Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου1 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
ΜΗΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Μην Δεκέμβριος (1) έχων ημέρας λα’.
Η ημέρα έχει ώρας θ’, και η νυξ ώρας ιε’.
Εις την Α’, μνήμη του Αγίου Προφήτου Ναούμ.
Ναούμ τον Ελκεσαίον εκπεπνευκότα,
Έλκει πόθος με σμυρνίσαι σμύρνη λόγου.
Πρώτη εκ βιότοιο Δεκεμβρίου ώχετο Ναούμ.
Ούτος ήτον από Ελκεσέμ πέραν εις Βατταρείμ, καταγόμενος από την φυλήν του Συμεών, και ακμάσας προ Χριστού έτη υξ’ [460]. Ύστερον δε από τον Προφήτην Ιωνάν επροφήτευσε και έδωκε σημείον δια την πόλιν Νινευΐ, ήγουν ότι αυτή θέλει αφανισθή από γλυκά νερά, και από φωτίαν υπόγειον. Η οποία προφητεία του αύτη επληρώθη και δια των έργων. Διότι η λίμνη, οπού ευρίσκετο τριγύρω εις την Νινευΐ, πλημμυρήσασα από σεισμόν, κατεπόντισεν αυτήν. Αλλά και η φωτία ερχομένη από την έρημον, κατέκαυσε το υψηλότερον μέρος της πόλεως. Ταύτα προφητεύσας εναντίον της Νινευΐ, και συγγράψας την προφητικήν του βίβλον, την εις τρία κεφάλαια διηρημένην, απέθανεν εν ειρήνη και ετάφη εις την εδικήν του γην. Ερμηνεύεται δε Ναούμ ανάπαυσις, ή παράκλησις εγώ πάσιν, ή φρόνημα, ή υπόληψις (2).
(1) Δεκέμβριος, δεν είναι όνομα ελληνικόν, αλλά λατινικόν ή ιταλικόν. Καθώς και το Σεπτέμβριος και Οκτώβριος, και Νοέμβριος. Δεκέμβριος δε θέλει να ειπή δέκατος, παραγόμενον από του λατινικού δίετζι, ο σημαίνει δέκα. Επειδή ο Δεκέμβριος είναι δέκατος μήνας, αριθμούμενος από τον Μάρτιον μήνα, τον πρώτον όντα εν τοις μησί του χρόνου, κατά την κοσμογενεσίαν. Και όρα περί τούτου εις την αρχήν του Μαρτίου και Σεπτεμβρίου.
(2) Περί του Προφήτου Ναούμ ταύτα γράφει Αλέξανδρος ο Μαυροκορδάτος εις τα Ιουδαϊκά. Ότι δηλαδή αυτός ήτον κατά τους χρόνους Σεδεκίου βασιλέως της Ιερουσαλήμ καταγόμενος εκ της Βιγαβάρ της εν Γαλιλαία, ακμάσας μετά την καταστροφήν της Σαμαρείας. Και ότι επειδή οι Νινευΐται αφ’ ου μετενόησαν επί του Ιωνά, πάλιν έπεσον εις τας προτέρας αμαρτίας, δια τούτο τας τιμωρίας, οπού ο Θεός δεν έδωκε τότε εις αυτούς δια την μετάνοιαν, αυτάς τας ιδίας επαραχώρησε να λάβουν ύστερον δια την κακίαν. Όθεν λόγος έχει, ότι ύστερον από τεσσαράκοντα χρόνους της μετανοίας των Νινευϊτών, εσκλαβώθησαν αυτοί από τους Βαβυλωνίους. Φαίνεται δε, ότι αφ’ ου εσκλαβώθησαν οι Νινευΐται υπό των Βαβυλωνίων, τότε κατεκάη η πόλις των Νινευΐ, και εκαταποντίσθη υπό του ύδατος.
Σημείωσαι δε, ότι με την προφητείαν οπού κάμνει ο Προφήτης ούτος δια την καταστροφήν των Νινευϊτών και Ασσυρίων, παρηγορεί τους Ισραηλίτας, δείχνωντας τον Θεόν, ότι δι’ αυτούς τιμωρεί, τους αυτούς πρότερον τιμωρήσαντας.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Αντωνίου του Νέου (3).
Ορών προς Αντώνιον ούτος τον Μέγαν,
Και τοις τρόποις όμοιος ασκών ωράθη.
(3) Περί του Οσίου τούτου Αντωνίου του Νέου ταύτα γράφεται παρά τω Ευεργετινώ, σελ. 199. Δηλαδή ότι αυτός έχων πρότερον εξουσίαν αρχοντικήν, ύστερον έγινε Μοναχός. Και ζήσας εν ησυχία χρόνους πολλούς, εποίησεν αγώνας υπερφυσικούς. Αναγινώσκωντας δε μίαν φοράν τον περί υπακοής λόγον Ιωάννου του Κλίμακος, ευρήκεν εις το τέλος τα λόγια ταύτα. «Όστις καθ’ ησυχίαν καθήμενος, επέγνω την εαυτού ασθένειαν, και απελθών πέπρακεν εαυτόν υπακοή, ούτος τυφλός ων, ακόπως προς Χριστόν ανέβλεψεν». Όθεν αφήσας την ησυχίαν, έδωκε τον εαυτόν του εις ένα Κοινόβιον, το οποίον ευρίσκετο εις την Κίον, την εν τη επαρχία των Βιθυνών ευρισκομένην.
Δεχθείς δε από τον Ηγούμενον του Κοινοβίου, πρώτον μεν εδιωρίσθη να υπηρετή εις την Εκκλησίαν. Βαρυτάτη γαρ αύτη η υπηρεσία εστί. Και επιμείνας εις αυτήν καιρόν τινα, εζήτησε βαρυτέραν διακονίαν. Ο δε Ηγούμενος παρέδωκεν αυτόν εις τον πρωτοεργάτην των αμπελώνων, δια να κλαδεύη αυτάς. Επειδή όμως ήτον άπειρος από την τοιαύτην υπηρεσίαν, δια τούτο πολλαίς φοραίς έκοπτε τους δακτύλους των χειρών του. Προσμείνας δε εις το διακόνημα αυτό έως εις τον καιρόν της σκαφής, και του τρυγητού των αμπελώνων, ύστερον εδόθη εις το να δουλεύη εν τω τραπεζαρείω. Κατεξεσχίσθησαν δε τα φορέματά του, και κατετρίβησαν τα υποδήματά του. Όθεν υπό του κρύου επήγνυτο ο αοίδιμος, και τα ποδάριά του εσχίζοντο από την ψυχρότητα των μαρμάρων. Ο γαρ Ηγούμενος δεν έδιδεν αυτώ, ούτε ιμάτια, ούτε υποδήματα, δοκιμάζωντας την υπομονήν του.
Δόκιμος λοιπόν γενόμενος ο Όσιος δια την μεγάλην αυτού εν τω Κοινοβίω υπομονήν, και αποκαμών από τους κόπους, έλεγε προς τον Θεόν με τα κρύφια χείλη της καρδίας του. «Ίδε Κύριε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου και άφες πάσας τας αμαρτίας μου». Όθεν εν μια νυκτί, βλέπει εις τον ύπνον του ένα άνδρα ένδοξον, βαστάζοντα ζυγαρίαν. Και εις μεν το αριστερόν μέρος αυτής, ήτον όλα τα από νεότητος αμαρτήματά του. Εις δε το δεξιόν, ήτον η αξίνη με την οποίαν εξερρίζονε τα άγρια χορτάρια των χωραφίων του Κοινοβίου. Όθεν βαρύνασα η αξίνη το μέρος εκείνο της ζυγαρίας, διεσκόρπισε τα είδη των αμαρτιών του. Τότε ο θαυμαστός εκείνος ανήρ είπεν εις τον Αντώνιον. Ιδού εδέχθη ο Κύριος τους κόπους σου, και συνεχώρησε τας αμαρτίας σου.
Βλέπων δε και ο Ηγούμενος την εις τόσους χρόνους υπομονήν του, και ότι απεφάσισεν εις τον λογισμόν του να υπομείνη μεγαλοψύχως κάθε κοπιαστικόν και θλιβερόν έργον του Κοινοβίου, επροσκάλεσεν αυτόν κατ’ ιδίαν και λέγει του. Ο Θεός, Πάτερ, να πληρώση τον μισθόν σου, δια τας ψυχάς οπού ωφέλησας με τον εις ημάς ερχομόν σου και κατά Θεόν πολιτείαν σου. Επειδή οι υποκείμενοι εις εμέ αδελφοί, δεν ωφελήθησαν απ’ άλλο τι τόσον πολλά, όσον από την εδικήν σου θεόπεμπτον παρουσίαν και τελείαν υπακοήν. Όθεν έδωκεν αυτώ φορέματα και υποδήματα, και ο,τι άλλο ήτον χρειαζόμενον. Και εις το εξής ο,τι πράγμα έβλεπεν ο Ηγούμενος ότι χρειάζεται, επήγαινε κρυφίως και το απόθετεν εις τον τόπον της κλίνης του. Ο δε Αντώνιος γυρίζωντας εις την κλίνην του το εύρισκε και το εμεταχειρίζετο εις την χρείαν του σώματος.
*
Ο Άγιος Ονήσιμος ο Αρχιεπίσκοπος Εφέσου εν ειρήνη τελειούται.
Ονησίμου το σώμα καν γην εισέδυ,
Χρήζουσι βλύζει την ονήσιμον χάριν.
*
Ο Άγιος Φιλάρετος ο Ελεήμων, εν ειρήνη τελειούται.
Θνήσκεις ο πάσαν αρετήν φερωνύμως,
Πάτερ φιλήσας τον γε μην οίκτον πλέον.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου και Ειρήνης των βασιλέων, εν έτει ψπ’ [780], καταγόμενος από την χώραν των Παφλαγόνων, υιός Γεωργίου και Άννης. Λαβών δε γυναίκα νόμιμον δια γάμου, εσχόλαζεν εις την γεωργίαν της γης. Και από εκεί ποριζόμενος τα προς το ζην αναγκαία, πλουσιοπαρόχως διεμοίραζε την ελεημοσύνην εις τους πτωχούς. Όθεν από φθόνον του Διαβόλου, εις τόσην πτωχείαν κατήντησεν ο αοίδιμος, ώς ποτε ο Ιώβ, ώστε οπού υστερείτο και αυτήν την αναγκαίαν τροφήν. Αλλ’ όμως ο Θεός δεν επαράβλεψεν αυτόν μέχρι τέλους να ταλαιπωρήται από την ένδειαν. Οικονόμησε γαρ δια της προνοίας του, ότι ο Κωνσταντίνος ο υιός της βασιλίσσης Ειρήνης, να πάρη εις γυναίκα του την εγγονήν του Αγίου τούτου Φιλαρέτου, Μαρίαν ονόματι. Επειδή και αυτή ήτον γεμάτη από κάθε ωραιότητα ψυχής ομού τε και σώματος. Ακολούθως δε οικονόμησε και ότι ο Άγιος Φιλάρετος ούτος να τιμηθή με το αξίωμα του υπάτου. Όθεν εκ τούτου έγινε πολλού πλούτου κύριος, τον οποίον διεμοίραζεν αφθονοπαρόχως εις τους πτωχούς. Επειδή δε ο τρισόλβιος επρογνώρισε τον καιρόν του θανάτου και της προς τον Χριστόν αυτού αναλύσεως, δια τούτο εκάλεσεν όλους τους συγγενείς του, και επροείπε, τι έμελλε να ακολουθήση εις τον κάθε ένα. Επρόσθεσε δε και ταύτα ακόμη τα αξιομνημόνευτα. Μη αλησμονείτε, τέκνα και συγγενείς μου, την φιλοξενίαν. Μη επιθυμείτε τα ξένα πράγματα. Μη λείπετε από τας ακολουθίας και λειτουργίας της Εκκλησίας. Και δια να ειπώ συντόμως, καθώς βλέπετε εμένα και πολιτεύομαι, έτζι πολιτεύεσθε και εσείς. Ταύτα ειπών και ευχηθείς αυτούς, ανεπαύθη εν ειρήνη. (Τον κατά πλάτος Βίον τούτου όρα εις τον Παράδεισον (4).)
(4) Σημείωσαι, ότι εις τον Άγιον τούτον Φιλάρετον Ακολουθίαν τελείαν εφιλοπόνησεν ο οσιολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Χριστοφόρος, ο εν τη Ιερά Σκήτει του Προδρόμου τους ασκητικούς ανύων διαύλους.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ανανίου του Πέρσου.
Ανανίας σαρξ προς δε σαρκός αικίας,
Αίσθησιν ως σαρξ ουδέ μικράν λαμβάνει.
Ούτος ήτον από την Αρβήλ πόλιν της Περσίας. Πιασθείς δε δια την εις Χριστόν πίστιν, πολλά και ανυπόφορα εδοκίμασε βάσανα ο μακάριος. Όταν δε έμελλε να παραδώση την ψυχήν του εις τον Θεόν, είπε ταύτα τα λόγια. Βλέπω μίαν σκάλαν, η οποία φθάνει έως εις τον Ουρανόν. Βλέπω δε και νέους τινάς άνδρας φωτοειδείς, οι οποίοι προσκαλούσιν εμένα και λέγουσιν. Ελθέ μαζί με ημάς ελθέ, και θέλομεν σε φέρομεν μέσα εις πόλιν, γεμάτην από φως και από άρρητον αγαλλίασιν. Και ταύτα ειπών, παρέδωκε το πνεύμα.
*
Μνήμη των εν Αγίοις Πατέρων ημών και Αρχιεπισκόπων Εφέσου, Ανανίου και Σολόχωνος.
Ποίμνης μιας θνήσκουσι ποιμένες δύω,
Και προς μίαν χωρούσι χώραν οι δύω.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
ΜΗΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Μὴν Δεκέμβριος (1) ἔχων ἡμέρας λα΄.
Ἡ ἡμέρα ἔχει ὥρας θ΄, καὶ ἡ νὺξ ὥρας ιε΄.
Εἰς τὴν Α΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Προφήτου Ναούμ.
Ναοὺμ τὸν Ἑλκεσαῖον ἐκπεπνευκότα,
Ἕλκει πόθος με σμυρνίσαι σμύρνῃ λόγου.
Πρώτῃ ἐκ βιότοιο Δεκεμβρίου ᾤχετο Ναούμ.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ Ἑλκεσὲμ πέραν εἰς Βατταρείμ, καταγόμενος ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Συμεών, καὶ ἀκμάσας πρὸ Χριστοῦ ἔτη υξ΄ [460]. Ὕστερον δὲ ἀπὸ τὸν Προφήτην Ἰωνᾶν ἐπροφήτευσε καὶ ἔδωκε σημεῖον διὰ τὴν πόλιν Νινευΐ, ἤγουν ὅτι αὐτὴ θέλει ἀφανισθῇ ἀπὸ γλυκὰ νερά, καὶ ἀπὸ φωτίαν ὑπόγειον. Ἡ ὁποία προφητεία του αὕτη ἐπληρώθη καὶ διὰ τῶν ἔργων. Διότι ἡ λίμνη, ὁποῦ εὑρίσκετο τριγύρω εἰς τὴν Νινευΐ, πλημμυρήσασα ἀπὸ σεισμόν, κατεπόντισεν αὐτήν. Ἀλλὰ καὶ ἡ φωτία ἐρχομένη ἀπὸ τὴν ἔρημον, κατέκαυσε τὸ ὑψηλότερον μέρος τῆς πόλεως. Ταῦτα προφητεύσας ἐναντίον τῆς Νινευΐ, καὶ συγγράψας τὴν προφητικήν του βίβλον, τὴν εἰς τρία κεφάλαια διῃρημένην, ἀπέθανεν ἐν εἰρήνῃ καὶ ἐτάφη εἰς τὴν ἐδικήν του γῆν. Ἑρμηνεύεται δὲ Ναοὺμ ἀνάπαυσις, ἢ παράκλησις ἐγὼ πᾶσιν, ἢ φρόνημα, ἢ ὑπόληψις (2).
(1) Δεκέμβριος, δὲν εἶναι ὄνομα ἑλληνικόν, ἀλλὰ λατινικὸν ἢ ἰταλικόν. Καθὼς καὶ τὸ Σεπτέμβριος καὶ Ὀκτώβριος, καὶ Νοέμβριος. Δεκέμβριος δὲ θέλει νὰ εἰπῇ δέκατος, παραγόμενον ἀπὸ τοῦ λατινικοῦ δίετζι, ὃ σημαίνει δέκα. Ἐπειδὴ ὁ Δεκέμβριος εἶναι δέκατος μῆνας, ἀριθμούμενος ἀπὸ τὸν Μάρτιον μῆνα, τὸν πρῶτον ὄντα ἐν τοῖς μησὶ τοῦ χρόνου, κατὰ τὴν κοσμογενεσίαν. Καὶ ὅρα περὶ τούτου εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ Μαρτίου καὶ Σεπτεμβρίου.
(2) Περὶ τοῦ Προφήτου Ναοὺμ ταῦτα γράφει Ἀλέξανδρος ὁ Μαυροκορδᾶτος εἰς τὰ Ἰουδαϊκά. Ὅτι δηλαδὴ αὐτὸς ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Σεδεκίου βασιλέως τῆς Ἱερουσαλὴμ καταγόμενος ἐκ τῆς Βιγαβὰρ τῆς ἐν Γαλιλαίᾳ, ἀκμάσας μετὰ τὴν καταστροφὴν τῆς Σαμαρείας. Καὶ ὅτι ἐπειδὴ οἱ Νινευῖται ἀφ’ οὗ μετενόησαν ἐπὶ τοῦ Ἰωνᾶ, πάλιν ἔπεσον εἰς τὰς προτέρας ἁμαρτίας, διὰ τοῦτο τὰς τιμωρίας, ὁποῦ ὁ Θεὸς δὲν ἔδωκε τότε εἰς αὐτοὺς διὰ τὴν μετάνοιαν, αὐτὰς τὰς ἰδίας ἐπαραχώρησε νὰ λάβουν ὕστερον διὰ τὴν κακίαν. Ὅθεν λόγος ἔχει, ὅτι ὕστερον ἀπὸ τεσσαράκοντα χρόνους τῆς μετανοίας τῶν Νινευϊτῶν, ἐσκλαβώθησαν αὐτοὶ ἀπὸ τοὺς Βαβυλωνίους. Φαίνεται δέ, ὅτι ἀφ’ οὗ ἐσκλαβώθησαν οἱ Νινευῖται ὑπὸ τῶν Βαβυλωνίων, τότε κατεκάη ἡ πόλις των Νινευΐ, καὶ ἐκαταποντίσθη ὑπὸ τοῦ ὕδατος.
Σημείωσαι δέ, ὅτι μὲ τὴν προφητείαν ὁποῦ κάμνει ὁ Προφήτης οὗτος διὰ τὴν καταστροφὴν τῶν Νινευϊτῶν καὶ Ἀσσυρίων, παρηγορεῖ τοὺς Ἰσραηλίτας, δείχνωντας τὸν Θεόν, ὅτι δι’ αὐτοὺς τιμωρεῖ, τοὺς αὐτοὺς πρότερον τιμωρήσαντας.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Νέου (3).
Ὁρῶν πρὸς Ἀντώνιον οὗτος τὸν Μέγαν,
Καὶ τοῖς τρόποις ὅμοιος ἀσκῶν ὡράθη.
(3) Περὶ τοῦ Ὁσίου τούτου Ἀντωνίου τοῦ Νέου ταῦτα γράφεται παρὰ τῷ Εὐεργετινῷ, σελ. 199. Δηλαδὴ ὅτι αὐτὸς ἔχων πρότερον ἐξουσίαν ἀρχοντικήν, ὕστερον ἔγινε Μοναχός. Καὶ ζήσας ἐν ἡσυχίᾳ χρόνους πολλούς, ἐποίησεν ἀγῶνας ὑπερφυσικούς. Ἀναγινώσκωντας δὲ μίαν φορὰν τὸν περὶ ὑπακοῆς λόγον Ἰωάννου τοῦ Κλίμακος, εὑρῆκεν εἰς τὸ τέλος τὰ λόγια ταῦτα. «Ὅστις καθ’ ἡσυχίαν καθήμενος, ἐπέγνω τὴν ἑαυτοῦ ἀσθένειαν, καὶ ἀπελθὼν πέπρακεν ἑαυτὸν ὑπακοῇ, οὗτος τυφλὸς ὤν, ἀκόπως πρὸς Χριστὸν ἀνέβλεψεν». Ὅθεν ἀφήσας τὴν ἡσυχίαν, ἔδωκε τὸν ἑαυτόν του εἰς ἕνα Κοινόβιον, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο εἰς τὴν Κίον, τὴν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ τῶν Βιθυνῶν εὑρισκομένην.
Δεχθεὶς δὲ ἀπὸ τὸν Ἡγούμενον τοῦ Κοινοβίου, πρῶτον μὲν ἐδιωρίσθη νὰ ὑπηρετῇ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Βαρυτάτη γὰρ αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστί. Καὶ ἐπιμείνας εἰς αὐτὴν καιρόν τινα, ἐζήτησε βαρυτέραν διακονίαν. Ὁ δὲ Ἡγούμενος παρέδωκεν αὐτὸν εἰς τὸν πρωτοεργάτην τῶν ἀμπελώνων, διὰ νὰ κλαδεύῃ αὐτάς. Ἐπειδὴ ὅμως ἦτον ἄπειρος ἀπὸ τὴν τοιαύτην ὑπηρεσίαν, διὰ τοῦτο πολλαῖς φοραῖς ἔκοπτε τοὺς δακτύλους τῶν χειρῶν του. Προσμείνας δὲ εἰς τὸ διακόνημα αὐτὸ ἕως εἰς τὸν καιρὸν τῆς σκαφῆς, καὶ τοῦ τρυγητοῦ τῶν ἀμπελώνων, ὕστερον ἐδόθη εἰς τὸ νὰ δουλεύῃ ἐν τῷ τραπεζαρείῳ. Κατεξεσχίσθησαν δὲ τὰ φορέματά του, καὶ κατετρίβησαν τὰ ὑποδήματά του. Ὅθεν ὑπὸ τοῦ κρύου ἐπήγνυτο ὁ ἀοίδιμος, καὶ τὰ ποδάριά του ἐσχίζοντο ἀπὸ τὴν ψυχρότητα τῶν μαρμάρων. Ὁ γὰρ Ἡγούμενος δὲν ἔδιδεν αὐτῷ, οὔτε ἱμάτια, οὔτε ὑποδήματα, δοκιμάζωντας τὴν ὑπομονήν του.
Δόκιμος λοιπὸν γενόμενος ὁ Ὅσιος διὰ τὴν μεγάλην αὐτοῦ ἐν τῷ Κοινοβίῳ ὑπομονήν, καὶ ἀποκαμὼν ἀπὸ τοὺς κόπους, ἔλεγε πρὸς τὸν Θεὸν μὲ τὰ κρύφια χείλη τῆς καρδίας του. «Ἴδε Κύριε τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον μου καὶ ἄφες πάσας τὰς ἁμαρτίας μου». Ὅθεν ἐν μιᾷ νυκτί, βλέπει εἰς τὸν ὕπνον του ἕνα ἄνδρα ἔνδοξον, βαστάζοντα ζυγαρίαν. Καὶ εἰς μὲν τὸ ἀριστερὸν μέρος αὐτῆς, ἦτον ὅλα τὰ ἀπὸ νεότητος ἁμαρτήματά του. Εἰς δὲ τὸ δεξιόν, ἦτον ἡ ἀξίνη μὲ τὴν ὁποίαν ἐξερρίζονε τὰ ἄγρια χορτάρια τῶν χωραφίων τοῦ Κοινοβίου. Ὅθεν βαρύνασα ἡ ἀξίνη τὸ μέρος ἐκεῖνο τῆς ζυγαρίας, διεσκόρπισε τὰ εἴδη τῶν ἁμαρτιῶν του. Τότε ὁ θαυμαστὸς ἐκεῖνος ἀνὴρ εἶπεν εἰς τὸν Ἀντώνιον. Ἰδοὺ ἐδέχθη ὁ Κύριος τοὺς κόπους σου, καὶ συνεχώρησε τὰς ἁμαρτίας σου.
Βλέπων δὲ καὶ ὁ Ἡγούμενος τὴν εἰς τόσους χρόνους ὑπομονήν του, καὶ ὅτι ἀπεφάσισεν εἰς τὸν λογισμόν του νὰ ὑπομείνῃ μεγαλοψύχως κάθε κοπιαστικὸν καὶ θλιβερὸν ἔργον τοῦ Κοινοβίου, ἐπροσκάλεσεν αὐτὸν κατ’ ἰδίαν καὶ λέγει του. Ὁ Θεός, Πάτερ, νὰ πληρώσῃ τὸν μισθόν σου, διὰ τὰς ψυχὰς ὁποῦ ὠφέλησας μὲ τὸν εἰς ἡμᾶς ἐρχομόν σου καὶ κατὰ Θεὸν πολιτείαν σου. Ἐπειδὴ οἱ ὑποκείμενοι εἰς ἐμὲ ἀδελφοί, δὲν ὠφελήθησαν ἀπ’ ἄλλο τι τόσον πολλά, ὅσον ἀπὸ τὴν ἐδικήν σου θεόπεμπτον παρουσίαν καὶ τελείαν ὑπακοήν. Ὅθεν ἔδωκεν αὐτῷ φορέματα καὶ ὑποδήματα, καὶ ὅ,τι ἄλλο ἦτον χρειαζόμενον. Καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ὅ,τι πρᾶγμα ἔβλεπεν ὁ Ἡγούμενος ὅτι χρειάζεται, ἐπήγαινε κρυφίως καὶ τὸ ἀπόθετεν εἰς τὸν τόπον τῆς κλίνης του. Ὁ δὲ Ἀντώνιος γυρίζωντας εἰς τὴν κλίνην του τὸ εὕρισκε καὶ τὸ ἐμεταχειρίζετο εἰς τὴν χρείαν τοῦ σώματος.
*
Ὁ Ἅγιος Ὀνήσιμος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ὀνησίμου τὸ σῶμα κᾂν γῆν εἰσέδυ,
Χρῄζουσι βλύζει τὴν ὀνήσιμον χάριν.
*
Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος ὁ Ἐλεήμων, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Θνήσκεις ὁ πᾶσαν ἀρετὴν φερωνύμως,
Πάτερ φιλήσας τόν γε μὴν οἶκτον πλέον.
Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης τῶν βασιλέων, ἐν ἔτει ψπ΄ [780], καταγόμενος ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Παφλαγόνων, υἱὸς Γεωργίου καὶ Ἄννης. Λαβὼν δὲ γυναῖκα νόμιμον διὰ γάμου, ἐσχόλαζεν εἰς τὴν γεωργίαν τῆς γῆς. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ποριζόμενος τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, πλουσιοπαρόχως διεμοίραζε τὴν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχούς. Ὅθεν ἀπὸ φθόνον τοῦ Διαβόλου, εἰς τόσην πτωχείαν κατήντησεν ὁ ἀοίδιμος, ὥς ποτε ὁ Ἰώβ, ὥστε ὁποῦ ὑστερεῖτο καὶ αὐτὴν τὴν ἀναγκαίαν τροφήν. Ἀλλ’ ὅμως ὁ Θεὸς δὲν ἐπαράβλεψεν αὐτὸν μέχρι τέλους νὰ ταλαιπωρῆται ἀπὸ τὴν ἔνδειαν. Οἰκονόμησε γὰρ διὰ τῆς προνοίας του, ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος ὁ υἱὸς τῆς βασιλίσσης Εἰρήνης, νὰ πάρῃ εἰς γυναῖκά του τὴν ἐγγονὴν τοῦ Ἁγίου τούτου Φιλαρέτου, Μαρίαν ὀνόματι. Ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ ἦτον γεμάτη ἀπὸ κάθε ὡραιότητα ψυχῆς ὁμοῦ τε καὶ σώματος. Ἀκολούθως δὲ οἰκονόμησε καὶ ὅτι ὁ Ἅγιος Φιλάρετος οὗτος νὰ τιμηθῇ μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ ὑπάτου. Ὅθεν ἐκ τούτου ἔγινε πολλοῦ πλούτου κύριος, τὸν ὁποῖον διεμοίραζεν ἀφθονοπαρόχως εἰς τοὺς πτωχούς. Ἐπειδὴ δὲ ὁ τρισόλβιος ἐπρογνώρισε τὸν καιρὸν τοῦ θανάτου καὶ τῆς πρὸς τὸν Χριστὸν αὑτοῦ ἀναλύσεως, διὰ τοῦτο ἐκάλεσεν ὅλους τοὺς συγγενεῖς του, καὶ ἐπροεῖπε, τί ἔμελλε νὰ ἀκολουθήσῃ εἰς τὸν κάθε ἕνα. Ἐπρόσθεσε δὲ καὶ ταῦτα ἀκόμη τὰ ἀξιομνημόνευτα. Μὴ ἀλησμονεῖτε, τέκνα καὶ συγγενεῖς μου, τὴν φιλοξενίαν. Μὴ ἐπιθυμεῖτε τὰ ξένα πράγματα. Μὴ λείπετε ἀπὸ τὰς ἀκολουθίας καὶ λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ διὰ νὰ εἰπῶ συντόμως, καθὼς βλέπετε ἐμένα καὶ πολιτεύομαι, ἔτζι πολιτεύεσθε καὶ ἐσεῖς. Ταῦτα εἰπὼν καὶ εὐχηθεὶς αὐτούς, ἀνεπαύθη ἐν εἰρήνῃ. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τούτου ὅρα εἰς τὸν Παράδεισον (4).)
(4) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὸν Ἅγιον τοῦτον Φιλάρετον Ἀκολουθίαν τελείαν ἐφιλοπόνησεν ὁ ὁσιολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Χριστοφόρος, ὁ ἐν τῇ Ἱερᾷ Σκήτει τοῦ Προδρόμου τοὺς ἀσκητικοὺς ἀνύων διαύλους.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀνανίου τοῦ Πέρσου.
Ἀνανίας σὰρξ πρὸς δὲ σαρκὸς αἰκίας,
Αἴσθησιν ὡς σὰρξ οὐδὲ μικρὰν λαμβάνει.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν Ἀρβὴλ πόλιν τῆς Περσίας. Πιασθεὶς δὲ διὰ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, πολλὰ καὶ ἀνυπόφορα ἐδοκίμασε βάσανα ὁ μακάριος. Ὅταν δὲ ἔμελλε νὰ παραδώσῃ τὴν ψυχήν του εἰς τὸν Θεόν, εἶπε ταῦτα τὰ λόγια. Βλέπω μίαν σκάλαν, ἡ ὁποία φθάνει ἕως εἰς τὸν Οὐρανόν. Βλέπω δὲ καὶ νέους τινὰς ἄνδρας φωτοειδεῖς, οἱ ὁποῖοι προσκαλοῦσιν ἐμένα καὶ λέγουσιν. Ἐλθὲ μαζὶ μὲ ἡμᾶς ἐλθέ, καὶ θέλομεν σὲ φέρομεν μέσα εἰς πόλιν, γεμάτην ἀπὸ φῶς καὶ ἀπὸ ἄρρητον ἀγαλλίασιν. Καὶ ταῦτα εἰπών, παρέδωκε τὸ πνεῦμα.
*
Μνήμη τῶν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἡμῶν καὶ Ἀρχιεπισκόπων Ἐφέσου, Ἀνανίου καὶ Σολόχωνος.
Ποίμνης μιᾶς θνήσκουσι ποιμένες δύω,
Καὶ πρὸς μίαν χωροῦσι χώραν οἱ δύω.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *