσα, παρρησιάζεται εις τον βασιλέα. Ο δε βασιλεύς λέγει ειρωνικώς προς αυτόν. Ήλθεν, ω μαγιστριανέ, το καράβι οπού έφερε τα μαργαριτάρια και τα πολύτιμα πετράδια; Ο Όσιος απεκρίθη. Ναι βασιλεύ, ήλθεν. Όθεν, αν ήναι ορισμός σου, ελθέ μετά του δούλου σου δια να ιδής αυτά. Ευθύς λοιπόν ο βασιλεύς χωρίς να αργοπορήση, άρχισε την στράταν. Ο δε μακάριος Ζωτικός επήγεν έμπροσθεν, και είπεν εις τους λωβούς αδελφούς, να εύγουν όλοι από τας καλύβας των ομού με την θυγατέρα του βασιλέως, βαστώντες λαμπάδας αναμμένας εις τας χείρας των, δια να προϋπαντήσουν τον βασιλέα. Ο δε βασιλεύς φθάσας εις τον τόπον εκείνον του Ελαιώνος, και βλέπων τους λωβούς λαμπαδοφορούντας, εθαύμασε δια το πολύ πλήθος αυτών. Και ποίοι, είπεν, είναι ούτοι; Ο δε Ζωτικός, δείχνωντας με το δάκτυλόν του, ούτοι, απεκρίθη, είναι, ω βασιλεύ, τα υπέρτιμα πετράδια, και τα λαμπρά μαργαριτάρια, τα οποία εγώ με πολύν κόπον αγόρασα.
Ο δε βασιλεύς νομίσας, ότι έκαμε το πράγμα τούτο δια να τον περιπαίξη, άναψεν από τον θυμόν. Και ευθύς προστάζει να δέσουν ανελεημόνως τον Όσιον από άγρια μουλάρια. Και έπειτα να διώκουν αυτά εις τας εκεί ευρισκομένας πέτρας, ίνα συρόμενα τα μέλη του σώματός του, κατακοπούν, και ούτω βιαίως χωρισθή ο Άγιος από την παρούσαν ζωήν. Τα μουλάρια λοιπόν δερνόμενα, και με κέντρα κεντούμενα, βλέποντος και του βασιλέως, με τον βίαιον και ορμητικόν δρόμον τους, κατεκρήμνισαν φευ! τον Άγιον από το βουνόν εις τον κατήφορον. Όθεν τα μέλη του αοιδίμου Ζωτικού εδώ και εκεί διεσκορπίσθησαν. Και οι οφθαλμοί του διεφθάρησαν. Εις τον τόπον όμως όπου εγίνοντο ταύτα, εκεί ανέβλυσε μία βρύσις καθαρού νερού και ποτιμωτάτου. Η οποία ιατρεύει κάθε νόσον, ήτοι πολυχρόνιον, και κάθε μαλακίαν, ήτοι ασθένειαν ολιγοχρόνιον, εις δόξαν του φιλοικτίρμονος Θεού, και εις έπαινον του θεράποντος αυτού Ζωτικού. Όταν δε ο Άγιος συρόμενος παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, τότε ευθύς και τα μουλάρια εστάθησαν και έμειναν ακίνητα, και μόλον οπού εδέρνοντο δυνατά από τους στρατιώτας.
Και ου μόνον τούτο, αλλά, ω του παραδόξου θαύματος! και με ανθρωπίνην φωνήν εφώναξαν τα μουλάρια εις επήκοον πάντων, θριαμβεύοντα μεν την ασπλαγχνίαν και αλογίαν του βασιλέως, και ονομάζοντα αυτόν τυφλόν και αναίσθητον. Φανερόνοντα δε, ότι εις εκείνον τον ίδιον τόπον πρέπει να ενταφιάσουν το λείψανον του Αγίου. Ταύτα βλέπων και ακούων ο βασιλεύς, εγέμωσεν από θάμβος και έκστασιν. Όθεν με στεναγμούς και συντετριμμένην καρδίαν, και με πικρά δάκρυα παρεκάλει τον Κύριον, ίνα γένη ίλεως εις αυτόν, φωνάζωντας ότι κατά αγνωσίαν έγιναν τα παρ’ αυτού πραχθέντα. Και παρευθύς προστάζει, ότι να ενταφιασθή μεν το σώμα του Μάρτυρος με πολλήν επιμέλειαν και με τιμήν υπερβάλλουσαν. Να κτισθή δε, με σπουδήν προθυμοτάτην δι’ εξόδων βασιλικών, σπήτι και σπητάλι μεγαλώτατον δια την ανάπαυσιν των λωβών, και να αφιερωθούν εις αυτό πολλότατα τζεφτιλίκια και σιτηρέσια. Το τίμιον λοιπόν λείψανον του Αγίου Ζωτικού, από τότε και έως του παρόντος, δεν παύει να θαυματουργή άπειρα θαύματα με την χάριν του φιλανθρώπου Θεού. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον αποστολικόν Ναόν του Αγίου Παύλου, όστις ευρίσκεται εις το Ορφανοτροφείον.
(2) Ιερά νόσος λέγεται η λώβα, από το ιερόν κόκκαλον του ανθρώπου, ήτοι το μέγα, το όπισθεν της ράχεως ον, και συγκρατούν όλας τας αρμονίας των κοκκάλων. Το οποίον και άκανθα ονομάζεται. Επειδή η λώβα άρχεται από το μέγα αυτό κόκκαλον, και τούτου καταφθείρει τους μυελούς, ως λέγουσιν οι ιατροί. Και ούτως εκείθεν προχωρεί εις όλον το σώμα.
*
Ο Όσιος Γελάσιος εν ειρήνη τελειούται (3).
Ο Γελάσιος άχρι και τέλους βίου,
Τον άξιον γέλωτος ην γελών βίον.
(3) Σημειούμεν εδώ το κατόρθωμα, οπού εποίησεν ο Αββάς ούτος Γελάσιος, δηλωτικόν ον της άκρας απροσπαθείας του. Το οποίον σημειοί ο Ευεργετινός, σελ. 520, έστι δε τούτο. Ο Όσιος ούτος είχεν ένα βιβλίον περιέχον την Παλαιάν και την Νέαν Γραφήν. Το οποίον ευρίσκετο μεν εις την Εκκλησίαν δια να το αναγινώσκουν οι αδελφοί. Είχε δε τιμήν, δεκαοκτώ νομίσματα. Ελθών δε ένας αδελφός ξένος, έκλεψεν αυτό. Ο δε Όσιος Γελάσιος, και μόλον οπού ενόησεν ότι αυτός το έκλεψε, δεν τον εκυνήγησεν όμως κατόπιν. Ο δε κλέψας επήγεν εις την πόλιν, και εζήτει να το πωλήση νομίσματα δεκαέξ. Εκείνος δε οπού ήθελε να το αγοράση, επήρεν αυτό και το έδειξεν εις τον ίδιον Αββάν Γελάσιον. Ο δε Γελάσιος βλέπων αυτό, επροσποιήθη ότι δεν ήξευρε τίποτε, και είπεν εις τον άνθρωπον. Καλόν είναι, και αγόρασον αυτό εις την τιμήν οπού ζητεί. Γυρίσας δε εκείνος προς τον κλέψαντα είπεν. Έδειξα το βιβλίον εις τον Αββάν Γελάσιον, και είπε μοι, ότι δεν είναι άξιον τόσης τιμής, όσην ζητείς. Ο δε κλέψας είπε. Δεν σοι είπεν άλλο τίποτε ο Γέρων; Απεκρίθη ο άνθρωπος. Όχι. Όθεν ο κλέψας κατανυχθείς εις την ανεξικακίαν του Γέροντος, είπε. Πλέον δεν θέλω να πωλήσω το βιβλίον. Όθεν πέρνοντας αυτό επήγε προς τον Όσιον Γελάσιον, και παρεκάλει αυτόν να το δεχθή. Ο δε Όσιος δεν ήθελεν. Ο δε κλέψας είπεν. Εάν δεν το πάρης, εγώ δεν έχω ανάπαυσιν. Τότε λέγει αυτώ ο Όσιος. Εάν δεν αναπαύεσαι, ιδού πέρνω αυτό. Όθεν από το έργον τούτο του Γέροντος, ωφελήθη ο κλέψας αυτό αδελφός έως τέλους ζωής του.
*
Ο Όσιος Γάϊος εν ειρήνη τελειούται.
Πολλούς ανέτλη Γάϊος θείος πόνους,
Και νυν τα λαμπρά των πόνων έχει γέρα.
*
Αι Άγιαι δέκα Παρθένοι, αι εν Νικομηδεία τους οφθαλμούς διατρηθείσαι, και τας πλευράς ξεσθείσαι, τελειούνται.
Διπλούν τον άθλον τρήσιν είτα και ξέσιν,
Χορού γινώσκω διπλοπενταπαρθένου.
*
Η Αγία Μάρτυς Ολυμπιοδώρα πυρί τελειούται.
Αγώνι προς πυρ της Ολυμπιοδώρας,
Ύμνος το δώρον, ουκ Ολυμπίων πίτυς (4).
(4) Ήτοι εις τον προς το πυρ αγώνα της Ολυμπιοδώρας, δώρον εδόθη ύμνος και ευφημία. Και ουχί πίτυς, ήτοι κλάδος κουκουναρίας ή πιτζακίου. Ο οποίος εδίδετο εις εκείνους, οπού ενίκων κατά το πανηγύρι των Ολυμπίων.
*
Η Αγία Μάρτυς Νέμη ξίφει τελειούται.
Ανήρ ξιφήρης ου δεδίττεται Νέμην,
Καν το ξίφος θήξειεν εισέτι πλέον.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Βούσιρις, κερκίσιν υπό γυναικών κεντηθείς, τελειούται.
Βουσίριδος σαρξ, ιστός ένθα κερκίσιν (5),
Ύφασμα καινόν εξυφάνθη Κυρίω.
(5) Κερκίς είναι η λεγομένη σαΐτα, με την οποίαν αι γυναίκες υφαίνουσι τα πανία.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Γαυδεντίου.
Αθλητικής άπειρος ου πάντη πάλης,
Καν ουκ επ’ αυτή Γαυδέντιος εκπνέη.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
*
Δεκέμβριος μην ώδε λαμβάνει τέλος,
Θεώ δε δόξαν τω τέλει πάντων φέρει.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΛΑ΄, μνήμη τῆς Ὁσίας Μελάνης τῆς Ῥωμαίας.
Οὐχ’ ὑλική σε χεὶρ Μελάνη καὶ μέλαν,
Χριστὸς δὲ κᾂν τέθνηκας ἐν ζῶσι γράφει.
Πρώτῃ ἐν τριακοστῇ ἀπῆρε βίοιο Μελάνη.
Αὕτη ἡ Ἁγία ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ὀνωρίου τοῦ υἱοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, ἐν ἔτει υ΄ [400], καταγομένη ἀπὸ γένος πλούσιον καὶ λαμπρὸν καὶ περίδοξον. Ἐπειδὴ δὲ ἐξ ὅλης ψυχῆς ἠγάπησε τὸν Κύριον, διὰ τοῦτο ἐπροτίμησε νὰ παρθενεύῃ. Οἱ γονεῖς της ὅμως ἐσύναψαν αὐτὴν καὶ μὴ θέλουσαν διὰ γάμου, μὲ ἄνδρα. Ὅθεν ἔγινε μήτηρ δύω παιδίων. Ἔπειτα ἀποθνήσκουσιν οἱ γονεῖς καὶ τὰ τέκνα της. Διὰ ταῦτα ἀφήσασα ἡ μακαρία τὴν πόλιν τῆς Ῥώμης, ἐδιάτριβεν ἔξω εἰς τὸ προάστειον, ἤγουν τζεφτιλίκιόν της, κάθε ἄσκησιν καὶ ἀρετὴν μεταχειριζομένη. Τοὺς ἀσθενεῖς ἐπιμελουμένη. Τοὺς ἐρχομένους ξένους ὑποδεχομένη. Καὶ τοὺς ἐν φυλακαῖς καὶ ἐξορίαις ἐπισκεπτομένη. Ὕστερον δὲ πωλήσασα ὅλα τὰ ὑποστατικὰ καὶ τὴν περιουσίαν της πολλὴν οὖσαν, ἐσύναξε διὰ τὴν τιμὴν αὐτῶν δώδεκα μυριάδας χρυσίον: ἤτοι ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδας φλωρία. Τὰ ὁποῖα ἐμοίραζεν εἰς Ἐκκλησίας καὶ Μοναστήρια.
Καὶ κατὰ μὲν τὰς ἀρχάς, ἔτρωγεν εἰς δύω ἡμέρας μίαν φοράν. Μετὰ ταῦτα δέ, ἐνήστευε τὰς πέντε ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, ἔτρωγε δὲ μόνον τὸ Σάββατον καὶ τὴν Κυριακήν. Ἐσυνείθισε δὲ καὶ ἐγυμνάσθη ἡ ἀοίδιμος εἰς κάθε ἄσκησιν μὲ γνῶσιν πολλὴν καὶ διάκρισιν, καὶ ἐκαλλίγραφε πολλὰ ὡραῖα καὶ ἔντεχνα. Ὕστερον δὲ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀφρικήν, καὶ ἐκεῖ διεπέρασε χρόνους ἑπτά. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐμοίρασε τὸν περισσότερον πλοῦτόν της, ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ λοιπὸν ἐγκλείει τὸν ἑαυτόν της ἡ μακαρία μέσα εἰς ἕνα κελλίον. Καὶ μὲ τὸ παράδειγμά της, τραβίζει εἰς τὸν ὅμοιον ζῆλον τῆς ἀσκήσεως ἐννενήκοντα Παρθένους καὶ καλογραίας, εἰς τὰς ὁποίας ἔδιδεν ἀδιακόπως τὰ πρὸς τὴν χρείαν τῆς ζωῆς. Ἐπειδὴ δὲ ἐκυριεύθη ἀπὸ τὸν πόνον τοῦ πλευροῦ, διὰ τοῦτο ἠσθένησε πολλά. Ὅθεν ἐπροσκάλεσε τὸν Ἐπίσκοπον τῆς Ἐλευθερουπόλεως, καὶ ἐδέχθη παρ’ αὐτοῦ τὴν θείαν Κοινωνίαν. Εἶτα ἀποχαιρετήσασα ὅλας τὰς ἀδελφάς, ἀφῆκε τὴν τοῦ Ἰὼβ τελευταίαν ταύτην φωνήν· «Ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο». Καὶ οὕτως εὐθὺς παρέδωκεν ἡ ἀοίδιμος τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῆς ὅρα εἰς τὸ Ἐκλόγιον (1).)
(1) Ὁ δὲ ἑλληνικὸς Βίος αὐτῆς σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἦν ἄρα καὶ τοῦτο τῆς μεγίστης τῶν πάλαι».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ζωτικοῦ τοῦ Ὀρφανοτρόφου.
Πώλων συρόντων Ζωτικὸς σκιρτῶν τρέχει,
ᾯ βαλβὶς ἡ γῆ, τέρμα δὲ δρόμου πόλος.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἐν ἔτει τλ΄ [330], ἐκατάγετο δὲ ἀπὸ τὴν παλαιὰν Ῥώμην, γεννηθεὶς ἀπὸ γένος ἔντιμον καὶ λαμπρόν, καὶ παιδευθεὶς μὲ κάθε σοφίαν ἐκ νεαρᾶς του ἡλικίας. Ἐπειδὴ δὲ ἦτον ἀγχίνους καὶ φρόνιμος, διὰ τοῦτο ἐκαλέσθη ἀπὸ τὸν Μέγαν Κωνσταντῖνον τὸν βασιλέα, καὶ ἐμετοίκησεν εἰς Κωνσταντινούπολιν, καὶ τιμᾶται παρ’ ἐκείνου μὲ τὴν ἀξίαν τοῦ μαγιστριανοῦ. Μαζὶ δὲ μὲ τὸν Ἅγιον τοῦτον Ζωτικόν, ἀνέβηκαν καὶ ἄλλοι τινες ἄρχοντες ἀπὸ τὴν Ῥώμην εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, δηλαδὴ ὁ λεγόμενος μαγιστριανὸς τῶν ἁρμάτων, καὶ Παυλῖνος ὁ τούτου ἀνεψιός. Πρὸς τούτοις δὲ καὶ ὁ Ὀλύμβριος, καὶ Βῆρος καὶ Σεβῆρος, καὶ Μαριανός, καὶ Ἄνθιμος, Οὐρβίκιος, Ἰσίδωρος, Καλλίστρατος, Φλωρέντιος, Εὔβουλος, Σαμψών, καὶ Στούδιος. Τῶν ὁποίων τούτων ἀρχόντων τὰ ὀνόματα, ἐπονομάζονται ἕως τῆς σήμερον εἰς τοὺς εὐαγεῖς οἴκους, τοὺς ὁποίους αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἔκτισαν.
Λέγεται λοιπὸν ὅτι κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἠκολούθησεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἡ λεγομένη ἱερὰ νόσος, ἤτοι ἡ λώβα (2), ἡ ὁποία ἐπειδὴ εἶναι κολλητική, διὰ τοῦτο ἔκαμε νόμον ὁ βασιλεύς, ὅτι ὅποιος ἄνθρωπος πάθῃ τὴν τοιαύτην ἀσθένειαν, νὰ ῥίπτεται εἰς τὴν θάλασσαν. Ἵνα μὴ ταύτην μεταδώσῃ καὶ εἰς τοὺς ἄλλους. Τοῦτον δὲ τὸν νόμον δὲν ὑπέφερεν ὄχι νὰ φυλάξῃ, ἀλλ’ οὔτε νὰ ἰδῇ καὶ νὰ ἀκούσῃ, ὁ συμπαθὴς καὶ φιλάδελφος Ζωτικός. Ὅθεν ἀπὸ τὸν θεῖον καὶ ἀδελφικὸν ζῆλον πυρποληθείς, ἐπῆγεν εἰς τὸν βασιλέα καὶ εἶπεν. Ἂς δώσῃ ὁ βασιλεὺς εἰς ἐμὲ τὸν δοῦλόν του χρυσίον πολύ, ἵνα μὲ αὐτὸ ἀγοράσω πολύτιμα μαργαριτάρια, καὶ πετράδια λαμπρά, εἰς δόξαν καὶ τιμὴν τοῦ κράτους αὐτοῦ. Ἐπειδὴ καὶ ἐγὼ ἔχω πολλὴν ἐμπειρίαν εἰς τὰ τοιαῦτα. Ὁ δὲ βασιλεὺς ἐπρόσταξε νὰ τοῦ δοθῇ ὅσον χρυσίον ἤθελε. Πέρνωντας λοιπὸν τὸ χρυσίον ὁ θεοφιλὴς καὶ φιλάδελφος, καὶ τῶν τοῦ Θεοῦ ἐντολῶν ἐργάτης δοκιμώτατος Ζωτικός, εὐγῆκεν ἀπὸ τὸ παλάτιον μὲ χαρὰν τῆς καρδίας του. Καὶ τί μεταχειρίζεται; Εὑρίσκωντας τοὺς δημίους, οἵτινες ἐλάμβανον τοὺς λωβοὺς μὲ τὴν ἄδειαν τοῦ ἐπάρχου τῆς πόλεως, καὶ ἔρριπτον αὐτοὺς εἰς τὴν θάλασσαν, ἔδιδεν εἰς αὐτοὺς ἀρκετὸν χρυσίον. Καὶ οὕτως ἐλύτρωνε τοὺς λωβοὺς ἀπὸ τὸν πνιγμὸν τῆς θαλάσσης. Εἶτα αὐτὸς πέρνωντας ἐκείνους, τοὺς ἐπήγαινε πέραν ἀπὸ τὸ Βυζάντιον εἰς ἕνα βουνὸν ὀνομαζόμενον, τῷ τότε καιρῷ, Ἐλαιών. Καὶ ἐκεῖ κατασκευάσας τζαδίρια καὶ καλύβας, μέσα εἰς αὐτὰς ἀνέπαυε καὶ ἐπισκέπτετο τοὺς λωβούς.
Αὕτη ἡ θεοκερδὴς πραγματεία ὁποῦ ἐμεταχειρίζετο ὁ Ἅγιος, δὲν ἐδυνήθη νὰ κρυφθῇ ἀπὸ τοὺς πολλούς. Καθότι μὲ τὸ νὰ ἦτον οἱ λωβοὶ πολλοί, ἀκολούθως καὶ τὰ παρὰ τοῦ βασιλέως διδόμενα ἔξοδα καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, ἦτον πολλότατα. Ὅθεν ἐκ τῶν πολλῶν ἐξόδων τούτων ἐνόμιζον οἱ πολλοί, ὅτι μέλλει νὰ ἀκολουθήσῃ πεῖνα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἀφ’ οὗ δὲ μετέστη πρὸς τὸν Θεὸν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἔλαβεν ὅλην τὴν βασιλείαν τῆς Ἀνατολῆς ὁ υἱός του Κωνστάντιος, ἐν ἔτει τλζ΄ [337], ὄχι εὐσεβῶς καὶ ὀρθοδόξως. Εἶχε γὰρ τὴν τοῦ Ἀρείου αἵρεσιν. Ὅθεν πολλοὺς Ὀρθοδόξους ἐτιμώρησεν, ἐπειδὴ δὲν ἐδέχοντο τὴν τοιαύτην κακοδοξίαν. Οὗτος λοιπὸν ἀπεστρέφετο καὶ τὸν μακάριον τοῦτον Ζωτικόν, ὡς Ὀρθόδοξον ὄντα, ἀγκαλὰ καὶ τὸν εὐλαβεῖτο διὰ τὴν ἀγάπην, ὁποῦ ἔδειχνε πρὸς αὐτὸν ὁ πατήρ του Ἅγιος Κωνσταντῖνος. Μίαν φορὰν δὲ λαβὼν εὔλογον ἀφορμήν, ἐφύλαττεν ὀργὴν καὶ ἔχθραν κατ’ αὐτοῦ, νομίζωντας τάχα, ὅτι διὰ μέσου τοῦ Ζωτικοῦ ἔχει νὰ μεταδοθῇ εἰς ὅλην τὴν πόλιν ἡ τῆς λώβας ἀσθένεια. Ἐσυνέβη δὲ καὶ ἐλωβίασεν ἡ θυγάτηρ τοῦ βασιλέως, ἡ ὁποία παρεδόθη ὑπὸ τοῦ ἰδίου πατρός της εἰς τὸν τῆς πόλεως ἔπαρχον, διὰ νὰ ῥίψῃ αὐτὴν εἰς τὴν θάλασσαν. Ὁ δὲ Ἅγιος Ζωτικός, δοὺς τὴν συνειθισμένην πληρωμὴν εἰς τοὺς δημίους, ἐξαγόρασε τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως, καὶ ἐσυναρίθμησεν αὐτὴν μὲ τοὺς λοιποὺς λωβούς.
Ἐπειδὴ δὲ ἠκολούθησε κατὰ συγχώρησιν Θεοῦ νὰ γένῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἡ ἐλπιζομένη πεῖνα, καὶ ἡ πόλις ὑστερήθη τὰς πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαίας τροφάς, διὰ τοῦτο ὁ βασιλεὺς ἐδοκίμαζε νὰ μάθῃ ἀπὸ ποίαν αἰτίαν ἠκολούθησεν ἡ τοιαύτη πεῖνα. Οἱ δὲ συκοφάνται καὶ τῆς ἀληθείας ἐχθροί, λαβόντες ἄδειαν, διέβαλον εἰς τὸν βασιλέα τὸν μακάριον Ζωτικόν. Καὶ ἐβεβαίωναν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ αἴτιος τῆς πείνας. Ἐπειδὴ διαμοιράζει εἰς τοὺς λωβούς, ὁποῦ εἶναι ἀναρίθμητον πλῆθος, πλουσίας καὶ ἀφθονοπαρόχους τὰς σωματικὰς χρείας. Ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλεύς, ἐφυλάχθη μὲν πρὸς ὀλίγον καὶ δὲν ἐθυμώθη. Εὐλαβεῖτο γὰρ ὀλίγον τὸν Ὅσιον καὶ ὑπεστέλλετο, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν. Ἐπειδὴ ἀκόμη δὲν εἶχεν ἀπολαύσει τὰ μαργαριτάρια καὶ τὰ πολύτιμα πετράδια, ὁποῦ εἶχεν ὑποσχεθῇ νὰ ἀγοράσῃ. Πεισθεὶς ὅμως ἀπὸ κακοπροαιρέτους ἀνθρώπους, ἐπρόσταξε νὰ πιάσουν τὸν Ἅγιον Ζωτικόν. Ὁ δὲ Ὅσιος τοῦτο μαθών, ἐπῆγε κρυφίως μὲ προθυμίαν εἰς τὸ βασιλικὸν παλάτιον, καὶ ἐμβαίνωντας μέσα, παρρησιάζεται εἰς τὸν βασιλέα. Ὁ δὲ βασιλεὺς λέγει εἰρωνικῶς πρὸς αὐτόν. Ἦλθεν, ὦ μαγιστριανέ, τὸ καράβι ὁποῦ ἔφερε τὰ μαργαριτάρια καὶ τὰ πολύτιμα πετράδια; Ὁ Ὅσιος ἀπεκρίθη. Ναὶ βασιλεῦ, ἦλθεν. Ὅθεν, ἂν ᾖναι ὁρισμός σου, ἐλθὲ μετὰ τοῦ δούλου σου διὰ νὰ ἰδῇς αὐτά. Εὐθὺς λοιπὸν ὁ βασιλεὺς χωρὶς νὰ ἀργοπορήσῃ, ἄρχισε τὴν στράταν. Ὁ δὲ μακάριος Ζωτικὸς ἐπῆγεν ἔμπροσθεν, καὶ εἶπεν εἰς τοὺς λωβοὺς ἀδελφούς, νὰ εὔγουν ὅλοι ἀπὸ τὰς καλύβας των ὁμοῦ μὲ τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως, βαστῶντες λαμπάδας ἀναμμένας εἰς τὰς χεῖράς των, διὰ νὰ προϋπαντήσουν τὸν βασιλέα. Ὁ δὲ βασιλεὺς φθάσας εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον τοῦ Ἐλαιῶνος, καὶ βλέπων τοὺς λωβοὺς λαμπαδοφοροῦντας, ἐθαύμασε διὰ τὸ πολὺ πλῆθος αὐτῶν. Καὶ ποῖοι, εἶπεν, εἶναι οὗτοι; Ὁ δὲ Ζωτικός, δείχνωντας μὲ τὸ δάκτυλόν του, οὗτοι, ἀπεκρίθη, εἶναι, ὦ βασιλεῦ, τὰ ὑπέρτιμα πετράδια, καὶ τὰ λαμπρὰ μαργαριτάρια, τὰ ὁποῖα ἐγὼ μὲ πολὺν κόπον ἀγόρασα.
Ὁ δὲ βασιλεὺς νομίσας, ὅτι ἔκαμε τὸ πρᾶγμα τοῦτο διὰ νὰ τὸν περιπαίξῃ, ἄναψεν ἀπὸ τὸν θυμόν. Καὶ εὐθὺς προστάζει νὰ δέσουν ἀνελεημόνως τὸν Ὅσιον ἀπὸ ἄγρια μουλάρια. Καὶ ἔπειτα νὰ διώκουν αὐτὰ εἰς τὰς ἐκεῖ εὑρισκομένας πέτρας, ἵνα συρόμενα τὰ μέλη τοῦ σώματός του, κατακοποῦν, καὶ οὕτω βιαίως χωρισθῇ ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωήν. Τὰ μουλάρια λοιπὸν δερνόμενα, καὶ μὲ κέντρα κεντούμενα, βλέποντος καὶ τοῦ βασιλέως, μὲ τὸν βίαιον καὶ ὁρμητικὸν δρόμον τους, κατεκρήμνισαν φεῦ! τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὸ βουνὸν εἰς τὸν κατήφορον. Ὅθεν τὰ μέλη τοῦ ἀοιδίμου Ζωτικοῦ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ διεσκορπίσθησαν. Καὶ οἱ ὀφθαλμοί του διεφθάρησαν. Εἰς τὸν τόπον ὅμως ὅπου ἐγίνοντο ταῦτα, ἐκεῖ ἀνέβλυσε μία βρύσις καθαροῦ νεροῦ καὶ ποτιμωτάτου. Ἡ ὁποία ἰατρεύει κάθε νόσον, ἤτοι πολυχρόνιον, καὶ κάθε μαλακίαν, ἤτοι ἀσθένειαν ὀλιγοχρόνιον, εἰς δόξαν τοῦ φιλοικτίρμονος Θεοῦ, καὶ εἰς ἔπαινον τοῦ θεράποντος αὐτοῦ Ζωτικοῦ. Ὅταν δὲ ὁ Ἅγιος συρόμενος παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, τότε εὐθὺς καὶ τὰ μουλάρια ἐστάθησαν καὶ ἔμειναν ἀκίνητα, καὶ μὅλον ὁποῦ ἐδέρνοντο δυνατὰ ἀπὸ τοὺς στρατιώτας.
Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλά, ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος! καὶ μὲ ἀνθρωπίνην φωνὴν ἐφώναξαν τὰ μουλάρια εἰς ἐπήκοον πάντων, θριαμβεύοντα μὲν τὴν ἀσπλαγχνίαν καὶ ἀλογίαν τοῦ βασιλέως, καὶ ὀνομάζοντα αὐτὸν τυφλὸν καὶ ἀναίσθητον. Φανερόνοντα δέ, ὅτι εἰς ἐκεῖνον τὸν ἴδιον τόπον πρέπει νὰ ἐνταφιάσουν τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου. Ταῦτα βλέπων καὶ ἀκούων ὁ βασιλεύς, ἐγέμωσεν ἀπὸ θάμβος καὶ ἔκστασιν. Ὅθεν μὲ στεναγμοὺς καὶ συντετριμμένην καρδίαν, καὶ μὲ πικρὰ δάκρυα παρεκάλει τὸν Κύριον, ἵνα γένῃ ἵλεως εἰς αὐτόν, φωνάζωντας ὅτι κατὰ ἀγνωσίαν ἔγιναν τὰ παρ’ αὐτοῦ πραχθέντα. Καὶ παρευθὺς προστάζει, ὅτι νὰ ἐνταφιασθῇ μὲν τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν καὶ μὲ τιμὴν ὑπερβάλλουσαν. Νὰ κτισθῇ δέ, μὲ σπουδὴν προθυμοτάτην δι’ ἐξόδων βασιλικῶν, σπῆτι καὶ σπητάλι μεγαλώτατον διὰ τὴν ἀνάπαυσιν τῶν λωβῶν, καὶ νὰ ἀφιερωθοῦν εἰς αὐτὸ πολλότατα τζεφτιλίκια καὶ σιτηρέσια. Τὸ τίμιον λοιπὸν λείψανον τοῦ Ἁγίου Ζωτικοῦ, ἀπὸ τότε καὶ ἕως τοῦ παρόντος, δὲν παύει νὰ θαυματουργῇ ἄπειρα θαύματα μὲ τὴν χάριν τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις εἰς τὸν ἀποστολικὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Παύλου, ὅστις εὑρίσκεται εἰς τὸ Ὀρφανοτροφεῖον.
(2) Ἱερὰ νόσος λέγεται ἡ λώβα, ἀπὸ τὸ ἱερὸν κόκκαλον τοῦ ἀνθρώπου, ἤτοι τὸ μέγα, τὸ ὄπισθεν τῆς ῥάχεως ὄν, καὶ συγκρατοῦν ὅλας τὰς ἁρμονίας τῶν κοκκάλων. Τὸ ὁποῖον καὶ ἄκανθα ὀνομάζεται. Ἐπειδὴ ἡ λώβα ἄρχεται ἀπὸ τὸ μέγα αὐτὸ κόκκαλον, καὶ τούτου καταφθείρει τοὺς μυελούς, ὡς λέγουσιν οἱ ἰατροί. Καὶ οὕτως ἐκεῖθεν προχωρεῖ εἰς ὅλον τὸ σῶμα.
*
Ὁ Ὅσιος Γελάσιος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (3).
Ὁ Γελάσιος ἄχρι καὶ τέλους βίου,
Τὸν ἄξιον γέλωτος ἦν γελῶν βίον.
(3) Σημειοῦμεν ἐδῶ τὸ κατόρθωμα, ὁποῦ ἐποίησεν ὁ Ἀββᾶς οὗτος Γελάσιος, δηλωτικὸν ὂν τῆς ἄκρας ἀπροσπαθείας του. Τὸ ὁποῖον σημειοῖ ὁ Εὐεργετινός, σελ. 520, ἔστι δὲ τοῦτο. Ὁ Ὅσιος οὗτος εἶχεν ἕνα βιβλίον περιέχον τὴν Παλαιὰν καὶ τὴν Νέαν Γραφήν. Τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο μὲν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ νὰ τὸ ἀναγινώσκουν οἱ ἀδελφοί. Εἶχε δὲ τιμήν, δεκαοκτὼ νομίσματα. Ἐλθὼν δὲ ἕνας ἀδελφὸς ξένος, ἔκλεψεν αὐτό. Ὁ δὲ Ὅσιος Γελάσιος, καὶ μὅλον ὁποῦ ἐνόησεν ὅτι αὐτὸς τὸ ἔκλεψε, δὲν τὸν ἐκυνήγησεν ὅμως κατόπιν. Ὁ δὲ κλέψας ἐπῆγεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἐζήτει νὰ τὸ πωλήσῃ νομίσματα δεκαέξ. Ἐκεῖνος δὲ ὁποῦ ἤθελε νὰ τὸ ἀγοράσῃ, ἐπῆρεν αὐτὸ καὶ τὸ ἔδειξεν εἰς τὸν ἴδιον Ἀββᾶν Γελάσιον. Ὁ δὲ Γελάσιος βλέπων αὐτό, ἐπροσποιήθη ὅτι δὲν ἤξευρε τίποτε, καὶ εἶπεν εἰς τὸν ἄνθρωπον. Καλὸν εἶναι, καὶ ἀγόρασον αὐτὸ εἰς τὴν τιμὴν ὁποῦ ζητεῖ. Γυρίσας δὲ ἐκεῖνος πρὸς τὸν κλέψαντα εἶπεν. Ἔδειξα τὸ βιβλίον εἰς τὸν Ἀββᾶν Γελάσιον, καὶ εἶπέ μοι, ὅτι δὲν εἶναι ἄξιον τόσης τιμῆς, ὅσην ζητεῖς. Ὁ δὲ κλέψας εἶπε. Δέν σοι εἶπεν ἄλλο τίποτε ὁ Γέρων; Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος. Ὄχι. Ὅθεν ὁ κλέψας κατανυχθεὶς εἰς τὴν ἀνεξικακίαν τοῦ Γέροντος, εἶπε. Πλέον δὲν θέλω νὰ πωλήσω τὸ βιβλίον. Ὅθεν πέρνοντας αὐτὸ ἐπῆγε πρὸς τὸν Ὅσιον Γελάσιον, καὶ παρεκάλει αὐτὸν νὰ τὸ δεχθῇ. Ὁ δὲ Ὅσιος δὲν ἤθελεν. Ὁ δὲ κλέψας εἶπεν. Ἐὰν δὲν τὸ πάρῃς, ἐγὼ δὲν ἔχω ἀνάπαυσιν. Τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ὅσιος. Ἐὰν δὲν ἀναπαύεσαι, ἰδοὺ πέρνω αὐτό. Ὅθεν ἀπὸ τὸ ἔργον τοῦτο τοῦ Γέροντος, ὠφελήθη ὁ κλέψας αὐτὸ ἀδελφὸς ἕως τέλους ζωῆς του.
*
Ὁ Ὅσιος Γάϊος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Πολλοὺς ἀνέτλη Γάϊος θεῖος πόνους,
Καὶ νῦν τὰ λαμπρὰ τῶν πόνων ἔχει γέρα.
*
Αἱ Ἅγιαι δέκα Παρθένοι, αἱ ἐν Νικομηδείᾳ τοὺς ὀφθαλμοὺς διατρηθεῖσαι, καὶ τὰς πλευρὰς ξεσθεῖσαι, τελειοῦνται.
Διπλοῦν τὸν ἆθλον τρῆσιν εἶτα καὶ ξέσιν,
Χοροῦ γινώσκω διπλοπενταπαρθένου.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ὀλυμπιοδώρα πυρὶ τελειοῦται.
Ἀγῶνι πρὸς πῦρ τῆς Ὀλυμπιοδώρας,
Ὕμνος τὸ δῶρον, οὐκ Ὀλυμπίων πίτυς (4).
(4) Ἤτοι εἰς τὸν πρὸς τὸ πῦρ ἀγῶνα τῆς Ὀλυμπιοδώρας, δῶρον ἐδόθη ὕμνος καὶ εὐφημία. Καὶ οὐχὶ πίτυς, ἤτοι κλάδος κουκουναρίας ἢ πιτζακίου. Ὁ ὁποῖος ἐδίδετο εἰς ἐκείνους, ὁποῦ ἐνίκων κατὰ τὸ πανηγύρι τῶν Ὀλυμπίων.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Νέμη ξίφει τελειοῦται.
Ἀνὴρ ξιφήρης οὐ δεδίττεται Νέμην,
Κᾂν τὸ ξίφος θήξειεν εἰσέτι πλέον.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βούσιρις, κερκίσιν ὑπὸ γυναικῶν κεντηθείς, τελειοῦται.
Βουσίριδος σάρξ, ἱστὸς ἔνθα κερκίσιν (5),
Ὕφασμα καινὸν ἐξυφάνθη Κυρίῳ.
(5) Κερκὶς εἶναι ἡ λεγομένη σαΐτα, μὲ τὴν ὁποίαν αἱ γυναῖκες ὑφαίνουσι τὰ πανία.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Γαυδεντίου.
Ἀθλητικῆς ἄπειρος οὐ πάντη πάλης,
Κᾄν οὐκ ἐπ’ αὐτῇ Γαυδέντιος ἐκπνέῃ.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
*
Δεκέμβριος μὴν ὧδε λαμβάνει τέλος,
Θεῷ δὲ δόξαν τῷ τέλει πάντων φέρει.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *