Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου11 Δεκεμβρίου

Των Οσίων Δανιήλ και Λουκά των Στυλιτών κ.α.

 Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Όσιος Δανιήλ ΣτυλίτηςΤω αυτώ μηνί ΙΑ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Δανιήλ του Στυλίτου.

Και γήϊνον παν, αλλά και γην εκκλίνων,
Οικεί Δανιήλ πριν στύλον και νυν πόλον.

Ενδεκάτη Δανιήλ στυλοβάμων εύρατο τέρμα.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Λέοντος του μεγάλου, του επικαλουμένου Μακέλλη, εν έτει υξζ’ [467], καταγόμενος από την Μεσοποταμίαν της Συρίας, εκ της ενορίας Σαμοσάτων, από χωρίον καλούμενον Μαρουθά, υιός, πατρός μεν Ηλία, μητρός δε Μάρθας. Ούτος λοιπόν εγεννήθη δια μέσου τινός θαυμαστής οπτασίας, η οποία εφάνη εις την μητέρα του, προ του ακόμη να συλληφθή εις την κοιλίαν της. Όταν δε έγινε πέντε χρόνων, επροσφέρθη υπό των γονέων του εις ένα Μοναστήριον, ίνα ο ιερός παις και εις ιερόν τόπον δεχθή το όνομα. Εν τω Μοναστηρίω γαρ εκείνω επωνομάσθη Δανιήλ υπό του προεστώτος, δια μέσου τινός σημείου. Και βέβαια από τότε ήθελεν αφιερωθή εις τον Θεόν, κατά την υπόσχεσιν των γονέων του, καθώς νηπιόθεν αφιερώθη και ο Προφήτης Σαμουήλ, ανίσως ο προεστώς του Μοναστηρίου ήθελε στέρξη να τον δεχθή εις τοιαύτην νηπιώδη πολλά ηλικίαν. Αλλ’ επειδή εκείνος δεν έστερξε, δια τούτο και ο Δανιήλ δεν αφιερώθη τότε εις τον Θεόν.

Όταν δε έφθασεν εις τον δωδέκατον χρόνον της ηλικίας του, τότε καταφρονήσας όλα του κόσμου τα πράγματα, επήγεν εις ένα Κοινόβιον, και εκεί ενεδύθη το των Μοναχών σχήμα. Όθεν ήτον εκεί ο Δανιήλ προκόπτων και κραταιούμενος, τόσον κατά την σωματικήν ηλικίαν όσον και κατά την πνευματικήν της αρετής. Έπειτα επήγεν εις τον Άγιον Συμεών τον Στυλίτην, και ευλογήθη από αυτόν. Επιστρέψας δε εις το Μοναστήριον, εύρεν αποθανόντα τον εκείνου Ηγούμενον. Όθεν εβιάζετο από τους αδελφούς του Μοναστηρίου να γένη εις αυτούς Ηγούμενος. Αυτός όμως δεν επείσθη εις τούτο τελείως. Αλλ’ επειδή είχε παλαιόν σκοπόν να υπάγη εις τους Ιερούς Τόπους των Ιεροσολύμων, δια τούτο ευγαίνωντας κρυφίως από το Μοναστήριον και περιπατών, εστοχάσθη ως εύλογον, το να ανταμώση τον προρρηθέντα Άγιον Συμεών τον Στυλίτην. Ανταμώσας λοιπόν αυτόν, εμποδίσθη παρ’ αυτού να μη υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα. Αλλά μάλλον να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν. Όθεν πηγαίνωντας πλησίον της Κωνσταντινουπόλεως, εις τον καλούμενον Ανάπλον, εκεί έκλεισε τον εαυτόν του μέσα εις ένα ναόν των ειδώλων, και πολλούς πειρασμούς έπαθεν από τους δαίμονας.

Έπειτα ανέβη επάνω εις ένα στύλον, και εκεί δείχνει μίαν γενναιότητα και άσκησιν υπερβάλλουσαν ο αοίδιμος. Ασκεπής γαρ και άστεγος ων, εταλαιπωρείτο από το καύμα του θέρους, και από την ψύχραν του χειμώνος. Όθεν έλαβε χάρισμα παρά Κυρίου να ποιή πολλά θαύματα. Ώστε οπού εφημίσθη η αρετή αυτού και το όνομα, τόσον κοντά εις τον βασιλέα Λέοντα, όσον και εις τον διάδοχόν του Ζήνωνα, τον εν έτει υοδ’ [474] βασιλεύσαντα, και τον μετ’ αυτόν τύραννον Βασιλίσκον. Οι οποίοι επήγαν οι ίδιοι μόνοι και επροσκύνησαν αυτόν. Και ήκουσαν από το στόμα του εκείνα τα πράγματα, οπού έμελλον να τους ακολουθήσουν. Ούτος ο Άγιος εβοήθησε και εις την Εκκλησίαν του Χριστού, η οποία τότε επολεμείτο από τους αιρετικούς. Όθεν οσίως και αμέμπτως την ζωήν του διαπεράσας, προς Κύριον εξεδήμησεν. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω Ανάπλω. (Τον κατά πλάτος Βίον του Οσίου τούτου όρα εις το Εκλόγιον (1).)

(1) Τον δε ελληνικόν Βίον αυτού συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Ώσπερ επί των αριστέων». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων, και εν άλλαις.)

*

Όσιος Λουκάς ΣτυλίτηςΤη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Λουκά του νέου Στυλίτου.

Προς ύψος ανήνεγκε τον Λουκάν στύλος,
Λουκάς δε τον νουν προς Θεόν, προς ον τρέχει.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους μεν του βασιλέως Ρωμανού του Λεκαπηνού και Γέροντος, και Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου και γαμβρού αυτού, υιού δε Λέοντος του Σοφού, κατά την πατριαρχείαν δε, του Θεοφυλάκτου υιού γνησίου του αυτού Ρωμανού, εν έτει Ϡιθ’, ήτοι 919, καταγόμενος από την γην της Ανατολής, και υιός ων Χριστοφόρου και Καλής. Όταν λοιπόν εκινήθη κατά τον καιρόν εκείνον ο κατά των Βουλγάρων πόλεμος, τότε η προσταγή των βασιλέων εβίασε και τον Όσιον τούτον να υπάγη εις τον πόλεμον. Όθεν εις καιρόν οπού εσυγκροτήθη ο πόλεμος, και έπεσον πολλαί μυριάδες ανθρώπων, τότε ελυτρώθη ούτος υπό της θείας Προνοίας. Δια τούτο έγινεν ύστερον Μοναχός. Και επειδή επρόκοψεν εις την άσκησιν, εχειροτονήθη Πρεσβύτερος, και εφόρεσε σίδηρα βαρέα δια να καταδαμαζη το σώμα του. Ενήστευε δε τας εξ ημέρας της εβδομάδος, και άλλο τι δεν έτρωγε, πάρεξ μόνον την προσφοράν οπού του έφεραν, και λάχανα ωμά. Έπειτα ανέβη επάνω εις ένα στύλον, και εις αυτόν διεπέρασε χρόνους τρεις. Επειδή δε ήκουσε θείαν φωνήν οπού τον εκάλει, δια τούτο πειθόμενος εις τον καλούντα Θεόν, επήγεν εις τον Όλυμπον. Και βάλλει εις το στόμα του μίαν πέτραν, ωσάν ένα χαλινάρι, δια να εμποδίζεται να μη ομιλή. Από εκεί δε γυρίζει πάλιν εις την Κωνσταντινούπολιν, και εκείθεν πηγαίνει εις την Χαλκηδόνα, και αναβαίνει πάλιν επάνω εις ένα άλλον στύλον, και μυρία θαύματα ενεργεί. Έτζι λοιπόν διαπεράσας εις τον στύλον χρόνους τεσσαρακονταπέντε, προς Κύριον εξεδήμησεν.

 

 

 

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες Αειθαλάς και Ακεψεής ξίφει τελειούνται.

Ακεψεήν βλέπων με πάσχοντα ξίφει,
Αειθαλά ζήλωσον. Εζήλωσά σε.

Ούτοι οι Άγιοι εκατάγοντο από την Περσίαν εκ πόλεως καλουμένης Αρβήλ. Και ο μεν Αειθαλάς, ήτον ιερεύς των ειδώλων. Εγνώρισε δε την εις Χριστόν πίστιν, εξ αιτίας τοιαύτης: ήγουν διατί ευθύς μόνον οπού ενθυμήθη να υπάγη εις τον Επίσκοπον των Χριστιανών, ιατρεύθη από την ασθένειαν, οπού έπασχεν, ήτις ήτον ρύσις αίματος. Μαθών λοιπόν και κατηχηθείς από τον Επίσκοπον την εις Χριστόν πίστιν, εγύρισεν εις την εδικήν του πόλιν, δια να γένη και εις τους άλλους της ευσεβείας διδάσκαλος. Επειδή δε εδιαβάλθη ως Χριστιανός εις τον της πόλεως άρχοντα, και τον Χριστόν ωμολόγησε, δια τούτο έκοψαν το αυτίον του, και έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν.

Ο δε Άγιος Ακεψεής ήτον Διάκονος και πιασθείς, ωμολόγησε την ευσέβειαν. Όθεν δέρνεται ανελεήμονα, και στέλλεται μαζί με τον Αειθαλάν εις τον αρχιμάγειρον του βασιλέως (ήτον δε ο αρχιμάγειρος αξίωμα μέγα κοντά εις τους Πέρσας). Ο δε αρχιμάγειρος παρρησιάζει αυτούς εις τον βασιλέα, έμπροσθεν του οποίου κηρύξαντες τον Χριστόν, και οι δύω απεκεφαλίσθησαν. Και έτζι έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.

*

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Μείρακος. Και διήγησις πάνυ ωφέλιμος.

Αρνησιχρίστων δόξαν άπας τις βλέπων,
Μηδέν κατ’ αυτών φλυαρείτω αφρόνως.

Ούτος ο μακάριος Μάρτυς του Χριστού Μείραξ, ήτον κατά το γένος Αιγύπτιος, γεννηθείς από Χριστιανούς γονείς εις το κάστρον, το ονομαζόμενον Τενεσή. Αφ’ ου δε εβαπτίσθη, ανετρέφετο και επαιδεύετο από τους γονείς του με την αμώμητον και καθαράν πίστιν του Χριστού. Ύστερον δε, από ελαφρότητα του νοός και κουφότητα γνώμης, απατήθη υπό του Διαβόλου, και επήγε προς τον εκεί όντα Αμηράν και ηρνήθη, φευ! την πίστιν του Χριστού. Και ου μόνον τούτο, αλλά και την ζώνην του κόψας και τον Σταυρόν πατήσας, επήρε την μάχαιραν εις τας χείρας και ηλάλαζε την ελεεινήν εκείνην φωνήν, το, Αγαρηνός ειμι, και από της σήμερον πλέον δεν είμαι Χριστιανός. Όθεν ήτον τιμημένος και δοξασμένος εις μερικούς χρόνους κοντά εις τον Αμηράν και τους μετ’ αυτού, χωρίς να φροντίζη τελείως δια την σωτηρίαν του. Οι δε γονείς του τούτο μαθόντες, δεν έπαυον από το να παρακαλούν τον Θεόν δια να μεταβάλη την γνώμην του.

Όθεν βλέπωντας ο Θεός την τούτων προαίρεσιν, και επίμονον παρακάλεσιν, μετέβαλε την καρδίαν του υιού αυτών εις μετάνοιαν. Δια τούτο αυτός ο ίδιος Μείραξ πηγαίνωντας εις τους γονείς του, λέγει. Ιδού κύριοι και γλυκύτατοι γονείς μου, οπού ήλθον. Εγώ ο ταλαίπωρος εσκοτίσθηκα εις τον νουν, και εποίησα τούτο, οπού εποίησα. Τώρα λοιπόν παρακαλώ να γίνω πάλιν Χριστιανός, και να είμαι μαζί με εσάς. Οι δε γονείς του απεκρίθησαν. Ημείς, τέκνον, όταν το κακόν τούτο εποίησας, πολλά εχύσαμεν δάκρυα. Και ποτέ δεν επαύσαμεν παρακαλούντες τον Θεόν, δια να σε φωτίση να γνωρίσης την αλήθειαν, και να επιστρέψης πάλιν προς Χριστόν τον σωτήρα σου. Δια τούτο τώρα ευχαριστούμεν εις την αγαθότητά του, ότι δεν επαράβλεψε την ταπεινήν ημών δέησιν. Πλην, τέκνον, καθώς και εσύ το ηξεύρεις, ημείς φοβούμεθα τον Αμηράν να σε έχωμεν μαζί μας, μήπως κινδυνεύσωμεν δια τούτο. Επειδή δίδομεν υποψίαν, ότι ημείς σε εμεταβάλαμεν. Αλλά ανίσως θέλης, να σηκωθής από το μέγα πτώμα της αρνήσεως και να εύρης τον Θεόν ίλεων. Προς τούτοις δε, εάν θέλης να κάμης και ημάς ακατηγορήτους, και να γένης τόσον οικείος και φίλος του Χριστού, ώστε οπού, να κατασταθής και πρεσβευτής εις αυτόν δια όλον το γένος σου, τούτο ποίησον. Πήγαινε εις τον Αμηράν και καθώς παρρησία αρνήθης τον Χριστόν, έτζι παρρησία ομολόγησον πάλιν αυτόν, ωσάν να μη ηξεύραμεν ουδέν περί τούτου ημείς. Και βέβαια ο Θεός, τέκνον, θέλει ευοδώσει την οδόν σου ταύτην, καθώς βούλεται.

Ο δε Μείραξ λαβών την συμβουλήν αυτήν από τους γονείς του ομού και την ευλογίαν τους, πέρνωντας δε και εις το χέρι του μίαν ζώνην, επήγεν εις την συναγωγήν των Αγαρηνών. Ζωσθείς λοιπόν με την ζώνην οπού εκράτει, έμπροσθεν εις τον Αμηράν, ετύπωσε τον τίμιον Σταυρόν εις ένα ξύλον, και ασπασάμενος αυτόν, άρχισε να φωνάζη με όσην δύναμιν είχε, το, Κύριε ελέησον. Ο δε Αμηράς πιάσας αυτόν, λέγει, τι έπαθες; Ο δε Μείραξ απεκρίθη. Μόλις τώρα ήλθον εις τον εαυτόν μου από την ακολουθήσασαν εις εμένα σκότωσιν του Διαβόλου. Και προσέπεσον εις τον Χριστόν μου, και πάλιν έγινα Χριστιανός, καθώς και ήμουν. Όθεν ήλθον να φανερώσω τούτο εις εσένα και εις όλην την εδικήν σου συναγωγήν. Και να ομολογήσω μεν έμπροσθεν εις όλους τον Χριστόν, να αναθεματίσω δε την θρησκείαν σας. Ταύτα ακούσας ο Αμηράς, έβαλεν αυτόν εις την φυλακήν, και επρόσταξε να μείνη εκεί τρεις ημέρας, χωρίς να του δώσουν να φάγη, ή να πίη. Μετά ταύτα εύγαλεν αυτόν από την φυλακήν και τον έκρινε πάλιν. Και επειδή ευρήκεν αυτόν, πως ωμολόγει τον Χριστόν, έδειρεν αυτόν μέτρια, και πάλιν έκλεισεν αυτόν εις την φυλακήν. Ύστερα δε από άλλας τρεις ημέρας, πάλιν ανέκρινεν αυτόν. Και ευρών επιμένοντα και ομολογούντα τον Χριστόν, έδειρεν αυτόν με βούνευρα, και πάλιν τον έκλεισεν εις την φυλακήν. Μετά δε τρεις ημέρας, πάλιν επαράστησεν αυτόν έμπροσθέν του. Και βλέπωντας, ότι στερεώς και αμεταθέτως ωμολόγει τον Χριστόν, έδειρεν αυτόν ανελεήμονα επάνω εις τας πρώτας πληγάς του σώματος. Και έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν του θανάτου απόφασιν.

Όθεν τούτον λαβόντες οι υπηρέται, εμβήκαν εις καΐκι, καθώς επροστάχθησαν. Και πηγαίνοντες μέσα εις την θάλασσαν, έως στάδια τέσσαρα (ήτοι έως μισόν μίλι), τον άφησαν και επροσευχήθη. Είτα αποκόψαντες την κεφαλήν του, έρριψαν αυτήν εις τον βυθόν της θαλάσσης. Και το μεν σώμα αυτού, είτε ευγήκεν από την θάλασσαν, είτε δεν ευγήκε, τούτο δεν εφανερώθη. Η δε τιμία τούτου κεφαλή, ευγήκε βέβαια εκ της θαλάσσης. Την οποίαν γνωρίσαντες μερικοί Χριστιανοί, έλαβον ως πολύτιμον δώρον. Καταβαλθέντες δε εις τον Αμηράν δια τούτο, έδωσαν εις αυτόν εκατόν φλωρία, και έτζι αφέθησαν εις το να έχουν το ποθούμενον ακωλύτως. Τότε λοιπόν ποιήσαντες αργυράν θήκην, έβαλαν την μαρτυρικήν κεφαλήν μέσα εις αυτήν, με την πρέπουσαν τιμήν και ευλάβειαν. Και από τότε έως τώρα αναβλύζει πάντοτε μύρον ευώδες, και επιτελεί πολλάς και διαφόρους ιατρείας. Εις δόξαν μεν, του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εις πληροφορίαν δε, των σκανδαλιζομένων και δισταζόντων περί της εν Ουρανοίς δόξης αυτού, και των ομοίων αυτού (2).

(2) Όθεν και ο Μέγας Βασίλειος ερμηνεύων το ψαλμικόν εκείνο, «Φυλάσσει Κύριος πάντα τα οστά αυτών, εν εξ αυτών ου συντριβήσεται», δικαιοτάτους ονομάζει πάντων τους θείους Μάρτυρας. Ούτω γάρ φησιν· «Ήδη τινών Μαρτύρων, και σκέλη κατέαξαν οι διώκοντες. Και χείρας και κεφαλάς διέπειραν τοις ήλοις πολλάκις. Και τοι γε τις αντερεί, μη ουχί πάντων είναι δικαιοτάτους τους εν τω μαρτυρίω τετελειωμένους;» Και οι μετά την άρνησιν λοιπόν μαρτυρήσαντες, δικαιότατοι πάντων εισίν. Όθεν και πρέπει να δοξάζονται.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Βαρσαβάς ξίφει τελειούται.

Θύσας Βαρσαβά ζήθι, λυτρωθείς ξίφους.
Άνω ποθώ ζην· θάττον ηκέτω ξίφος (3).

Ούτος εν Περσία παρρησία ομολογήσας τον Χριστόν Θεόν αληθή, απετμήθη την κεφαλήν από τον άρχοντα της Περσίας, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον.

(3) Κατ’ ερωταπόκρισιν συνετέθη το δίστιχον τούτο. Λέγουσι γαρ οι δήμιοι προς αυτόν. Θυσίασον ω Βαρσαβά εις τα είδωλα, και λυτρωθείς από το ξίφος και θάνατον, ζήθι και έχε την ζωήν. Ο δε Βαρσαβάς αποκρίνεται εις αυτούς. Εγώ ποθώ να ζήσω άνω εις τους Ουρανούς, και όχι εδώ κάτω εις την γην. Δια τούτο ας έλθη εις εμένα το ξίφος ογλίγωρα, και ας με θανατώση. Εσφαλμένον δε ευρίσκεται το δίστιχον τούτο εις τα τετυπωμένα Μηναία.

*

Οι Άγιοι Τερέντιος, Βικέντιος, Αιμιλιανός, και Βεβαία, ξίφει τελειούνται.

Τμηθέντες εμφαίνουσι τρεις τε και μία,
Θεού τρία πρόσωπα και φύσιν μίαν.

*

Του Οσίου Πατρός ημών Λεοντίου του εν τη Αχαΐα (4).

(4) Τον Βίον αυτού όρα εις το Νέον Λειμωνάριον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Όσιος Δανιήλ ΣτυλίτηςΤῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΑ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Δανιὴλ τοῦ Στυλίτου.

Καὶ γήϊνον πᾶν, ἀλλὰ καὶ γῆν ἐκκλίνων,
Οἰκεῖ Δανιὴλ πρὶν στύλον καὶ νῦν πόλον.

Ἑνδεκάτῃ Δανιὴλ στυλοβάμων εὕρατο τέρμα.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λέοντος τοῦ μεγάλου, τοῦ ἐπικαλουμένου Μακέλλη, ἐν ἔτει υξζ΄ [467], καταγόμενος ἀπὸ τὴν Μεσοποταμίαν τῆς Συρίας, ἐκ τῆς ἐνορίας Σαμοσάτων, ἀπὸ χωρίον καλούμενον Μαρουθᾶ, υἱός, πατρὸς μὲν Ἠλία, μητρὸς δὲ Μάρθας. Οὗτος λοιπὸν ἐγεννήθη διὰ μέσου τινὸς θαυμαστῆς ὀπτασίας, ἡ ὁποία ἐφάνη εἰς τὴν μητέρα του, πρὸ τοῦ ἀκόμη νὰ συλληφθῇ εἰς τὴν κοιλίαν της. Ὅταν δὲ ἔγινε πέντε χρόνων, ἐπροσφέρθη ὑπὸ τῶν γονέων του εἰς ἕνα Μοναστήριον, ἵνα ὁ ἱερὸς παῖς καὶ εἰς ἱερὸν τόπον δεχθῇ τὸ ὄνομα. Ἐν τῷ Μοναστηρίῳ γὰρ ἐκείνῳ ἐπωνομάσθη Δανιὴλ ὑπὸ τοῦ προεστῶτος, διὰ μέσου τινὸς σημείου. Καὶ βέβαια ἀπὸ τότε ἤθελεν ἀφιερωθῇ εἰς τὸν Θεόν, κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν τῶν γονέων του, καθὼς νηπιόθεν ἀφιερώθη καὶ ὁ Προφήτης Σαμουήλ, ἀνίσως ὁ προεστὼς τοῦ Μοναστηρίου ἤθελε στέρξῃ νὰ τὸν δεχθῇ εἰς τοιαύτην νηπιώδη πολλὰ ἡλικίαν. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐκεῖνος δὲν ἔστερξε, διὰ τοῦτο καὶ ὁ Δανιὴλ δὲν ἀφιερώθη τότε εἰς τὸν Θεόν.

Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὸν δωδέκατον χρόνον τῆς ἡλικίας του, τότε καταφρονήσας ὅλα τοῦ κόσμου τὰ πράγματα, ἐπῆγεν εἰς ἕνα Κοινόβιον, καὶ ἐκεῖ ἐνεδύθη τὸ τῶν Μοναχῶν σχῆμα. Ὅθεν ἦτον ἐκεῖ ὁ Δανιὴλ προκόπτων καὶ κραταιούμενος, τόσον κατὰ τὴν σωματικὴν ἡλικίαν ὅσον καὶ κατὰ τὴν πνευματικὴν τῆς ἀρετῆς. Ἔπειτα ἐπῆγεν εἰς τὸν Ἅγιον Συμεὼν τὸν Στυλίτην, καὶ εὐλογήθη ἀπὸ αὐτόν. Ἐπιστρέψας δὲ εἰς τὸ Μοναστήριον, εὗρεν ἀποθανόντα τὸν ἐκείνου Ἡγούμενον. Ὅθεν ἐβιάζετο ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Μοναστηρίου νὰ γένῃ εἰς αὐτοὺς Ἡγούμενος. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἐπείσθη εἰς τοῦτο τελείως. Ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶχε παλαιὸν σκοπὸν νὰ ὑπάγῃ εἰς τοὺς Ἱεροὺς Τόπους τῶν Ἱεροσολύμων, διὰ τοῦτο εὐγαίνωντας κρυφίως ἀπὸ τὸ Μοναστήριον καὶ περιπατῶν, ἐστοχάσθη ὡς εὔλογον, τὸ νὰ ἀνταμώσῃ τὸν προρρηθέντα Ἅγιον Συμεὼν τὸν Στυλίτην. Ἀνταμώσας λοιπὸν αὐτόν, ἐμποδίσθη παρ’ αὐτοῦ νὰ μὴ ὑπάγῃ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ μᾶλλον νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὅθεν πηγαίνωντας πλησίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἰς τὸν καλούμενον Ἀνάπλον, ἐκεῖ ἔκλεισε τὸν ἑαυτόν του μέσα εἰς ἕνα ναὸν τῶν εἰδώλων, καὶ πολλοὺς πειρασμοὺς ἔπαθεν ἀπὸ τοὺς δαίμονας.

Ἔπειτα ἀνέβη ἐπάνω εἰς ἕνα στύλον, καὶ ἐκεῖ δείχνει μίαν γενναιότητα καὶ ἄσκησιν ὑπερβάλλουσαν ὁ ἀοίδιμος. Ἀσκεπὴς γὰρ καὶ ἄστεγος ὤν, ἐταλαιπωρεῖτο ἀπὸ τὸ καῦμα τοῦ θέρους, καὶ ἀπὸ τὴν ψύχραν τοῦ χειμῶνος. Ὅθεν ἔλαβε χάρισμα παρὰ Κυρίου νὰ ποιῇ πολλὰ θαύματα. Ὥστε ὁποῦ ἐφημίσθη ἡ ἀρετὴ αὐτοῦ καὶ τὸ ὄνομα, τόσον κοντὰ εἰς τὸν βασιλέα Λέοντα, ὅσον καὶ εἰς τὸν διάδοχόν του Ζήνωνα, τὸν ἐν ἔτει υοδ΄ [474] βασιλεύσαντα, καὶ τὸν μετ’ αὐτὸν τύραννον Βασιλίσκον. Οἱ ὁποῖοι ἐπῆγαν οἱ ἴδιοι μόνοι καὶ ἐπροσκύνησαν αὐτόν. Καὶ ἤκουσαν ἀπὸ τὸ στόμα του ἐκεῖνα τὰ πράγματα, ὁποῦ ἔμελλον νὰ τοὺς ἀκολουθήσουν. Οὗτος ὁ Ἅγιος ἐβοήθησε καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία τότε ἐπολεμεῖτο ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Ὅθεν ὁσίως καὶ ἀμέμπτως τὴν ζωήν του διαπεράσας, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις ἐν τῷ Ἀνάπλῳ. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ὁσίου τούτου ὅρα εἰς τὸ Ἐκλόγιον (1).)

(1) Τὸν δὲ ἑλληνικὸν Βίον αὐτοῦ συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὥσπερ ἐπὶ τῶν ἀριστέων». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων, καὶ ἐν ἄλλαις.)

*

Όσιος Λουκάς ΣτυλίτηςΤῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Λουκᾶ τοῦ νέου Στυλίτου.

Πρὸς ὕψος ἀνήνεγκε τὸν Λουκᾶν στύλος,
Λουκᾶς δὲ τὸν νοῦν πρὸς Θεόν, πρὸς ὃν τρέχει.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους μὲν τοῦ βασιλέως Ῥωμανοῦ τοῦ Λεκαπηνοῦ καὶ Γέροντος, καὶ Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογεννήτου καὶ γαμβροῦ αὐτοῦ, υἱοῦ δὲ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, κατὰ τὴν πατριαρχείαν δέ, τοῦ Θεοφυλάκτου υἱοῦ γνησίου τοῦ αὐτοῦ Ῥωμανοῦ, ἐν ἔτει Ϡιθ΄, ἤτοι 919, καταγόμενος ἀπὸ τὴν γῆν τῆς Ἀνατολῆς, καὶ υἱὸς ὢν Χριστοφόρου καὶ Καλῆς. Ὅταν λοιπὸν ἐκινήθη κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ὁ κατὰ τῶν Βουλγάρων πόλεμος, τότε ἡ προσταγὴ τῶν βασιλέων ἐβίασε καὶ τὸν Ὅσιον τοῦτον νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν πόλεμον. Ὅθεν εἰς καιρὸν ὁποῦ ἐσυγκροτήθη ὁ πόλεμος, καὶ ἔπεσον πολλαὶ μυριάδες ἀνθρώπων, τότε ἐλυτρώθη οὗτος ὑπὸ τῆς θείας Προνοίας. Διὰ τοῦτο ἔγινεν ὕστερον Μοναχός. Καὶ ἐπειδὴ ἐπρόκοψεν εἰς τὴν ἄσκησιν, ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος, καὶ ἐφόρεσε σίδηρα βαρέα διὰ νὰ καταδαμαζῃ τὸ σῶμά του. Ἐνήστευε δὲ τὰς ἓξ ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, καὶ ἄλλο τι δὲν ἔτρωγε, πάρεξ μόνον τὴν προσφορὰν ὁποῦ τοῦ ἔφεραν, καὶ λάχανα ὠμά. Ἔπειτα ἀνέβη ἐπάνω εἰς ἕνα στύλον, καὶ εἰς αὐτὸν διεπέρασε χρόνους τρεῖς. Ἐπειδὴ δὲ ἤκουσε θείαν φωνὴν ὁποῦ τὸν ἐκάλει, διὰ τοῦτο πειθόμενος εἰς τὸν καλοῦντα Θεόν, ἐπῆγεν εἰς τὸν Ὄλυμπον. Καὶ βάλλει εἰς τὸ στόμα του μίαν πέτραν, ὡσὰν ἕνα χαλινάρι, διὰ νὰ ἐμποδίζεται νὰ μὴ ὁμιλῇ. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ γυρίζει πάλιν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἐκεῖθεν πηγαίνει εἰς τὴν Χαλκηδόνα, καὶ ἀναβαίνει πάλιν ἐπάνω εἰς ἕνα ἄλλον στύλον, καὶ μυρία θαύματα ἐνεργεῖ. Ἔτζι λοιπὸν διαπεράσας εἰς τὸν στύλον χρόνους τεσσαρακονταπέντε, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν.

 

 

 

*

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀειθαλᾶς καὶ Ἀκεψεὴς ξίφει τελειοῦνται.

Ἀκεψεὴν βλέπων με πάσχοντα ξίφει,
Ἀειθαλᾶ ζήλωσον. Ἐζήλωσά σε.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἐκατάγοντο ἀπὸ τὴν Περσίαν ἐκ πόλεως καλουμένης Ἀρβήλ. Καὶ ὁ μὲν Ἀειθαλᾶς, ἦτον ἱερεὺς τῶν εἰδώλων. Ἐγνώρισε δὲ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, ἐξ αἰτίας τοιαύτης: ἤγουν διατὶ εὐθὺς μόνον ὁποῦ ἐνθυμήθη νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Ἐπίσκοπον τῶν Χριστιανῶν, ἰατρεύθη ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν, ὁποῦ ἔπασχεν, ἥτις ἦτον ῥύσις αἵματος. Μαθὼν λοιπὸν καὶ κατηχηθεὶς ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπον τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, ἐγύρισεν εἰς τὴν ἐδικήν του πόλιν, διὰ νὰ γένῃ καὶ εἰς τοὺς ἄλλους τῆς εὐσεβείας διδάσκαλος. Ἐπειδὴ δὲ ἐδιαβάλθη ὡς Χριστιανὸς εἰς τὸν τῆς πόλεως ἄρχοντα, καὶ τὸν Χριστὸν ὡμολόγησε, διὰ τοῦτο ἔκοψαν τὸ αὐτίον του, καὶ ἔρριψαν αὐτὸν εἰς τὴν φυλακήν.

Ὁ δὲ Ἅγιος Ἀκεψεὴς ἦτον Διάκονος καὶ πιασθείς, ὡμολόγησε τὴν εὐσέβειαν. Ὅθεν δέρνεται ἀνελεήμονα, καὶ στέλλεται μαζὶ μὲ τὸν Ἀειθαλᾶν εἰς τὸν ἀρχιμάγειρον τοῦ βασιλέως (ἦτον δὲ ὁ ἀρχιμάγειρος ἀξίωμα μέγα κοντὰ εἰς τοὺς Πέρσας). Ὁ δὲ ἀρχιμάγειρος παρρησιάζει αὐτοὺς εἰς τὸν βασιλέα, ἔμπροσθεν τοῦ ὁποίου κηρύξαντες τὸν Χριστόν, καὶ οἱ δύω ἀπεκεφαλίσθησαν. Καὶ ἔτζι ἔλαβον οἱ μακάριοι τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.

*

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μείρακος. Καὶ διήγησις πάνυ ὠφέλιμος.

Ἀρνησιχρίστων δόξαν ἅπας τις βλέπων,
Μηδὲν κατ’ αὐτῶν φλυαρείτω ἀφρόνως.

Οὗτος ὁ μακάριος Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Μείραξ, ἦτον κατὰ τὸ γένος Αἰγύπτιος, γεννηθεὶς ἀπὸ Χριστιανοὺς γονεῖς εἰς τὸ κάστρον, τὸ ὀνομαζόμενον Τενεσῆ. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐβαπτίσθη, ἀνετρέφετο καὶ ἐπαιδεύετο ἀπὸ τοὺς γονεῖς του μὲ τὴν ἀμώμητον καὶ καθαρὰν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ὕστερον δέ, ἀπὸ ἐλαφρότητα τοῦ νοὸς καὶ κουφότητα γνώμης, ἀπατήθη ὑπὸ τοῦ Διαβόλου, καὶ ἐπῆγε πρὸς τὸν ἐκεῖ ὄντα Ἀμηρᾶν καὶ ἠρνήθη, φεῦ! τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ τὴν ζώνην του κόψας καὶ τὸν Σταυρὸν πατήσας, ἐπῆρε τὴν μάχαιραν εἰς τὰς χεῖρας καὶ ἠλάλαζε τὴν ἐλεεινὴν ἐκείνην φωνήν, τὸ, Ἀγαρηνός εἰμι, καὶ ἀπὸ τῆς σήμερον πλέον δὲν εἶμαι Χριστιανός. Ὅθεν ἦτον τιμημένος καὶ δοξασμένος εἰς μερικοὺς χρόνους κοντὰ εἰς τὸν Ἀμηρᾶν καὶ τοὺς μετ’ αὐτοῦ, χωρὶς νὰ φροντίζῃ τελείως διὰ τὴν σωτηρίαν του. Οἱ δὲ γονεῖς του τοῦτο μαθόντες, δὲν ἔπαυον ἀπὸ τὸ νὰ παρακαλοῦν τὸν Θεὸν διὰ νὰ μεταβάλῃ τὴν γνώμην του.

Ὅθεν βλέπωντας ὁ Θεὸς τὴν τούτων προαίρεσιν, καὶ ἐπίμονον παρακάλεσιν, μετέβαλε τὴν καρδίαν τοῦ υἱοῦ αὐτῶν εἰς μετάνοιαν. Διὰ τοῦτο αὐτὸς ὁ ἴδιος Μείραξ πηγαίνωντας εἰς τοὺς γονεῖς του, λέγει. Ἰδοὺ κύριοι καὶ γλυκύτατοι γονεῖς μου, ὁποῦ ἦλθον. Ἐγὼ ὁ ταλαίπωρος ἐσκοτίσθηκα εἰς τὸν νοῦν, καὶ ἐποίησα τοῦτο, ὁποῦ ἐποίησα. Τώρα λοιπὸν παρακαλῶ νὰ γίνω πάλιν Χριστιανός, καὶ νὰ εἶμαι μαζὶ μὲ ἐσᾶς. Οἱ δὲ γονεῖς του ἀπεκρίθησαν. Ἡμεῖς, τέκνον, ὅταν τὸ κακὸν τοῦτο ἐποίησας, πολλὰ ἐχύσαμεν δάκρυα. Καὶ ποτὲ δὲν ἐπαύσαμεν παρακαλοῦντες τὸν Θεόν, διὰ νὰ σὲ φωτίσῃ νὰ γνωρίσῃς τὴν ἀλήθειαν, καὶ νὰ ἐπιστρέψῃς πάλιν πρὸς Χριστὸν τὸν σωτῆρά σου. Διὰ τοῦτο τώρα εὐχαριστοῦμεν εἰς τὴν ἀγαθότητά του, ὅτι δὲν ἐπαράβλεψε τὴν ταπεινὴν ἡμῶν δέησιν. Πλήν, τέκνον, καθὼς καὶ ἐσὺ τὸ ἠξεύρεις, ἡμεῖς φοβούμεθα τὸν Ἀμηρᾶν νὰ σὲ ἔχωμεν μαζί μας, μήπως κινδυνεύσωμεν διὰ τοῦτο. Ἐπειδὴ δίδομεν ὑποψίαν, ὅτι ἡμεῖς σὲ ἐμεταβάλαμεν. Ἀλλὰ ἀνίσως θέλῃς, νὰ σηκωθῇς ἀπὸ τὸ μέγα πτῶμα τῆς ἀρνήσεως καὶ νὰ εὕρῃς τὸν Θεὸν ἵλεων. Πρὸς τούτοις δέ, ἐὰν θέλῃς νὰ κάμῃς καὶ ἡμᾶς ἀκατηγορήτους, καὶ νὰ γένῃς τόσον οἰκεῖος καὶ φίλος τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ὁποῦ, νὰ κατασταθῇς καὶ πρεσβευτὴς εἰς αὐτὸν διὰ ὅλον τὸ γένος σου, τοῦτο ποίησον. Πήγαινε εἰς τὸν Ἀμηρᾶν καὶ καθὼς παρρησίᾳ ἀρνήθης τὸν Χριστόν, ἔτζι παρρησίᾳ ὁμολόγησον πάλιν αὐτόν, ὡσὰν νὰ μὴ ἠξεύραμεν οὐδὲν περὶ τούτου ἡμεῖς. Καὶ βέβαια ὁ Θεός, τέκνον, θέλει εὐοδώσει τὴν ὁδόν σου ταύτην, καθὼς βούλεται.

Ὁ δὲ Μείραξ λαβὼν τὴν συμβουλὴν αὐτὴν ἀπὸ τοὺς γονεῖς του ὁμοῦ καὶ τὴν εὐλογίαν τους, πέρνωντας δὲ καὶ εἰς τὸ χέρι του μίαν ζώνην, ἐπῆγεν εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν Ἀγαρηνῶν. Ζωσθεὶς λοιπὸν μὲ τὴν ζώνην ὁποῦ ἐκράτει, ἔμπροσθεν εἰς τὸν Ἀμηρᾶν, ἐτύπωσε τὸν τίμιον Σταυρὸν εἰς ἕνα ξύλον, καὶ ἀσπασάμενος αὐτόν, ἄρχισε νὰ φωνάζῃ μὲ ὅσην δύναμιν εἶχε, τὸ, Κύριε ἐλέησον. Ὁ δὲ Ἀμηρᾶς πιάσας αὐτόν, λέγει, τί ἔπαθες; Ὁ δὲ Μείραξ ἀπεκρίθη. Μόλις τώρα ἦλθον εἰς τὸν ἑαυτόν μου ἀπὸ τὴν ἀκολουθήσασαν εἰς ἐμένα σκότωσιν τοῦ Διαβόλου. Καὶ προσέπεσον εἰς τὸν Χριστόν μου, καὶ πάλιν ἔγινα Χριστιανός, καθὼς καὶ ἤμουν. Ὅθεν ἦλθον νὰ φανερώσω τοῦτο εἰς ἐσένα καὶ εἰς ὅλην τὴν ἐδικήν σου συναγωγήν. Καὶ νὰ ὁμολογήσω μὲν ἔμπροσθεν εἰς ὅλους τὸν Χριστόν, νὰ ἀναθεματίσω δὲ τὴν θρῃσκείαν σας. Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἀμηρᾶς, ἔβαλεν αὐτὸν εἰς τὴν φυλακήν, καὶ ἐπρόσταξε νὰ μείνῃ ἐκεῖ τρεῖς ἡμέρας, χωρὶς νὰ τοῦ δώσουν νὰ φάγῃ, ἢ νὰ πίῃ. Μετὰ ταῦτα εὔγαλεν αὐτὸν ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ τὸν ἔκρινε πάλιν. Καὶ ἐπειδὴ εὑρῆκεν αὐτόν, πῶς ὡμολόγει τὸν Χριστόν, ἔδειρεν αὐτὸν μέτρια, καὶ πάλιν ἔκλεισεν αὐτὸν εἰς τὴν φυλακήν. Ὕστερα δὲ ἀπὸ ἄλλας τρεῖς ἡμέρας, πάλιν ἀνέκρινεν αὐτόν. Καὶ εὑρὼν ἐπιμένοντα καὶ ὁμολογοῦντα τὸν Χριστόν, ἔδειρεν αὐτὸν μὲ βούνευρα, καὶ πάλιν τὸν ἔκλεισεν εἰς τὴν φυλακήν. Μετὰ δὲ τρεῖς ἡμέρας, πάλιν ἐπαράστησεν αὐτὸν ἔμπροσθέν του. Καὶ βλέπωντας, ὅτι στερεῶς καὶ ἀμεταθέτως ὡμολόγει τὸν Χριστόν, ἔδειρεν αὐτὸν ἀνελεήμονα ἐπάνω εἰς τὰς πρώτας πληγὰς τοῦ σώματος. Καὶ ἔδωκε κατ’ αὐτοῦ τὴν τελευταίαν τοῦ θανάτου ἀπόφασιν.

Ὅθεν τοῦτον λαβόντες οἱ ὑπηρέται, ἐμβῆκαν εἰς καΐκι, καθὼς ἐπροστάχθησαν. Καὶ πηγαίνοντες μέσα εἰς τὴν θάλασσαν, ἕως στάδια τέσσαρα (ἤτοι ἕως μισὸν μίλι), τὸν ἄφησαν καὶ ἐπροσευχήθη. Εἶτα ἀποκόψαντες τὴν κεφαλήν του, ἔρριψαν αὐτὴν εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης. Καὶ τὸ μὲν σῶμα αὐτοῦ, εἴτε εὐγῆκεν ἀπὸ τὴν θάλασσαν, εἴτε δὲν εὐγῆκε, τοῦτο δὲν ἐφανερώθη. Ἡ δὲ τιμία τούτου κεφαλή, εὐγῆκε βέβαια ἐκ τῆς θαλάσσης. Τὴν ὁποίαν γνωρίσαντες μερικοὶ Χριστιανοί, ἔλαβον ὡς πολύτιμον δῶρον. Καταβαλθέντες δὲ εἰς τὸν Ἀμηρᾶν διὰ τοῦτο, ἔδωσαν εἰς αὐτὸν ἑκατὸν φλωρία, καὶ ἔτζι ἀφέθησαν εἰς τὸ νὰ ἔχουν τὸ ποθούμενον ἀκωλύτως. Τότε λοιπὸν ποιήσαντες ἀργυρᾶν θήκην, ἔβαλαν τὴν μαρτυρικὴν κεφαλὴν μέσα εἰς αὐτήν, μὲ τὴν πρέπουσαν τιμὴν καὶ εὐλάβειαν. Καὶ ἀπὸ τότε ἕως τώρα ἀναβλύζει πάντοτε μῦρον εὐῶδες, καὶ ἐπιτελεῖ πολλὰς καὶ διαφόρους ἰατρείας. Εἰς δόξαν μέν, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς πληροφορίαν δέ, τῶν σκανδαλιζομένων καὶ δισταζόντων περὶ τῆς ἐν Οὐρανοῖς δόξης αὐτοῦ, καὶ τῶν ὁμοίων αὐτοῦ (2).

(2) Ὅθεν καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἑρμηνεύων τὸ ψαλμικὸν ἐκεῖνο, «Φυλάσσει Κύριος πᾶντα τὰ ὀστᾶ αὐτῶν, ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ συντριβήσεται», δικαιοτάτους ὀνομάζει πάντων τοὺς θείους Μάρτυρας. Οὕτω γάρ φησιν· «Ἤδη τινῶν Μαρτύρων, καὶ σκέλη κατέαξαν οἱ διώκοντες. Καὶ χεῖρας καὶ κεφαλὰς διέπειραν τοῖς ἥλοις πολλάκις. Καί τοί γε τίς ἀντερεῖ, μὴ οὐχὶ πάντων εἶναι δικαιοτάτους τοὺς ἐν τῷ μαρτυρίῳ τετελειωμένους;» Καὶ οἱ μετὰ τὴν ἄρνησιν λοιπὸν μαρτυρήσαντες, δικαιότατοι πάντων εἰσίν. Ὅθεν καὶ πρέπει νὰ δοξάζονται.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βαρσαβᾶς ξίφει τελειοῦται.

Θύσας Βαρσαβᾶ ζῆθι, λυτρωθεὶς ξίφους.
Ἄνω ποθῶ ζῆν· θᾶττον ἡκέτω ξίφος (3).

Οὗτος ἐν Περσίᾳ παρρησίᾳ ὁμολογήσας τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθῆ, ἀπετμήθη τὴν κεφαλὴν ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς Περσίας, καὶ ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.

(3) Κατ’ ἐρωταπόκρισιν συνετέθη τὸ δίστιχον τοῦτο. Λέγουσι γὰρ οἱ δήμιοι πρὸς αὐτόν. Θυσίασον ὦ Βαρσαβᾶ εἰς τὰ εἴδωλα, καὶ λυτρωθεὶς ἀπὸ τὸ ξίφος καὶ θάνατον, ζῆθι καὶ ἔχε τὴν ζωήν. Ὁ δὲ Βαρσαβᾶς ἀποκρίνεται εἰς αὐτούς. Ἐγὼ ποθῶ νὰ ζήσω ἄνω εἰς τοὺς Οὐρανούς, καὶ ὄχι ἐδῶ κάτω εἰς τὴν γῆν. Διὰ τοῦτο ἂς ἔλθῃ εἰς ἐμένα τὸ ξίφος ὀγλίγωρα, καὶ ἂς μὲ θανατώσῃ. Ἐσφαλμένον δὲ εὑρίσκεται τὸ δίστιχον τοῦτο εἰς τὰ τετυπωμένα Μηναῖα.

*

Οἱ Ἅγιοι Τερέντιος, Βικέντιος, Αἱμιλιανός, καὶ Βεβαία, ξίφει τελειοῦνται.

Τμηθέντες ἐμφαίνουσι τρεῖς τε καὶ μία,
Θεοῦ τρία πρόσωπα καὶ φύσιν μίαν.

*

Τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Λεοντίου τοῦ ἐν τῇ Ἀχαΐᾳ (4).

(4) Τὸν Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον.

 

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Των Οσίων Δανιήλ και Λουκά των Στυλιτών κ.α. 

 

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.