Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου16 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Ις’, μνήμη του Αγίου Προφήτου Αγγαίου.
Αγγαίος άγγος, πλήρες ώφθη χαρίτων,
Ως υλικόν δε, τω χρόνω συνετρίβη.
Έκτη και δεκάτη Αγγαίον γαία συνέσχεν.
Ούτος εκατάγετο από την ιερατικήν φυλήν του Λευΐ, εγεννήθη δε εις την Βαβυλώνα, όταν ήτον σκλαβωμένοι οι Εβραίοι. Νέος δε ακόμη ώντας, ήλθεν από την Βαβυλώνα εις την Ιερουσαλήμ μαζί με τους άλλους Ιουδαίους. Και επροφήτευσεν ομού με τον Προφήτην Ζαχαρίαν, χρόνους τριανταέξ. Επρόλαβε δε την έλευσιν του Χριστού χρόνους τετρακοσίους εβδομήκοντα. Φανερώς δε επροφήτευσε δια την από Βαβυλώνος επιστροφήν των Ιουδαίων. Και είδεν εκ μέρους την δευτέραν οικοδομήν του Ναού. Και αποθανών, ετάφη ενδόξως κοντά εις τους τάφους των Ιερέων. Καθότι και αυτός, ως είπομεν, ήτον από γένος ιερατικόν. Ούτος κατά τον σωματικόν χαρακτήρα, ήτον μαλλιαρός εις την κεφαλήν, γέρωντας πολλά, στρογγυλόν έχων το γένειον. Κατά την ηλικίαν έντιμος, κατά την αρετήν περιφανής, αγαπώμενος υπό πάντων. Και τιμώμενος ως ένδοξος και μέγας Προφήτης. Αγγαίος δε ερμηνεύεται εορτή, ή εορτάζων, ή εορταζόμενος (1).
(1) Ο δε Αλέξανδρος εις τα Ιουδαϊκά ταύτα γράφει περί του Αγγαίου: δηλαδή ότι αυτός και ο Ζαχαρίας ο Βαραχίου, ήτον Προφήται συνομήλικοι και τον βίον ομότροποι. Ότι αυτός ήτον επί του δευτέρου έτους Δαρείου του νόθου, και άρχισε να λέγη τας προφητείας του εις τον Ζοροβάβελ και Ιησούν τον του Ιωσεδέκ. Και εις όλον τον λαόν, προαγορεύων δια την δευτέραν οικοδομήν του Ναού, και παρακινών τους Εβραίους εις αυτήν. Εις δύω δε κεφάλαια διαιρείται η προφητεία του. Εν τω τέλει δε του δευτέρου προλέγει περί του Σωτήρος ημών Χριστού, εικόνα και τύπον αυτού μεταχειριζόμενος τον Ζοροβάβελ. Λέγει δε εν αυτώ, ότι η δευτέρα δόξα του Ναού έσται υπέρ την πρώτην, καθότι ηξιώθη αυτός να λάβη κηρύττοντα εν αυτώ και διδάσκοντα, τον επιθυμητόν Μεσσίαν Χριστόν. Λέγει δε ο Άγιος Επιφάνιος, ότι ευρετής του αλληλούϊα είναι ο Προφήτης Αγγαίος. Πλην το αλληλούϊα προλαβών έγραψεν ο Προφήτης Δαβίδ. Το γαρ αινείτε τον Κύριον, όπερ γράφεται εις πολλούς Ψαλμούς, εβραϊστί λέγεται αλληλούϊα. Επειδή το αλληλούϊα ερμηνεύεται ελληνιστί αινείτε τον Κύριον, ή τον Όντα.
*
Τη αυτή ημέρα του Αγίου Μάρτυρος Μαρίνου.
Κάραν Μαρίνος ευτρεπίζει τω ξίφει,
Ης ο στέφανος ευτρεπής εκ Κυρίου.
Ούτος ήτον επί Καρίνου του βασιλέως, εν έτει σπγ’ [283], Ρωμαίος κατά το γένος, εκ νεαράς ηλικίας μετέχων από την βουλήν και τιμήν της βασιλικής Συγκλήτου. Διαβαλθείς δε ως Χριστιανός, παρεστάθη εις εξέτασιν. Και επειδή δεν ηθέλησε να θυσιάση εις τα είδωλα, κρεμάται και δέρνεται με ξυλίνας σπάθας. Έπειτα απλώνεται επάνω εις εσχάραν πεπυρωμένην. Είτα βάλλεται μέσα εις τηγάνι αναμμένον, και μέσα εις καζάνι γεμάτον από νερόν βρασμένον. Εφυλάχθη όμως από όλα αυτά αβλαβής, επειδή παραδόξως η φωτία μετεβάλθη εις δρόσον. Ύστερον ριφθείς εις τα θηρία δια να τον φάγουν, έμεινεν απείρακτος από αυτά δια της θείας χάριτος. Μετά ταύτα απατήσας τον βασιλέα, ότι έχει να υπάγη εις τον ναόν των ειδώλων δια να προσφέρη θυσίαν, αυτός δε πηγαίνωντας εκεί, δια προσευχής του κρημνίζει τα είδωλα. Όθεν δια την αιτίαν ταύτην αποκεφαλίζεται, και λαμβάνει παρά Κυρίου του μαρτυρίου τον στέφανον. Παρέπεμπον δε και ηκολούθων αυτώ έως εις τον τόπον της καταδίκης, ο πατήρ και η μήτηρ του, μακαρίζοντες αυτόν, δια τι ηξιώθη να λάβη τέλος μακάριον.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Πρόμος (2) και Ιλάριος, ξίφει τελειούνται.
Χλόη τις η φλοξ εστιν ειπόντος Πρόμου,
Ιλάριος ναί φησι φίλτατε Πρόμε.
(2) Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή Πρόβος γράφεται.
*
Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Μέμνων, ο Αρχιεπίσκοπος Εφέσου, εν ειρήνη τελειούται.
Μέμνων ο θείος του Θεού μεμνημένος,
Και τους υπ’ αυτόν τούτο ποιείν ηξίου.
*
Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Νικολάου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (3).
Ο Νικόλαος μάλλον ώφθη τω θρόνω,
Κόσμον παρασχών, ή παρ’ αυτού λαμβάνων.
(3) Ούτος φαίνεται να ήναι, ουχί ο Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος ο Μυστικός και Χρυσοβέργης επικαλούμενος, ο αφορίσας τον βασιλέα Λέοντα δια τον μετά της βασιλίδος Ζωής τέταρτον γάμον αυτού, αλλά ο Νικόλαος, ο Γραμματικός επονομαζόμενος, ο επί του Αλεξίου του Κομνηνού ων εν έτει ͵απζ’ [1087], όστις ήτον πρότερον άνθρωπος ασκητικός και Μοναχός εν τω Λοφαδίω. Ύστερον δε επατριάρχευσε χρόνους εικοσιεπτά και μήνας τρεις. Ήτον δε ούτος όχι αμέθεκτος από την εν λόγοις μάθησιν. Φθάσας δε εις γήρας βαθύ, και αρρωστήσας, εκοιμήθη εν Κυρίω. Επί τούτου εγένοντο και αι ένδεκα ερωτήσεις παρά τινων Μοναχών, όντων έξω της πόλεως, και αι ισάριθμοι εις αυτάς αποκρίσεις, ας όρα εν τω ημετέρω Κανονικώ.
*
Τη αυτή ημέρα τελείται τα εγκαίνια του Ναού του Αγίου Μάρτυρος Χριστοφόρου πλησίον του Αγίου Πολυεύκτου.
*
Μνήμη της αοιδίμου βασιλίσσης και θαυματουργού Θεοφανούς, συζύγου γενομένης Λέοντος του σοφωτάτου βασιλέως.
Εγγύς βασιλίς Θεοφανώ Κυρίου,
Ταις αρεταίς έστηκεν εστιλβωμένη.
Αύτη ήτον γέννημα και θρέμμα της Κωνσταντινουπόλεως, καταγομένη από αίμα βασιλικόν, εκ των περιφανών Μαρτινακίων, θυγάτηρ Κωνσταντίνου Ιλλουστρίου, και μητρός Άννης, οι οποίοι εκατάγοντο από την Ανατολήν. Ούτοι γαρ με το να μην είχον παιδίον, καθ’ εκάστην ημέραν ελυπούντο, και παρεκάλουν υπέρ τούτου την Κυρίαν Θεοτόκον, πάντοτε μεν διατρίβοντες εις τον αυτής πανσεβάσμιον Ναόν, τον ευρισκόμενον εις τον τόπον τον λεγόμενον Βάσσου (4), θερμοτάτας δε τας αυτών δεήσεις προσφέροντες. Λυθήτω Δέσποινα, λέγοντες, η του κόσμου Κυρία, λυθήτω η απαιδία, οπού λυπεί και καταξηραίνει ημάς τους δούλους σου. Όθεν επειδή με πίστιν εζήτουν, δια τούτο και έλαβον θηλυκόν παιδίον, την βασίλισσαν ταύτην Θεοφανώ. Αύτη λοιπόν αφ’ ου απέκοψε το γάλα, και έγινεν έξι χρόνων, επαιδεύθη τα ιερά γράμματα, και εστολίσθη με όλα τα είδη των καλών και αρετών. Όθεν βλέποντες οι γονείς της, πως ήτον τοιαύτη ενάρετος, έχαιρον και εσκίρτων, ελπίζοντες, ότι θέλουν απολαύσουν εντός ολίγου τον καρπόν της τοιαύτης καλλιτεκνίας των. Εις καιρόν λοιπόν οπού η πολυχαρίτωτος αύτη γυνή, μαζί με την ηλικίαν επρόκοπτεν εις μεγαλιτέρας αρετάς, και αύξανεν εις ανώτερα καλά, εζητήθη από τον βασιλέα Βασίλειον τον Μακεδόνα μία κόρη ωραία και ενάρετος. Όθεν εις την Θεοφανώ ταύτην ευρών ο ρηθείς βασιλεύς συναθροισμένα όλα ομού τα καλά, εσύναψεν αυτήν δια γάμου νομίμου με τον υιόν του Λέοντα τον Σοφόν και βασιλέα. Και λοιπόν ήτον γεμάτη όλη η Κωνσταντινούπολις από χαράν και ευφροσύνην δια τον τοιούτον βασιλικόν και τίμιον γάμον.
Δεν απέρασε καιρός πολύς αναμεταξύ, και ο Διάβολος έσπειρε δια μέσου της γλώσσης του Σανταβαρινού αββά, ένα ζιζάνιον και πονηρόν λόγον. Όθεν τούτον ακούσας ο πατήρ του Βασίλειος, κλείει εις φυλακήν τρεις χρόνους, τόσον τον υιόν του Λέοντα, όσον και την γυναίκα του ταύτην Θεοφανώ. Αλλ’ όμως όταν τα εγκαίνια έφθασαν του Προφήτου Ηλιού, τότε πάλιν εφιλιώθη ο πατήρ με τον υιόν, και μαζί με αυτόν ευγήκεν έξω και έκαμε την συνήθη προπομπήν. Επειδή δε ο βασιλεύς έπεσεν εις ασθένειαν, δια τούτο εκήρυξεν αυτοκράτορα και βασιλέα τον αυτόν υιόν του Λέοντα. Από τότε λοιπόν η τιμία αύτη βασίλισσα, διατρίβουσα εις τα βασιλικά παλάτια, επιμελείτο την σωτηρίαν της ψυχής της, την δε δόξαν της βασιλείας, ως ένα ουδέν ελογίαζε. Και όλα τα χαροποιά της ζωής ταύτης, ενόμιζεν ωσάν τα της αράχνης υφάσματα.
Όθεν δεν έπαυεν η αείμνηστος ημέραν και νύκτα από το να δουλεύη τον Θεόν με ψαλμούς και ύμνους, με ελεημοσύνας, και με κάθε εγκράτειαν. Και κατά μεν το έξω και το φαινόμενον, εφόρει βασιλικήν αλουργίδα. Κατά δε το έσω και το κρυπτόμενον, εφόρει ράκη και φορέματα τρίχινα, ήγουν υφασμένα από γηδίσσας τρίχας, και με αυτά εταλαιπώρει το σώμα της. Και τας μεν πολυτελείς εκαταφρόνει τραπέζας. Τροφήν δε είχεν η μακαρία ευτελή και αυτοσχέδιον, το ψωμίον δηλαδή και τα λάχανα, και με αυτά ευχαριστείτο, ωσάν να ήτον καμμία τρυφή και ξεφάντωμα. Εμοίραζε δε εις τους πτωχούς, όσα άσπρα ήθελαν πέσουν εις χείρας της. Και ου μόνον τούτο, αλλά και τα στολίδια και πολύτιμα ρούχα της πωλούσα η μακαρία, τα εσκόρπιζεν εις τους πένητας. Έδιδεν εις τας χήρας και ορφανά τα προς την χρείαν αυτών και αυτάρκειαν. Επλούτιζε τα Μοναστήρια και καταγώγια των ασκητών με άσπρα και υποστατικά. Επιμελείτο τους δούλους της, ωσάν να ήτον αδελφοί της. Ποτέ δεν ωνόμαζέ τινα άνθρωπον με μόνον το ψιλόν όνομά του· Γεώργιε! θετέον, ή Δημήτριε! ή Νικόλαε! αλλά επρόσθεττε πάντοτε και το κύριε: ήγουν κύριε Γεώργιε! κύριε Δημήτριε! και κύριε Νικόλαε!
Δεν ελάλησέ ποτε όρκον με την γλώσσαν της. Δεν ωμίλησε ψεύδος με τα χείλη της, ή κατηγορίαν κατά τινος. Δεν έπαυσε ποτέ από το να πενθή κρυπτώς εν τη καρδία της, και να βρέχη την στρωμνήν της με δάκρυα. Και αγκαλά η κλίνη της ήτον εστρωμένη με χρυσοΰφαντα πεύκια, και βασιλικά στρώματα, αύτη όμως, όταν ήρχετο η νύκτα, άφινε την κλίνην, και ανεπαύετο επάνω εις το έδαφος της γης, το οποίον ήτον εστρωμένον με μόνην ψάθαν, ή με τρίχινα υφάσματα, από τα οποία εσηκώνετο συχνάκις, και τω Θεώ τας προσευχάς της ανέπεμπεν. Όθεν από την πολλήν σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν, εκυρίευσεν αυτήν η ασθένεια του σώματος. Αλλ’ όμως η μακαρία αύτη αφορμήν εγκρατείας την ασθένειαν εμεταχειρίζετο. Δια τούτο, όσα φαγητά ητοίμαζαν δια την εδικήν της ασθένειαν, αυτή τα εμοίραζεν εις τους πεινασμένους. Το στόμα της τρισολβίας ταύτης, επειδή και ήτον συνειθισμένον εις την μελέτην των θείων λογίων, δια τούτο δεν έπαυέ ποτε από το να προφέρη τους ψαλμούς του Δαβίδ. Δεν επαραβλέπετο από αυτήν η επτάκις της ημέρας αίνεσις του Κυρίου. Ουδέ εκοιμήθη χωρίς δάκρυα η αοίδιμος. Ένα μεν, δια τι εσυλλυπείτο εις τας συμφοράς των άλλων και άλλο δε, διατί με τα δάκρυα εδυσώπει τον Κύριον, και έκαμνεν αυτόν ίλεων, τόσον εις τον εαυτόν της, όσον και εις τους άλλους.
Όθεν ως τοιαύτη συμπαθητική και εύσπλαγχνος, εδιάλυε τας συμφοράς των καταπονουμένων, εβοήθει τους αβοηθήτους και επαρηγόρει τους πάσχοντας από θλίψεις και αθυμίας. Και δια να ειπώ με συντομίαν, όλον τον κόσμον και τα εν κόσμω χαροποιά, απαρνήθη η βασιλίς αύτη δια τον Κύριον. Και σηκώσασα εις τους ώμους της τον σταυρόν του Χριστού, και τον ελαφρόν ζυγόν του, τούτω ηκολούθει προθύμως. Όθεν δεν απέτυχε των ελπιζομένων αιωνίων αγαθών. Δια τούτο ελθούσα εις το τέλος, επρογνώρισε την ώραν του θανάτου της, και εκάλεσεν όλους να την ασπασθούν. Τους οποίους και αυτή αμοιβαίως ασπασθείσα τον τελευταίον ασπασμόν, έτζι παρέδωκεν εν ειρήνη το μακάριον πνεύμα της εις χείρας Θεού (5).
(4) Παρά δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται εν τοις Φωρακίου.
(5) Το άγιον λείψανον αυτής ευρίσκεται εν τω Πατριαρχείω της Κωνσταντινουπόλεως αδιάφθορον.
*
Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Μοδέστου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων.
Φέρει Μόδεστε παμμάκαρ και σον τάφον,
Η τον τάφον φέρουσα γη του Κυρίου.
Ούτος εγεννήθη από ορθοδόξους γονείς, Ευσέβιον και Θεοδούλην ονομαζομένους, εν τη πόλει Σεβαστεία εν έτει σϞη’ [298]. Επειδή δε η μήτηρ του ήτον στείρα, τούτου χάριν δια προσευχής των γονέων του, εδόθη εις αυτούς υιός, ο μέγας ούτος Πατήρ, ύστερα από τεσσαράκοντα χρόνους του γάμου των. Αφ’ ου δε εγεννήθη ούτος, εδιαβάλθη ο πατήρ του εις τον Μαξιμιανόν, ως Χριστιανός. Και λοιπόν δεθείς, εκλείσθη μέσα εις φυλακήν. Τούτο δε μαθούσα η γυνή του Θεοδούλη, επήγε και αυτή εις την φυλακήν ομού με τον υιόν της τούτον. Εκεί δε εις την φυλακήν ευρισκόμενοι, παρεκάλεσαν και οι δύω τον Θεόν. Και έτζι παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Αγίων Αγγέλων, γενόμενοι Μάρτυρες κατά γνώμην και προαίρεσιν. Οι δε δεσμοφύλακες ευρόντες αυτούς αποθαμένους, ευρόντες δε και το παιδίον ζωντανόν εις το μέσον αυτών, το επήραν και το έφερον εις τον Μαξιμιανόν. Ήτον δε τότε πέντε μηνών. Ο δε βασιλεύς βλέπωντας το παιδίον νόστιμον και χαριέστατον, παρέδωκεν αυτό εις ένα συγκλητικόν δια να το αναθρέψη επιμελώς, ίνα με τον καιρόν γένη άξιον να υπηρετή τον ψευδώνυμον θεόν Δία. Τρεφόμενος λοιπόν κοντά εις τον συγκλητικόν ο μακάριος Μόδεστος, έμαθε, πως οι γονείς του μακαρίως απέθανον εις την φυλακήν δια τον Χριστόν. Όθεν όταν έφθασεν εις τους δεκατρείς χρόνους της ηλικίας του, τότε ευρίσκωντας ένα Χριστιανόν, από εκείνον εδιδάχθη την ευσέβειαν, και όλος αυτής οικείος και έκδοτος γίνεται. Ελυπείτο δε, διατί συνανεστρέφετο με τους Έλληνας.
Και μίαν φοράν, όταν ο Μαξιμιανός εκήρυξεν, ότι όλος ο λαός να προσφέρη θυσίας εις τους θεούς, τότε ο Άγιος ευρών άδειαν, επήγεν εις τον τάφον των γονέων του, και παρεκάλει αυτούς να τον ελευθερώσουν από τας χείρας των Ελλήνων, ίνα αξιωθή του Αγίου Βαπτίσματος. Όθεν ευρήκεν αυτόν ένας χρυσοχόος, καταγόμενος από τας Αθήνας. Και πέρνωντας αυτόν, τον επήγεν εις τας Αθήνας, όστις έκαμεν εις την στράταν διάφορα θαύματα. Πηγαίνωντας δε εκεί τον Άγιον, τον επαράστησεν εις τον Αρχιερέα, και έκαμεν αυτόν να διδαχθή την πίστιν τελειώτερον, και να βαπτισθή. Όταν δε εβαπτίζετο ο Άγιος, ηκολούθησε θαύμα παράδοξον. Εφάνη γαρ ένας στύλος πυρός από τους Ουρανούς καταβαίνωντας, ο οποίος επιστηρίζετο επάνω εις την κεφαλήν του βαπτιζομένου. Αφ’ ου δε εβαπτίσθη, ιάτρευσε με μόνην την προσευχήν και το εγγίξιμον της χειρός του, τον αδελφόν του χρυσοχόου, όστις έπασχεν από θανατηφόρον ασθένειαν. Ομοίως εθεράπευσε και ένα δαιμονισμένον. Είτα επειδή και ο χρυσοχόος και η γυνή του απέθανον, εγράφη μαζί με τους υιούς των και ο Άγιος ούτος εις τας διαθήκας των, κληρονόμος της περιουσίας εκείνων. Αλλ’ αυτός χαρίσας το μερίδιον της κληρονομίας του εις τους υιούς εκείνων, ανεχώρησεν εις τους ερημικωτέρους τόπους, και εκεί επέρνα την ζωήν του ασκητικώς. Οι δε του χρυσοχόου υιοί, μη υποφέροντες από τον φθόνον να βλέπουν τον Άγιον τιμώμενον από όλους, τι κάμνουσιν; Επειδή αυτοί έμελλον να υπάγουν εις το Μισήρι δια να πραγματευθούν, δια τούτο εκατάπεισαν και τον μακάριον Μόδεστον να υπάγη μαζί των. Εκεί δε πηγαίνοντες, επώλησαν ως δούλον τον Άγιον εις ένα άπιστον άνθρωπον, από τον οποίον έλαβε πολλά δεινά ο τρισόλβιος εις διάστημα επτά ολοκλήρων χρόνων. Αλλ’ ο Άγιος δια θερμής και επιμόνου προσευχής του, ηλευθέρωσε τον αυθέντην του εκείνον από την πλάνην της απιστίας. Και εκατάπεισεν αυτόν να πιστεύση και να βαπτισθή. Αλλά και πάσχοντα από δεινήν ασθένειαν, υγιή τούτον εποίησεν.
Αφ’ ου δε εκείνος απέθανεν, επήγεν ο Άγιος εις τα Ιεροσόλυμα χάριν προσκυνήσεως του ζωοδόχου Τάφου. Από τα Ιεροσόλυμα δε επήγεν εις το Σίναιον. Και εκεί ησυχάζων και εις μόνον προσέχων τον Θεόν, πολλά εποίησε θαύματα. Επειδή δε τότε απέθανεν ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων, δια τούτο εκ θείας αποκαλύψεως χειροτονείται Πατριάρχης Ιεροσολύμων ο Άγιος Μόδεστος, ώντας τότε χρόνων πεντήκοντα εννέα. Θαυματουργεί δε και τότε ο Άγιος πολλά θαύματα, από τα οποία ένα είναι και το εξής ρηθησόμενον. Ενός ανθρώπου Ιεροσολυμίτου απέθνησκον τα ζώα. Επειδή και η βρύσις του νερού, από το οποίον έπινον, εφαρμακεύθη από ένα οφίδι κατά συνεργίαν του δαίμονος. Εις την βρύσιν λοιπόν ταύτην επήγεν ο Άγιος. Και τα μεν νεκρωθέντα ζώα, ανέστησε. Το δε οφίδι, εθανάτωσε. Και τον δαίμονα έκαμε να φανή έμπροσθεν εις τους εκεί παρεστώτας, ο οποίος ώμνυε το φοβερόν όνομα του Θεού, ότι να μη πλησίαση ποτέ εις τον τόπον εκείνον, όπου ήθελεν επικαλεσθή το του Αγίου Μοδέστου όνομα. Αυτός ο Άγιος ήτον παντελώς αμνησίκακος, καθώς απέδειξε τούτο η κάτωθεν περίστασις. Οι υιοί γαρ του χρυσοχόου οι πωλήσαντες τον Άγιον εις το Μισήρι, επήγαν μίαν φοράν εις τα Ιεροσόλυμα, χωρίς να ηξεύρουν ότι ο παρ’ αυτών πωληθείς, είναι εκεί Πατριάρχης. Ο δε αμνησίκακος Μόδεστος, όχι μόνον δεν ετιμώρησεν αυτούς, εις εκδίκησιν του κακού οπού εις αυτόν έκαμαν, αλλά και προς τούτοις εδέχθη αυτούς ασπασίως, και εφιλοξένησε φιλοφρόνως, και ευεργέτησε μεγαλοπρεπώς. Έτσι λοιπόν οσίως πολιτευσάμενος ο αοίδιμος, και ζήσας μεν, όλους τους χρόνους της ζωής του εννενηνταεπτά, πατριαρχεύσας δε χρόνους τριανταοκτώ, απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς. (Τον κατά πλάτος Βίον του Αγίου όρα εις τον Εφραίμ (6).)
(6) Σημειούμεν ενταύθα, ότι άλλος είναι ο Μόδεστος ούτος από τον Μόδεστον τον κατά τους χρόνους Ηρακλείου του βασιλέως. Όστις εκλέχθη επιτροπικώς εις το να κυβερνήση την Εκκλησίαν Ιεροσολύμων, όταν απήχθη εις Περσίαν αιχμάλωτος υπό του Χοσρόου, Ζαχαρίας ο Ιεροσολύμων. Ο δε Μόδεστος εκείνος ήτον Αρχιμανδρίτης της Λαύρας του Αγίου Θεοδοσίου, κατά τον Θεοφάνη, λίαν καλός και ενάρετος, και δεύτερος Ζοροβάβελ φανείς εις την ανακαίνισιν των κατακαυθέντων Μοναστηρίων. Όθεν ουκ εγένετο Πατριάρχης τότε ο Μόδεστος. Ην γαρ έτι ζων ο νόμιμος Πατριάρχης Ζαχαρίας. Αλλά μόνον προσεκλήθη προεστώς και πρόεδρος των Ιεροσολύμων ο έργω και λόγω Μόδεστος. Μόδεστος γαρ λατινιστί ερμηνεύεται κόσμιος και εύτακτος, κοσμών και καλλωπίζων τα εκείσε σεμνεία, και ούτε τους Ιουδαίους φοβούμενος, ούτε τους Πέρσας. (Όρα σελ. 536 της Δωδεκαβίβλου.) Ο Μόδεστος δε ούτος ο δεύτερος αναφέρεται κατά την εικοστήν δευτέραν Ιαννουαρίου εις το Συναξάριον του Αγίου Αναστασίου του Πέρσου, του επί Ηρακλείου του βασιλέως. Σημείωσαι, ότι η εμή αδυναμία εσύνθεσε μίαν ευχήν εκ προσώπου του Αγίου Μοδέστου, λεγομένην εις πάσαν θανατηφόρον ασθένειαν των ζώων, κατά αίτησιν τινών Πατέρων. Την οποίαν όρα εις το τέλος του παρόντος Δεκεμβρίου. [Σ.τ.ε.: Τυπώνεται εις το τέλος του τρίτου τόμου της παρούσης εκδόσεως.] Ο δε ελληνικός Βίος τούτου, ευρίσκεται εν τη Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Ο θαυμαστός Μόδεστος».
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Ις΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Προφήτου Ἀγγαίου.
Ἀγγαῖος ἄγγος, πλῆρες ὤφθη χαρίτων,
Ὡς ὑλικὸν δέ, τῷ χρόνῳ συνετρίβη.
Ἕκτῃ καὶ δεκάτῃ Ἀγγαῖον γαῖα συνέσχεν.
Οὗτος ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν ἱερατικὴν φυλὴν τοῦ Λευΐ, ἐγεννήθη δὲ εἰς τὴν Βαβυλῶνα, ὅταν ἦτον σκλαβωμένοι οἱ Ἑβραῖοι. Νέος δὲ ἀκόμη ὤντας, ἦλθεν ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Ἰουδαίους. Καὶ ἐπροφήτευσεν ὁμοῦ μὲ τὸν Προφήτην Ζαχαρίαν, χρόνους τριανταέξ. Ἐπρόλαβε δὲ τὴν ἔλευσιν τοῦ Χριστοῦ χρόνους τετρακοσίους ἑβδομήκοντα. Φανερῶς δὲ ἐπροφήτευσε διὰ τὴν ἀπὸ Βαβυλῶνος ἐπιστροφὴν τῶν Ἰουδαίων. Καὶ εἶδεν ἐκ μέρους τὴν δευτέραν οἰκοδομὴν τοῦ Ναοῦ. Καὶ ἀποθανών, ἐτάφη ἐνδόξως κοντὰ εἰς τοὺς τάφους τῶν Ἱερέων. Καθότι καὶ αὐτός, ὡς εἴπομεν, ἦτον ἀπὸ γένος ἱερατικόν. Οὗτος κατὰ τὸν σωματικὸν χαρακτῆρα, ἦτον μαλλιαρὸς εἰς τὴν κεφαλήν, γέρωντας πολλά, στρογγυλὸν ἔχων τὸ γένειον. Κατὰ τὴν ἡλικίαν ἔντιμος, κατὰ τὴν ἀρετὴν περιφανής, ἀγαπώμενος ὑπὸ πάντων. Καὶ τιμώμενος ὡς ἔνδοξος καὶ μέγας Προφήτης. Ἀγγαῖος δὲ ἑρμηνεύεται ἑορτή, ἢ ἑορτάζων, ἢ ἑορταζόμενος (1).
(1) Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος εἰς τὰ Ἰουδαϊκὰ ταῦτα γράφει περὶ τοῦ Ἀγγαίου: δηλαδὴ ὅτι αὐτὸς καὶ ὁ Ζαχαρίας ὁ Βαραχίου, ἦτον Προφῆται συνομήλικοι καὶ τὸν βίον ὁμότροποι. Ὅτι αὐτὸς ἦτον ἐπὶ τοῦ δευτέρου ἔτους Δαρείου τοῦ νόθου, καὶ ἄρχισε νὰ λέγῃ τὰς προφητείας του εἰς τὸν Ζοροβάβελ καὶ Ἰησοῦν τὸν τοῦ Ἰωσεδέκ. Καὶ εἰς ὅλον τὸν λαόν, προαγορεύων διὰ τὴν δευτέραν οἰκοδομὴν τοῦ Ναοῦ, καὶ παρακινῶν τοὺς Ἑβραίους εἰς αὐτήν. Εἰς δύω δὲ κεφάλαια διαιρεῖται ἡ προφητεία του. Ἐν τῷ τέλει δὲ τοῦ δευτέρου προλέγει περὶ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ, εἰκόνα καὶ τύπον αὐτοῦ μεταχειριζόμενος τὸν Ζοροβάβελ. Λέγει δὲ ἐν αὐτῷ, ὅτι ἡ δευτέρα δόξα τοῦ Ναοῦ ἔσται ὑπὲρ τὴν πρώτην, καθότι ἠξιώθη αὐτὸς νὰ λάβῃ κηρύττοντα ἐν αὐτῷ καὶ διδάσκοντα, τὸν ἐπιθυμητὸν Μεσσίαν Χριστόν. Λέγει δὲ ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος, ὅτι εὑρετὴς τοῦ ἀλληλούϊα εἶναι ὁ Προφήτης Ἀγγαῖος. Πλὴν τὸ ἀλληλούϊα προλαβὼν ἔγραψεν ὁ Προφήτης Δαβίδ. Τὸ γὰρ αἰνεῖτε τὸν Κύριον, ὅπερ γράφεται εἰς πολλοὺς Ψαλμούς, ἑβραϊστὶ λέγεται ἀλληλούϊα. Ἐπειδὴ τὸ ἀλληλούϊα ἑρμηνεύεται ἑλληνιστὶ αἰνεῖτε τὸν Κύριον, ἢ τὸν Ὄντα.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μαρίνου.
Κάραν Μαρῖνος εὐτρεπίζει τῷ ξίφει,
Ἧς ὁ στέφανος εὐτρεπὴς ἐκ Κυρίου.
Οὗτος ἦτον ἐπὶ Καρίνου τοῦ βασιλέως, ἐν ἔτει σπγ΄ [283], Ῥωμαῖος κατὰ τὸ γένος, ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας μετέχων ἀπὸ τὴν βουλὴν καὶ τιμὴν τῆς βασιλικῆς Συγκλήτου. Διαβαλθεὶς δὲ ὡς Χριστιανός, παρεστάθη εἰς ἐξέτασιν. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἠθέλησε νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, κρεμᾶται καὶ δέρνεται μὲ ξυλίνας σπάθας. Ἔπειτα ἁπλώνεται ἐπάνω εἰς ἐσχάραν πεπυρωμένην. Εἶτα βάλλεται μέσα εἰς τηγάνι ἀναμμένον, καὶ μέσα εἰς καζάνι γεμάτον ἀπὸ νερὸν βρασμένον. Ἐφυλάχθη ὅμως ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἀβλαβής, ἐπειδὴ παραδόξως ἡ φωτία μετεβάλθη εἰς δρόσον. Ὕστερον ῥιφθεὶς εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τὸν φάγουν, ἔμεινεν ἀπείρακτος ἀπὸ αὐτὰ διὰ τῆς θείας χάριτος. Μετὰ ταῦτα ἀπατήσας τὸν βασιλέα, ὅτι ἔχει νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν ναὸν τῶν εἰδώλων διὰ νὰ προσφέρῃ θυσίαν, αὐτὸς δὲ πηγαίνωντας ἐκεῖ, διὰ προσευχῆς του κρημνίζει τὰ εἴδωλα. Ὅθεν διὰ τὴν αἰτίαν ταύτην ἀποκεφαλίζεται, καὶ λαμβάνει παρὰ Κυρίου τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Παρέπεμπον δὲ καὶ ἠκολούθων αὐτῷ ἕως εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ του, μακαρίζοντες αὐτόν, διὰ τὶ ἠξιώθη νὰ λάβῃ τέλος μακάριον.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πρόμος (2) καὶ Ἱλάριος, ξίφει τελειοῦνται.
Χλόη τις ἡ φλόξ ἐστιν εἰπόντος Πρόμου,
Ἱλάριος ναί φησι φίλτατε Πρόμε.
(2) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ Πρόβος γράφεται.
*
Ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Μέμνων, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Μέμνων ὁ θεῖος τοῦ Θεοῦ μεμνημένος,
Καὶ τοὺς ὑπ’ αὐτὸν τοῦτο ποιεῖν ἠξίου.
*
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Νικολάου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (3).
Ὁ Νικόλαος μᾶλλον ὤφθη τῷ θρόνῳ,
Κόσμον παρασχών, ἢ παρ’ αὐτοῦ λαμβάνων.
(3) Οὗτος φαίνεται νὰ ᾖναι, οὐχὶ ὁ Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος ὁ Μυστικὸς καὶ Χρυσοβέργης ἐπικαλούμενος, ὁ ἀφορίσας τὸν βασιλέα Λέοντα διὰ τὸν μετὰ τῆς βασιλίδος Ζωῆς τέταρτον γάμον αὐτοῦ, ἀλλὰ ὁ Νικόλαος, ὁ Γραμματικὸς ἐπονομαζόμενος, ὁ ἐπὶ τοῦ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ ὢν ἐν ἔτει ͵απζ΄ [1087], ὅστις ἦτον πρότερον ἄνθρωπος ἀσκητικὸς καὶ Μοναχὸς ἐν τῷ Λοφαδίῳ. Ὕστερον δὲ ἐπατριάρχευσε χρόνους εἰκοσιεπτὰ καὶ μῆνας τρεῖς. Ἦτον δὲ οὗτος ὄχι ἀμέθεκτος ἀπὸ τὴν ἐν λόγοις μάθησιν. Φθάσας δὲ εἰς γῆρας βαθύ, καὶ ἀρρωστήσας, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ. Ἐπὶ τούτου ἐγένοντο καὶ αἱ ἕνδεκα ἐρωτήσεις παρά τινων Μοναχῶν, ὄντων ἔξω τῆς πόλεως, καὶ αἱ ἰσάριθμοι εἰς αὐτὰς ἀποκρίσεις, ἃς ὅρα ἐν τῷ ἡμετέρῳ Κανονικῷ.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τελεῖται τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Χριστοφόρου πλησίον τοῦ Ἁγίου Πολυεύκτου.
*
Μνήμη τῆς ἀοιδίμου βασιλίσσης καὶ θαυματουργοῦ Θεοφανοῦς, συζύγου γενομένης Λέοντος τοῦ σοφωτάτου βασιλέως.
Ἐγγὺς βασιλὶς Θεοφανὼ Κυρίου,
Ταῖς ἀρεταῖς ἕστηκεν ἐστιλβωμένη.
Αὕτη ἦτον γέννημα καὶ θρέμμα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καταγομένη ἀπὸ αἷμα βασιλικόν, ἐκ τῶν περιφανῶν Μαρτινακίων, θυγάτηρ Κωνσταντίνου Ἰλλουστρίου, καὶ μητρὸς Ἄννης, οἱ ὁποῖοι ἐκατάγοντο ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν. Οὗτοι γὰρ μὲ τὸ νὰ μὴν εἶχον παιδίον, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἐλυποῦντο, καὶ παρεκάλουν ὑπὲρ τούτου τὴν Κυρίαν Θεοτόκον, πάντοτε μὲν διατρίβοντες εἰς τὸν αὐτῆς πανσεβάσμιον Ναόν, τὸν εὑρισκόμενον εἰς τὸν τόπον τὸν λεγόμενον Βάσσου (4), θερμοτάτας δὲ τὰς αὑτῶν δεήσεις προσφέροντες. Λυθήτω Δέσποινα, λέγοντες, ἡ τοῦ κόσμου Κυρία, λυθήτω ἡ ἀπαιδία, ὁποῦ λυπεῖ καὶ καταξηραίνει ἡμᾶς τοὺς δούλους σου. Ὅθεν ἐπειδὴ μὲ πίστιν ἐζήτουν, διὰ τοῦτο καὶ ἔλαβον θηλυκὸν παιδίον, τὴν βασίλισσαν ταύτην Θεοφανώ. Αὕτη λοιπὸν ἀφ’ οὗ ἀπέκοψε τὸ γάλα, καὶ ἔγινεν ἕξι χρόνων, ἐπαιδεύθη τὰ ἱερὰ γράμματα, καὶ ἐστολίσθη μὲ ὅλα τὰ εἴδη τῶν καλῶν καὶ ἀρετῶν. Ὅθεν βλέποντες οἱ γονεῖς της, πῶς ἦτον τοιαύτη ἐνάρετος, ἔχαιρον καὶ ἐσκίρτων, ἐλπίζοντες, ὅτι θέλουν ἀπολαύσουν ἐντὸς ὀλίγου τὸν καρπὸν τῆς τοιαύτης καλλιτεκνίας των. Εἰς καιρὸν λοιπὸν ὁποῦ ἡ πολυχαρίτωτος αὕτη γυνή, μαζὶ μὲ τὴν ἡλικίαν ἐπρόκοπτεν εἰς μεγαλιτέρας ἀρετάς, καὶ αὔξανεν εἰς ἀνώτερα καλά, ἐζητήθη ἀπὸ τὸν βασιλέα Βασίλειον τὸν Μακεδόνα μία κόρη ὡραία καὶ ἐνάρετος. Ὅθεν εἰς τὴν Θεοφανὼ ταύτην εὑρὼν ὁ ῥηθεὶς βασιλεὺς συναθροισμένα ὅλα ὁμοῦ τὰ καλά, ἐσύναψεν αὐτὴν διὰ γάμου νομίμου μὲ τὸν υἱόν του Λέοντα τὸν Σοφὸν καὶ βασιλέα. Καὶ λοιπὸν ἦτον γεμάτη ὅλη ἡ Κωνσταντινούπολις ἀπὸ χαρὰν καὶ εὐφροσύνην διὰ τὸν τοιοῦτον βασιλικὸν καὶ τίμιον γάμον.
Δὲν ἀπέρασε καιρὸς πολὺς ἀναμεταξύ, καὶ ὁ Διάβολος ἔσπειρε διὰ μέσου τῆς γλώσσης τοῦ Σανταβαρινοῦ ἀββᾶ, ἕνα ζιζάνιον καὶ πονηρὸν λόγον. Ὅθεν τοῦτον ἀκούσας ὁ πατήρ του Βασίλειος, κλείει εἰς φυλακὴν τρεῖς χρόνους, τόσον τὸν υἱόν του Λέοντα, ὅσον καὶ τὴν γυναῖκά του ταύτην Θεοφανώ. Ἀλλ’ ὅμως ὅταν τὰ ἐγκαίνια ἔφθασαν τοῦ Προφήτου Ἠλιού, τότε πάλιν ἐφιλιώθη ὁ πατὴρ μὲ τὸν υἱόν, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν εὐγῆκεν ἔξω καὶ ἔκαμε τὴν συνήθη προπομπήν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ βασιλεὺς ἔπεσεν εἰς ἀσθένειαν, διὰ τοῦτο ἐκήρυξεν αὐτοκράτορα καὶ βασιλέα τὸν αὐτὸν υἱόν του Λέοντα. Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἡ τιμία αὕτη βασίλισσα, διατρίβουσα εἰς τὰ βασιλικὰ παλάτια, ἐπιμελεῖτο τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς της, τὴν δὲ δόξαν τῆς βασιλείας, ὡς ἕνα οὐδὲν ἐλογίαζε. Καὶ ὅλα τὰ χαροποιὰ τῆς ζωῆς ταύτης, ἐνόμιζεν ὡσὰν τὰ τῆς ἀράχνης ὑφάσματα.
Ὅθεν δὲν ἔπαυεν ἡ ᾀείμνηστος ἡμέραν καὶ νύκτα ἀπὸ τὸ νὰ δουλεύῃ τὸν Θεὸν μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους, μὲ ἐλεημοσύνας, καὶ μὲ κάθε ἐγκράτειαν. Καὶ κατὰ μὲν τὸ ἔξω καὶ τὸ φαινόμενον, ἐφόρει βασιλικὴν ἁλουργίδα. Κατὰ δὲ τὸ ἔσω καὶ τὸ κρυπτόμενον, ἐφόρει ῥάκη καὶ φορέματα τρίχινα, ἤγουν ὑφασμένα ἀπὸ γηδίσσας τρίχας, καὶ μὲ αὐτὰ ἐταλαιπώρει τὸ σῶμά της. Καὶ τὰς μὲν πολυτελεῖς ἐκαταφρόνει τραπέζας. Τροφὴν δὲ εἶχεν ἡ μακαρία εὐτελῆ καὶ αὐτοσχέδιον, τὸ ψωμίον δηλαδὴ καὶ τὰ λάχανα, καὶ μὲ αὐτὰ εὐχαριστεῖτο, ὡσὰν νὰ ἦτον κᾀμμία τρυφὴ καὶ ξεφάντωμα. Ἐμοίραζε δὲ εἰς τοὺς πτωχούς, ὅσα ἄσπρα ἤθελαν πέσουν εἰς χεῖράς της. Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ τὰ στολίδια καὶ πολύτιμα ῥοῦχά της πωλοῦσα ἡ μακαρία, τὰ ἐσκόρπιζεν εἰς τοὺς πένητας. Ἔδιδεν εἰς τὰς χήρας καὶ ὀρφανὰ τὰ πρὸς τὴν χρείαν αὐτῶν καὶ αὐτάρκειαν. Ἐπλούτιζε τὰ Μοναστήρια καὶ καταγώγια τῶν ἀσκητῶν μὲ ἄσπρα καὶ ὑποστατικά. Ἐπιμελεῖτο τοὺς δούλους της, ὡσὰν νὰ ἦτον ἀδελφοί της. Ποτὲ δὲν ὠνόμαζέ τινα ἄνθρωπον μὲ μόνον τὸ ψιλὸν ὄνομά του· Γεώργιε! θετέον, ἢ Δημήτριε! ἢ Νικόλαε! ἀλλὰ ἐπρόσθεττε πάντοτε καὶ τὸ κύριε: ἤγουν κύριε Γεώργιε! κύριε Δημήτριε! καὶ κύριε Νικόλαε!
Δὲν ἐλάλησέ ποτε ὅρκον μὲ τὴν γλῶσσάν της. Δὲν ὡμίλησε ψεῦδος μὲ τὰ χείλη της, ἢ κατηγορίαν κατά τινος. Δὲν ἔπαυσε ποτὲ ἀπὸ τὸ νὰ πενθῇ κρυπτῶς ἐν τῇ καρδίᾳ της, καὶ νὰ βρέχῃ τὴν στρωμνήν της μὲ δάκρυα. Καὶ ἀγκαλὰ ἡ κλίνη της ἦτον ἐστρωμένη μὲ χρυσοΰφαντα πεύκια, καὶ βασιλικὰ στρώματα, αὕτη ὅμως, ὅταν ἤρχετο ἡ νύκτα, ἄφινε τὴν κλίνην, καὶ ἀνεπαύετο ἐπάνω εἰς τὸ ἔδαφος τῆς γῆς, τὸ ὁποῖον ἦτον ἐστρωμένον μὲ μόνην ψάθαν, ἢ μὲ τρίχινα ὑφάσματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐσηκώνετο συχνάκις, καὶ τῷ Θεῷ τὰς προσευχάς της ἀνέπεμπεν. Ὅθεν ἀπὸ τὴν πολλὴν σκληραγωγίαν καὶ κακοπάθειαν, ἐκυρίευσεν αὐτὴν ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματος. Ἀλλ’ ὅμως ἡ μακαρία αὕτη ἀφορμὴν ἐγκρατείας τὴν ἀσθένειαν ἐμεταχειρίζετο. Διὰ τοῦτο, ὅσα φαγητὰ ἡτοίμαζαν διὰ τὴν ἐδικήν της ἀσθένειαν, αὐτὴ τὰ ἐμοίραζεν εἰς τοὺς πεινασμένους. Τὸ στόμα τῆς τρισολβίας ταύτης, ἐπειδὴ καὶ ἦτον συνειθισμένον εἰς τὴν μελέτην τῶν θείων λογίων, διὰ τοῦτο δὲν ἔπαυέ ποτε ἀπὸ τὸ νὰ προφέρῃ τοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ. Δὲν ἐπαραβλέπετο ἀπὸ αὐτὴν ἡ ἑπτάκις τῆς ἡμέρας αἴνεσις τοῦ Κυρίου. Οὐδὲ ἐκοιμήθη χωρὶς δάκρυα ἡ ἀοίδιμος. Ἕνα μέν, διὰ τὶ ἐσυλλυπεῖτο εἰς τὰς συμφορὰς τῶν ἄλλων καὶ ἄλλο δέ, διατὶ μὲ τὰ δάκρυα ἐδυσώπει τὸν Κύριον, καὶ ἔκαμνεν αὐτὸν ἵλεων, τόσον εἰς τὸν ἑαυτόν της, ὅσον καὶ εἰς τοὺς ἄλλους.
Ὅθεν ὡς τοιαύτη συμπαθητικὴ καὶ εὔσπλαγχνος, ἐδιάλυε τὰς συμφορὰς τῶν καταπονουμένων, ἐβοήθει τοὺς ἀβοηθήτους καὶ ἐπαρηγόρει τοὺς πάσχοντας ἀπὸ θλίψεις καὶ ἀθυμίας. Καὶ διὰ νὰ εἰπῶ μὲ συντομίαν, ὅλον τὸν κόσμον καὶ τὰ ἐν κόσμῳ χαροποιά, ἀπαρνήθη ἡ βασιλὶς αὕτη διὰ τὸν Κύριον. Καὶ σηκώσασα εἰς τοὺς ὤμους της τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸν ἐλαφρὸν ζυγόν του, τούτῳ ἠκολούθει προθύμως. Ὅθεν δὲν ἀπέτυχε τῶν ἐλπιζομένων αἰωνίων ἀγαθῶν. Διὰ τοῦτο ἐλθοῦσα εἰς τὸ τέλος, ἐπρογνώρισε τὴν ὥραν τοῦ θανάτου της, καὶ ἐκάλεσεν ὅλους νὰ τὴν ἀσπασθοῦν. Τοὺς ὁποίους καὶ αὐτὴ ἀμοιβαίως ἀσπασθεῖσα τὸν τελευταῖον ἀσπασμόν, ἔτζι παρέδωκεν ἐν εἰρήνῃ τὸ μακάριον πνεῦμά της εἰς χεῖρας Θεοῦ (5).
(4) Παρὰ δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ γράφεται ἐν τοῖς Φωρακίου.
(5) Τὸ ἅγιον λείψανον αὐτῆς εὑρίσκεται ἐν τῷ Πατριαρχείῳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀδιάφθορον.
*
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Μοδέστου Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων.
Φέρει Μόδεστε παμμάκαρ καὶ σὸν τάφον,
Ἡ τὸν τάφον φέρουσα γῆ τοῦ Κυρίου.
Οὗτος ἐγεννήθη ἀπὸ ὀρθοδόξους γονεῖς, Εὐσέβιον καὶ Θεοδούλην ὀνομαζομένους, ἐν τῇ πόλει Σεβαστείᾳ ἐν ἔτει σϞη΄ [298]. Ἐπειδὴ δὲ ἡ μήτηρ του ἦτον στεῖρα, τούτου χάριν διὰ προσευχῆς τῶν γονέων του, ἐδόθη εἰς αὐτοὺς υἱός, ὁ μέγας οὗτος Πατήρ, ὕστερα ἀπὸ τεσσαράκοντα χρόνους τοῦ γάμου των. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐγεννήθη οὗτος, ἐδιαβάλθη ὁ πατήρ του εἰς τὸν Μαξιμιανόν, ὡς Χριστιανός. Καὶ λοιπὸν δεθείς, ἐκλείσθη μέσα εἰς φυλακήν. Τοῦτο δὲ μαθοῦσα ἡ γυνή του Θεοδούλη, ἐπῆγε καὶ αὐτὴ εἰς τὴν φυλακὴν ὁμοῦ μὲ τὸν υἱόν της τοῦτον. Ἐκεῖ δὲ εἰς τὴν φυλακὴν εὑρισκόμενοι, παρεκάλεσαν καὶ οἱ δύω τὸν Θεόν. Καὶ ἔτζι παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Ἁγίων Ἀγγέλων, γενόμενοι Μάρτυρες κατὰ γνώμην καὶ προαίρεσιν. Οἱ δὲ δεσμοφύλακες εὑρόντες αὐτοὺς ἀποθαμένους, εὑρόντες δὲ καὶ τὸ παιδίον ζωντανὸν εἰς τὸ μέσον αὐτῶν, τὸ ἐπῆραν καὶ τὸ ἔφερον εἰς τὸν Μαξιμιανόν. Ἦτον δὲ τότε πέντε μηνῶν. Ὁ δὲ βασιλεὺς βλέπωντας τὸ παιδίον νόστιμον καὶ χαριέστατον, παρέδωκεν αὐτὸ εἰς ἕνα συγκλητικὸν διὰ νὰ τὸ ἀναθρέψῃ ἐπιμελῶς, ἵνα μὲ τὸν καιρὸν γένῃ ἄξιον νὰ ὑπηρετῇ τὸν ψευδώνυμον θεὸν Δία. Τρεφόμενος λοιπὸν κοντὰ εἰς τὸν συγκλητικὸν ὁ μακάριος Μόδεστος, ἔμαθε, πῶς οἱ γονεῖς του μακαρίως ἀπέθανον εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὸν Χριστόν. Ὅθεν ὅταν ἔφθασεν εἰς τοὺς δεκατρεῖς χρόνους τῆς ἡλικίας του, τότε εὑρίσκωντας ἕνα Χριστιανόν, ἀπὸ ἐκεῖνον ἐδιδάχθη τὴν εὐσέβειαν, καὶ ὅλος αὐτῆς οἰκεῖος καὶ ἔκδοτος γίνεται. Ἐλυπεῖτο δέ, διατὶ συνανεστρέφετο μὲ τοὺς Ἕλληνας.
Καὶ μίαν φοράν, ὅταν ὁ Μαξιμιανὸς ἐκήρυξεν, ὅτι ὅλος ὁ λαὸς νὰ προσφέρῃ θυσίας εἰς τοὺς θεούς, τότε ὁ Ἅγιος εὑρὼν ἄδειαν, ἐπῆγεν εἰς τὸν τάφον τῶν γονέων του, καὶ παρεκάλει αὐτοὺς νὰ τὸν ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν Ἑλλήνων, ἵνα ἀξιωθῇ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Ὅθεν εὑρῆκεν αὐτὸν ἕνας χρυσοχόος, καταγόμενος ἀπὸ τὰς Ἀθήνας. Καὶ πέρνωντας αὐτόν, τὸν ἐπῆγεν εἰς τὰς Ἀθήνας, ὅστις ἔκαμεν εἰς τὴν στράταν διάφορα θαύματα. Πηγαίνωντας δὲ ἐκεῖ τὸν Ἅγιον, τὸν ἐπαράστησεν εἰς τὸν Ἀρχιερέα, καὶ ἔκαμεν αὐτὸν νὰ διδαχθῇ τὴν πίστιν τελειώτερον, καὶ νὰ βαπτισθῇ. Ὅταν δὲ ἐβαπτίζετο ὁ Ἅγιος, ἠκολούθησε θαῦμα παράδοξον. Ἐφάνη γὰρ ἕνας στύλος πυρὸς ἀπὸ τοὺς Οὐρανοὺς καταβαίνωντας, ὁ ὁποῖος ἐπιστηρίζετο ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ βαπτιζομένου. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐβαπτίσθη, ἰάτρευσε μὲ μόνην τὴν προσευχὴν καὶ τὸ ἐγγίξιμον τῆς χειρός του, τὸν ἀδελφὸν τοῦ χρυσοχόου, ὅστις ἔπασχεν ἀπὸ θανατηφόρον ἀσθένειαν. Ὁμοίως ἐθεράπευσε καὶ ἕνα δαιμονισμένον. Εἶτα ἐπειδὴ καὶ ὁ χρυσοχόος καὶ ἡ γυνή του ἀπέθανον, ἐγράφη μαζὶ μὲ τοὺς υἱούς των καὶ ὁ Ἅγιος οὗτος εἰς τὰς διαθήκας των, κληρονόμος τῆς περιουσίας ἐκείνων. Ἀλλ’ αὐτὸς χαρίσας τὸ μερίδιον τῆς κληρονομίας του εἰς τοὺς υἱοὺς ἐκείνων, ἀνεχώρησεν εἰς τοὺς ἐρημικωτέρους τόπους, καὶ ἐκεῖ ἐπέρνα τὴν ζωήν του ἀσκητικῶς. Οἱ δὲ τοῦ χρυσοχόου υἱοί, μὴ ὑποφέροντες ἀπὸ τὸν φθόνον νὰ βλέπουν τὸν Ἅγιον τιμώμενον ἀπὸ ὅλους, τί κάμνουσιν; Ἐπειδὴ αὐτοὶ ἔμελλον νὰ ὑπάγουν εἰς τὸ Μισῆρι διὰ νὰ πραγματευθοῦν, διὰ τοῦτο ἐκατάπεισαν καὶ τὸν μακάριον Μόδεστον νὰ ὑπάγῃ μαζί των. Ἐκεῖ δὲ πηγαίνοντες, ἐπώλησαν ὡς δοῦλον τὸν Ἅγιον εἰς ἕνα ἄπιστον ἄνθρωπον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔλαβε πολλὰ δεινὰ ὁ τρισόλβιος εἰς διάστημα ἑπτὰ ὁλοκλήρων χρόνων. Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος διὰ θερμῆς καὶ ἐπιμόνου προσευχῆς του, ἠλευθέρωσε τὸν αὐθέντην του ἐκεῖνον ἀπὸ τὴν πλάνην τῆς ἀπιστίας. Καὶ ἐκατάπεισεν αὐτὸν νὰ πιστεύσῃ καὶ νὰ βαπτισθῇ. Ἀλλὰ καὶ πάσχοντα ἀπὸ δεινὴν ἀσθένειαν, ὑγιῆ τοῦτον ἐποίησεν.
Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκεῖνος ἀπέθανεν, ἐπῆγεν ὁ Ἅγιος εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα χάριν προσκυνήσεως τοῦ ζωοδόχου Τάφου. Ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα δὲ ἐπῆγεν εἰς τὸ Σίναιον. Καὶ ἐκεῖ ἡσυχάζων καὶ εἰς μόνον προσέχων τὸν Θεόν, πολλὰ ἐποίησε θαύματα. Ἐπειδὴ δὲ τότε ἀπέθανεν ὁ Πατριάρχης τῶν Ἱεροσολύμων, διὰ τοῦτο ἐκ θείας ἀποκαλύψεως χειροτονεῖται Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ὁ Ἅγιος Μόδεστος, ὤντας τότε χρόνων πεντήκοντα ἐννέα. Θαυματουργεῖ δὲ καὶ τότε ὁ Ἅγιος πολλὰ θαύματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἕνα εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς ῥηθησόμενον. Ἑνὸς ἀνθρώπου Ἱεροσολυμίτου ἀπέθνησκον τὰ ζῶα. Ἐπειδὴ καὶ ἡ βρύσις τοῦ νεροῦ, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔπινον, ἐφαρμακεύθη ἀπὸ ἕνα ὀφίδι κατὰ συνεργίαν τοῦ δαίμονος. Εἰς τὴν βρύσιν λοιπὸν ταύτην ἐπῆγεν ὁ Ἅγιος. Καὶ τὰ μὲν νεκρωθέντα ζῶα, ἀνέστησε. Τὸ δὲ ὀφίδι, ἐθανάτωσε. Καὶ τὸν δαίμονα ἔκαμε νὰ φανῇ ἔμπροσθεν εἰς τοὺς ἐκεῖ παρεστῶτας, ὁ ὁποῖος ὤμνυε τὸ φοβερὸν ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὅτι νὰ μὴ πλησίασῃ ποτὲ εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου ἤθελεν ἐπικαλεσθῇ τὸ τοῦ Ἁγίου Μοδέστου ὄνομα. Αὐτὸς ὁ Ἅγιος ἦτον παντελῶς ἀμνησίκακος, καθὼς ἀπέδειξε τοῦτο ἡ κάτωθεν περίστασις. Οἱ υἱοὶ γὰρ τοῦ χρυσοχόου οἱ πωλήσαντες τὸν Ἅγιον εἰς τὸ Μισῆρι, ἐπῆγαν μίαν φορὰν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, χωρὶς νὰ ἠξεύρουν ὅτι ὁ παρ’ αὐτῶν πωληθείς, εἶναι ἐκεῖ Πατριάρχης. Ὁ δὲ ἀμνησίκακος Μόδεστος, ὄχι μόνον δὲν ἐτιμώρησεν αὐτούς, εἰς ἐκδίκησιν τοῦ κακοῦ ὁποῦ εἰς αὐτὸν ἔκαμαν, ἀλλὰ καὶ πρὸς τούτοις ἐδέχθη αὐτοὺς ἀσπασίως, καὶ ἐφιλοξένησε φιλοφρόνως, καὶ εὐεργέτησε μεγαλοπρεπῶς. Ἔτσι λοιπὸν ὁσίως πολιτευσάμενος ὁ ἀοίδιμος, καὶ ζήσας μέν, ὅλους τοὺς χρόνους τῆς ζωῆς του ἐννενηνταεπτά, πατριαρχεύσας δὲ χρόνους τριανταοκτώ, ἀπῆλθεν εἰς τὰς αἰωνίους μονάς. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ἁγίου ὅρα εἰς τὸν Ἐφραίμ (6).)
(6) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ Μόδεστος οὗτος ἀπὸ τὸν Μόδεστον τὸν κατὰ τοὺς χρόνους Ἡρακλείου τοῦ βασιλέως. Ὅστις ἐκλέχθη ἐπιτροπικῶς εἰς τὸ νὰ κυβερνήσῃ τὴν Ἐκκλησίαν Ἱεροσολύμων, ὅταν ἀπήχθη εἰς Περσίαν αἰχμάλωτος ὑπὸ τοῦ Χοσρόου, Ζαχαρίας ὁ Ἱεροσολύμων. Ὁ δὲ Μόδεστος ἐκεῖνος ἦτον Ἀρχιμανδρίτης τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, κατὰ τὸν Θεοφάνη, λίαν καλὸς καὶ ἐνάρετος, καὶ δεύτερος Ζοροβάβελ φανεὶς εἰς τὴν ἀνακαίνισιν τῶν κατακαυθέντων Μοναστηρίων. Ὅθεν οὐκ ἐγένετο Πατριάρχης τότε ὁ Μόδεστος. Ἦν γὰρ ἔτι ζῶν ὁ νόμιμος Πατριάρχης Ζαχαρίας. Ἀλλὰ μόνον προσεκλήθη προεστὼς καὶ πρόεδρος τῶν Ἱεροσολύμων ὁ ἔργῳ καὶ λόγῳ Μόδεστος. Μόδεστος γὰρ λατινιστὶ ἑρμηνεύεται κόσμιος καὶ εὔτακτος, κοσμῶν καὶ καλλωπίζων τὰ ἐκεῖσε σεμνεῖα, καὶ οὔτε τοὺς Ἰουδαίους φοβούμενος, οὔτε τοὺς Πέρσας. (Ὅρα σελ. 536 τῆς Δωδεκαβίβλου.) Ὁ Μόδεστος δὲ οὗτος ὁ δεύτερος ἀναφέρεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν δευτέραν Ἰαννουαρίου εἰς τὸ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου, τοῦ ἐπὶ Ἡρακλείου τοῦ βασιλέως. Σημείωσαι, ὅτι ἡ ἐμὴ ἀδυναμία ἐσύνθεσε μίαν εὐχὴν ἐκ προσώπου τοῦ Ἁγίου Μοδέστου, λεγομένην εἰς πᾶσαν θανατηφόρον ἀσθένειαν τῶν ζώων, κατὰ αἴτησιν τινῶν Πατέρων. Τὴν ὁποίαν ὅρα εἰς τὸ τέλος τοῦ παρόντος Δεκεμβρίου. [Σ.τ.ἐ.: Τυπώνεται εἰς τὸ τέλος τοῦ τρίτου τόμου τῆς παρούσης ἐκδόσεως.] Ὁ δὲ ἑλληνικὸς Βίος τούτου, εὑρίσκεται ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὁ θαυμαστὸς Μόδεστος».
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *