Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου30 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Λ’, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος Ανυσίας της εν Θεσσαλονίκη.
Εις δεξιάν νύττουσι πλευράν καιρίως,
Πλευράς Αδάμ κύημα την Ανυσίαν.
Πλευρήν Ανυσίης τριακοστή έγχος ένυξεν.
Αύτη η Αγία ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει σϞη’ [298], καταγομένη από την πόλιν της Θεσσαλονίκης, θυγάτηρ γονέων ευσεβών και πολλά πλουσίων. Οι οποίοι αφ’ ου απέθανον, έζη η Αγία κατ’ ιδίαν ησυχάζουσα, και ευαρεστούσα εις τον Θεόν δια πράξεως και εργασίας των θείων εντολών. Ταύτην την Αγίαν μίαν φοράν πηγαίνουσαν εις την Εκκλησίαν, κατά το σύνηθες, απάντησεν ένας στρατιώτης ειδωλολάτρης και Έλλην. Όθεν πιάσας αυτήν, ετράβιζεν εις τους βωμούς των ειδώλων, και την επαρακίνει δια να προσφέρη θυσίαν εις τους δαίμονας. Επειδή δε η Αγία ωμολόγησε Θεόν τον Χριστόν, και έπτυσεν εις το πρόσωπον του μιαρού εκείνου στρατιώτου, τούτου χάριν εθυμώθη ο αλιτήριος, και διαπερνά την πλευράν της Αγίας με το σπαθί του. Και έτζι έλαβεν η μακαρία τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον (1).
(1) Σημείωσαι, ότι εις την Αγίαν ταύτην Οσιομάρτυρα Ανυσίαν, εγκώμιον έπλεξεν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος, ου η αρχή· «Ουδέν αρετής τιμιώτερον, ουδέν τι λυσιτελέστερον». (Σώζεται εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της Οσίας Θεοδώρας της από Καισαρείας.
Απήρε δεσμού σαρκός η Θεοδώρα,
Ούπερ λυθήναι ζώσα και πριν ηγάπα.
Αύτη η Οσία Θεοδώρα ήτον κατά τους χρόνους Λέοντος του Ισαύρου του πατρός Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου, εν έτει φις’ [716], καταγομένη από γένος λαμπρόν και περιφανές. Θυγάτηρ υπάρχουσα πατρός μεν, Θεοφίλου πατρικίου κατά την αξίαν, μητρός δε, Θεοδώρας. Η μήτηρ της δε αύτη εις πολλούς χρόνους στείρα ούσα, και λυπουμένη δια την στείρωσιν, παρεκάλει τον Θεόν και την Υπεραγίαν Θεοτόκον να τη χαρίση τέκνον. Όθεν υπήκουσεν ο Θεός την προσευχήν της, και έδωκεν εις αυτήν την χάριν οπού εζήτει, δια μέσου της Αγίας Άννης της μητρός της Θεοτόκου. Και λοιπόν εγέννησε την Οσίαν ταύτην Θεοδώραν. Η οποία όταν έφθασεν εις μέτρον ηλικίας, επροσφέρθη εις τον Ναόν της Αγίας Άννης, και αφιερώθη εις το Μοναστήριον αυτής, το λεγόμενον Ριγίδιον, ωσάν ένα θεϊκόν αφιέρωμα. Όθεν θεοσεβώς και ευτάκτως ωδηγείτο από την Ηγουμένην και εδιδάσκετο τα ιερά γράμματα.
Εις καιρόν δε οπού η Οσία καλώς επολιτεύετο, δεν υπέφερεν ο πονηρός Διάβολος να βλέπη τον εαυτόν του καταπατούμενον από μίαν απαλήν νεάνιδα. Αλλ’ εσήκωσε τον θεομάχον Λέοντα τον Ίσαυρον, όστις εζήτει να εύρη γυναίκα δια τον υιόν του Χριστοφόρον, τον οποίον είχε ανακηρύξη Καίσαρα. Όθεν αποχωρίσας την του Κυρίου αμνάδα ταύτην από το Μοναστήριόν της, με βίαν και δυναστείαν, ηνάγκασεν αυτήν να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν. Όταν δε αύτη επήγεν εκεί, ετοιμάσθησαν άπαντα τα προς τον γάμον επιτήδεια, και ο θάλαμος ευτρεπίσθη. Και ο μεν σκοπός του βασιλέως τοιούτος ήτον. Ο Θεός όμως, οπού πάλαι μεν εφοβέρισε τον Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου, όταν εζήτει να πάρη την Σάρραν. Και οπού ύστερον δια μέσου της παρθένου Ριψιμίας ενίκησε τον Τηριδάτην. Αυτός και την Οσίαν ταύτην Θεοδώραν εφύλαξε τότε αμόλυντον και καθαράν, από την κοινωνίαν και μίξιν του αισθητού νυμφίου.
Κατ’ εκείνον γαρ τον καιρόν, καθ’ ον ετοιμάζετο ο γάμος, αιφνιδίως και παρ’ ελπίδα ήλθον οι Σκύθαι με στρατεύματα εις την Ευρώπην. Όθεν ογλίγωρα απεστάλθη ο υιός του βασιλέως και ελπιζόμενος νυμφίος, δια να αντιπολεμήση τους βαρβάρους. Και ευθύς κατά την πρώτην προσβολήν του πολέμου, κτυπάται από τους Σκύθας και θανατώνεται. Τότε λοιπόν πληροφορίαν λαβούσα η άφθαρτος αμνάς Θεοδώρα, της εις αυτήν του Θεού Προνοίας, πέρνει χρυσάφι και ασήμι και μαργαριτάρια, και ρούχα πολύτιμα, και φεύγει κρυφίως από το παλάτι. Και εμβαίνουσα εις καΐκιον, επανεγύρισεν εις το εδικόν της Μοναστήριον, χαίρουσα και ευχαριστούσα τω των όλων Θεώ. Όταν δε εφανερώθη η φυγή της Οσίας, επήγεν ο δεύτερος υιός του Λέοντος εις το Μοναστήριον προς αναζήτησίν της. Ευρών όμως αυτήν κουρευμένην καλογραίαν, και ενδυμένην παλαιά και ξεσχισμένα ιμάτια, αφήκεν αυτήν (συνεργούσης βέβαια της του Θεού Προνοίας), και δεν την ενώχλησεν. Όθεν από τότε λαβούσα η Αγία τελείαν ελευθερίαν, τόσον πολλά κατεμάρανε το σώμα της, ώστε οπού, έξωθεν εβλέποντο αι αρμονίαι των κοκκάλων της. Επειδή η τροφή της όλη ήτον μία ουγγία ψωμί, ήτοι οκτώ δράμια. Και αυτό δε το έτρωγε μίαν φοράν εις κάθε δύω ή τρεις ημέρας, και όχι κανένα άλλο. Το ένδυμά της ήτον ένα και μόνον, και αυτό τρίχινον, ήγουν υφασμένον από γηδίσσας τρίχας. Η κλίνη της ήτον, επάνωθεν μεν σκεπασμένη με ένα τρίχινον ύφασμα. Υποκάτω δε αυτής, ήτον πέτραι εστρωμέναι. Και έτζι επάνω εις αυτήν, εκοιμάτο ένα ολιγώτατον ομού και πικρότατον ύπνον. Πολλαίς φοραίς δε, έμενεν άγρυπνος και όλην την νύκτα. Δεν ηρκέσθη δε εις ταύτας τας κακοπαθείας η μακαρία. Αλλά προς τούτοις είχε και σίδηρα φορεμένα, με των οποίων το βάρος κατεπλήγωσε τα μέλη της, και τα κατεδαπάνησε τόσον, ώστε οπού εύγαινεν από αυτά δυσωδία. Με τοιούτους λοιπόν αγώνας αγωνιζομένη εις χρόνους πολλούς, έλαμψεν εις κάθε είδος αρετής. Και έτζι απήλθε προς την αγήρω και μακαρίαν ζωήν η αοίδιμος.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Φιλεταίρου.
Φιλεταίρος πέπονθεν αθλητών νόμω,
Καν ουκ απήλθεν ως αθλητής εκ βίου.
Όταν μίαν φοράν ήλθεν ο βασιλεύς Διοκλητιανός εις την Νικομήδειαν, ήτοι το νυν λεγόμενον τουρκιστί Σμίτι, εν έτει σπς’ [286], εφανέρωσάν τινες Έλληνες εις αυτόν, δια ένα Χριστιανόν ονομαζόμενον Φιλεταίρον. Ο δε βασιλεύς ευθύς έστειλε και τον επαράστησεν έμπροσθεν εις το βασιλικόν του κριτήριον. Και βλέπωντας αυτόν, εξεπλάγη από μόνην την θεωρίαν του. Ήτον γαρ ο Άγιος μεγαλόσωμος και ωραίος. Αι δε τρίχες της κεφαλής και των γενείων του, ήτον λαμπραί και στίλβουσαι σχεδόν περισσότερον από το χρυσίον. Όθεν από τον θαυμασμόν του, θεόν αυτόν ωνόμασεν ο Διοκλητιανός, και όχι άνθρωπον. Είπε δε προς αυτόν. Λέγε εις ημάς, πόθεν είσαι; και πώς λέγεται το όνομά σου; και ποίον είναι το επιτήδευμά σου; Ο Άγιος απεκρίθη. Ταύτης της πόλεως Νικομηδείας είμαι γέννημα και θρέμμα. Είμαι υιός επάρχου. Είμαι και Χριστιανός κατά την πίστιν. Το δε όνομά μου λέγεται Φιλεταίρος.
Τότε ο βασιλεύς καλέσας τον Άγιον με το όνομά του, εκολάκευεν αυτόν, ζητών να τον χωρίση από την του Χριστού πίστιν. Άρχισε δε και να λαλή λόγια βλάσφημα εναντίον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ο δε Άγιος ταύτα ακούσας, ευθύς εσήκωσε τα ομμάτιά του εις τον Ουρανόν, και, ας εμφραγή, είπεν, ας εμφραγή το στόμα εκείνο, οπού λαλεί βλάσφημα κατά του Χριστού μου. Και ω του θαύματος! ευθύς με τον λόγον του, έγινε μία τόσον φοβερά βροντή, και ένας σεισμός, ώστε οπού ο βασιλεύς ετρόμαξε με όλους τους μετ’ αυτού. Όθεν κατά προσταγήν του τυράννου, ανάπτεται δυνατά μία κάμινος, και μέσα εις αυτήν βάλλεται ο του Χριστού αθλητής. Εκεί δε προσευχηθείς, διεσκόρπισε την φωτίαν της καμίνου, και παντελώς αυτήν έσβεσεν. Όθεν ευγήκεν από την κάμινον αβλαβής. Τούτο το θαύμα βλέπων ο βασιλεύς, ευλαβήθη τον Άγιον και δια το κάλλος του, και δια το λαμπρόν γένος του. Περισσότερον δε, δια τα ανωτέρω θαύματα. Όθεν απέλυσεν αυτόν ελεύθερον να ζη όπου θέλη και βούλεται.
Όταν δε μαζί με τον Διοκλητιανόν εβασίλευσεν ο γαμβρός του Μαξιμιανός εν έτει σπη’ [288], εδιαβάλθη ο Άγιος προς αυτόν. Και παρασταθείς έμπροσθέν του, ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και ποιητήν του παντός. Όθεν πρώτον μεν εδάρθη με ραβδία τόσον πολλά, ώστε οπού οι δέρνοντες αυτόν στρατιώται ατόνησαν, και έπεσον κατά γης ως μισαποθαμένοι. Ο δε Μάρτυς της αληθείας υπό του Χριστού δυναμούμενος, τόσον ανδρείος εστέκετο, εις τρόπον ότι εφαίνετο, πως πάσχει εις ξένον σώμα και όχι εις το εδικόν του. Έπειτα κρεμασθείς καταξεσχίζεται τόσον πολλά, ώστε οπού οι καταξεσχίζοντες αυτόν δήμιοι απέκαμαν, και έπεσον κατά γης. Μετά ταύτα δίδοται εις τα θηρία δια να τον φάγουν. Τα δε θηρία, ω του θαύματος! εκυλίοντο εις τους πόδας του ως πρόβατα ήμερα. Είτα φέρεται εις τον ναόν δια να προσκυνήση τα είδωλα. Αυτός δε δια προσευχής του ταύτα εσύντριψε. Τελευταίον απεφάσισεν ο βασιλεύς δια να κόψουν την κεφαλήν του. Και ευθύς εξηράνθη το χέρι του δημίου οπού έμελλε να τον αποκεφαλίση. Πέρνωντας δε άλλος δήμιος το σπαθί, και σηκώσας αυτό δια να κτυπήση, τα όμοια έπαθε και εκείνος.
Όθεν ο Άγιος ερρίφθη εις την φυλακήν. Και πάλιν από εκεί εφέρθη εις εξέτασιν. Επειδή δε ο Άγιος έδειξε φανερά ότι με την δοκιμήν των βασάνων, ποτέ δεν ήθελεν αρνηθή τον Χριστόν, τούτου χάριν εδέθη με σίδηρα, και εξωρίσθη εις την Προικόνησον, ήτοι εις τον νυν λεγόμενον Μαρμαράν. Περιφερόμενος δε με τα δεσμά, έκαμνεν εις τον δρόμον όχι ολίγα θαύματα. Δαίμονας διώκων, λεπρούς καθαρίζων, κάθε ασθένειαν ιατρεύων, τα είδωλα με μόνον τον λόγον κατακρημνίζων και εις χώμα και νερόν αυτά μεταβάλλων. Πηγαίνωντας δε εις την Νίκαιαν δέσμιος, ευθύς μόνον οπού έγγιξεν εις ένα περιβόητον ναόν των ειδώλων, έπεσαν όλα τα είδωλα κατά γης, και εσυντρίφθησαν. Όθεν δια των τοιούτων θαυμάτων, πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν. Μαζί με τους οποίους ήτον και ο κόμης της πόλεως και οι εξ στρατιώται του.
Επειδή δε έφθασεν ο Άγιος εις τα μέρη της Σιγριανής, ήτις ευρίσκεται εις την Μηδίαν, πολλά και εκεί εποίησε θαύματα. Οι εκείσε δε ευρισκόμενοι, εμήνυσαν εις τον Άγιον, ότι εδώ κοντά μας ευρίσκεται ένας άνθρωπος Χριστιανός, Ευβίοτος ονομαζόμενος, ο οποίος, υπέφερε μεν διάφορα βάσανα και τιμωρίας από τον άρχοντα δια την πίστιν του Χριστού, εφυλάχθη όμως αβλαβής και ανίκητος ως αδάμας, και εποίησεν εξαίσια θαύματα. Ταύτα δε ως ήκουσεν ο Άγιος Φιλεταίρος, ηθέλησε να ιδή τον Ευβίοτον. Όθεν Άγγελος Κυρίου επήγεν εις τον Ευβίοτον και λέγει αυτώ. Εύγα ολίγον έξω του κελλίου σου, και πήγαινε εις τον δείνα τόπον δια να απαντήσης τον Άγιον Φιλεταίρον τον συμμάρτυρά σου. Ο δε Ευβίοτος ευγήκεν από το κελλίον του και κατέβαινεν από το βουνόν της Σιγριανής. Ο δε Άγιος Φιλεταίρος οδηγηθείς από ένα εγχώριον την στράταν, οπού επήγαινεν εις το κελλίον του Αγίου Ευβιότου, ανέβαινεν εις το αυτό βουνόν της Σιγριανής ομού με τον πιστεύσαντα κόμητα και τους εξ στρατιώτας του. Αφ’ ου δε ανέβηκαν ολίγον, βλέπουσι τον μακάριον Ευβίοτον, οπού εκατέβαινεν εις αυτούς. Όθεν χαιρετήσαντες ένας τον άλλον, και χαράς πολλής πλησθέντες, ανέβηκαν όλοι μαζί εις το κελλίον του Αγίου Ευβιότου. Εκεί δε διατριψάντων ημέρας επτά, εκοιμήθη ο μακάριος Φιλεταίρος τον γλυκύν ύπνον οπού επόθει, και προς τον ποθούμενον μετέστη Χριστόν, παραθείς την ψυχήν του εις τας χείρας αυτού. Όθεν ενταφίασεν αυτόν ο Άγιος Ευβίοτος εις το κελλίον του. Ομοίως και ο κόμης και οι συν αυτώ εξ στρατιώται, εκοιμήθησαν και αυτοί μετά ένδεκα ημέρας, αφ’ ου επήγαν εκεί, και ενταφιάσθησαν και αυτοί κοντά εις τον τάφον του Αγίου Φιλεταίρου. Τα δε περί του Αγίου Ευβιότου προεγράφησαν εις τας δεκαοκτώ του παρόντος μηνός.
*
Οι δια του Αγίου Φιλεταίρου πιστεύσαντες τω Χριστώ, ο τε κόμης και οι εξ στρατιώται, εν ειρήνη τελειούνται.
Εις καλόν απήντηκεν η οδός πέρας,
Τοις επτά τούτοις ουρανούς εφθακόσιν.
*
Ο Όσιος Λέων ο Αρχιμανδρίτης εν ειρήνη τελειούται.
Ρευστού μεταστάς Χριστέ Λέων εκ βίου,
Σκύμνον λέοντος εξ Ιούδα σε βλέπει.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Λ΄, μνήμη τῆς Ἁγίας Ὁσιομάρτυρος Ἀνυσίας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ.
Εἰς δεξιὰν νύττουσι πλευρὰν καιρίως,
Πλευρᾶς Ἀδὰμ κύημα τὴν Ἀνυσίαν.
Πλευρὴν Ἀνυσίης τριακοστῇ ἔγχος ἔνυξεν.
Αὕτη ἡ Ἁγία ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει σϞη΄ [298], καταγομένη ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Θεσσαλονίκης, θυγάτηρ γονέων εὐσεβῶν καὶ πολλὰ πλουσίων. Οἱ ὁποῖοι ἀφ’ οὗ ἀπέθανον, ἔζη ἡ Ἁγία κατ’ ἰδίαν ἡσυχάζουσα, καὶ εὐαρεστοῦσα εἰς τὸν Θεὸν διὰ πράξεως καὶ ἐργασίας τῶν θείων ἐντολῶν. Ταύτην τὴν Ἁγίαν μίαν φορὰν πηγαίνουσαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, κατὰ τὸ σύνηθες, ἀπάντησεν ἕνας στρατιώτης εἰδωλολάτρης καὶ Ἕλλην. Ὅθεν πιάσας αὐτήν, ἐτράβιζεν εἰς τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων, καὶ τὴν ἐπαρακίνει διὰ νὰ προσφέρῃ θυσίαν εἰς τοὺς δαίμονας. Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἁγία ὡμολόγησε Θεὸν τὸν Χριστόν, καὶ ἔπτυσεν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ μιαροῦ ἐκείνου στρατιώτου, τούτου χάριν ἐθυμώθη ὁ ἀλιτήριος, καὶ διαπερνᾷ τὴν πλευρὰν τῆς Ἁγίας μὲ τὸ σπαθί του. Καὶ ἔτζι ἔλαβεν ἡ μακαρία τὸν τοῦ μαρτυρίου ἀμάραντον στέφανον (1).
(1) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν Ἁγίαν ταύτην Ὁσιομάρτυρα Ἀνυσίαν, ἐγκώμιον ἔπλεξεν ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος, οὗ ἡ ἀρχή· «Οὐδὲν ἀρετῆς τιμιώτερον, οὐδέν τι λυσιτελέστερον». (Σῴζεται ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ὁσίας Θεοδώρας τῆς ἀπὸ Καισαρείας.
Ἀπῆρε δεσμοῦ σαρκὸς ἡ Θεοδώρα,
Οὗπερ λυθῆναι ζῶσα καὶ πρὶν ἠγάπα.
Αὕτη ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου τοῦ πατρὸς Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου, ἐν ἔτει φις΄ [716], καταγομένη ἀπὸ γένος λαμπρὸν καὶ περιφανές. Θυγάτηρ ὑπάρχουσα πατρὸς μέν, Θεοφίλου πατρικίου κατὰ τὴν ἀξίαν, μητρὸς δέ, Θεοδώρας. Ἡ μήτηρ της δὲ αὕτη εἰς πολλοὺς χρόνους στεῖρα οὖσα, καὶ λυπουμένη διὰ τὴν στείρωσιν, παρεκάλει τὸν Θεὸν καὶ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον νὰ τῇ χαρίσῃ τέκνον. Ὅθεν ὑπήκουσεν ὁ Θεὸς τὴν προσευχήν της, καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὴν τὴν χάριν ὁποῦ ἐζήτει, διὰ μέσου τῆς Ἁγίας Ἄννης τῆς μητρὸς τῆς Θεοτόκου. Καὶ λοιπὸν ἐγέννησε τὴν Ὁσίαν ταύτην Θεοδώραν. Ἡ ὁποία ὅταν ἔφθασεν εἰς μέτρον ἡλικίας, ἐπροσφέρθη εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Ἄννης, καὶ ἀφιερώθη εἰς τὸ Μοναστήριον αὐτῆς, τὸ λεγόμενον Ῥιγίδιον, ὡσὰν ἕνα θεϊκὸν ἀφιέρωμα. Ὅθεν θεοσεβῶς καὶ εὐτάκτως ὡδηγεῖτο ἀπὸ τὴν Ἡγουμένην καὶ ἐδιδάσκετο τὰ ἱερὰ γράμματα.
Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἡ Ὁσία καλῶς ἐπολιτεύετο, δὲν ὑπέφερεν ὁ πονηρὸς Διάβολος νὰ βλέπῃ τὸν ἑαυτόν του καταπατούμενον ἀπὸ μίαν ἁπαλὴν νεάνιδα. Ἀλλ’ ἐσήκωσε τὸν θεομάχον Λέοντα τὸν Ἴσαυρον, ὅστις ἐζήτει νὰ εὕρῃ γυναῖκα διὰ τὸν υἱόν του Χριστοφόρον, τὸν ὁποῖον εἶχε ἀνακηρύξῃ Καίσαρα. Ὅθεν ἀποχωρίσας τὴν τοῦ Κυρίου ἀμνάδα ταύτην ἀπὸ τὸ Μοναστήριόν της, μὲ βίαν καὶ δυναστείαν, ἠνάγκασεν αὐτὴν νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὅταν δὲ αὕτη ἐπῆγεν ἐκεῖ, ἑτοιμάσθησαν ἅπαντα τὰ πρὸς τὸν γάμον ἐπιτήδεια, καὶ ὁ θάλαμος εὐτρεπίσθη. Καὶ ὁ μὲν σκοπὸς τοῦ βασιλέως τοιοῦτος ἦτον. Ὁ Θεὸς ὅμως, ὁποῦ πάλαι μὲν ἐφοβέρισε τὸν Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου, ὅταν ἐζήτει νὰ πάρῃ τὴν Σάρραν. Καὶ ὁποῦ ὕστερον διὰ μέσου τῆς παρθένου Ῥιψιμίας ἐνίκησε τὸν Τηριδάτην. Αὐτὸς καὶ τὴν Ὁσίαν ταύτην Θεοδώραν ἐφύλαξε τότε ἀμόλυντον καὶ καθαράν, ἀπὸ τὴν κοινωνίαν καὶ μίξιν τοῦ αἰσθητοῦ νυμφίου.
Κατ’ ἐκεῖνον γὰρ τὸν καιρόν, καθ’ ὃν ἑτοιμάζετο ὁ γάμος, αἰφνιδίως καὶ παρ’ ἐλπίδα ἦλθον οἱ Σκύθαι μὲ στρατεύματα εἰς τὴν Εὐρώπην. Ὅθεν ὀγλίγωρα ἀπεστάλθη ὁ υἱὸς τοῦ βασιλέως καὶ ἐλπιζόμενος νυμφίος, διὰ νὰ ἀντιπολεμήσῃ τοὺς βαρβάρους. Καὶ εὐθὺς κατὰ τὴν πρώτην προσβολὴν τοῦ πολέμου, κτυπᾶται ἀπὸ τοὺς Σκύθας καὶ θανατώνεται. Τότε λοιπὸν πληροφορίαν λαβοῦσα ἡ ἄφθαρτος ἀμνὰς Θεοδώρα, τῆς εἰς αὐτὴν τοῦ Θεοῦ Προνοίας, πέρνει χρυσάφι καὶ ἀσῆμι καὶ μαργαριτάρια, καὶ ῥοῦχα πολύτιμα, καὶ φεύγει κρυφίως ἀπὸ τὸ παλάτι. Καὶ ἐμβαίνουσα εἰς καΐκιον, ἐπανεγύρισεν εἰς τὸ ἐδικόν της Μοναστήριον, χαίρουσα καὶ εὐχαριστοῦσα τῷ τῶν ὅλων Θεῷ. Ὅταν δὲ ἐφανερώθη ἡ φυγὴ τῆς Ὁσίας, ἐπῆγεν ὁ δεύτερος υἱὸς τοῦ Λέοντος εἰς τὸ Μοναστήριον πρὸς ἀναζήτησίν της. Εὑρὼν ὅμως αὐτὴν κουρευμένην καλογραίαν, καὶ ἐνδυμένην παλαιὰ καὶ ξεσχισμένα ἱμάτια, ἀφῆκεν αὐτήν (συνεργούσης βέβαια τῆς τοῦ Θεοῦ Προνοίας), καὶ δὲν τὴν ἐνώχλησεν. Ὅθεν ἀπὸ τότε λαβοῦσα ἡ Ἁγία τελείαν ἐλευθερίαν, τόσον πολλὰ κατεμάρανε τὸ σῶμά της, ὥστε ὁποῦ, ἔξωθεν ἐβλέποντο αἱ ἁρμονίαι τῶν κοκκάλων της. Ἐπειδὴ ἡ τροφή της ὅλη ἦτον μία οὐγγία ψωμί, ἤτοι ὀκτὼ δράμια. Καὶ αὐτὸ δὲ τὸ ἔτρωγε μίαν φορὰν εἰς κάθε δύω ἢ τρεῖς ἡμέρας, καὶ ὄχι κᾀνένα ἄλλο. Τὸ ἔνδυμά της ἦτον ἕνα καὶ μόνον, καὶ αὐτὸ τρίχινον, ἤγουν ὑφασμένον ἀπὸ γηδίσσας τρίχας. Ἡ κλίνη της ἦτον, ἐπάνωθεν μὲν σκεπασμένη μὲ ἕνα τρίχινον ὕφασμα. Ὑποκάτω δὲ αὐτῆς, ἦτον πέτραι ἐστρωμέναι. Καὶ ἔτζι ἐπάνω εἰς αὐτήν, ἐκοιμᾶτο ἕνα ὀλιγώτατον ὁμοῦ καὶ πικρότατον ὕπνον. Πολλαῖς φοραῖς δέ, ἔμενεν ἄγρυπνος καὶ ὅλην τὴν νύκτα. Δὲν ἠρκέσθη δὲ εἰς ταύτας τὰς κακοπαθείας ἡ μακαρία. Ἀλλὰ πρὸς τούτοις εἶχε καὶ σίδηρα φορεμένα, μὲ τῶν ὁποίων τὸ βάρος κατεπλήγωσε τὰ μέλη της, καὶ τὰ κατεδαπάνησε τόσον, ὥστε ὁποῦ εὔγαινεν ἀπὸ αὐτὰ δυσωδία. Μὲ τοιούτους λοιπὸν ἀγῶνας ἀγωνιζομένη εἰς χρόνους πολλούς, ἔλαμψεν εἰς κάθε εἶδος ἀρετῆς. Καὶ ἔτζι ἀπῆλθε πρὸς τὴν ἀγήρω καὶ μακαρίαν ζωὴν ἡ ἀοίδιμος.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Φιλεταίρου.
Φιλεταῖρος πέπονθεν ἀθλητῶν νόμῳ,
Κᾂν οὐκ ἀπῆλθεν ὡς ἀθλητὴς ἐκ βίου.
Ὅταν μίαν φορὰν ἦλθεν ὁ βασιλεὺς Διοκλητιανὸς εἰς τὴν Νικομήδειαν, ἤτοι τὸ νῦν λεγόμενον τουρκιστὶ Σμίτι, ἐν ἔτει σπς΄ [286], ἐφανέρωσάν τινες Ἕλληνες εἰς αὐτόν, διὰ ἕνα Χριστιανὸν ὀνομαζόμενον Φιλεταῖρον. Ὁ δὲ βασιλεὺς εὐθὺς ἔστειλε καὶ τὸν ἐπαράστησεν ἔμπροσθεν εἰς τὸ βασιλικόν του κριτήριον. Καὶ βλέπωντας αὐτόν, ἐξεπλάγη ἀπὸ μόνην τὴν θεωρίαν του. Ἦτον γὰρ ὁ Ἅγιος μεγαλόσωμος καὶ ὡραῖος. Αἱ δὲ τρίχες τῆς κεφαλῆς καὶ τῶν γενείων του, ἦτον λαμπραὶ καὶ στίλβουσαι σχεδὸν περισσότερον ἀπὸ τὸ χρυσίον. Ὅθεν ἀπὸ τὸν θαυμασμόν του, θεὸν αὐτὸν ὠνόμασεν ὁ Διοκλητιανός, καὶ ὄχι ἄνθρωπον. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτόν. Λέγε εἰς ἡμᾶς, πόθεν εἶσαι; καὶ πῶς λέγεται τὸ ὄνομά σου; καὶ ποῖον εἶναι τὸ ἐπιτήδευμά σου; Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη. Ταύτης τῆς πόλεως Νικομηδείας εἶμαι γέννημα καὶ θρέμμα. Εἶμαι υἱὸς ἐπάρχου. Εἶμαι καὶ Χριστιανὸς κατὰ τὴν πίστιν. Τὸ δὲ ὄνομά μου λέγεται Φιλεταῖρος.
Τότε ὁ βασιλεὺς καλέσας τὸν Ἅγιον μὲ τὸ ὄνομά του, ἐκολάκευεν αὐτόν, ζητῶν νὰ τὸν χωρίσῃ ἀπὸ τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν. Ἄρχισε δὲ καὶ νὰ λαλῇ λόγια βλάσφημα ἐναντίον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ δὲ Ἅγιος ταῦτα ἀκούσας, εὐθὺς ἐσήκωσε τὰ ὀμμάτιά του εἰς τὸν Οὐρανόν, καί, ἂς ἐμφραγῇ, εἶπεν, ἂς ἐμφραγῇ τὸ στόμα ἐκεῖνο, ὁποῦ λαλεῖ βλάσφημα κατὰ τοῦ Χριστοῦ μου. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς μὲ τὸν λόγον του, ἔγινε μία τόσον φοβερὰ βροντή, καὶ ἕνας σεισμός, ὥστε ὁποῦ ὁ βασιλεὺς ἐτρόμαξε μὲ ὅλους τοὺς μετ’ αὐτοῦ. Ὅθεν κατὰ προσταγὴν τοῦ τυράννου, ἀνάπτεται δυνατὰ μία κάμινος, καὶ μέσα εἰς αὐτὴν βάλλεται ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητής. Ἐκεῖ δὲ προσευχηθείς, διεσκόρπισε τὴν φωτίαν τῆς καμίνου, καὶ παντελῶς αὐτὴν ἔσβεσεν. Ὅθεν εὐγῆκεν ἀπὸ τὴν κάμινον ἀβλαβής. Τοῦτο τὸ θαῦμα βλέπων ὁ βασιλεύς, εὐλαβήθη τὸν Ἅγιον καὶ διὰ τὸ κάλλος του, καὶ διὰ τὸ λαμπρὸν γένος του. Περισσότερον δέ, διὰ τὰ ἀνωτέρω θαύματα. Ὅθεν ἀπέλυσεν αὐτὸν ἐλεύθερον νὰ ζῇ ὅπου θέλῃ καὶ βούλεται.
Ὅταν δὲ μαζὶ μὲ τὸν Διοκλητιανὸν ἐβασίλευσεν ὁ γαμβρός του Μαξιμιανὸς ἐν ἔτει σπη΄ [288], ἐδιαβάλθη ὁ Ἅγιος πρὸς αὐτόν. Καὶ παρασταθεὶς ἔμπροσθέν του, ὡμολόγησε τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινὸν καὶ ποιητὴν τοῦ παντός. Ὅθεν πρῶτον μὲν ἐδάρθη μὲ ῥαβδία τόσον πολλά, ὥστε ὁποῦ οἱ δέρνοντες αὐτὸν στρατιῶται ἀτόνησαν, καὶ ἔπεσον κατὰ γῆς ὡς μισαποθαμένοι. Ὁ δὲ Μάρτυς τῆς ἀληθείας ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ δυναμούμενος, τόσον ἀνδρεῖος ἐστέκετο, εἰς τρόπον ὅτι ἐφαίνετο, πῶς πάσχει εἰς ξένον σῶμα καὶ ὄχι εἰς τὸ ἐδικόν του. Ἔπειτα κρεμασθεὶς καταξεσχίζεται τόσον πολλά, ὥστε ὁποῦ οἱ καταξεσχίζοντες αὐτὸν δήμιοι ἀπέκαμαν, καὶ ἔπεσον κατὰ γῆς. Μετὰ ταῦτα δίδοται εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τὸν φάγουν. Τὰ δὲ θηρία, ὢ τοῦ θαύματος! ἐκυλίοντο εἰς τοὺς πόδας του ὡς πρόβατα ἥμερα. Εἶτα φέρεται εἰς τὸν ναὸν διὰ νὰ προσκυνήσῃ τὰ εἴδωλα. Αὐτὸς δὲ διὰ προσευχῆς του ταῦτα ἐσύντριψε. Τελευταῖον ἀπεφάσισεν ὁ βασιλεὺς διὰ νὰ κόψουν τὴν κεφαλήν του. Καὶ εὐθὺς ἐξηράνθη τὸ χέρι τοῦ δημίου ὁποῦ ἔμελλε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσῃ. Πέρνωντας δὲ ἄλλος δήμιος τὸ σπαθί, καὶ σηκώσας αὐτὸ διὰ νὰ κτυπήσῃ, τὰ ὅμοια ἔπαθε καὶ ἐκεῖνος.
Ὅθεν ὁ Ἅγιος ἐρρίφθη εἰς τὴν φυλακήν. Καὶ πάλιν ἀπὸ ἐκεῖ ἐφέρθη εἰς ἐξέτασιν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος ἔδειξε φανερὰ ὅτι μὲ τὴν δοκιμὴν τῶν βασάνων, ποτὲ δὲν ἤθελεν ἀρνηθῆ τὸν Χριστόν, τούτου χάριν ἐδέθη μὲ σίδηρα, καὶ ἐξωρίσθη εἰς τὴν Προικόνησον, ἤτοι εἰς τὸν νῦν λεγόμενον Μαρμαρᾶν. Περιφερόμενος δὲ μὲ τὰ δεσμά, ἔκαμνεν εἰς τὸν δρόμον ὄχι ὀλίγα θαύματα. Δαίμονας διώκων, λεπροὺς καθαρίζων, κάθε ἀσθένειαν ἰατρεύων, τὰ εἴδωλα μὲ μόνον τὸν λόγον κατακρημνίζων καὶ εἰς χῶμα καὶ νερὸν αὐτὰ μεταβάλλων. Πηγαίνωντας δὲ εἰς τὴν Νίκαιαν δέσμιος, εὐθὺς μόνον ὁποῦ ἔγγιξεν εἰς ἕνα περιβόητον ναὸν τῶν εἰδώλων, ἔπεσαν ὅλα τὰ εἴδωλα κατὰ γῆς, καὶ ἐσυντρίφθησαν. Ὅθεν διὰ τῶν τοιούτων θαυμάτων, πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν. Μαζὶ μὲ τοὺς ὁποίους ἦτον καὶ ὁ κόμης τῆς πόλεως καὶ οἱ ἓξ στρατιῶταί του.
Ἐπειδὴ δὲ ἔφθασεν ὁ Ἅγιος εἰς τὰ μέρη τῆς Σιγριανῆς, ἥτις εὑρίσκεται εἰς τὴν Μηδίαν, πολλὰ καὶ ἐκεῖ ἐποίησε θαύματα. Οἱ ἐκεῖσε δὲ εὑρισκόμενοι, ἐμήνυσαν εἰς τὸν Ἅγιον, ὅτι ἐδῶ κοντά μας εὑρίσκεται ἕνας ἄνθρωπος Χριστιανός, Εὐβίοτος ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος, ὑπέφερε μὲν διάφορα βάσανα καὶ τιμωρίας ἀπὸ τὸν ἄρχοντα διὰ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἐφυλάχθη ὅμως ἀβλαβὴς καὶ ἀνίκητος ὡς ἀδάμας, καὶ ἐποίησεν ἐξαίσια θαύματα. Ταῦτα δὲ ὡς ἤκουσεν ὁ Ἅγιος Φιλεταῖρος, ἠθέλησε νὰ ἰδῇ τὸν Εὐβίοτον. Ὅθεν Ἄγγελος Κυρίου ἐπῆγεν εἰς τὸν Εὐβίοτον καὶ λέγει αὐτῷ. Εὔγα ὀλίγον ἔξω τοῦ κελλίου σου, καὶ πήγαινε εἰς τὸν δεῖνα τόπον διὰ νὰ ἀπαντήσῃς τὸν Ἅγιον Φιλεταῖρον τὸν συμμάρτυρά σου. Ὁ δὲ Εὐβίοτος εὐγῆκεν ἀπὸ τὸ κελλίον του καὶ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ βουνὸν τῆς Σιγριανῆς. Ὁ δὲ Ἅγιος Φιλεταῖρος ὁδηγηθεὶς ἀπὸ ἕνα ἐγχώριον τὴν στράταν, ὁποῦ ἐπήγαινεν εἰς τὸ κελλίον τοῦ Ἁγίου Εὐβιότου, ἀνέβαινεν εἰς τὸ αὐτὸ βουνὸν τῆς Σιγριανῆς ὁμοῦ μὲ τὸν πιστεύσαντα κόμητα καὶ τοὺς ἓξ στρατιώτας του. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀνέβηκαν ὀλίγον, βλέπουσι τὸν μακάριον Εὐβίοτον, ὁποῦ ἐκατέβαινεν εἰς αὐτούς. Ὅθεν χαιρετήσαντες ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ χαρᾶς πολλῆς πλησθέντες, ἀνέβηκαν ὅλοι μαζὶ εἰς τὸ κελλίον τοῦ Ἁγίου Εὐβιότου. Ἐκεῖ δὲ διατριψάντων ἡμέρας ἑπτά, ἐκοιμήθη ὁ μακάριος Φιλεταῖρος τὸν γλυκὺν ὕπνον ὁποῦ ἐπόθει, καὶ πρὸς τὸν ποθούμενον μετέστη Χριστόν, παραθεὶς τὴν ψυχήν του εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Ὅθεν ἐνταφίασεν αὐτὸν ὁ Ἅγιος Εὐβίοτος εἰς τὸ κελλίον του. Ὁμοίως καὶ ὁ κόμης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἓξ στρατιῶται, ἐκοιμήθησαν καὶ αὐτοὶ μετὰ ἕνδεκα ἡμέρας, ἀφ’ οὗ ἐπῆγαν ἐκεῖ, καὶ ἐνταφιάσθησαν καὶ αὐτοὶ κοντὰ εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου Φιλεταίρου. Τὰ δὲ περὶ τοῦ Ἁγίου Εὐβιότου προεγράφησαν εἰς τὰς δεκαοκτὼ τοῦ παρόντος μηνός.
*
Οἱ διὰ τοῦ Ἁγίου Φιλεταίρου πιστεύσαντες τῷ Χριστῷ, ὅ τε κόμης καὶ οἱ ἓξ στρατιῶται, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται.
Εἰς καλὸν ἀπήντηκεν ἡ ὁδὸς πέρας,
Τοῖς ἑπτὰ τούτοις οὐρανοὺς ἐφθακόσιν.
*
Ὁ Ὅσιος Λέων ὁ Ἀρχιμανδρίτης ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ῥευστοῦ μεταστὰς Χριστὲ Λέων ἐκ βίου,
Σκύμνον λέοντος ἐξ Ἰούδα σὲ βλέπει.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *