Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου15 Δεκεμβρίου

Των Αγίων Ελευθερίου, Ανθίας της μητρός αυτού, Σωσάννης, Βάκχου κ.ά.

 Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος ΕλευθέριοςΤω αυτώ μηνί ΙΕ’, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Ελευθερίου.

Ελευθέριος ως αδουλόνους φύσει,
Σπάθας θεωρών ουκ εδουλούτο πλάνη.

Δίον Ελευθέριον δεκάτη πέφνε φάσγανα πέμπτη.

Ούτος ήτον από την πόλιν της Ρώμης, εν έτει ριζ’ [117], πολλά νέος κατά την ηλικίαν, ορφανός από πατέρα, μητέρα δε μόνην έχων, ονομαζομένην Ανθίαν. Η οποία εδιδάχθη από τον Απόστολον Παύλον την εις Χριστόν πίστιν. Ούτος λοιπόν όταν ήτον ακόμη παιδίον επροσφέρθη από την μητέρα του εις τον Επίσκοπον της Ρώμης Ανίκητον. Και από εκείνον έμαθε τα ιερά γράμματα, και εσυναριθμήθη με το τάγμα των κληρικών, ήτοι έγινεν Αναγνώστης. Όταν δε έγινε δεκαπέντε χρόνων, εχειροτονήθη Διάκονος. Κατά δε τον δέκατον όγδοον χρόνον της ηλικίας του εχειροτονήθη Ιερεύς, και εις τον εικοστόν χρόνον εχειροτονήθη Επίσκοπος του Ιλλυρικού, πολλά πρότερον εργασάμενος θαύματα δια την υπερβάλλουσαν αρετήν του (1). Επειδή δε επίστρεφεν εις την πίστιν του Χριστού πολλούς Έλληνας δια μέσου της διδασκαλίας του, τούτου χάριν εφέρθη έμπροσθεν του βασιλέως Αδριανού. Και τον Χριστόν Θεόν αληθινόν ανακηρύξας, κατά προσταγήν του βασιλέως βάλλεται επάνω εις ένα χάλκινον και πεπυρωμένον κρεββάτι, υποκάτω εις το οποίον ήτον εστρωμένη φωτία. Έπειτα εξαπλόνεται επάνω εις μίαν εσχάραν πολλά αναμμένην. Και μετά ταύτα βάλλεται μέσα εις ένα πυρωμένον τηγάνι γεμάτον από λάδι και οξύγγι και πίσσαν. Υπό της θείας όμως χάριτος διεφυλάχθη από όλα αυτά αβλαβής.

Ύστερον δε κατασκευάζεται με την συμβουλήν του επάρχου Κορέμμονος ένας φούρνος, ο οποίος είχε σούβλας οξείας από τα δύω μέρη. Μέσα εις τον οποίον, πρώτος ο Κορέμμων εμβήκε Πνεύματος Αγίου πλησθείς, και τον Χριστόν Θεόν είναι ομολογήσας. Επειδή δε ευγήκεν από εκεί αβλαβής, δια τούτο αποκεφαλίζεται, και λαμβάνει του μαρτυρίου τον στέφανον. Ο δε Άγιος Ελευθέριος εβάλθη μέσα εις τηγάνι. Και παρευθύς εσβύσθη μεν η φωτία, αυτός δε ευγήκεν από εκεί σώος και αβλαβής. Έπειτα ρίπτεται εις την φυλακήν, δεθείς δε εις καρότζαν, τραβίζεται από άγρια άλογα. Και λυθείς από την καρότζαν υπό θείων Αγγέλων, ανέβη επάνω εις ένα βουνόν υψηλόν, και εκεί συνανεστρέφετο με τα άγρια ζώα. Τα οποία ημέροναν, όταν ο Άγιος εμελέτα τα λόγια του Θεού. Επειδή δε εστάλθησαν στρατιώται δια να πιάσουν αυτόν, τούτους ο Άγιος νουθετήσας, επίστρεψεν εις την πίστιν του Χριστού και εβάπτισεν. Ου μόνον δε τούτους, αλλά και άλλους Έλληνας έως πεντακοσίους εβάπτισε, πιστεύσαντας εις τον Χριστόν. Φερθείς δε εις τον βασιλέα, και δοθείς εις τα θηρία δια να τον φάγουν, εδιαφυλάχθη σώος και αβλαβής. Και τελευταίον θανατόνεται από δύω στρατιώτας κατά προσταγήν του βασιλέως. Η δε μήτηρ του Ανθία εναγκαλισθείσα το νεκρόν λείψανον του υιού της, και κατασπαζομένη αυτό, με το ξίφος και αυτή θανατόνεται. Και ούτω μετά του υιού της λαμβάνει τον στέφανον της αθλήσεως. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον μαρτυρικόν Ναόν τον όντα πλησίον του Ξηρολόφου. (Όρα τον κατά πλάτος Βίον τούτου εις τον Νέον Παράδεισον (2).)

(1) Ας μη θαυμάζη τινάς, διατί ο Άγιος ούτος εχειροτονήθη παρ’ ηλικίαν έξω από τους θείους και ιερούς Κανόνας, τόσον της Οικουμενικής Έκτης, όσον και της εν Νεοκαισαρεία τοπικής Συνόδου. Οίτινες διορίζουν ότι ο μεν Διάκονος, να χειροτονήται χρόνων εικοσιπέντε. Ο δε Πρεσβύτερος, χρόνων τριάκοντα. Και ο Επίσκοπος, υπέρ τους τριάκοντα. Τινάς, λέγω, περί τούτου ας μη θαυμάζη. Διατί ο Άγιος Ελευθέριος ήτον προ του ακόμη να διορισθούν οι ανωτέρω Κανόνες. Αυτοί γαρ εδιωρίσθησαν ύστερον.

(2) Σημείωσαι, ότι τα ελλείποντα τη του Αγίου τούτου Ελευθερίου ασματική Ακολουθία, ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία. Τον δε ελληνικόν αυτού Βίον συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Αιλίου Αδριανού». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Μονή των Ιβήρων, και εν άλλαις.)

*

Τη αυτή ημέρα η Αγία Ανθία, η μήτηρ του Αγίου Ελευθερίου, περιχυθείσα τω του υιού νεκρώ, ξίφει τελειούται.

Δίδωσι μήτηρ νεκρικόν κόσμον τέκνω,
Αύτη εαυτήν συγκεκομμένην σπάθαις.

*

Ο Άγιος Κορέμμων ο έπαρχος, πιστεύσας τω Χριστώ και βαπτισθείς, ξίφει τελειούται.

Αθλήσεως ουκ είχε Κορέμμων κόρον,
Έως ετμήθη τω ξίφει τον αυχένα.

*

Οι δύω Δήμιοι, πιστεύσαντες τω Χριστώ, ξίφει τελειούνται.

Θεόν σε γνόντας δημίους Σώτερ δύω,
Άλλοι κατακτείνουσι δήμιοι ξίφει.

*

Τη αυτή ημέρα του Αγίου Μάρτυρος Ελευθερίου του Κουβικουλαρίου.

Ελευθέριος ουχ υπέπτηξε ξίφος,
Ελεύθερον γαρ είχε νουν παντός φόβου.

Ούτος ο Άγιος είχε πατρίδα την Κωνσταντινούπολιν, με την Ορθοδοξίαν μεν, διαλάμπων, με πλούτον δε και δόξαν υπερβάλλων, όλους τους κατ’ εκείνον τον καιρόν ενδόξους και άρχοντας. Διότι επειδή παιδιόθεν ανετράφη μέσα εις τας αυλάς των βασιλέων, δια τούτο από εκεί έλαβε και τας πρώτας τιμάς. Τρωθείς όμως από τον έρωτα των αφθάρτων και αιωνίων αγαθών, όλα τα γήϊνα εις ουδέν ελογίσατο ο μακάριος. Αλλά επροτίμησε να παραρρίπτεται, ήτοι να έχη τον κατώτερον τόπον εις τας αυλάς του Κυρίου, πάρεξ να έχη τον πρώτον τόπον εις τα σκηνώματα των αμαρτωλών, ως λέγει ο θείος Δαβίδ. Όθεν προς τον Θεόν έχων τεντωμένον το νοερόν ομμάτι της ψυχής του, εκαταγίνετο κάθε ημέραν εις ύμνους και δοξολογίας Θεού, και κάθε είδος εμεταχειρίζετο αρετής. Αλλ’ ο φθορεύς των ψυχών μας Διάβολος, δεν υπέφερε να βλέπη τα καλά ταύτα. Όθεν μεταχειρισθείς όργανον τον δούλον του Αγίου τούτου (κατά γαρ την γνώμην ενός σοφού, «Το δούλον εχθρόν τοις δεσπόταις»: ήγουν οι δούλοι είναι πάντοτε εχθροί εις τους αυθέντας των) προσέρχεται εις τον τότε ασεβή βασιλέα (3) δια μέσου του δούλου, και διαβάλλει τον Άγιον λέγων, ότι ο αυθέντης μου Ελευθέριος εβαπτίσθη με το Βάπτισμα των Χριστιανών και έκτισε Ναόν. Και λατρεύει μεν τον εσταυρωμένον, μισεί δε και αποστρέφεται τας βασιλικάς προσταγάς. Και έχωντας οίκον κρυπτόν υποκάτω εις την γην, προσφέρει εις τον Χριστόν αγρυπνίας ολονυκτίους, και ταλαιπωρεί το σώμα του με νηστείας και δάκρυα και κλαυθμούς.

Ταύτα του δούλου διηγηθέντος, άναψεν ο βασιλεύς από τον θυμόν, και στέλλει και φέρει τον Άγιον. Και αφ’ ου παρεστάθη έμπροσθέν του, ερωτά τούτον ειρηνικώς και κολακευτικώς, λέγων. Πώς μας αφήκες, ω Ελευθέριε, τόσον καιρόν, και εκαταφρόνησες την προς εσένα μεγαλωτάτην μου αγάπην, και τας βασιλικάς μου αυλάς; Ο Άγιος απεκρίθη, με το να έχω, ω βασιλεύ, το σώμα τεταλαιπωρημένον από τας αλλεπαλλήλους ασθενείας, δια τούτο ηθέλησα να διατρίψω εις εύκρατον αέρα και τόπον, προς ανάληψιν της υγείας μου. Και διατί μόνος σου, είπεν ο βασιλεύς, απολαμβάνεις τα αγαθά του ευκράτου αέρος και τόπου; Ή δεν θέλομεν συναπολαύσωμεν και ημείς τα αγαθά ταύτα, ανταμωθέντες με λόγου σου; Ο δε Άγιος εις ταύτα τελείως δεν απεκρίθη. Όθεν ο βασιλεύς κατά το βράδυ περάσας τον ποταμόν Σάγαριν, επήγεν εις τον οίκον του Αγίου. Εκεί γαρ εκατοίκει. Και βλέπων μίαν κρυπτήν πόρταν, δι’ εκείνης ευρίσκει ένα χάσμα κατασκευασμένον εις είδος πηγαδίου. Δια μέσου δε εκείνου καταβάς ευρίσκει ένα Ναόν στολισμένον. Και αγκαλά εσιγχάθη ο ασεβής δι’ αυτόν. «Βδέλυγμα γαρ αμαρτωλώ θεοσέβεια» (Σειρ. α’, 22). Δεν εφοβέρισεν όμως τον Άγιον. Αλλά αφίνωντας τους φοβερισμούς, άρχισε να τον κολακεύη με λόγια γαλυφευτικά, θέλωντας με αυτά να μαλακώση την στερεάν γνώμην του Μάρτυρος. Αλλ’ επειδή με αυτά όλα εφαίνετο, ότι δέρνει τον αέρα κατά την παροιμίαν, επιχειρών να καταπείση τον ακατάπειστον, δια τούτο προστάζει να αποκεφαλίσουν τον Άγιον. Και το τίμιον αυτού σώμα να ρίψουν εις τους σκύλους και όρνεα δια να το φάγουν. Όθεν αποκεφαλισθείς ο μακάριος Ελευθέριος, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Το δε τίμιον αυτού σώμα αμελημένον ευρισκόμενον, ένας ευλαβής και θεοφιλής Χριστιανός, στολισμένος με το της ιερωσύνης αξίωμα, επήρεν αυτό. Και με μύρα ευωδιάσας ενταφίασεν εις επίσημον τόπον.

(3) Ούτος φαίνεται να ήτον ο παραβάτης Ιουλιανός, ο βασιλεύσας εν έτει τξα’ [361].

*

Μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος Σωσάννης, της εις άνδρα μετασχηματισθείσης, και μετονομασθείσης Ιωάννης.

Σωσάννα, ω πώς η πάλαι και η νέα,
Τους συκοφαντών ου διέδρασαν λόχους!

Αύτη ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, εν έτει τ’ [300], καταγομένη από την Παλαιστίνην, θυγάτηρ πατρός μεν, Έλληνος, μητρός δε, Εβραίας. Τούτων δε και των δύω φυγούσα την ασέβειαν, επρόστρεξεν εις την πίστιν του Χριστού, και λαμβάνει το Άγιον Βάπτισμα από τον Επίσκοπον Σιλβανόν. Αφ’ ου δε οι γονείς της απέθανον, εμοίρασεν η μακαρία όλα της τα υπάρχοντα εις τους πτωχούς. Και ελευθερώσασα τους δούλους και δούλας της, ενεδύθη ανδρίκεια φορέματα. Είτα κουρεύσασα την κεφαλήν, επήγεν εις ένα Μοναστήριον ανδρών ευρισκόμενον εν τη πόλει Ιερουσαλήμ, και μετωνομάσθη Ιωάννης. Από δε τας πολλάς αρετάς της έγινε και Αρχιμανδρίτης του Μοναστηρίου εκείνου. Αφ’ ου δε επέρασεν εκεί είκοσιν ολοκλήρους χρόνους, πίπτει εις μίαν δεινήν συκοφαντίαν. Μία γαρ ασκήτρια εμβαίνουσα εις το Μοναστήριον, και νομίσασα ότι είναι άνδρας, επαρακίνει αυτήν εις αμαρτίαν. Επειδή δε η Οσία δεν έστερξε, διαβάλλεται από εκείνην ως τάχα επεχείρησε να την βιάση.

Η δε Αγία δέχεται ευχαρίστως την συκοφαντίαν ταύτην, και ζητεί μετάνοιαν δια το έγκλημα οπού εκατηγορήθη. Μαθών δε περί τούτου ο Επίσκοπος Ελευθερουπόλεως, επήγεν εις το Μοναστήριον και επέπληξε τον Ηγούμενον. Διατί αφίνει να γίνωνται εις το Μοναστήριον τοιαύται αταξίαι. Ο δε Ηγούμενος ηβουλήθη να πάρη το σχήμα από τον κατηγορηθέντα Ιωάννην. Τότε εις ανάγκην ελθούσα η μακαρία Σωσάννα, εζήτησε δύω παρθένους, και δύω διακόνους γυναίκας. Και πηγαίνουσα κατά μόνας, επληροφόρησεν αυτάς δια των πραγμάτων, ότι είναι γυνή. Όθεν τούτο μαθών ο Επίσκοπος, εξεπλάγη, και εχειροτόνησεν αυτήν Διάκονον. Και από τότε πολλά η μακαρία εποίησε θαύματα εν τω ονόματι του Κυρίου. Επειδή δε Αλέξανδρος ο ηγεμών επήγεν εις την Ελευθερούπολιν και επρόσφερε θυσίαν εις τα είδωλα, δια τούτο η Αγία αύτη επήγεν αυτοκάλεστος εις αυτόν. Και με μόνην την προσευχήν της εκρήμνισε τα είδωλα. Παρασταθείσα δε εις τον ηγεμόνα, ωμολόγησε τον Χριστόν. Όθεν έκοψαν τα βυζία της. Και επειδή αυτά έγιναν πάλιν σώα και υγιή δια της του Θεού δυνάμεως, τούτου χάριν βλέποντες το θαύμα, οι κόψαντες αυτά δήμιοι, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Διο και απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Εις δε το στόμα της μακαρίας Σωσάννας, έχυσαν με χωνί μολύβι αναλυμένον, το οποίον έφθασεν έως μέσα εις τα εντόσθιά της. Εφυλάχθη όμως η Αγία υπό της θείας χάριτος αβλαβής. Όθεν δέρνεται, και εις πυρ βαλθείσα, εκεί τω Θεώ την ψυχήν της παρέδωκεν. Και ούτως απήλθε προς ον επόθει νυμφίον Κύριον.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Βάκχος ο Νέος ξίφει τελειούται.

Μη δεύτερόν τις μηδέ Βάκχον τον νέον,
Εν τοις αθληταίς ταττέτω δια ξίφους.

Ούτος ο Άγιος Βάκχος εκατάγετο από την Παλαιστίνην, ων εις τους χρόνους Κωνσταντίνου και Ειρήνης των ευσεβών βασιλέων, εν έτει ψπ’ [780]. Οι δε γονείς του ήτον Χριστιανοί από τους προγόνους των. Ο πατήρ λοιπόν του Αγίου τούτου είχε γυναίκα χριστιανικωτάτην. Αλλά απατηθείς από την ματαίαν δόξαν του κόσμου, αρνήθη φευ! την αληθή και πατροπαράδοτον πίστιν των Χριστιανών, και επήγεν αυτός από λόγου του εις την μιαράν θρησκείαν των Αγαρηνών. Όθεν ύστερον εγέννησεν επτά παιδία, τα οποία ανέθρεφε κατά την ασεβή πλάνην των Τούρκων (4). Επειδή δε αυτός απέθανεν εν τη ασεβεία, έμειναν οι υιοί του ομού με την μητέρα των. Ο τρίτος δε από τους υιούς του, Δαχάκ ονομαζόμενος (το οποίον θέλει να ειπή Γελάσιος) εφύλαξε τον εαυτόν του και δεν υπανδρεύθη. Αλλά και προ του να αποθάνη ο αρνησίχριστος πατήρ του, αυτός εμελέτα να δεχθή την πίστιν των Χριστιανών. Όταν δε εκείνος απέθανε, τότε το μελετώμενον ετελείωσεν.

Φανερώσας γαρ εις την μητέρα του τον σκοπόν του, ευρήκεν αυτήν σύμφωνον και παρακινούσαν εις τούτο μάλιστα. Πιστή γαρ ήτον. Όθεν αναχωρήσας από την πατρίδα του, επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Και εκεί οδηγηθείς από ένα Μοναχόν, επήγεν εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα. Όπου λαμβάνει το Άγιον Βάπτισμα και αντί Δαχάκ, ονομάζεται Βάκχος. Είτα παρακαλέσας τους Μοναχούς, ενδύνεται το μοναχικόν σχήμα. Όθεν ζήσας εν τω σχήματι με νηστείας και εγκρατείας, και στομώσας τον εαυτόν του με τας λοιπάς αρετάς, κατά προσταγήν του Ηγουμένου ευγαίνει από το Μοναστήριον. Εφοβείτο γαρ ο Ηγούμενος, μήπως φανερωθή η υπόθεσις εις τους Αγαρηνούς, οι οποίοι εκυρίευον τότε τα Ιεροσόλυμα. Κατά τύχην δε, ή μάλλον ειπείν κατά θείαν οικονομίαν, πηγαίνωντας ο Βάκχος εις τα Ιεροσόλυμα, ευρίσκει την μητέρα του, και φανερόνοι εις αυτήν τα περί εαυτού άπαντα. Προσθείς και τούτο, ότι πολλά λυπείται δια τους άλλους του αδελφούς, πως ευρίσκοντο εις την απιστίαν.

Τούτον δε τον λόγον ακούσαντες από την μητέρα των οι άλλοι αυτού αδελφοί, προσήλθον και αυτοί εις την πίστιν του Χριστού και γίνονται Χριστιανοί. Ένας δε και μόνος έμεινεν εις την απιστίαν, ο οποίος επήγεν εις τους Αγαρηνούς και επρόδωσε τούτον τον αδελφόν του Βάκχον, ότι έγινε Χριστιανός. Οι δε Αγαρηνοί τούτο μαθόντες, ερεύνησαν και τον εύρον. Και ευρίσκοντες, πιάνουσιν αυτόν και τον πηγαίνουν εις τον αμηράν της αγίας Πόλεως, ο δε αμηράς στέλλει αυτόν εις τον ονομαζόμενον κοντά εις αυτούς στρατηγόν, και εις τους κριτάς. Έμπροσθεν λοιπόν τούτων ο Άγιος Βάκχος ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, την δε των Αγαρηνών πίστιν εκατηγόρησεν ως ματαίαν και ψευδή, και επερίπαιξεν αυτήν. Δια τούτο αποκεφαλίζεται. Και ούτω λαμβάνει τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.

(4) Εδώ πρέπει να απορήση τινάς, με ποίαν γυναίκα εγέννησεν ο αρνησίχριστος τα επτά παιδία ταύτα; Φαίνεται δε, ότι με την χριστιανικωτάτην εκείνην, την οποίαν είχεν, έτι ων Χριστιανός. Ένα μεν, διατί δεν αναφέρει το Συναξάριον τούτο, ότι έλαβεν άλλην γυναίκα μετά την άρνησιν. Και άλλο δε, διατί παρακάτω γράφεται, ότι η γυνή του αύτη πιστή ούσα παρεκίνησε και τον υιόν της τούτον Άγιον Βάκχον, και τους άλλους υιούς της και έγιναν Χριστιανοί. Διατί δε έστεργεν η γυνή αύτη να συγκατοική εις το εξής με αρνησίχριστον άνδρα; Ίσως ελπίζουσα την μεταβολήν εκείνου και την διόρθωσιν, και ακολουθούσα εις το του Παύλου λόγιον εκείνο· «Τι γαρ οίδας γύναι, ει τον άνδρα σώσεις;»

*

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Παύλου του νέου, ασκήσαντος εν τω όρει του Λάτρου.

Ει και νεωστί ώφθη Παύλος τω βίω,
Αλλ’ ουν ίσος πέφηνε τοις πριν πατράσιν.

Ούτος ο θεσπέσιος Πατήρ ημών Παύλος ήτον κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου του υιού Λέοντος του Σοφού, εν έτει Ϡιβ’, ήτοι 912, γεννηθείς εις μίαν πόλιν ονομαζομένην Ελαίαν και ευρισκομένην κοντά εις την Πέργαμον. Υιός ευσεβών και φιλοθέων γονέων Αντιόχου και Ευδοκίας, οίτινες εκατάγοντο από το γένος του Οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Ιωαννικίου του μεγάλου. Ούτος λοιπόν όταν έφθασεν εις μέτρον ηλικίας, έμεινεν ορφανός από γονείς. Δια τούτο και υστερείτο τα αναγκαία της ζωής. Όθεν έγινε βοσκός των χοίρων του τόπου του, και από την τέχνην αυτήν εύγανε τα προς ζωάρκειαν. Ο δε μεγαλίτερος αδελφός του Αγίου, Βασίλειος ονομαζόμενος, ήτον Μοναχός και αγωνίζετο εν τη ασκήσει κοντά εις το όρος του Λάτρου. Ο οποίος έπεμψεν ένα αδελφόν δια να ζητήση τον νέον. Επειδή και τούτο επροστάχθη να κάμη παρά Θεού δια θείας αποκαλύψεως.

Ζητήσας λοιπόν ο απεσταλμένος και ευρών τον νέον, επήρεν αυτόν μαζί του, και άρχισαν να περιπατούν εις τον δρόμον. Μαθόντες δε τούτο οι του τόπου οικήτορες, εμπόδισαν τον νέον και δεν τον αφήκαν να υπάγη. Όθεν ο απεσταλμένος εγύρισεν άπρακτος προς τον αποστείλαντα. Ο δε αδελφός του έπεμψε και δεύτερον τον ίδιον, δια να φέρη τον νέον. Αλλ’ ουδέ τότε αφήκαν αυτόν οι του τόπου οικήτορες. Ζητηθείς δε και εκ τρίτου ο νέος, με την βοήθειαν του Θεού αφέθη και ήλθεν εις τον ποθούντα αυτόν αδελφόν του. Τότε δεχθείς τον νέον ο αδελφός του Βασίλειος, παρέδωκεν αυτόν εις ένα γέροντα ασκητικώτατον, Πέτρον ονομαζόμενον, δια να μανθάνη από εκείνον την στράταν της ασκήσεως. Ήτον δε ο θείος Πέτρος ούτος γεμάτος από κάθε αγιωσύνην και άκρως πεπαιδευμένος την ασκητικήν πολιτείαν. Όθεν ο Παύλος υπηρέτει αόκνως τον γέροντα, μεταχειριζόμενος κάθε υπακοήν, και δείχνωντας φρόνημα ταπεινόν τε και μέτριον. Μίαν φοράν δε επειδή ο Παύλος ενύσταξεν από αμέλειαν εις τον καιρόν της ακολουθίας, ερράπισεν αυτόν ο γέρωντας εις το πρόσωπον. Όθεν εις το εξής έκαμεν αυτόν να αγρυπνή και να προσέχη πάντοτε. Από τότε γαρ και ύστερα δεν εφάνη πλέον ο Παύλος να αμελήση πώποτε. Αφ’ ου δε ο γέρωντας ετελεύτησεν, εβίαζον τον Παύλον οι άλλοι Μοναχοί και συμμαθηταί του να δεχθή την προστασίαν τους και να γένη Ηγούμενος. Εκείνος δε ο μακάριος δεν ηθέλησεν, αλλά επήγε και εκατοίκησεν εις τα βαθύτερα και υψηλότερα μέρη του βουνού Λάτρου, του εν τη μικρά Ασία ευρισκομένου, αντικρύ της νήσου Πάτμου, τρώγωντας μεν, βαλάνια ωμά, όταν επείνα. Καταγινόμενος δε, εις παντοτινάς προσευχάς και εις αγρυπνίας και εις νηστείας. Και δοκιμάζωντας πολλούς πειρασμούς από τους πονηρούς δαίμονας, τους οποίους με την χάριν του Θεού, εποίει απράκτους, και ως ένα ουδέν ελογίαζεν.

Έπειτα καταβαίνει εις τα κάτω μέρη του Λάτρου, και κτίζει Ναόν ωραίον εις όνομα της Αγίας Τριάδος, αφ’ ου πρότερον εκατάστησε τον εαυτόν του ναόν του Αγίου Πνεύματος. Ενθυμείτο γαρ πάντοτε την κόλασιν, οπού έχουν οι αμαρτωλοί, ομοίως ενθυμείτο και την των δικαίων χαράν και απόλαυσιν. Και εκ της ενθυμήσεως τούτων έβρεχε πάντοτε το πρόσωπόν του με δάκρυα. Όθεν δια τους αγώνας τούτους, έλαβεν ο αοίδιμος παρά Θεού την δύναμιν των θαυμάτων. Εις άνυδρον γαρ τόπον δια προσευχής του νερόν εξήγαγε. Πυρ ερχόμενον ουρανόθεν εδέχετο, και όλος υπ’ αυτού ελαμπρύνετο. Οι δάκτυλοί του, όταν επροσηύχετο, άναπταν και ως λαμπάδες πυρός εγίνοντο, και εφαίνοντο, ότι πέμπουσι την φλόγα εις τον Ουρανόν. Άγγελον είχε συγκάτοικόν του, όστις φυλάττων τον Όσιον πάντοτε, φανερώς ωμίλει με αυτόν δια την πολλήν αυτού καθαρότητα, και ετελείωνε προθύμως κάθε του θέλημα. Επιθυμήσαντος γάρ ποτε του Αγίου τυρί νοπόν, ο Άγγελος υπηρέτησεν εις τούτο και το έφερεν. Άλλοτε δε πάλιν επιθυμήσαντος τρία μαρούλια, έφερεν αυτά εις αυτόν. Και μίαν φοράν επειδή εχάθη η βακτηρία του Αγίου, την οποίαν είχε και ακούμβιζεν, Άγγελος παραστάς, άλλην αντί εκείνης εις αυτόν έδωκε.

Και τι να λέγω τα κατά μέρους; Με το όνομα μόνον του Αγίου απεδιώχνετο μακράν όλη η των δαιμόνων παράταξις. Αι ασθένειαι έφευγον από τους ασθενούντας, αι τυφλώσεις των ομματίων ιατρεύοντο. Κάθε πάθος των σωμάτων εθεραπεύετο. Και προτίτερα από τα σωματικά πάθη, εθεραπεύοντο τα πάθη της ψυχής με το όνομα του Αγίου. Όθεν αι ψυχαί εκείναι, οπού έπασχον άγνοιαν Θεού, και ήτον ακάθαρτοι, αυταί υγιείς και καθαραί δια του Αγίου απεδεικνύοντο. Ήτον δε ο θεσπέσιος ούτος Πατήρ γεμάτος από κάθε θεϊκήν χάριν. Ήτον γλυκύς και ιλαρός, και μάλιστα εις τους αμαρτάνοντας ήτον πολλά ευκατάδεκτος, και εις τους μετανοούντας εγγυείτο την σωτηρίαν. Ήτον μικρός κατά την ηλικίαν του σώματος. Είχε φαλακράν την κεφαλήν. Το δε γένειον είχεν όχι εις μάκρος πολύ εκτεινόμενον, αλλά πλατύ. Κίτρινος μεν φαινόμενος εις το πρόσωπον, αλλ’ όμως έχων μίαν θαυμαστήν χάριν λάμπουσαν ομού με την κιτρινάδα. Ούτος λοιπόν καλώς και θεαρέστως πολιτευσάμενος, εδείχθη υποφήτης και θεωρός πολλών προφητειών, και μεγαλωτάτων οράσεων. Όταν δε έγινε πλήρης ημερών, τόσον των σωματικών και ανθρωπίνων, όσον και των του πνεύματος, ανέδραμεν εις την εις Ουρανούς μακαριότητα ο αειμακάριστος. Εδοξάσθη δε παρά Θεού και μετά θάνατον, με τα μεγαλώτατα θαύματα οπού ενήργει, και με τα μύρα, οπού ανέβλυζεν εκ του τάφου του. (Τον κατά πλάτος Βίον του Οσίου τούτου όρα εις τον Νέον Παράδεισον.)

*

Πρέπει να ηξεύρωμεν, ότι κατά την δεκάτην πέμπτην ταύτην ημέραν του Δεκεμβρίου, εχειροτονήθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όταν και η εορτή των Χριστού Γεννών άρχισε να εορτάζεται παρ’ αυτού. Επειδή τότε είχον έλθει τινές από τα μέρη της Δύσεως, και απήγγειλαν, τι καιρόν ηκολούθησεν η εορτή αύτη. Δια τούτο και λόγος απολογητικός εξεφωνήθη παρ’ αυτού κάλλιστος και ωφελιμότατος (5).

(5) Σημειούμεν ενταύθα, ότι ο λόγος, εις τον οποίον ο θείος Χρυσόστομος αναφέρει περί της εορτής των Χριστού Γεννών, δεν εξεφωνήθη παρ’ αυτού κατά την σημερινήν ημέραν, ως λέγει εδώ ο Συναξαριστής. Αλλά κατ’ αυτήν την ημέραν της Χριστού Γεννήσεως. Η αρχή δε αυτού έστιν αύτη· «Α πάλαι Πατριάρχαι μεν, ώδινον. Προφήται δε, προύλεγον. Δίκαιοι δε ιδείν επεθύμουν. Ταύτα εξέβη και τέλος έλαβε σήμερον». Ευρίσκεται δε ο λόγος αυτός εν τω πέμπτω τόμω της εν Ετόνη εκδόσεως. Λέγει δε ο Άγιος εκεί περί της εορτής της Χριστού Γεννήσεως ταύτα· «Καίτοι γε ούπω δέκατόν εστιν έτος, εξ ου δήλη και γνώριμος ημίν αύτη η ημέρα γεγένηται. Αλλ’ όμως, ως άνωθεν και προ πολλών ημίν παραδοθείσα ετών, ούτως ήνθησε δια της υμετέρας σπουδής». Και πάλιν· «Οι γαρ εν τη Ρώμη διατρίβοντες, άνωθεν και εκ παλαιάς παραδόσεως αυτήν επιτελούντες (κατά την εικοστήν πέμπτην δηλαδή του Δεκεμβρίου), αυτοί νυν αυτής ημίν την γνώσιν διεπέμψαντο». Και πάλιν· «Παρά των ακριβώς ταύτα ειδότων, και την πόλιν εκείνην οικούντων (την Ρώμην δηλαδή) παρειλήφαμεν την ημέραν».

Φαίνεται δε, ότι μερικώς μόνον, και ίσως κατά την Αντιόχειαν πόλιν, την πατρίδα του Χρυσοστόμου, εκεί δεν εωρτάζετο η της Χριστού Γεννήσεως ημέρα κατά την εικοστήν πέμπτην του Δεκεμβρίου. Αλλ’ ουχί και καθολικώς εις όλας τας Εκκλησίας των Χριστιανών. Και βεβαιοί τον λόγον μου τούτον ο πολυμαθέστατος κύριος Δοσίθεος Ιεροσολύμων γράφων, εν σελ. 1221 της Δωδεκαβίβλου, ότι ο Αρχιεπίσκοπος Νικαίας Ιωάννης, γράφων πρός τινα Καθολικόν Αρμενίας, λέγει, ότι ο αδελφόθεος Ιάκωβος απελθών εις Βηθλεέμ, ουκ εμέμψατο τούτο: ότι εγίνετο δηλαδή η εορτή της Χριστού Γεννήσεως τη εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου. Και ότι επειδή τινες ετέλουν τας δύω εορτάς εν μια ημέρα, την Γέννησιν δηλαδή και Βάπτισιν του Χριστού, δια τούτο ο Ιεροσολύμων Κύριλλος έγραψε προς Ιούλιον Ρώμης περί τούτου. Ο δε Ιούλιος ερευνήσας τα βασιλικά υπομνήματα, εύρε τον Ιώσηπον λέγοντα, ότι τω εβδόμω μηνί εν τη εορτή της Σκηνοπηγίας τη ημέρα του Ιλασμού (ήτις ήτον η δεκάτη Σεπτεμβρίου), ούτω γαρ ο νόμος προστάζει· «Εν τω μηνί τω εβδόμω δεκάτη του μηνός ταπεινώσετε τας ψυχάς ημών (ήτοι νηστεύσετε). Εν γαρ τη ημέρα ταύτη εξιλάσεται περί υμών» (Λευϊτ. ις’, 29). Τότε λέγω είδεν ο Ζαχαρίας τον Άγγελον και εκωφώθη, (τη δε εικοστή τρίτη συνελήφθη ο Ιωάννης), και μετά μήνας εξ ευηγγελίσθη η Θεοτόκος τον Κύριον, ήτοι Μαρτίου εικοστή πέμπτη. Και επομένως εγέννησεν αυτόν τη εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου. Όθεν και εμήνυσε τοις εν τη Ανατολή το πράγμα. Και δια τούτο Βασίλειος ο Μέγας εγκωμιαστικόν λόγον συνέταξε της Χριστού Γεννήσεως τη εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου. Και ο θεολόγος Γρηγόριος τοιούτον λόγον εξεφώνησεν εν Κωνσταντινουπόλει. Αλλά και ο Ονώριος ο βασιλεύς Ρώμης εφανέρωσεν εις τον αδελφόν του Αρκάδιον εν Κωνσταντινουπόλει, ότι οι Ρωμάνοι πολυτελώς εορτάζουσιν την Χριστού Γέννησιν τη εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου. Και επί Αναστασίου Ρώμης, Θεόφιλος ο Αλεξανδρείας και Ιωάννης ο Ιεροσολύμων ούτως εώρταζον. Αλλά και ο ιερός Αυγουστίνος, βιβλίω δ’, περί Τριάδος, κεφ. ε’, βεβαιοί, ότι τη εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου εγεννήθη ο Κύριος, και όρα εν τη νεοτυπώτω Εκατονταετηρίδι.

Λέγει δε προσέτι ο ανωτέρω Νικαίας, ότι ο Χρυσόστομος έγραψε προς τον Άγιον Ισαάκ τον Καθολικόν Αρμενίας, περί της ημέρας της Χριστού Γεννήσεως, (ότι δηλαδή τη εικοστή πέμπτη του Δεκεμβρίου εορτάζεται, καθώς εν τω ανωτέρω λόγω διαλαμβάνει). Επειδή δε ο Ισαάκ απήλθεν εις τον Πατριάρχην και παρ’ αυτού εξωρίσθη (δια κάποιαν διαβολήν) τούτου χάριν ουκ απεκρίθη τω Χρυσοστόμω. Προσθέττει δε ο Δοσίθεος εκεί, ότι ο Χρυσόστομος Ιερεύς ων, εποίησε τον ανωτέρω πανηγυρικόν λόγον εις την Χριστού Γέννησιν. Εκ των ειρημένων λοιπόν έγινε φανερόν, ότι και προ του Χρυσοστόμου εωρτάζετο η Χριστού Γέννησις κατά την εικοστήν πέμπτην του Δεκεμβρίου, ου μόνον παρά τοις Ρωμαίοις εν τη Δύσει, αλλά και εν τη Ανατολή.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος ΕλευθέριοςΤ ατ μην ΙΕ΄, μνήμη το γίου ερομάρτυρος λευθερίου.

λευθέριος ς δουλόνους φύσει,
Σπάθας θεωρν οκ δουλοτο πλάν.

Δον λευθέριον δεκάτ πέφνε φάσγανα πέμπτ.

Οτος τον π τν πόλιν τς ώμης, ν τει ριζ΄ [117], πολλ νέος κατ τν λικίαν, ρφανς π πατέρα, μητέρα δ μόνην χων, νομαζομένην νθίαν. ποία διδάχθη π τν πόστολον Παλον τν ες Χριστν πίστιν. Οτος λοιπν ταν τον κόμη παιδίον προσφέρθη π τν μητέρα του ες τν πίσκοπον τς ώμης νίκητον. Κα π κενον μαθε τ ερ γράμματα, κα συναριθμήθη μ τ τάγμα τν κληρικν, τοι γινεν ναγνώστης. ταν δ γινε δεκαπέντε χρόνων, χειροτονήθη Διάκονος. Κατ δ τν δέκατον γδοον χρόνον τς λικίας του χειροτονήθη ερεύς, κα ες τν εκοστν χρόνον χειροτονήθη πίσκοπος το λλυρικο, πολλ πρότερον ργασάμενος θαύματα δι τν περβάλλουσαν ρετήν του (1). πειδ δ πίστρεφεν ες τν πίστιν το Χριστο πολλος λληνας δι μέσου τς διδασκαλίας του, τούτου χάριν φέρθη μπροσθεν το βασιλέως δριανο. Κα τν Χριστν Θεν ληθινν νακηρύξας, κατ προσταγν το βασιλέως βάλλεται πάνω ες να χάλκινον κα πεπυρωμένον κρεββάτι, ποκάτω ες τ ποον τον στρωμένη φωτία. πειτα ξαπλόνεται πάνω ες μίαν σχάραν πολλ ναμμένην. Κα μετ τατα βάλλεται μέσα ες να πυρωμένον τηγάνι γεμάτον π λάδι κα ξύγγι κα πίσσαν. π τς θείας μως χάριτος διεφυλάχθη π λα ατ βλαβής.

στερον δ κατασκευάζεται μ τν συμβουλν το πάρχου Κορέμμονος νας φορνος, ποος εχε σούβλας ξείας π τ δύω μέρη. Μέσα ες τν ποον, πρτος Κορέμμων μβκε Πνεύματος γίου πλησθείς, κα τν Χριστν Θεν εναι μολογήσας. πειδ δ εγκεν π κε βλαβής, δι τοτο ποκεφαλίζεται, κα λαμβάνει το μαρτυρίου τν στέφανον. δ γιος λευθέριος βάλθη μέσα ες τηγάνι. Κα παρευθς σβύσθη μν φωτία, ατς δ εγκεν π κε σος κα βλαβής. πειτα ίπτεται ες τν φυλακήν, δεθες δ ες καρότζαν, τραβίζεται π γρια λογα. Κα λυθες π τν καρότζαν π θείων γγέλων, νέβη πάνω ες να βουνν ψηλόν, κα κε συνανεστρέφετο μ τ γρια ζα. Τ ποα μέροναν, ταν γιος μελέτα τ λόγια το Θεο. πειδ δ στάλθησαν στρατιται δι ν πιάσουν ατόν, τούτους γιος νουθετήσας, πίστρεψεν ες τν πίστιν το Χριστο κα βάπτισεν. Ο μόνον δ τούτους, λλ κα λλους λληνας ως πεντακοσίους βάπτισε, πιστεύσαντας ες τν Χριστόν. Φερθες δ ες τν βασιλέα, κα δοθες ες τ θηρία δι ν τν φάγουν, διαφυλάχθη σος κα βλαβής. Κα τελευταον θανατόνεται π δύω στρατιώτας κατ προσταγν το βασιλέως. δ μήτηρ του νθία ναγκαλισθεσα τ νεκρν λείψανον το υο της, κα κατασπαζομένη ατό, μ τ ξίφος κα ατ θανατόνεται. Κα οτω μετ το υο της λαμβάνει τν στέφανον τς θλήσεως. Τελεται δ ατο Σύναξις ες τν μαρτυρικν Ναν τν ντα πλησίον το Ξηρολόφου. (ρα τν κατ πλάτος Βίον τούτου ες τν Νέον Παράδεισον (2).)

(1) Ἂς μὴ θαυμάζῃ τινας, διατὶ ὁ Ἅγιος οὗτος ἐχειροτονήθη παρ’ ἡλικίαν ἔξω ἀπὸ τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς Κανόνας, τόσον τῆς Οἰκουμενικῆς Ἕκτης, ὅσον καὶ τῆς ἐν Νεοκαισαρείᾳ τοπικῆς Συνόδου. Οἵτινες διορίζουν ὅτι ὁ μὲν Διάκονος, νὰ χειροτονῆται χρόνων εἰκοσιπέντε. Ὁ δὲ Πρεσβύτερος, χρόνων τριάκοντα. Καὶ ὁ Ἐπίσκοπος, ὑπὲρ τοὺς τριάκοντα. Τινάς, λέγω, περὶ τούτου ἂς μὴ θαυμάζῃ. Διατὶ ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος ἦτον πρὸ τοῦ ἀκόμη νὰ διορισθοῦν οἱ ἀνωτέρω Κανόνες. Αὐτοὶ γὰρ ἐδιωρίσθησαν ὕστερον.

(2) Σημείωσαι, ὅτι τὰ ἐλλείποντα τῇ τοῦ Ἁγίου τούτου Ἐλευθερίου ᾀσματικῇ Ἀκολουθίᾳ, ἀνεπλήρωσεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία. Τὸν δὲ ἑλληνικὸν αὐτοῦ Βίον συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Αἰλίου Ἀδριανοῦ». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων, καὶ ἐν ἄλλαις.)

*

Τ ατ μέρ γία νθία, μήτηρ το γίου λευθερίου, περιχυθεσα τ το υο νεκρ, ξίφει τελειοται.

Δίδωσι μήτηρ νεκρικν κόσμον τέκν,
Ατη αυτν συγκεκομμένην σπάθαις.

*

γιος Κορέμμων παρχος, πιστεύσας τ Χριστ κα βαπτισθείς, ξίφει τελειοται.

θλήσεως οκ εχε Κορέμμων κόρον,
ως τμήθη τ ξίφει τν αχένα.

*

Ο δύω Δήμιοι, πιστεύσαντες τ Χριστ, ξίφει τελειονται.

Θεόν σε γνόντας δημίους Στερ δύω,
λλοι κατακτείνουσι δήμιοι ξίφει.

*

Τ ατ μέρ το γίου Μάρτυρος λευθερίου το Κουβικουλαρίου.

λευθέριος οχ πέπτηξε ξίφος,
λεύθερον γρ εχε νον παντς φόβου.

Οτος γιος εχε πατρίδα τν Κωνσταντινούπολιν, μ τν ρθοδοξίαν μέν, διαλάμπων, μ πλοτον δ κα δόξαν περβάλλων, λους τος κατ’ κενον τν καιρν νδόξους κα ρχοντας. Διότι πειδ παιδιόθεν νετράφη μέσα ες τς αλς τν βασιλέων, δι τοτο π κε λαβε κα τς πρώτας τιμάς. Τρωθες μως π τν ρωτα τν φθάρτων κα αωνίων γαθν, λα τ γήϊνα ες οδν λογίσατο μακάριος. λλ προτίμησε ν παραρρίπτεται, τοι ν χ τν κατώτερον τόπον ες τς αλς το Κυρίου, πάρεξ ν χ τν πρτον τόπον ες τ σκηνώματα τν μαρτωλν, ς λέγει θεος Δαβίδ. θεν πρς τν Θεν χων τεντωμένον τ νοερν μμάτι τς ψυχς του, καταγίνετο κάθε μέραν ες μνους κα δοξολογίας Θεο, κα κάθε εδος μεταχειρίζετο ρετς. λλ’ φθορες τν ψυχν μας Διάβολος, δν πέφερε ν βλέπ τ καλ τατα. θεν μεταχειρισθες ργανον τν δολον το γίου τούτου (κατ γρ τν γνώμην νς σοφο, «Τ δολον χθρν τος δεσπόταις»: γουν ο δολοι εναι πάντοτε χθρο ες τος αθέντας των) προσέρχεται ες τν τότε σεβ βασιλέα (3) δι μέσου το δούλου, κα διαβάλλει τν γιον λέγων, τι αθέντης μου λευθέριος βαπτίσθη μ τ Βάπτισμα τν Χριστιανν κα κτισε Ναόν. Κα λατρεύει μν τν σταυρωμένον, μισε δ κα ποστρέφεται τς βασιλικς προσταγάς. Κα χωντας οκον κρυπτν ποκάτω ες τν γν, προσφέρει ες τν Χριστν γρυπνίας λονυκτίους, κα ταλαιπωρε τ σμά του μ νηστείας κα δάκρυα κα κλαυθμούς.

Τατα το δούλου διηγηθέντος, ναψεν βασιλες π τν θυμόν, κα στέλλει κα φέρει τν γιον. Κα φ’ ο παρεστάθη μπροσθέν του, ρωτ τοτον ερηνικς κα κολακευτικς, λέγων. Πς μς φκες, λευθέριε, τόσον καιρόν, κα καταφρόνησες τν πρς σένα μεγαλωτάτην μου γάπην, κα τς βασιλικάς μου αλάς; γιος πεκρίθη, μ τ ν χω, βασιλε, τ σμα τεταλαιπωρημένον π τς λλεπαλλήλους σθενείας, δι τοτο θέλησα ν διατρίψω ες εκρατον έρα κα τόπον, πρς νάληψιν τς γείας μου. Κα διατί μόνος σου, επεν βασιλεύς, πολαμβάνεις τ γαθ το εκράτου έρος κα τόπου; δν θέλομεν συναπολαύσωμεν κα μες τ γαθ τατα, νταμωθέντες μ λόγου σου; δ γιος ες τατα τελείως δν πεκρίθη. θεν βασιλες κατ τ βράδυ περάσας τν ποταμν Σάγαριν, πγεν ες τν οκον το γίου. κε γρ κατοίκει. Κα βλέπων μίαν κρυπτν πόρταν, δι’ κείνης ερίσκει να χάσμα κατασκευασμένον ες εδος πηγαδίου. Δι μέσου δ κείνου καταβς ερίσκει να Ναν στολισμένον. Κα γκαλ σιγχάθη σεβς δι’ ατόν. «Βδέλυγμα γρ μαρτωλ θεοσέβεια» (Σειρ. α΄, 22). Δν φοβέρισεν μως τν γιον. λλ φίνωντας τος φοβερισμούς, ρχισε ν τν κολακεύ μ λόγια γαλυφευτικά, θέλωντας μ ατ ν μαλακώσ τν στερεν γνώμην το Μάρτυρος. λλ’ πειδ μ ατ λα φαίνετο, τι δέρνει τν έρα κατ τν παροιμίαν, πιχειρν ν καταπείσ τν κατάπειστον, δι τοτο προστάζει ν ποκεφαλίσουν τν γιον. Κα τ τίμιον ατο σμα ν ίψουν ες τος σκύλους κα ρνεα δι ν τ φάγουν. θεν ποκεφαλισθες μακάριος λευθέριος, παρέδωκε τν ψυχήν του ες χερας Θεο. Τ δ τίμιον ατο σμα μελημένον ερισκόμενον, νας ελαβς κα θεοφιλς Χριστιανός, στολισμένος μ τ τς ερωσύνης ξίωμα, πρεν ατό. Κα μ μρα εωδιάσας νταφίασεν ες πίσημον τόπον.

(3) Οὗτος φαίνεται νὰ ἦτον ὁ παραβάτης Ἰουλιανός, ὁ βασιλεύσας ἐν ἔτει τξα΄ [361].

 *

Μνήμη τς γίας σιομάρτυρος Σωσάννης, τς ες νδρα μετασχηματισθείσης, κα μετονομασθείσης ωάννης.

Σωσάννα, πς πάλαι κα νέα,
Τος συκοφαντν ο διέδρασαν λόχους!

Ατη τον κατ τος χρόνους το βασιλέως Μαξιμιανο, ν τει τ΄ [300], καταγομένη π τν Παλαιστίνην, θυγάτηρ πατρς μέν, λληνος, μητρς δέ, βραίας. Τούτων δ κα τν δύω φυγοσα τν σέβειαν, πρόστρεξεν ες τν πίστιν το Χριστο, κα λαμβάνει τ γιον Βάπτισμα π τν πίσκοπον Σιλβανόν. φ’ ο δ ο γονες της πέθανον, μοίρασεν μακαρία λα της τ πάρχοντα ες τος πτωχούς. Κα λευθερώσασα τος δούλους κα δούλας της, νεδύθη νδρίκεια φορέματα. Ετα κουρεύσασα τν κεφαλήν, πγεν ες να Μοναστήριον νδρν ερισκόμενον ν τ πόλει ερουσαλήμ, κα μετωνομάσθη ωάννης. π δ τς πολλς ρετάς της γινε κα ρχιμανδρίτης το Μοναστηρίου κείνου. φ’ ο δ πέρασεν κε εκοσιν λοκλήρους χρόνους, πίπτει ες μίαν δεινν συκοφαντίαν. Μία γρ σκήτρια μβαίνουσα ες τ Μοναστήριον, κα νομίσασα τι εναι νδρας, παρακίνει ατν ες μαρτίαν. πειδ δ σία δν στερξε, διαβάλλεται π κείνην ς τάχα πεχείρησε ν τν βιάσ.

δ γία δέχεται εχαρίστως τν συκοφαντίαν ταύτην, κα ζητε μετάνοιαν δι τ γκλημα πο κατηγορήθη. Μαθν δ περ τούτου πίσκοπος λευθερουπόλεως, πγεν ες τ Μοναστήριον κα πέπληξε τν γούμενον. Διατ φίνει ν γίνωνται ες τ Μοναστήριον τοιαται ταξίαι. δ γούμενος βουλήθη ν πάρ τ σχμα π τν κατηγορηθέντα ωάννην. Τότε ες νάγκην λθοσα μακαρία Σωσάννα, ζήτησε δύω παρθένους, κα δύω διακόνους γυνακας. Κα πηγαίνουσα κατ μόνας, πληροφόρησεν ατς δι τν πραγμάτων, τι εναι γυνή. θεν τοτο μαθν πίσκοπος, ξεπλάγη, κα χειροτόνησεν ατν Διάκονον. Κα π τότε πολλ μακαρία ποίησε θαύματα ν τ νόματι το Κυρίου. πειδ δ λέξανδρος γεμν πγεν ες τν λευθερούπολιν κα πρόσφερε θυσίαν ες τ εδωλα, δι τοτο γία ατη πγεν ατοκάλεστος ες ατόν. Κα μ μόνην τν προσευχήν της κρήμνισε τ εδωλα. Παρασταθεσα δ ες τν γεμόνα, μολόγησε τν Χριστόν. θεν κοψαν τ βυζία της. Κα πειδ ατ γιναν πάλιν σα κα γι δι τς το Θεο δυνάμεως, τούτου χάριν βλέποντες τ θαμα, ο κόψαντες ατ δήμιοι, πίστευσαν ες τν Χριστόν. Δι κα πεκεφαλίσθησαν, κα λαβον τος στεφάνους το μαρτυρίου. Ες δ τ στόμα τς μακαρίας Σωσάννας, χυσαν μ χων μολύβι ναλυμένον, τ ποον φθασεν ως μέσα ες τ ντόσθιά της. φυλάχθη μως γία π τς θείας χάριτος βλαβής. θεν δέρνεται, κα ες πρ βαλθεσα, κε τ Θε τν ψυχήν της παρέδωκεν. Κα οτως πλθε πρς ν πόθει νυμφίον Κύριον.

*

γιος Μάρτυς Βάκχος Νέος ξίφει τελειοται.

Μ δεύτερόν τις μηδ Βάκχον τν νέον,
ν τος θλητας ταττέτω δι ξίφους.

Οτος γιος Βάκχος κατάγετο π τν Παλαιστίνην, ν ες τος χρόνους Κωνσταντίνου κα Ερήνης τν εσεβν βασιλέων, ν τει ψπ΄ [780]. Ο δ γονες του τον Χριστιανο π τος προγόνους των. πατρ λοιπν το γίου τούτου εχε γυνακα χριστιανικωτάτην. λλ πατηθες π τν ματαίαν δόξαν το κόσμου, ρνήθη φε! τν ληθ κα πατροπαράδοτον πίστιν τν Χριστιανν, κα πγεν ατς π λόγου του ες τν μιαρν θρσκείαν τν γαρηνν. θεν στερον γέννησεν πτ παιδία, τ ποα νέθρεφε κατ τν σεβ πλάνην τν Τούρκων (4). πειδ δ ατς πέθανεν ν τ σεβεί, μειναν ο υοί του μο μ τν μητέρα των. τρίτος δ π τος υούς του, Δαχκ νομαζόμενος (τ ποον θέλει ν επ Γελάσιος) φύλαξε τν αυτόν του κα δν πανδρεύθη. λλ κα πρ το ν ποθάν ρνησίχριστος πατήρ του, ατς μελέτα ν δεχθ τν πίστιν τν Χριστιανν. ταν δ κενος πέθανε, τότε τ μελετώμενον τελείωσεν.

Φανερώσας γρ ες τν μητέρα του τν σκοπόν του, ερκεν ατν σύμφωνον κα παρακινοσαν ες τοτο μάλιστα. Πιστ γρ τον. θεν ναχωρήσας π τν πατρίδα του, πγεν ες τ εροσόλυμα. Κα κε δηγηθες π να Μοναχόν, πγεν ες τν Λαύραν το γίου Σάββα. που λαμβάνει τ γιον Βάπτισμα κα ντ Δαχάκ, νομάζεται Βάκχος. Ετα παρακαλέσας τος Μοναχούς, νδύνεται τ μοναχικν σχμα. θεν ζήσας ν τ σχήματι μ νηστείας κα γκρατείας, κα στομώσας τν αυτόν του μ τς λοιπς ρετάς, κατ προσταγν το γουμένου εγαίνει π τ Μοναστήριον. φοβετο γρ γούμενος, μήπως φανερωθ πόθεσις ες τος γαρηνούς, ο ποοι κυρίευον τότε τ εροσόλυμα. Κατ τύχην δέ, μλλον επεν κατ θείαν οκονομίαν, πηγαίνωντας Βάκχος ες τ εροσόλυμα, ερίσκει τν μητέρα του, κα φανερόνοι ες ατν τ περ αυτο παντα. Προσθες κα τοτο, τι πολλ λυπεται δι τος λλους του δελφούς, πς ερίσκοντο ες τν πιστίαν.

Τοτον δ τν λόγον κούσαντες π τν μητέρα των ο λλοι ατο δελφοί, προσλθον κα ατο ες τν πίστιν το Χριστο κα γίνονται Χριστιανοί. νας δ κα μόνος μεινεν ες τν πιστίαν, ποος πγεν ες τος γαρηνος κα πρόδωσε τοτον τν δελφόν του Βάκχον, τι γινε Χριστιανός. Ο δ γαρηνο τοτο μαθόντες, ρεύνησαν κα τν ερον. Κα ερίσκοντες, πιάνουσιν ατν κα τν πηγαίνουν ες τν μηρν τς γίας Πόλεως, δ μηρς στέλλει ατν ες τν νομαζόμενον κοντ ες ατος στρατηγόν, κα ες τος κριτάς. μπροσθεν λοιπν τούτων γιος Βάκχος μολόγησε τν Χριστν Θεν ληθινόν, τν δ τν γαρηνν πίστιν κατηγόρησεν ς ματαίαν κα ψευδ, κα περίπαιξεν ατήν. Δι τοτο ποκεφαλίζεται. Κα οτω λαμβάνει τν το μαρτυρίου μάραντον στέφανον.

(4) Ἐδῶ πρέπει νὰ ἀπορήσῃ τινάς, μὲ ποίαν γυναῖκα ἐγέννησεν ὁ ἀρνησίχριστος τὰ ἑπτὰ παιδία ταῦτα; Φαίνεται δέ, ὅτι μὲ τὴν χριστιανικωτάτην ἐκείνην, τὴν ὁποίαν εἶχεν, ἔτι ὢν Χριστιανός. Ἕνα μέν, διατὶ δὲν ἀναφέρει τὸ Συναξάριον τοῦτο, ὅτι ἔλαβεν ἄλλην γυναῖκα μετὰ τὴν ἄρνησιν. Καὶ ἄλλο δέ, διατὶ παρακάτω γράφεται, ὅτι ἡ γυνή του αὕτη πιστὴ οὖσα παρεκίνησε καὶ τὸν υἱόν της τοῦτον Ἅγιον Βάκχον, καὶ τοὺς ἄλλους υἱούς της καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Διατί δὲ ἔστεργεν ἡ γυνὴ αὕτη νὰ συγκατοικῇ εἰς τὸ ἑξῆς μὲ ἀρνησίχριστον ἄνδρα; Ἴσως ἐλπίζουσα τὴν μεταβολὴν ἐκείνου καὶ τὴν διόρθωσιν, καὶ ἀκολουθοῦσα εἰς τὸ τοῦ Παύλου λόγιον ἐκεῖνο· «Τί γὰρ οἶδας γύναι, εἰ τὸν ἄνδρα σώσεις;»

*

Μνήμη το σίου Πατρς μν Παύλου το νέου, σκήσαντος ν τ ρει το Λάτρου.

Ε κα νεωστ φθη Παλος τ βί,
λλ’ ον σος πέφηνε τος πρν πατράσιν.

Οτος θεσπέσιος Πατρ μν Παλος τον κατ τος χρόνους Κωνσταντίνου το Πορφυρογεννήτου το υο Λέοντος το Σοφο, ν τει Ϡιβ΄, τοι 912, γεννηθες ες μίαν πόλιν νομαζομένην λαίαν κα ερισκομένην κοντ ες τν Πέργαμον. Υἱὸς εσεβν κα φιλοθέων γονέων ντιόχου κα Εδοκίας, οτινες κατάγοντο π τ γένος το σίου κα θεοφόρου Πατρς μν ωαννικίου το μεγάλου. Οτος λοιπν ταν φθασεν ες μέτρον λικίας, μεινεν ρφανς π γονες. Δι τοτο κα στερετο τ ναγκαα τς ζως. θεν γινε βοσκς τν χοίρων το τόπου του, κα π τν τέχνην ατν εγανε τ πρς ζωάρκειαν. δ μεγαλίτερος δελφς το γίου, Βασίλειος νομαζόμενος, τον Μοναχς κα γωνίζετο ν τ σκήσει κοντ ες τ ρος το Λάτρου. ποος πεμψεν να δελφν δι ν ζητήσ τν νέον. πειδ κα τοτο προστάχθη ν κάμ παρ Θεο δι θείας ποκαλύψεως.

Ζητήσας λοιπν πεσταλμένος κα ερν τν νέον, πρεν ατν μαζί του, κα ρχισαν ν περιπατον ες τν δρόμον. Μαθόντες δ τοτο ο το τόπου οκήτορες, μπόδισαν τν νέον κα δν τν φκαν ν πάγ. θεν πεσταλμένος γύρισεν πρακτος πρς τν ποστείλαντα. δ δελφός του πεμψε κα δεύτερον τν διον, δι ν φέρ τν νέον. λλ’ οδ τότε φκαν ατν ο το τόπου οκήτορες. Ζητηθες δ κα κ τρίτου νέος, μ τν βοήθειαν το Θεο φέθη κα λθεν ες τν ποθοντα ατν δελφόν του. Τότε δεχθες τν νέον δελφός του Βασίλειος, παρέδωκεν ατν ες να γέροντα σκητικώτατον, Πέτρον νομαζόμενον, δι ν μανθάν π κενον τν στράταν τς σκήσεως. τον δ θεος Πέτρος οτος γεμάτος π κάθε γιωσύνην κα κρως πεπαιδευμένος τν σκητικν πολιτείαν. θεν Παλος πηρέτει όκνως τν γέροντα, μεταχειριζόμενος κάθε πακοήν, κα δείχνωντας φρόνημα ταπεινόν τε κα μέτριον. Μίαν φορν δ πειδ Παλος νύσταξεν π μέλειαν ες τν καιρν τς κολουθίας, ρράπισεν ατν γέρωντας ες τ πρόσωπον. θεν ες τ ξς καμεν ατν ν γρυπν κα ν προσέχ πάντοτε. π τότε γρ κα στερα δν φάνη πλέον Παλος ν μελήσ πώποτε. φ’ ο δ γέρωντας τελεύτησεν, βίαζον τν Παλον ο λλοι Μοναχο κα συμμαθηταί του ν δεχθ τν προστασίαν τους κα ν γέν γούμενος. κενος δ μακάριος δν θέλησεν, λλ πγε κα κατοίκησεν ες τ βαθύτερα κα ψηλότερα μέρη το βουνο Λάτρου, το ν τ μικρ σί ερισκομένου, ντικρ τς νήσου Πάτμου, τρώγωντας μέν, βαλάνια μά, ταν πείνα. Καταγινόμενος δέ, ες παντοτινς προσευχς κα ες γρυπνίας κα ες νηστείας. Κα δοκιμάζωντας πολλος πειρασμος π τος πονηρος δαίμονας, τος ποίους μ τν χάριν το Θεο, ποίει πράκτους, κα ς να οδν λογίαζεν.

πειτα καταβαίνει ες τ κάτω μέρη το Λάτρου, κα κτίζει Ναν ραον ες νομα τς γίας Τριάδος, φ’ ο πρότερον κατάστησε τν αυτόν του ναν το γίου Πνεύματος. νθυμετο γρ πάντοτε τν κόλασιν, πο χουν ο μαρτωλοί, μοίως νθυμετο κα τν τν δικαίων χαρν κα πόλαυσιν. Κα κ τς νθυμήσεως τούτων βρεχε πάντοτε τ πρόσωπόν του μ δάκρυα. θεν δι τος γνας τούτους, λαβεν οίδιμος παρ Θεο τν δύναμιν τν θαυμάτων. Ες νυδρον γρ τόπον δι προσευχς του νερν ξήγαγε. Πρ ρχόμενον ορανόθεν δέχετο, κα λος π’ ατο λαμπρύνετο. Ο δάκτυλοί του, ταν προσηύχετο, ναπταν κα ς λαμπάδες πυρς γίνοντο, κα φαίνοντο, τι πέμπουσι τν φλόγα ες τν Ορανόν. γγελον εχε συγκάτοικόν του, στις φυλάττων τν σιον πάντοτε, φανερς μίλει μ ατν δι τν πολλν ατο καθαρότητα, κα τελείωνε προθύμως κάθε του θέλημα. πιθυμήσαντος γάρ ποτε το γίου τυρ νοπόν, γγελος πηρέτησεν ες τοτο κα τ φερεν. λλοτε δ πάλιν πιθυμήσαντος τρία μαρούλια, φερεν ατ ες ατόν. Κα μίαν φορν πειδ χάθη βακτηρία το γίου, τν ποίαν εχε κα κούμβιζεν, γγελος παραστάς, λλην ντ κείνης ες ατν δωκε.

Κα τί ν λέγω τ κατ μέρους; Μ τ νομα μόνον το γίου πεδιώχνετο μακρν λη τν δαιμόνων παράταξις. Α σθένειαι φευγον π τος σθενοντας, α τυφλώσεις τν μματίων ατρεύοντο. Κάθε πάθος τν σωμάτων θεραπεύετο. Κα προτίτερα π τ σωματικ πάθη, θεραπεύοντο τ πάθη τς ψυχς μ τ νομα το γίου. θεν α ψυχα κεναι, πο πασχον γνοιαν Θεο, κα τον κάθαρτοι, ατα γιες κα καθαρα δι το γίου πεδεικνύοντο. τον δ θεσπέσιος οτος Πατρ γεμάτος π κάθε θεϊκν χάριν. τον γλυκς κα λαρός, κα μάλιστα ες τος μαρτάνοντας τον πολλ εκατάδεκτος, κα ες τος μετανοοντας γγυετο τν σωτηρίαν. τον μικρς κατ τν λικίαν το σώματος. Εχε φαλακρν τν κεφαλήν. Τ δ γένειον εχεν χι ες μάκρος πολ κτεινόμενον, λλ πλατύ. Κίτρινος μν φαινόμενος ες τ πρόσωπον, λλ’ μως χων μίαν θαυμαστν χάριν λάμπουσαν μο μ τν κιτρινάδα. Οτος λοιπν καλς κα θεαρέστως πολιτευσάμενος, δείχθη ποφήτης κα θεωρς πολλν προφητειν, κα μεγαλωτάτων ράσεων. ταν δ γινε πλήρης μερν, τόσον τν σωματικν κα νθρωπίνων, σον κα τν το πνεύματος, νέδραμεν ες τν ες Ορανος μακαριότητα ειμακάριστος. δοξάσθη δ παρ Θεο κα μετ θάνατον, μ τ μεγαλώτατα θαύματα πο νήργει, κα μ τ μρα, πο νέβλυζεν κ το τάφου του. (Τν κατ πλάτος Βίον το σίου τούτου ρα ες τν Νέον Παράδεισον.)

*

Πρέπει ν ξεύρωμεν, τι κατ τν δεκάτην πέμπτην ταύτην μέραν το Δεκεμβρίου, χειροτονήθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, θεος ωάννης Χρυσόστομος, ταν κα ορτ τν Χριστο Γεννν ρχισε ν ορτάζεται παρ’ ατο. πειδ τότε εχον λθει τινες π τ μέρη τς Δύσεως, κα πήγγειλαν, τί καιρν κολούθησεν ορτ ατη. Δι τοτο κα λόγος πολογητικς ξεφωνήθη παρ’ ατο κάλλιστος κα φελιμότατος (5).

(5) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι ὁ λόγος, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἀναφέρει περὶ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστοῦ Γεννῶν, δὲν ἐξεφωνήθη παρ’ αὐτοῦ κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν, ὡς λέγει ἐδῶ ὁ Συναξαριστής. Ἀλλὰ κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. Ἡ ἀρχὴ δὲ αὐτοῦ ἔστιν αὕτη· «Ἃ πάλαι Πατριάρχαι μέν, ὤδινον. Προφῆται δέ, προὔλεγον. Δίκαιοι δὲ ἰδεῖν ἐπεθύμουν. Ταῦτα ἐξέβη καὶ τέλος ἔλαβε σήμερον». Εὑρίσκεται δὲ ὁ λόγος αὐτὸς ἐν τῷ πέμπτῳ τόμῳ τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδόσεως. Λέγει δὲ ὁ Ἅγιος ἐκεῖ περὶ τῆς ἑορτῆς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ταῦτα· «Καίτοι γε οὔπω δέκατόν ἐστιν ἔτος, ἐξ οὗ δήλη καὶ γνώριμος ἡμῖν αὕτη ἡ ἡμέρα γεγένηται. Ἀλλ’ ὅμως, ὡς ἄνωθεν καὶ πρὸ πολλῶν ἡμῖν παραδοθεῖσα ἐτῶν, οὕτως ἤνθησε διὰ τῆς ὑμετέρας σπουδῆς». Καὶ πάλιν· «Οἱ γὰρ ἐν τῇ Ῥώμῃ διατρίβοντες, ἄνωθεν καὶ ἐκ παλαιᾶς παραδόσεως αὐτὴν ἐπιτελοῦντες (κατὰ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην δηλαδὴ τοῦ Δεκεμβρίου), αὐτοὶ νῦν αὐτῆς ἡμῖν τὴν γνῶσιν διεπέμψαντο». Καὶ πάλιν· «Παρὰ τῶν ἀκριβῶς ταῦτα εἰδότων, καὶ τὴν πόλιν ἐκείνην οἰκούντων (τὴν Ῥώμην δηλαδή) παρειλήφαμεν τὴν ἡμέραν».

Φαίνεται δέ, ὅτι μερικῶς μόνον, καὶ ἴσως κατὰ τὴν Ἀντιόχειαν πόλιν, τὴν πατρίδα τοῦ Χρυσοστόμου, ἐκεῖ δὲν ἑωρτάζετο ἡ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἡμέρα κατὰ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ Δεκεμβρίου. Ἀλλ’ οὐχὶ καὶ καθολικῶς εἰς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας τῶν Χριστιανῶν. Καὶ βεβαιοῖ τὸν λόγον μου τοῦτον ὁ πολυμαθέστατος κύριος Δοσίθεος Ἱεροσολύμων γράφων, ἐν σελ. 1221 τῆς Δωδεκαβίβλου, ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νικαίας Ἰωάννης, γράφων πρός τινα Καθολικὸν Ἁρμενίας, λέγει, ὅτι ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος ἀπελθὼν εἰς Βηθλεέμ, οὐκ ἐμέμψατο τοῦτο: ὅτι ἐγίνετο δηλαδὴ ἡ ἑορτὴ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως τῇ εἰκοστῇ πέμπτῃ Δεκεμβρίου. Καὶ ὅτι ἐπειδή τινες ἐτέλουν τὰς δύω ἑορτὰς ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ, τὴν Γέννησιν δηλαδὴ καὶ Βάπτισιν τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦτο ὁ Ἱεροσολύμων Κύριλλος ἔγραψε πρὸς Ἰούλιον Ῥώμης περὶ τούτου. Ὁ δὲ Ἰούλιος ἐρευνήσας τὰ βασιλικὰ ὑπομνήματα, εὗρε τὸν Ἰώσηπον λέγοντα, ὅτι τῷ ἑβδόμῳ μηνὶ ἐν τῇ ἑορτῇ τῆς Σκηνοπηγίας τῇ ἡμέρα τοῦ Ἱλασμοῦ (ἥτις ἦτον ἡ δεκάτη Σεπτεμβρίου), οὕτω γὰρ ὁ νόμος προστάζει· «Ἐν τῷ μηνὶ τῷ ἑβδόμῳ δεκάτῃ τοῦ μηνὸς ταπεινώσετε τὰς ψυχὰς ἡμῶν (ἤτοι νηστεύσετε). Ἐν γὰρ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἐξιλάσεται περὶ ὑμῶν» (Λευϊτ. ις΄, 29). Τότε λέγω εἶδεν ὁ Ζαχαρίας τὸν Ἄγγελον καὶ ἐκωφώθη, (τῇ δὲ εἰκοστῇ τρίτῃ συνελήφθη ὁ Ἰωάννης), καὶ μετὰ μῆνας ἓξ εὐηγγελίσθη ἡ Θεοτόκος τὸν Κύριον, ἤτοι Μαρτίου εἰκοστῇ πέμπτῃ. Καὶ ἑπομένως ἐγέννησεν αὐτὸν τῇ εἰκοστῇ πέμπτῃ Δεκεμβρίου. Ὅθεν καὶ ἐμήνυσε τοῖς ἐν τῇ Ἀνατολῇ τὸ πρᾶγμα. Καὶ διὰ τοῦτο Βασίλειος ὁ Μέγας ἐγκωμιαστικὸν λόγον συνέταξε τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως τῇ εἰκοστῇ πέμπτῃ Δεκεμβρίου. Καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος τοιοῦτον λόγον ἐξεφώνησεν ἐν Κωνσταντινουπόλει. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ὀνώριος ὁ βασιλεὺς Ῥώμης ἐφανέρωσεν εἰς τὸν ἀδελφόν του Ἀρκάδιον ἐν Κωνσταντινουπόλει, ὅτι οἱ Ῥωμάνοι πολυτελῶς ἑορτάζουσιν τὴν Χριστοῦ Γέννησιν τῇ εἰκοστῇ πέμπτῃ Δεκεμβρίου. Καὶ ἐπὶ Ἀναστασίου Ῥώμης, Θεόφιλος ὁ Ἀλεξανδρείας καὶ Ἰωάννης ὁ Ἱεροσολύμων οὕτως ἑώρταζον. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, βιβλίῳ δ΄, περὶ Τριάδος, κεφ. ε΄, βεβαιοῖ, ὅτι τῇ εἰκοστῇ πέμπτῃ Δεκεμβρίου ἐγεννήθη ὁ Κύριος, καὶ ὅρα ἐν τῇ νεοτυπώτῳ Ἑκατονταετηρίδι.

Λέγει δὲ προσέτι ὁ ἀνωτέρω Νικαίας, ὅτι ὁ Χρυσόστομος ἔγραψε πρὸς τὸν Ἅγιον Ἰσαὰκ τὸν Καθολικὸν Ἁρμενίας, περὶ τῆς ἡμέρας τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, (ὅτι δηλαδὴ τῇ εἰκοστῇ πέμπτῃ τοῦ Δεκεμβρίου ἑορτάζεται, καθὼς ἐν τῷ ἀνωτέρω λόγῳ διαλαμβάνει). Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἰσαὰκ ἀπῆλθεν εἰς τὸν Πατριάρχην καὶ παρ’ αὐτοῦ ἐξωρίσθη (διὰ κᾄποιαν διαβολήν) τούτου χάριν οὐκ ἀπεκρίθη τῷ Χρυσοστόμῳ. Προσθέττει δὲ ὁ Δοσίθεος ἐκεῖ, ὅτι ὁ Χρυσόστομος Ἱερεὺς ὤν, ἐποίησε τὸν ἀνωτέρω πανηγυρικὸν λόγον εἰς τὴν Χριστοῦ Γέννησιν. Ἐκ τῶν εἰρημένων λοιπὸν ἔγινε φανερόν, ὅτι καὶ πρὸ τοῦ Χρυσοστόμου ἑωρτάζετο ἡ Χριστοῦ Γέννησις κατὰ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ Δεκεμβρίου, οὐ μόνον παρὰ τοῖς Ῥωμαίοις ἐν τῇ Δύσει, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ Ἀνατολῇ.

Τας τν σν γίων πρεσβείαις Χριστ Θες λέησον μς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 Των Αγίων Ελευθερίου, Ανθίας της μητρός αυτού, Σωσάννης, Βάκχου κ.ά.

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.