Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου6 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ς’, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Νικολάου Αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας του Θαυματουργού (1).
Ο Νικόλαος πρέσβυς ων εν γη μέγας,
Και γης αποστάς εις το πρεσβεύειν ζέει.
Έκτη Νικόλεώ γε φάνη βιότοιο τελευτή.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των τυράννων, εν έτει τ’ [300]. Και πρότερον μεν, έλαμψεν εν τη μοναδική πολιτεία. Ύστερον δε, δια την υπερβάλλουσαν αρετήν του έγινε και Αρχιερεύς. Επειδή δε με ελευθέραν φωνήν εκήρυττεν ο Άγιος την ευσέβειαν, δια τούτο επιάσθη από τους άρχοντας της πόλεως Λυκίας, και ετιμωρήθη με δαρμούς και στρεβλώσεις. Έπειτα ερρίφθη εις την φυλακήν ομού με άλλους Χριστιανούς. Αφ’ ου δε ο μέγας Κωνσταντίνος έγινε βασιλεύς των Χριστιανών με ψήφον Θεού, τότε ελευθερώθησαν όλοι οι Χριστιανοί, όσοι ήτον δεδεμένοι εις τας φυλακάς. Μαζί δε με αυτούς ελευθερώθη και ο μέγας ούτος Νικόλαος. Δεν επέρασε δε καιρός πολύς, και εσυναθροίσθη εις την Νίκαιαν υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η αγία και Οικουμενική Πρώτη Σύνοδος, εν έτει τκε’ [325], της οποίας μέρος ήτον και ο θείος Νικόλαος.
Ούτος ο της νίκης επώνυμος, πολλά μεν εποίησε θαύματα, καθώς ο κατά πλάτος βίος αυτού ιστορεί. Ηλευθέρωσε δε και τρεις ανθρώπους από τον θάνατον αδίκως συκοφαντηθέντας με τοιούτον τρόπον. Οι άνθρωποι αυτοί ήτον κλεισμένοι εις την φυλακήν εν Κωνσταντινουπόλει, και έμαθον την απόφασιν του θανάτου των, ότι αύριον έχουν να αποκεφαλισθούν. Όθεν επικαλέσθησαν τον Άγιον εις βοήθειάν τους, ενθυμήσαντες αυτόν, και ότι εις την Λυκίαν ελύτρωσε τους τρεις ανθρώπους, οι οποίοι έμελλον αδίκως να θανατωθούν. Δια τούτο ο Άγιος Νικόλαος επακούσας της δεήσεώς των, φαίνεται εις το όνειρον του βασιλέως Κωνσταντίνου, και του επάρχου Αβλαβίου. Και τον μεν έπαρχον, ήλεγξε, διατί αδίκως εδιάβαλε τους τρεις αθώους εκείνους προς τον βασιλέα. Τον δε βασιλέα εδίδαξεν, ότι ήτον ανεύθυνοι οι παρ’ αυτού καταδικασθέντες και δια φθόνον μόνον εδιαβάλθησαν, ως αποστάται και θανάτου άξιοι. Όθεν δια της οπτασίας ταύτης ελευθέρωσεν αυτούς ο Άγιος από του θανάτου την καταδίκην.
Ου μόνον δε τούτο, αλλά και άλλα πολλά θαύματα ετέλεσεν ο θαυμαστός Νικόλαος. Όθεν και ιερώς και οσίως το ορθόδοξον αυτού ποιμάνας ποίμνιον, και φθάσας εις βαθύ γήρας, προς Κύριον εξεδήμησε. Πλην και μετά θάνατον, δεν αλησμόνησε το ποίμνιόν του ο ποιμήν ο καλός, αλλά καθ’ εκάστην σχεδόν ημέραν και ώραν, χαρίζει εις τους δεομένους ευεργεσίας και χάριτας, και ελευθερόνοι από κάθε κίνδυνον και περίστασιν τους αυτόν επικαλουμένους εκ πίστεως. Επειδή δε αι ευεργεσίαι και χάριτες του μεγάλου τούτου Πατρός, είναι πολλαί και αναρίθμητοι: δια τούτο εγώ θέλω αφήσω όλας τας άλλας, μίαν δε μόνον θέλω ενθυμηθώ. Ας μη απιστήση δέ τινας ακούων το θαύμα, οπού ηκολούθησεν εις τας ημέρας μας, νομίζωντας, πως είναι τούτο αδύνατον. Διότι κανένα πράγμα δεν αδυνατεί εις τον Θεόν.
Εις την Κωνσταντινούπολιν ήτον ένας Χριστιανός ευλαβής και πιστός, με υπερβολήν αγαπών τον όσιον Πατέρα ημών Νικόλαον, και αμοιβαίως παρά του Πατρός Νικολάου αγαπώμενος. Ούτος λοιπόν θέλωντας μίαν φοράν να ταξειδεύση εις άλλον τόπον δια κάποιαν αναγκαίαν υπόθεσίν του, επήγε πρώτον εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου και επροσευχήθη από βάθους καρδίας. Έπειτα αποχαιρετίσας τους συγγενείς του και φίλους, εμβήκεν εις το καΐκι. Κατά δε την ενάτην ώραν της νυκτός εσηκώθησαν οι ναύται να γυρίσουν τα πανία του καϊκίου, επειδή και εγύρισεν άλλος άνεμος. Εσηκώθη δε και ο ευλαβέστατος εκείνος άνθρωπος δια να υπάγη εις χρείαν ύδατος. Και επειδή όλοι οι ναύται εκαταγίνοντο εις το να γυρίσουν τα πανία, δια τούτο περιπλεχθείς ο Χριστιανός εκείνος και συμποδισθείς, (καθώς τούτο συνειθίζει να ακολουθή εις τοιαύτας περιστάσεις), ερρίφθη εις την θάλασσαν. Οι δε ναύται δεν εδυνήθησαν να κάμουν καμμίαν μέθοδον δια να τραβίξουν εκ της θαλάσσης τον άνθρωπον. Ένα μεν, διατί ήτον σκότος και άλλο δε, διατί ο άνεμος έπνεε δυνατώτερα, και εβίαζε το πλοίον δια να πηγαίνη έμπροσθεν. Όθεν καθήμενοι εθρήνουν και έκλαιον δια τον του ανδρός πικρόν θάνατον.
Ο δε Χριστιανός εκείνος, επειδή και έπεσεν εις την θάλασσαν καθώς ήτον φορεμένος με όλα τα ρούχα του, καταποντιζόμενος εις τον βυθόν του πελάγους, ενθυμήθη και έλεγε με τον νουν του. Άγιε Νικόλαε βοήθει μοι. Φωνάζωντας δε νοερώς την φωνήν ταύτην, ω του θαύματος! πολλά και ακατανόητα είναι τα θαυμάσιά σου Κύριε! ευρέθη εις το μέσον του οσπητίου του. Και τούτο μη αισθανθείς ενόμιζεν ότι ευρίσκεται ακόμη εις τον βυθόν της θαλάσσης. Όθεν και εκεί εφώναζεν όχι πλέον νοερώς, αλλά αισθητώς, Άγιε Νικόλαε βοήθει μοι. Οι δε γείτονες ακούοντες τας φωνάς του εσηκώθησαν. Ομοίως και οι άνθρωποι του οσπητίου του σηκωθέντες, άναψαν φως. Αλλά και οι έξωθεν ακούσαντες, έτρεξαν και εκείνοι, και βλέπουσιν αυτόν εις το μέσον της οικίας του εστώτα και κράζοντα. Βλέπουσι δε και τρέχει νερόν πολύ της θαλάσσης από τα ρούχα οπού εφόρει. Όθεν από τον θαυμασμόν τους και έκστασιν, έμειναν άφωνοι και σιωπηλοί, μη ηξεύροντες τι να ειπούν. Ο δε Χριστιανός εκείνος εφώναζεν. Αδελφοί, τι είναι αυτό οπού βλέπω; Εγώ γαρ ηξεύρω καλώτατα, ότι εχθές κατά την ενάτην ώραν απεχαιρέτισα όλους εσάς, και εβγήκα εις το καΐκιον. Και επειδή εφύσησεν άνεμος επιτήδειος, επεράσαμεν αρκετόν διάστημα τόπου. Εις δε την δευτέραν ή και τρίτην φυλακήν (ήτοι κατά την ενάτην ώραν της νυκτός) επήγα δια χρείαν ύδατος, και συμποδισθείς από τους ναύτας, ερρίφθηκα εις την θάλασσαν. Όθεν επικαλούμην τον Άγιον Νικόλαον εις βοήθειαν. Πού δε τώρα είμαι, δεν ηξεύρω. Όθεν εσείς είπατέ μοι. Ότι εγώ είμαι εκστατικός και άλλος εξ άλλου έγινα.
Οι δε συναθροισθέντες Χριστιανοί ταύτα ακούσαντες, βλέποντες δε και το νερόν της θαλάσσης οπού έτρεχεν από τα ρούχα του, εξεπλάγησαν ως είπομεν, στοχαζόμενοι το παράδοξον του θαύματος. Όθεν έχαιρον μαζί με τον διασωθέντα αδελφόν, και εδάκρυον ενταυτώ. Και εις πολλήν ώραν το, Κύριε ελέησον, έκραζον. Ο δε Χριστιανός εκείνος εκδυθείς τα βρεγμένα φορέματα, και ενδυθείς άλλα, επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου. Και εκεί επέρασε το υπόλοιπον διάστημα της νυκτός, προσπίπτων μετά δακρύων εις την εικόνα του Αγίου, και παρακαλών, και τας ευχαριστίας αποδιδούς με θαυμασμόν και έκπληξιν. Όταν δε ήλθεν ο καιρός του όρθρου, και εσυναθροίσθη ο λαός εις τον Ναόν του Αγίου κατά το σύνηθες, τότε έγινεν εις όλους φανερόν του Αγίου το θαύμα. Όθεν μυρισθέντες τα ηδύπνοα και ευωδέστατα εκείνα αρώματα, οπού έφερεν ο διασωθείς εκείνος Χριστιανός εις τον Άγιον, βλέποντες δε και την Εκκλησίαν του Αγίου, οπού ήτον ολόφωτος, ηρώτων ένας τον άλλον δια να μάθουν την αιτίαν του πράγματος. Μαθόντες δε αυτήν, εξέστησαν άπαντες, δοξάζοντες μεν τον Θεόν, ευχαριστούντες δε τον μέγαν Νικόλαον.
Τούτο το εξαίσιον και υπερφυές αληθώς θαύμα και μεγαλείον του Αγίου, διεφημίσθη εις όλην την Μεγαλόπολιν του Κωνσταντίνου. Έφθασε δε και εις τας ακοάς τόσον του τότε βασιλέως, όσον και του Πατριάρχου. Όθεν αυτοί εκάλεσαν τον διασωθέντα εκείνον Χριστιανόν επί Συνόδου. Όστις παρασταθείς έμπροσθεν πάντων, εδιηγήθη παρρησία, πώς, και με τι τρόπον, και πότε ηκολούθησεν εις αυτόν το τοιούτον φρικτόν και εξαίσιον τερατούργημα. Το οποίον ακούσαντες όλοι, εβόησαν. «Μέγας ει Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου, και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!» Όθεν διαλαλήσαντες πανταχού, εσυνάχθησαν οι Χριστιανοί εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου, και εποίησαν λιτανείαν και αγρυπνίαν, δοξάζοντες μεν και ευλογούντες τον Θεόν, απονέμοντες δε και την ευχαριστίαν εις τον τούτου πιστόν θεράποντα Νικόλαον (2).
(1) Σημείωσαι, ότι το τροπάριον εκείνο του Αγίου Νικολάου το λέγον· «Ώφθης Κωνσταντίνω βασιλεί», παράμελον και μη ορθόν ον, ούτω διορθούται παρά τοις χειρογράφοις Μηναίοις· «Ώφθης Κωνσταντίνω βασιλεί συν τω Αβλαβίω κατ’ όναρ, και τούτους φόβω βαλών, ούτως αυτοίς είρηκας. Λύσατε δη εν σπουδή, εν ειρκτή ους κατέχετε, δεσμίους αδίκως. Αθώοι γαρ πέλουσι, της παρανόμου σφαγής. Όμως, εάν παρακούσης έντευξιν ποιήσομαι άναξ, κατά σου προς Κύριον δεόμενος».
(2) Σημείωσαι, ότι τον κατά πλάτος Βίον του Αγίου, ελληνιστί μεν συνέγραψε Συμεών ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Σοφόν τι χρώμα ζωγράφων χειρ». Απλοϊκώς δε μετέφρασεν αυτόν Δαμασκηνός ο Μοναχός και υποδιάκονος εις τον Θησαυρόν του, όστις και Αρχιερεύς ύστερον έγινε της Ρενδίνης. Έχει δε και ο Κρήτης Ανδρέας εγκώμιον γλαφυρόν εις τον μέγαν Νικόλαον, ου η αρχή· «Άνθρωπε του Θεού και πιστέ θεράπων». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη του Σταυρονικήτα, και εν τη του Διονυσίου.) Και Βασίλειος ο Λακεδαιμονίας, ου η αρχή· «Η των αρετών τη μεγαλειότητι». (Σώζεται εν τω έκτω Πανηγυρικώ της του Βατοπαιδίου.) Και ο Μακάριος εις την Σάλπιγγα. Σημείωσαι, ότι η εμή αδυναμία μετέφρασεν εις το απλούν το ρηθέν εγκώμιον του Αγίου Ανδρέου. Όρα και εις το βιβλίον Χρυσάνθου Ιεροσολύμων, εις τον Ποιμενικόν Αυλόν, εις την Σαγήνην και εις τον Μακάριον τον Κωφόν.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της μετά φιλανθρωπίας επενεχθείσης ημίν φοβεράς απειλής του σεισμού.
Καν βλέμμα θείον υψόθεν θυμού γέμον,
Ποιή τρέμειν γην, ευμενές ταχύ βλέπει.
*
Μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος Νικολάου του Καραμάνου, του εν Σμύρνη μαρτυρήσαντος κατά το ͵αχνζ’ [1657] έτος.
Εμαρτύρησας ώσπερ ηρνήσω πάλαι,
Όθεν στέφανον Νικόλαε λαμβάνεις (3).
(3) Όρα το Μαρτύριον τούτου εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ς΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Νικολάου Ἀρχιεπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας τοῦ Θαυματουργοῦ (1).
Ὁ Νικόλαος πρέσβυς ὢν ἐν γῇ μέγας,
Καὶ γῆς ἀποστὰς εἰς τὸ πρεσβεύειν ζέει.
Ἕκτῃ Νικόλεώ γε φάνη βιότοιο τελευτή.
Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ τῶν τυράννων, ἐν ἔτει τ΄ [300]. Καὶ πρότερον μέν, ἔλαμψεν ἐν τῇ μοναδικῇ πολιτείᾳ. Ὕστερον δέ, διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν ἀρετήν του ἔγινε καὶ Ἀρχιερεύς. Ἐπειδὴ δὲ μὲ ἐλευθέραν φωνὴν ἐκήρυττεν ὁ Ἅγιος τὴν εὐσέβειαν, διὰ τοῦτο ἐπιάσθη ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας τῆς πόλεως Λυκίας, καὶ ἐτιμωρήθη μὲ δαρμοὺς καὶ στρεβλώσεις. Ἔπειτα ἐρρίφθη εἰς τὴν φυλακὴν ὁμοῦ μὲ ἄλλους Χριστιανούς. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ μέγας Κωνσταντῖνος ἔγινε βασιλεὺς τῶν Χριστιανῶν μὲ ψῆφον Θεοῦ, τότε ἐλευθερώθησαν ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ὅσοι ἦτον δεδεμένοι εἰς τὰς φυλακάς. Μαζὶ δὲ μὲ αὐτοὺς ἐλευθερώθη καὶ ὁ μέγας οὗτος Νικόλαος. Δὲν ἐπέρασε δὲ καιρὸς πολύς, καὶ ἐσυναθροίσθη εἰς τὴν Νίκαιαν ὑπὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἡ ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Πρώτη Σύνοδος, ἐν ἔτει τκε΄ [325], τῆς ὁποίας μέρος ἦτον καὶ ὁ θεῖος Νικόλαος.
Οὗτος ὁ τῆς νίκης ἐπώνυμος, πολλὰ μὲν ἐποίησε θαύματα, καθὼς ὁ κατὰ πλάτος βίος αὐτοῦ ἱστορεῖ. Ἠλευθέρωσε δὲ καὶ τρεῖς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν θάνατον ἀδίκως συκοφαντηθέντας μὲ τοιοῦτον τρόπον. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦτον κλεισμένοι εἰς τὴν φυλακὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει, καὶ ἔμαθον τὴν ἀπόφασιν τοῦ θανάτου των, ὅτι αὔριον ἔχουν νὰ ἀποκεφαλισθοῦν. Ὅθεν ἐπικαλέσθησαν τὸν Ἅγιον εἰς βοήθειάν τους, ἐνθυμήσαντες αὐτόν, καὶ ὅτι εἰς τὴν Λυκίαν ἐλύτρωσε τοὺς τρεῖς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔμελλον ἀδίκως νὰ θανατωθοῦν. Διὰ τοῦτο ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἐπακούσας τῆς δεήσεώς των, φαίνεται εἰς τὸ ὄνειρον τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου, καὶ τοῦ ἐπάρχου Ἀβλαβίου. Καὶ τὸν μὲν ἔπαρχον, ἤλεγξε, διατὶ ἀδίκως ἐδιάβαλε τοὺς τρεῖς ἀθώους ἐκείνους πρὸς τὸν βασιλέα. Τὸν δὲ βασιλέα ἐδίδαξεν, ὅτι ἦτον ἀνεύθυνοι οἱ παρ’ αὐτοῦ καταδικασθέντες καὶ διὰ φθόνον μόνον ἐδιαβάλθησαν, ὡς ἀποστάται καὶ θανάτου ἄξιοι. Ὅθεν διὰ τῆς ὀπτασίας ταύτης ἐλευθέρωσεν αὐτοὺς ὁ Ἅγιος ἀπὸ τοῦ θανάτου τὴν καταδίκην.
Οὐ μόνον δὲ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ ἄλλα πολλὰ θαύματα ἐτέλεσεν ὁ θαυμαστὸς Νικόλαος. Ὅθεν καὶ ἱερῶς καὶ ὁσίως τὸ ὀρθόδοξον αὐτοῦ ποιμάνας ποίμνιον, καὶ φθάσας εἰς βαθὺ γῆρας, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε. Πλὴν καὶ μετὰ θάνατον, δὲν ἀλησμόνησε τὸ ποίμνιόν του ὁ ποιμὴν ὁ καλός, ἀλλὰ καθ’ ἑκάστην σχεδὸν ἡμέραν καὶ ὥραν, χαρίζει εἰς τοὺς δεομένους εὐεργεσίας καὶ χάριτας, καὶ ἐλευθερόνοι ἀπὸ κάθε κίνδυνον καὶ περίστασιν τοὺς αὐτὸν ἐπικαλουμένους ἐκ πίστεως. Ἐπειδὴ δὲ αἱ εὐεργεσίαι καὶ χάριτες τοῦ μεγάλου τούτου Πατρός, εἶναι πολλαὶ καὶ ἀναρίθμητοι: διὰ τοῦτο ἐγὼ θέλω ἀφήσω ὅλας τὰς ἄλλας, μίαν δὲ μόνον θέλω ἐνθυμηθῶ. Ἂς μὴ ἀπιστήσῃ δέ τινας ἀκούων τὸ θαῦμα, ὁποῦ ἠκολούθησεν εἰς τὰς ἡμέρας μας, νομίζωντας, πῶς εἶναι τοῦτο ἀδύνατον. Διότι κᾀνένα πρᾶγμα δὲν ἀδυνατεῖ εἰς τὸν Θεόν.
Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἦτον ἕνας Χριστιανὸς εὐλαβὴς καὶ πιστός, μὲ ὑπερβολὴν ἀγαπῶν τὸν ὅσιον Πατέρα ἡμῶν Νικόλαον, καὶ ἀμοιβαίως παρὰ τοῦ Πατρὸς Νικολάου ἀγαπώμενος. Οὗτος λοιπὸν θέλωντας μίαν φορὰν νὰ ταξειδεύσῃ εἰς ἄλλον τόπον διὰ κᾄποιαν ἀναγκαίαν ὑπόθεσίν του, ἐπῆγε πρῶτον εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ ἐπροσευχήθη ἀπὸ βάθους καρδίας. Ἔπειτα ἀποχαιρετίσας τοὺς συγγενεῖς του καὶ φίλους, ἐμβῆκεν εἰς τὸ καΐκι. Κατὰ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν τῆς νυκτὸς ἐσηκώθησαν οἱ ναῦται νὰ γυρίσουν τὰ πανία τοῦ καϊκίου, ἐπειδὴ καὶ ἐγύρισεν ἄλλος ἄνεμος. Ἐσηκώθη δὲ καὶ ὁ εὐλαβέστατος ἐκεῖνος ἄνθρωπος διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς χρείαν ὕδατος. Καὶ ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ναῦται ἐκαταγίνοντο εἰς τὸ νὰ γυρίσουν τὰ πανία, διὰ τοῦτο περιπλεχθεὶς ὁ Χριστιανὸς ἐκεῖνος καὶ συμποδισθείς, (καθὼς τοῦτο συνειθίζει νὰ ἀκολουθῇ εἰς τοιαύτας περιστάσεις), ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν. Οἱ δὲ ναῦται δὲν ἐδυνήθησαν νὰ κάμουν κᾀμμίαν μέθοδον διὰ νὰ τραβίξουν ἐκ τῆς θαλάσσης τὸν ἄνθρωπον. Ἕνα μέν, διατὶ ἦτον σκότος καὶ ἄλλο δέ, διατὶ ὁ ἄνεμος ἔπνεε δυνατώτερα, καὶ ἐβίαζε τὸ πλοῖον διὰ νὰ πηγαίνῃ ἔμπροσθεν. Ὅθεν καθήμενοι ἐθρήνουν καὶ ἔκλαιον διὰ τὸν τοῦ ἀνδρὸς πικρὸν θάνατον.
Ὁ δὲ Χριστιανὸς ἐκεῖνος, ἐπειδὴ καὶ ἔπεσεν εἰς τὴν θάλασσαν καθὼς ἦτον φορεμένος μὲ ὅλα τὰ ῥοῦχά του, καταποντιζόμενος εἰς τὸν βυθὸν τοῦ πελάγους, ἐνθυμήθη καὶ ἔλεγε μὲ τὸν νοῦν του. Ἅγιε Νικόλαε βοήθει μοι. Φωνάζωντας δὲ νοερῶς τὴν φωνὴν ταύτην, ὢ τοῦ θαύματος! πολλὰ καὶ ἀκατανόητα εἶναι τὰ θαυμάσιά σου Κύριε! εὑρέθη εἰς τὸ μέσον τοῦ ὁσπητίου του. Καὶ τοῦτο μὴ αἰσθανθεὶς ἐνόμιζεν ὅτι εὑρίσκεται ἀκόμη εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης. Ὅθεν καὶ ἐκεῖ ἐφώναζεν ὄχι πλέον νοερῶς, ἀλλὰ αἰσθητῶς, Ἅγιε Νικόλαε βοήθει μοι. Οἱ δὲ γείτονες ἀκούοντες τὰς φωνάς του ἐσηκώθησαν. Ὁμοίως καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ ὁσπητίου του σηκωθέντες, ἄναψαν φῶς. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἔξωθεν ἀκούσαντες, ἔτρεξαν καὶ ἐκεῖνοι, καὶ βλέπουσιν αὐτὸν εἰς τὸ μέσον τῆς οἰκίας του ἑστῶτα καὶ κράζοντα. Βλέπουσι δὲ καὶ τρέχει νερὸν πολὺ τῆς θαλάσσης ἀπὸ τὰ ῥοῦχα ὁποῦ ἐφόρει. Ὅθεν ἀπὸ τὸν θαυμασμόν τους καὶ ἔκστασιν, ἔμειναν ἄφωνοι καὶ σιωπηλοί, μὴ ἠξεύροντες τί νὰ εἰποῦν. Ὁ δὲ Χριστιανὸς ἐκεῖνος ἐφώναζεν. Ἀδελφοί, τί εἶναι αὐτὸ ὁποῦ βλέπω; Ἐγὼ γὰρ ἠξεύρω καλώτατα, ὅτι ἐχθὲς κατὰ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀπεχαιρέτισα ὅλους ἐσᾶς, καὶ ἐβγῆκα εἰς τὸ καΐκιον. Καὶ ἐπειδὴ ἐφύσησεν ἄνεμος ἐπιτήδειος, ἐπεράσαμεν ἀρκετὸν διάστημα τόπου. Εἰς δὲ τὴν δευτέραν ἢ καὶ τρίτην φυλακήν (ἤτοι κατὰ τὴν ἐνάτην ὥραν τῆς νυκτός) ἐπῆγα διὰ χρείαν ὕδατος, καὶ συμποδισθεὶς ἀπὸ τοὺς ναύτας, ἐρρίφθηκα εἰς τὴν θάλασσαν. Ὅθεν ἐπικαλούμην τὸν Ἅγιον Νικόλαον εἰς βοήθειαν. Ποῦ δὲ τώρα εἶμαι, δὲν ἠξεύρω. Ὅθεν ἐσεῖς εἴπατέ μοι. Ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἐκστατικὸς καὶ ἄλλος ἐξ ἄλλου ἔγινα.
Οἱ δὲ συναθροισθέντες Χριστιανοὶ ταῦτα ἀκούσαντες, βλέποντες δὲ καὶ τὸ νερὸν τῆς θαλάσσης ὁποῦ ἔτρεχεν ἀπὸ τὰ ῥοῦχά του, ἐξεπλάγησαν ὡς εἴπομεν, στοχαζόμενοι τὸ παράδοξον τοῦ θαύματος. Ὅθεν ἔχαιρον μαζὶ μὲ τὸν διασωθέντα ἀδελφόν, καὶ ἐδάκρυον ἐνταυτῷ. Καὶ εἰς πολλὴν ὥραν τὸ, Κύριε ἐλέησον, ἔκραζον. Ὁ δὲ Χριστιανὸς ἐκεῖνος ἐκδυθεὶς τὰ βρεγμένα φορέματα, καὶ ἐνδυθεὶς ἄλλα, ἐπῆγεν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Καὶ ἐκεῖ ἐπέρασε τὸ ὑπόλοιπον διάστημα τῆς νυκτός, προσπίπτων μετὰ δακρύων εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, καὶ παρακαλῶν, καὶ τὰς εὐχαριστίας ἀποδιδοὺς μὲ θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν. Ὅταν δὲ ἦλθεν ὁ καιρὸς τοῦ ὄρθρου, καὶ ἐσυναθροίσθη ὁ λαὸς εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου κατὰ τὸ σύνηθες, τότε ἔγινεν εἰς ὅλους φανερὸν τοῦ Ἁγίου τὸ θαῦμα. Ὅθεν μυρισθέντες τὰ ἡδύπνοα καὶ εὐωδέστατα ἐκεῖνα ἀρώματα, ὁποῦ ἔφερεν ὁ διασωθεὶς ἐκεῖνος Χριστιανὸς εἰς τὸν Ἅγιον, βλέποντες δὲ καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου, ὁποῦ ἦτον ὁλόφωτος, ἠρώτων ἕνας τὸν ἄλλον διὰ νὰ μάθουν τὴν αἰτίαν τοῦ πράγματος. Μαθόντες δὲ αὐτήν, ἐξέστησαν ἅπαντες, δοξάζοντες μὲν τὸν Θεόν, εὐχαριστοῦντες δὲ τὸν μέγαν Νικόλαον.
Τοῦτο τὸ ἐξαίσιον καὶ ὑπερφυὲς ἀληθῶς θαῦμα καὶ μεγαλεῖον τοῦ Ἁγίου, διεφημίσθη εἰς ὅλην τὴν Μεγαλόπολιν τοῦ Κωνσταντίνου. Ἔφθασε δὲ καὶ εἰς τὰς ἀκοὰς τόσον τοῦ τότε βασιλέως, ὅσον καὶ τοῦ Πατριάρχου. Ὅθεν αὐτοὶ ἐκάλεσαν τὸν διασωθέντα ἐκεῖνον Χριστιανὸν ἐπὶ Συνόδου. Ὅστις παρασταθεὶς ἔμπροσθεν πάντων, ἐδιηγήθη παρρησίᾳ, πῶς, καὶ μὲ τί τρόπον, καὶ πότε ἠκολούθησεν εἰς αὐτὸν τὸ τοιοῦτον φρικτὸν καὶ ἐξαίσιον τερατούργημα. Τὸ ὁποῖον ἀκούσαντες ὅλοι, ἐβόησαν. «Μέγας εἶ Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, καὶ οὐδεὶς λόγος ἐξαρκέσει πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων σου!» Ὅθεν διαλαλήσαντες πανταχοῦ, ἐσυνάχθησαν οἱ Χριστιανοὶ εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καὶ ἐποίησαν λιτανείαν καὶ ἀγρυπνίαν, δοξάζοντες μὲν καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν, ἀπονέμοντες δὲ καὶ τὴν εὐχαριστίαν εἰς τὸν τούτου πιστὸν θεράποντα Νικόλαον (2).
(1) Σημείωσαι, ὅτι τὸ τροπάριον ἐκεῖνο τοῦ Ἁγίου Νικολάου τὸ λέγον· «Ὤφθης Κωνσταντίνῳ βασιλεῖ», παράμελον καὶ μὴ ὀρθὸν ὄν, οὕτω διορθοῦται παρὰ τοῖς χειρογράφοις Μηναίοις· «Ὤφθης Κωνσταντίνῳ βασιλεῖ σὺν τῷ Ἀβλαβίῳ κατ’ ὄναρ, καὶ τούτους φόβῳ βαλών, οὕτως αὐτοῖς εἴρηκας. Λύσατε δὴ ἐν σπουδῇ, ἐν εἱρκτῇ οὓς κατέχετε, δεσμίους ἀδίκως. Ἀθῶοι γὰρ πέλουσι, τῆς παρανόμου σφαγῆς. Ὅμως, ἐὰν παρακούσῃς ἔντευξιν ποιήσομαι ἄναξ, κατὰ σοῦ πρὸς Κύριον δεόμενος».
(2) Σημείωσαι, ὅτι τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ἁγίου, ἑλληνιστὶ μὲν συνέγραψε Συμεὼν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Σοφόν τι χρῶμα ζωγράφων χείρ». Ἁπλοϊκῶς δὲ μετέφρασεν αὐτὸν Δαμασκηνὸς ὁ Μοναχὸς καὶ ὑποδιάκονος εἰς τὸν Θησαυρόν του, ὅστις καὶ Ἀρχιερεὺς ὕστερον ἔγινε τῆς Ῥενδίνης. Ἔχει δὲ καὶ ὁ Κρήτης Ἀνδρέας ἐγκώμιον γλαφυρὸν εἰς τὸν μέγαν Νικόλαον, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ καὶ πιστὲ θεράπων». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τοῦ Σταυρονικήτα, καὶ ἐν τῇ τοῦ Διονυσίου.) Καὶ Βασίλειος ὁ Λακεδαιμονίας, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἡ τῶν ἀρετῶν τῇ μεγαλειότητι». (Σῴζεται ἐν τῷ ἕκτῳ Πανηγυρικῷ τῆς τοῦ Βατοπαιδίου.) Καὶ ὁ Μακάριος εἰς τὴν Σάλπιγγα. Σημείωσαι, ὅτι ἡ ἐμὴ ἀδυναμία μετέφρασεν εἰς τὸ ἁπλοῦν τὸ ῥηθὲν ἐγκώμιον τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου. Ὅρα καὶ εἰς τὸ βιβλίον Χρυσάνθου Ἱεροσολύμων, εἰς τὸν Ποιμενικὸν Αὐλόν, εἰς τὴν Σαγήνην καὶ εἰς τὸν Μακάριον τὸν Κωφόν.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς ἀπειλῆς τοῦ σεισμοῦ.
Κᾂν βλέμμα θεῖον ὑψόθεν θυμοῦ γέμον,
Ποιῇ τρέμειν γῆν, εὐμενὲς ταχὺ βλέπει.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Νικολάου τοῦ Καραμάνου, τοῦ ἐν Σμύρνῃ μαρτυρήσαντος κατὰ τὸ ͵αχνζ΄ [1657] ἔτος.
Ἐμαρτύρησας ὥσπερ ἠρνήσω πάλαι,
Ὅθεν στέφανον Νικόλαε λαμβάνεις (3).
(3) Ὅρα τὸ Μαρτύριον τούτου εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *