Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου22 Νοεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΒ’, μνήμη του Αγίου Αποστόλου Φιλήμονος και των συν αυτώ Αρχίππου, Ονησίμου, και Απφίας.
Εις τον Φιλήμονα.
Χώραν φιλούντα τον Φιλήμονα χλόης,
Χλωροίς λύγοις (ήτοι λυγαρίαις) τύπτουσιν οι μιαιφόνοι.
Εις τον Άρχιππον.
Ποθών τον ακρόγωνον Άρχιππος λίθον,
Κατηλοήθη (ήτοι αλωνίσθη) τω πόθω τούτου λίθοις.
Εις τον Ονήσιμον.
Ήπλωσεν Ονήσιμος εις θλάσιν σκέλη,
Παύλου σκελών δραμόντα γενναίους δρόμους.
Εις την Απφίαν.
Ηπλωμένην παίουσιν εις γην Απφίαν,
Εις ουρανούς έχουσαν όμμα καρδίας.
Εικάδι δευτερίη Φιλήμονα ένθεν άειραν.
Ούτοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Νέρωνος, μαθηταί χρηματίσαντες του Αποστόλου Παύλου, εν έτει νδ’ [54], όστις αναφέρει περί αυτών εις την προς Φιλήμονα επιστολήν λέγων· «Παύλος δέσμιος Ιησού Χριστού, και Τιμόθεος ο αδελφός Φιλήμονι τω αγαπητώ και συνεργώ ημών, και Απφία τη αγαπητή, και Αρχίππω τω συστρατιώτη ημών, και τη κατ’ οίκον σου Εκκλησία». Και πολλούς άλλους επαίνους πλέκει εις τον μακάριον Φιλήμονα, τον οποίον εχειροτόνησε και Επίσκοπον των Γαζαίων. Χειροτονηθείς λοιπόν τούτων Επίσκοπος, εδίωξε μακράν από αυτούς το σκότος της αγνωσίας, και όλους εφώτισε με το φως της θεογνωσίας. Έπειτα επήγε και εις τας Κολασσάς, αίτινες είναι πόλις της Φρυγίας πλησίον της Λαοδικείας, και εκεί εκήρυξεν ικανώς τον λόγον της αληθείας μαζί με τον Άρχιππον και την Απφίαν.
Επειδή δε οι Έλληνες έκαμναν εν τη πόλει εκείνη μίαν εορτήν εις την ψευδοθεάν αυτών Αρτέμιδα, οι δε ανωτέρω θείοι Απόστολοι, έτυχε τότε να προσφέρουν εν τη Εκκλησία δοξολογίαν εις τον αληθή Θεόν: τούτου χάριν οι ειδωλολάτραι θυμωθέντες ώρμησαν κατ’ επάνω των. Και πιάσαντες αυτούς μόνους (οι γαρ άλλοι Χριστιανοί οι μετ’ αυτών όντες έφυγον από τον φόβον) τους επήγαν εις τον άρχοντα Αδροκλήν. Και λοιπόν πρώτος ο Άγιος Άρχιππος, επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις το είδωλον, το ονομαζόμενον Μηνάς, δια τούτο εδάρθη παρευθύς και ερρίφθη μέσα εις ένα λάκκον, και εχώσθη έως εις την μέσην. Έπειτα εκεντήθη με βελόνας από παιδία. Και τελευταίον ελιθοβολήθη και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Ο δε Άγιος Φιλήμων και η Απφία δαρθέντες δυνατά με λυγαρίας, και με διάφορα άλλα βάσανα βασανισθέντες, ετελείωσαν τον δρόμον του μαρτυρίου (1). Ο δε Άγιος Ονήσιμος ο διακομιστής της προς Φιλήμονα επιστολής, ο και δούλος του Φιλήμονος υπάρχων, ούτος, λέγω, αφ’ ου ο Απόστολος Παύλος απήλθε προς Κύριον, επέμφθη από την Ρώμην εις Ποτιόλους ως κατάδικος, παρά του επάρχου Τερτύλου. Και εκεί εδάρθη δυνατά. Έπειτα τζακισθείς εις τα σκέλη, αφήκε την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν και απήλθεν εις την αιώνιον (2).
(1) Σημείωσαι, ότι ο ιερός Θεοδώρητος ερμηνεύων την προς Φιλήμονα επιστολήν λέγει, ότι ο Φιλήμων ούτος εκατάγετο από τας Κολασσάς. Και ότι έως εις τον καιρόν του εστέκετο η οικία του Φιλήμονος. Λέγει δε και ο Χρυσόστομος και Θεοφύλακτος, ότι ο Φιλήμων ήτον άνθρωπος θαυμαστός και επαινετός, αγαθός κατά την γνώμην, και βοηθός εις τας χρείας των αγίων Χριστιανών, και ελεημοσύνας ποιών.
(2) Σημειούμεν εδώ, ότι ο μεν Απόστολος Ονήσιμος εορτάζεται χωριστά κατά την δεκάτην πέμπτην του Φευρουαρίου και όρα εκεί τα περί τούτου ακριβέστερον. Ο δε Απόστολος Άρχιππος εορτάζεται χωριστά κατά την δεκάτην ενάτην του Φευρουαρίου και όρα εκεί τα περί αυτού. Κυρίως δε εορτάζεται σήμερον ο Άγιος Απόστολος Φιλήμων και η Απφία. Και ουχί ο Άρχιππος και ο Ονήσιμος.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Κικιλίας.
Λουτρού φέρεις έκκαυσιν ω Κικιλία,
Λούη δε λουτρόν αίματος δια ξίφους.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Βαλλεριανός και Τιβούρτιος ξίφει τελειούνται.
Βαλλεριανόν και συναθλητήν άμα,
Κτείνει ξίφος βάλλοντας ύβρεσι πλάνην.
Ούτοι οι ανωτέρω Μάρτυρες ήθλησαν εν τη Ρώμη κατά τους χρόνους Διοκλητιανού, εν έτει σπη’ [288]. Και η μεν Κικιλία από γένος ούσα λαμπρόν, αρραβωνίσθη τον Βαλλεριανόν. Και τούτον τραβίξασα εις την πίστιν του Χριστού, έπεισεν αυτόν να περάσουν την ζωήν τους με παρθενίαν. Ο δε Βαλλεριανός πάλιν ετράβιξε τον κατά σάρκα αδελφόν του Τιβούρτιον εις την θεογνωσίαν. Εις τόσην δε άκραν αρετήν έφθασεν ο Τιβούρτιος, ώστε οπού ηξιώθη να συνομιλή καθ’ εκάστην με τους Αγγέλους. Ούτοι λοιπόν επειδή και έθαπτον τα των Αγίων Μαρτύρων λείψανα εδιαβάλθησαν εις τον έπαρχον της πόλεως. Και ομολογήσαντες έμπροσθεν αυτού τον Χριστόν, παραδίδονται εις τον καπηλάριον Μάξιμον δια να αποκεφαλισθούν από αυτόν. Επειδή δε αυτός είδεν Αγγέλους, οίτινες μετά τον αποκεφαλισμόν των Αγίων, εδορυφόρουν και προϋπάντουν τας ψυχάς των, δια τούτο, λέγω, επίστευσε και αυτός εις τον Κύριον. Η δε Αγία Κικιλία βαλθείσα μέσα εις λουτρόν δυνατά αναμμένον, και εμποδιζομένη να εύγη έξω, έμεινεν εκεί τρεις ημέρας. Και τελευταίον απεκεφαλίσθη μέσα εις το αυτό λουτρόν και ούτως έλαβεν η μακαρία του μαρτυρίου τον στέφανον (3). (Τον κατά πλάτος Βίον τούτων όρα εις το Εκλόγιον.)
(3) Σημείωσαι, ότι η Αγία αύτη Παρθενομάρτυς Κικιλία εβάσταζε πάντοτε επάνω της ένα άγιον Ευαγγέλιον προς αμυντήριον αυτής και φυλακτήριον. Και όρα σελ. 739, της Δωδεκαβίβλου.
*
Ο άνωθεν Άγιος Μάξιμος ο καπηλάριος, αικισθείς, τελειούται.
Μάξιμος αικίζεται ο φρουράς φύλαξ,
Ευθύς υπάρξας εντολών Θεού φύλαξ.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Στεφάνου και Μάρκων δύω.
Τμηθείς ξίφει Στέφανε συν Μάρκοις δύω,
Πολλούς συν αυτοίς τους στεφάνους λαμβάνεις.
Ούτοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και Μάγνου ηγεμόνος, εν έτει σϞ’ [290], καταγόμενοι από την πόλιν Αντιοχείας της Πισσιδείας. Πιασθέντες δε και τον Χριστόν παρρησία ομολογήσαντες, έλαβον πρώτον πολλότατα βάσανα. Είτα μη πεισθέντες να αρνηθούν τον Χριστόν, απεκεφαλίσθησαν. Και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Προκόπιος ο Παλαιστινός ξίφει τελειούται.
Προς την τομήν ώρμησεν οία προς πόλον,
Και Προκόπιος θρέμμα της Παλαιστίνης.
Ούτος ο Άγιος αφιέρωσε την ζωήν του εις μίαν ασκητικήν και εναγώνιον φιλοσοφίαν. Όθεν με την άσκησιν αυτήν και τον αγώνα απόκτησε κάθε είδος αρετής. Και το μεν γένος του, εκατάγετο από την πόλιν Αιλίαν, ήτοι από τα Ιεροσόλυμα, διέτριβε δε εις την Σκυθούπολιν, κάμνωντας εις την του Θεού Εκκλησίαν τρεις υπηρεσίας εν ταυτώ, την της αναγνώσεως, την μεθερμήνευσιν της συριακής γλώσσης και την αποδίωξιν των δαιμόνων. Επειδή δε εφανερώθησαν τα ένθεα αυτού κατορθώματα, εφέρθη εις την Καισάρειαν, και επαρακινείτο από τον εκεί άρχοντα να θυσιάση εις τα είδωλα. Και με τούτο να υπακούση εις τέσσαρας βασιλείς. Τότε ο Μάρτυς περιγελάσας τον λόγον, είπεν εκείνο το του Ομήρου, «Ουκ αγαθόν πολυκοιρανίη. Εις κοίρανος έστω. Εις Βασιλεύς. Και εις Θεός, ο ποιητής και δημιουργός των όλων». Ταύτα ακούσας ο άρχων, εγέμισεν από θυμόν, και καταδικάζει τον Άγιον να λάβη τον δια ξίφους θάνατον. Και έτζι ο του Χριστού Μάρτυς εύρε σύντομον την στράταν την εις τους Ουρανούς φέρουσαν.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Μενίγνου του κναφέως.
Κάραν κναφεύ Μένιγνε τμηθείς εκ ξίφους,
Κνάπτεις σεαυτόν. Καν ρύπους είχες, πλύνη.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου, εν έτει σνα’ [251], καταγόμενος από την Κολωνίαν της Ελλησπόντου, από την πόλιν Παρείου ήτις ωνομάσθη έτζι, διατί ήτον κτίσμα των Παρίων των κατοίκων της νήσου Πάρου, και ευρίσκετο μεταξύ της Κυζίκου και της Λαμψάκου. Τέχνην δε είχεν ο Άγιος, το να λευκαίνη τα ρούχα. Κναφεύς γαρ θέλει να ειπή λευκαντής. Επειδή δε κατά τους καιρούς εκείνους έγινε διωγμός μεγάλος κατά των Χριστιανών, δια τούτο και ο της Ασίας την εξουσίαν έχων, άνθρωπος αυτόχρημος λυμεών και θηριώδης κατά την γνώμην, εκατέβη εις τους παραθαλασσίους τόπους. Και όσους εύρισκε Χριστιανούς, όλους τους έδερνε και τους έβαλλεν εις σκοτεινήν φυλακήν. Και τους πόδας των εσφάλιζεν εις το τιμωρητικόν ξύλον. Όταν λοιπόν ενύκτωσεν ο καιρός, τότε εφώναξαν όλοι οι φυλακωμένοι Χριστιανοί προς τον Θεόν ταύτα· «Δέσποτα Κύριε, ο τον Κορυφαίον Πέτρον, δια μέσου θείου Αγγέλου λύσας από τα δεσμά και από την φυλακήν, και εκβαλών έξω χωρίς κανένα κρότον και κτύπημα, αυτός και τώρα εξαπόστειλον εις ημάς την βοήθειάν σου. Και λύτρωσαι ημάς από την στρέβλωσιν ταύτην των ποδών μας, και από την σκοτεινήν φυλακήν, δια να γνωρίσουν και αυτοί οι άπιστοι, οι καταφρονούντες το Άγιόν σου όνομα, ότι συ μόνος είσαι Θεός και Βασιλεύς αιώνιος».
Ταύτα των Αγίων προσευξαμένων, ιδού έφθασεν εις αυτούς ο Κύριος. Και το μεν σκότος, εδιώχθη. Φως δε ουράνιον άστραψεν εις την φυλακήν. Είπε δε προς αυτούς ο Δεσπότης. Μη φοβείσθε, διατί εγώ είμαι μαζί σας. Παρευθύς δε ελύθησαν όλα τα δεσμά ωσάν κηρί. Και η φυλακή άνοιξεν από λόγου της. Ο δε Κύριος προσθείς και ειπών, Ευγάτε από εδώ και κηρύττετε πανταχού την εδικήν μου δύναμιν, ανέβη εις τους Ουρανούς. Οι δε Άγιοι ευγήκαν από την φυλακήν. Τω πρωί δε ελθόντες οι στρατιώται, καθώς είδον, σώας μεν τας βούλλας της φυλακής, μέσα δε εις αυτήν δεν ευρήκαν κανένα, εξεπλάγησαν. Όθεν ευγαίνοντες έξω, ω της βίας! εφώναζον, ω της βίας! ο Ναζωραίος Χριστός ελθών νυκτός, έκλεψε τους δεδεμένους. Και άλλοι μεν Έλληνες, εθαύμαζον δια το γεγονός. Άλλοι δε, επεριγέλουν τους φύλακας. Ταύτα ακούσας ο μακάριος ούτος Μένιγνος, πλήρης έγινε πίστεως και αγάπης, και εφλέγετο η καρδία του, πώς να επιτύχη του μαρτυρίου. Εκεί δε οπού έπλυνε συνήθως τα ρούχα εις τον ποταμόν, ήκουσε μίαν φωνήν, η οποία εκάλει αυτόν εις το μαρτύριον, λέγουσα. Μένιγνε, ελθέ εις εμένα, και θέλω σοι δώσω χάριν πολλήν. Έμφοβος δε ο Άγιος γενόμενος, εταράχθη. Και πάλιν σκύψας, έπλυνε τα ιμάτια. Η δε φωνή πάλιν λέγει προς αυτόν. Μένιγνε, ελθέ εις εμένα, δια να απολαύσης τα ητοιμασμένα αγαθά εις τους αγαπώντας το όνομά μου. Τότε ο θείος Μένιγνος δεν επρόσμεινε πλέον να ακούση και τρίτην φωνήν. Αλλά πηγαίνωντας, έδωκεν όσα ξένα ιμάτια είχε. Και ούτως ετοίμασε τον εαυτόν του, προσμένωντας να έλθη ο άρχων. Όταν δε ο άρχων ήλθε μετά ημέρας, εκάθισεν εις το κριτήριον, και εδιάβαζε τα γράμματα του βασιλέως, τα οποία επρόσταζον να τιμωρούνται οι Χριστιανοί. Τότε ο γενναίος ούτος Μένιγνος γεμίσας από ένα θεϊκόν θάρρος, επήδησεν εις το μέσον. Και αρπάσας τα βασιλικά γράμματα από τας χείρας του άρχοντος, κατέκοψεν αυτά εις λεπτά, και κατεπάτησεν αυτά με τους πόδας του, ειπών. Εν ονόματι Ιησού Χριστού του Θεού μου επιβαίνω, επάνω εις ασπίδα και βασιλίσκον. Και καταπατώ τα παράνομα του βασιλέως Δεκίου προστάγματα.
Ταύτα ως ήκουσαν και είδον οι του παρανόμου άρχοντος παρανομώτεροι υπηρέται, έρριψαν τον Άγιον χαμαί και κατεπάτουν αυτόν. Αφ’ ου δε έδειραν αυτόν δυνατά, και έκαμαν αυτόν μισαποθαμένον, εσήκωσεν αυτόν ο άρχων και λέγει του. Κακή κεφαλή, εις ποίον θαρρώντας έκαμες ταύτα; Ο Άγιος είπεν. Εις τον Χριστόν μου. Τότε ο άρχων, τούτον, είπε, τον μωρόν και θρασυκάρδιον και αυθάδη κρεμάσατε εις ξύλον, και ξεσχίζετε τας σάρκας του δυνατά. Τόσον δε εξέσχισαν τον Μάρτυρα με τας σιδηράς χειράγρας οι άνομοι, ώστε οπού εφαίνοντο τα εντόσθιά του έξωθεν από τα πλευρά του. Και ο μεν Μάρτυς εκαρτέρει, προσευχόμενος και υβρίζων τον άρχοντα, ο δε άρχων εβλασφήμει και εθεομάχει, βλέπων την τόσην υπομονήν του Μάρτυρος. Ανάψας δε από τον θυμόν, είπε. Προστάζω να κατακοπούν εις λεπτά κομμάτια τα δάκτυλα εκείνα, οπού έκοψαν του βασιλέως τα προστάγματα. Και ευθύς εθέρισαν τα δάκτυλα των χειρών του Αγίου από τους μέσα αρμούς, και ω του θαύματος! αντί δια αίμα ευγήκε γάλα. Έπειτα φυλακώσας αυτόν, τη επαύριον τον έφερε πάλιν εις εξέτασιν. Ο δε Άγιος τον Χριστόν ομολογήσας ενώπιον πάντων, και τον βασιλέα αναθεματίσας, και τον άρχοντα υβρίσας, εξέπληξεν άπαντας. Όθεν και απεφασίσθη να αποκεφαλισθή.
Απερχομένου λοιπόν του Αγίου εις τον τόπον της καταδίκης, ηκολούθει η γυναίκα του κλαίουσα, ομού και άλλοι πολλοί. Όταν δε έφθασεν εις τον τόπον, εστάθη υψηλά και εδίδαξε τον λαόν. Την δε γυναίκα του αφιέρωσεν εις τους επιτρόπους οπού έκαμε. Και ούτως απεκεφαλίσθη ο τρισμακάριος Μένιγνος. Εφάνη δε εις τους παρεστώτας ένα θαύμα εξαίσιον. Είδον γαρ αυτοί ωσάν μία τρυγόνα καθαράν, οπού ευγήκεν από το στόμα του Μάρτυρος, η οποία επέταξεν εις τον Ουρανόν. Όθεν κατεπλάγησαν άπαντες και έλεγον, μέγας είναι αληθώς ο του Μενίγνου Θεός. Από δε την βοήν του λαού, εσείσθη όλη η πόλις, ώστε οπού και ο ανθύπατος εδειλίασεν. Αφ’ ου δε έμαθε την αιτίαν της βοής, είπεν. Άφετε αυτόν άταφον, να ιδούμεν, ανίσως ο Θεός του θάψη αυτόν. Όθεν επαράστησε στρατιώτας δια να φυλάττουν το άγιον λείψανον. Τότε δια νυκτός ελθόντες οι αδελφοί του Αγίου, εις καιρόν οπού οι φύλακες εκοιμώντο, επήραν το λείψανον, φθάσαντες δε εις τον τόπον, όπου ο Άγιος επόθει δια να ενταφιασθή, εκεί απεκοιμήθησαν. Τότε ο Άγιος εφάνη εις ένα αδελφόν, και του είπεν. Αδελφέ, εσείς σπουδάζοντες δια να πάρετε ογλίγωρα το λείψανόν μου, αλησμονήσετε και δεν επήρετε την κεφαλήν μου, δια μέσου της οποίας ωμολόγησα τον Χριστόν. Εξυπνίσας δε ο αδελφός, εδιηγήθη το όραμα εις τους άλλους. Όθεν γυρίσας οπίσω, δεν ήξευρε τι να κάμη. Επειδή και ήτον νύκτα βαθεία και σκοτεινή. Πηγαίνωντας δε κοντά εις τον τόπον, ω του θαύματος! βλέπει ένα άστρον, οπού έλαμπεν επάνω εις την κεφαλήν του Μάρτυρος. Όθεν πέρνωντας αυτήν, εγύρισε μετά χαράς εις τους αδελφούς. Εις καιρόν δε οπού οι αδελφοί ήθελον να υπάγουν μακρύτερα δια να ενταφιάσουν το λείψανον, εφάνη ο Άγιος και επρόσταξεν αυτούς να το ενταφιάσουν εκεί, όπου ευρίσκοντο, εις δόξαν του αληθινού Θεού ημών.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Αββάς εν ειρήνη τελειούται.
Αββάν τον εκτύπωμα όντα αββάδων,
Τιμώ πρεπόντως ως τεκνίον πατέρα.
Ούτος ο Άγιος Πατήρ ημών Αββάς (όπερ ερμηνεύεται Πατήρ) εκατάγετο από το γένος των Ισμαηλιτών. Παραιτήσας δε γονείς και πατρίδα και πλούτον, ηκολούθησεν εις ένα Μοναχόν. Και ενδυθείς το μοναχικόν σχήμα, ήτον μαζί με αυτόν εις μερικούς χρόνους. Έπειτα πηγαίνουν και οι δύω εις τον μέγαν Ευσέβιον τον Όσιον και αγωνιστήν (4) δια να γένουν εκείνου μαθηταί. Επειδή δε ο συν αυτώ Μοναχός απέθανεν, έμεινεν ο μακάριος ούτος Αββάς εις τον τόπον του μεγάλου Ευσεβίου. Διαπεράσας δε εκεί τριανταοκτώ χρόνους, πάντοτε αύξανεν εις τα έμπροσθεν της αρετής, ωσάν να είχεν αρχίση τότε την μοναχικήν πολιτείαν. Διότι τους μεν πόδας του, δεν εσκέπασέ ποτε με υποδήματα, έτρωγε δε τόσον ολίγον φαγητόν, όσον να δίδη ολίγην δύναμιν εις το σώμα του. Περιττήν δε ενόμιζεν ακόμη και αυτήν την πόσιν του νερού. Ώντας δε με βαρύ σίδηρον εζωσμένος, ολίγαις μεν φοραίς εκάθητο, το δε περισσότερον μέρος της ημέρας και της νυκτός, εξώδευεν εις το να στέκεται όρθιος, και να προσεύχεται. Ή και επάνω εις τα γόνατα κείμενος, επρόσφερε τας δεήσεις του τω Κυρίω. Αρνήθη δε παντελώς το να πλαγιάζη εις κλίνην. Επειδή κανένας δεν είδεν αυτόν ποτέ πλαγιασμένον. Αλλά και όταν έγινεν Ηγούμενος και προεστώς των εκεί όντων Μοναχών, έβαλε τον εαυτόν του έμπροσθεν εις όλους τους υποτασσομένους αδελφούς, πρωτότυπον και παράδειγμα της φιλοσοφίας και αρετής. Ούτω λοιπόν πολιτευσάμενος, και πλήρης ημερών γενόμενος, ανεπαύθη εν Κυρίω.
(4) Ο Ευσέβιος ούτος εορτάζεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Φευρουαρίου.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Κάλλιστος (5) εν ειρήνη τελειούται.
Κάλλιστος εχθρόν τον κάκιστον πτερνίσας,
Φίλος Θεώ πρόσεισιν εκλελεγμένος.
(5) Ο Όσιος ούτος Κάλλιστος φαίνεται ότι είναι ο Ξανθόπουλος, ο εν τω Μόναστηρίω των Ξανθοπούλων ενασκούμενος πρότερον, το εις το Άγιον Όρος του Άθω ευρισκόμενον κατά τον Μελέτιον (τομ. γ’, σελ. 203). Το Μοναστήριον δε τούτο φαίνεται να ήναι το του Παντοκράτορος. Καθ’ ότι εγώ ανέγνων γράμμα του ιδίου τούτου Καλλίστου ευρισκόμενον εν τη βασιλική ταύτη Μονή, εν ω ο ίδιος αναφέρει, ότι ησύχαζεν εν τω ησυχαστηρίω του Αγίου Ονουφρίου τω έξω της Μονής του Παντοκράτορος ευρισκομένω. Και ότι η Μονή αύτη είναι εδική του. Ύστερον δε έγινε Πατριάρχης. Αφείς δε την πατριαρχείαν της Κωνσταντινουπόλεως, απόκτησε σύμπνουν Ιγνάτιον τον και αυτόν Ξανθόπουλον καλούμενον, και εκ της αυτής πόλεως γεννηθέντα (της Βασιλευούσης δηλαδή). Όθεν ως μία ψυχή εν δυσί σώμασιν ενωθέντες, πνευματικώς τε και θεοφρόνως και λίαν υψηλώς εφιλοσόφησαν περί νοεράς προσευχής εν εκατόν κεφαλαίοις, τω εντελεί αριθμώ τελείαν την περί ταύτης γνώσιν εκθέμενοι. Ως μαρτυρεί ο Θεσσαλονίκης ιερός Συμεών εν κεφ. 295, σελ. 210, σειρά 5. Τα κεφάλαια δε ταύτα ευρίσκονται τετυπωμένα εν τη βίβλω της ιεράς Φιλοκαλίας των Νηπτικών. Έστι δε ο Κάλλιστος ούτος δεύτερος, πατριαρχεύσας επί Μανουήλ του Παλαιολόγου εν έτει ͵ατϞβ’ [1392] βασιλεύσαντος. Ο γαρ πρώτος Κάλλιστος επατριάρχευσεν εν έτει ͵ατν’ [1350], επί Ιωάννου του Παλαιολόγου, και εορτάζεται κατά την εικοστήν Ιουνίου. Όρα περί τούτου τον Μελέτιον, τομ. γ’, σελ. 230.Σημείωσαι, ότι ως πολλοί λέγουσι, τα εν τη Φιλοκαλία εμφερόμενα κεφάλαια εις όνομα Καλλίστου Τηλικούδη, και Καλλίστου Πατριάρχου, και Καλλίστου Καταφυγιώτου, ταύτα λέγω είναι σύνθεμα και πόνος του Καλλίστου τούτου του Ξανθοπούλου. Και ότι ο εις και ο αυτός Κάλλιστος ούτος, ονομάζεται με διάφορα ονόματα. Καταφυγιώτης δε ωνομάσθη από την Μονήν της Θεοτόκου την ονομαζομένην Καταφυγήν, ήτις ευρίσκεται εις την επαρχίαν του Ναυπάκτου και Άρτης. Όπου και άδεται λόγος εκ παραδόσεως, ότι ασκήτευσεν εκεί ο Άγιος Κάλλιστος. Άλλοι δε αποδίδουσι τα ανωτέρω κεφάλαια τω πρώτω Καλλίστω τω Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Προσθέττει δε ο ανωτέρω Συμεών ο Θεσσαλονίκης, περί του Καλλίστου τούτου και Ιγνατίου, ότι της θείας ελλάμψεως της εν τω όρει ως και οι Απόστολοι τετυχήκασι. Και δέδεικται τούτο πολλοίς εναργώς εις μαρτύριον, την όψιν αστράπτοντες, κατά τον Στέφανον, οραθέντες. Ως ου τη καρδία μόνον, αλλά και τη όψει τούτων εγχυθείσης της χάριτος. Διο και κατά τον μέγαν εκείνον Μωσήν ώφθησαν (ως μεμαρτυρήκασιν οι ιδόντες) αστράψαντες ηλιοειδώς τη μορφή
*
Ο Άγιος Χριστοφόρος και Ευφημία ξίφει τελειούνται.
Την Ευφημίαν σοι συνευφημείν έγνων,
Σοι συσφαγείσαν χριστόφρον Χριστοφόρε.
*
Οι Άγιοι Θαλλέλαιος και Άνθιμος ξίφει τελειούνται.
Ο Θαλλέλαιος Άνθιμος τετμημένοι,
Αειθαλώς ανθούσιν ως θεία ξύλα.
*
Ο Άγιος Θαδδαίος, εν τροχώ δεθείς και κατά πρανούς αφεθείς, τελειούται.
Κατά πρανούς Θαδδαίον ο τροχός στρέφει,
Φωνή δε βροντής εν τροχώ ψαλμός λέγει.
*
Ο Άγιος Αγαπίων, θηρσίν εκδοθείς, και μη βλαβείς υπ’ αυτών, τελειούται.
Απήλθε θηρσί μη βλαβείς Αγαπίων.
Τούτον γαρ ηγάπησε και θηρών φύσις.
*
Ο Άγιος Αγάπιος ξίφει τελειούται.
Υπέρ Θεού ταθέντος εν τω Κρανίω,
Ξίφει σον Αγάπιε τείνεις κρανίον.
*
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Σισίνιος ξίφει τελειούται.
Είχες θύτην με νυν δε και θύμα ξένον,
Έχεις με Σισίνιον εκ ξίφους Λόγε.
*
Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Ιεράρχου και Θαυματουργού Κλήμεντος Επισκόπου Βουλγαρίας του εν τη Αχρίδι, του και Βουλγαροκήρυκος επονομαζομένου (6).
Τον Βουλγάρων κήρυκα Κλήμεντα μέγαν,
Σιγή τις αν κρύψειεν αρετής φίλος;
Ούτος ο μέγας Πατήρ ημών, και της Βουλγαρίας φωστήρ λαμπρότατος και κήρυξ μεγαλοφωνότατος, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ρωμαίων Μιχαήλ υιού Θεοφίλου, εν έτει ωμβ’ [842], ή κατ’ άλλους ωξε’ [865]. Εκατάγετο δε από την εν τη Ευρώπη Μοισίαν (7), την οποίαν οι πολλοί άνθρωποι ονομάζουσι Βουλγαρίαν, ως κατοικουμένην από Βουλγάρους. Οι οποίοι, ως λέγουσι, παλαιά μεν εφέρθησαν υπό του βασιλέως Αλεξάνδρου, από τον Όλυμπον της Προύσης εις τον ποταμόν Βόλγαν, αφ’ ου και Βούλγαροι ωνομάσθησαν. Ύστερον δε από πολλούς χρόνους, επέρασαν οι αυτοί Βούλγαροι με δύναμιν μεγάλην, τον ποταμόν Ίστρον, ήτοι Δούναβιν. Και επήραν εις κατοικίαν τους τα εκεί γειτονεύοντα μέρη, ήγουν την Πανονίαν, την μεταξύ του Δουναβίου και Νουρικού ποταμού, και του Ιλλυρικού περιεχομένην, ταυτόν ειπείν την Ουγγαρίαν και Δαλματίαν (ήτοι Σλαβονίαν), και Θράκην, και Ιλλυρικόν, και Μακεδονίαν, και Θετταλίαν. Από τοιούτον λοιπόν γένος των Βουλγάρων εκατάγετο ο Όσιος ούτος Κλήμης (8). Ήτον δε εκ κοιλίας μητρός του εκλελεγμένος από τον Θεόν, καθώς και ο Σαμουήλ. Και ακόμη από την βρεφικήν ηλικίαν του, ηγάπησε την φιλόθεον και ενάρετον πολιτείαν.
Πρώτος δε αυτός μαζί με τον θείον Ναούμ (9), και Αγγελάριον, και Γοράσδον, εδιδάχθη με επιμέλειαν την θείαν Γραφήν. Η οποία μετεγλωττίσθη με την συνεργίαν του Θεού, εις την γλώσσαν των Βουλγάρων παρά του θείου Κυρίλλου, όστις ήτον αληθώς θεόσοφος και ισαπόστολος Πατήρ, και εχρημάτισε πρώτος διδάσκαλος της θεοσεβείας και ορθοδόξου πίστεως εις το έθνος των Βουλγάρων, μαζί με τον θείον Μεθόδιον. Επειδή δε ο Άγιος ούτος Κλήμης ήτον γη γόνιμος και αγαθή, δια τούτο δεχθείς εις την καρδίαν του τον ευαγγελικόν σπόρον της αληθείας και των θείων Γραφών, εκαρποφόρησε πολύν τον καρπόν εις εξήκοντα και εις εκατόν, κατά την φωνήν του Κυρίου. Καθώς από αυτά τα έργα και πράγματα τούτο απέδειξεν αληθές.
Διότι αυτός, με το να ηγάπησε την παρθενικήν ζωήν των μοναχών, ποίον είδος αρετής δεν εξηκρίβωσεν; ή ποίαν τέχνην δεν επενόησε δια να νικήση τα πάθη; Με την ησυχίαν μεν γαρ, απέφυγε τον πόλεμον, οπού έρχεται έξωθεν από τας πέντε αισθήσεις. Με την νηστείαν δε και σκληραγωγίαν του σώματος, απεμάρανε τας φιληδόνους ορμάς και επιθυμίας. Με την παντοτινήν δε προσοχήν και προσευχήν, εξήλειψεν από την ψυχήν του τας εμπαθείς φαντασίας και τους πονηρούς λογισμούς. Τα χαρακτηριστικά δε σημάδια της ψυχής του μακαρίου Κλήμεντος, ήτον ταύτα τα δύω. Αγάπη αδιάκριτος, και ταπείνωσις ανυπόκριτος. Με τοιούτον λοιπόν τρόπον στοιχειωθείς ο ιερός Κλήμης δια του θείου νόμου, εκ νεαράς του ηλικίας, και την κατά το Ευαγγέλιον πολιτείαν ακριβώς μεταχειριζόμενος, κατά μεν το παρόν, κατεστάθη συνεργός με τους ανωτέρω διδασκάλους του, τον Κύριλλον, λέγω, και Μεθόδιον. Και έγινεν οδηγός της ευσεβείας εις το έθνος των Βουλγάρων, υπομένωντας και αυτός τους ιδίους εκείνους πειρασμούς, οπού υπέμειναν και οι ανωτέρω διδάσκαλοί του, από την δυναστείαν των αιρετικών, οπού εξουσίαζον κατά τον καιρόν εκείνον (10), καθώς αναφέρει τους πειρασμούς αυτούς ο κατά πλάτος Βίος των ανωτέρω Αγίων.
Αφ’ ου δε ο μεν θεσπέσιος Κύριλλος απήλθεν εις την άνω ζωήν, φανερώσας πρότερον εις τον τότε Πάπαν της Ρώμης Αδριανόν την αποστολικήν διακονίαν και την αύξησιν οπού εποίησε του εμπιστευθέντος αυτώ έργου. Αφ’ ου δε και ο Μεθόδιος έγινεν από τον Πάπαν Αρχιεπίσκοπος Μωράβου (11) και Βουλγαρίας, τότε και ο θείος ούτος Κλήμης εχειροτονήθη από τον Μεθόδιον Επίσκοπος όλου του Ιλλυρικού, και του το Ιλλυρικόν εξουσιάζοντος έθνους των Βουλγάρων. Και της Λυχνιδών πόλεως, ήτοι της Αχρίδος, και της Γλαβηνίτζας. Εις τας οποίας ταύτας πόλεις και επαρχίας, αφήκεν ο Άγιος υπομνήματα και σημεία της αρετής του και αγιότητος. Εις την Αχρίδα γαρ έκτισεν ο Άγιος εκ θεμελίων ιερόν Ναόν και Μοναστήριον του Αγίου Παντελεήμονος, όπου και επέρνα ζωήν ασκητικήν ο αοίδιμος. Και από το Μοναστήριον αυτό, ωσάν από λυχνίαν υψηλήν, έλαμπεν εις όλον το ποίμνιόν του τας ακτίνας της αρετής και της θείας χάριτος. Αφ’ ου δε απήλθεν εις την ουράνιον ζωήν, αφήκεν εις αυτό το ίδιον Μοναστήριον, το ιερόν του λείψανον, ωσάν πολύτιμον θησαυρόν και απόκτημα όλου του κόσμου αντάξιον, από το οποίον καθ’ εκάστην ημέραν ιατρεύεται κάθε πάθος και ασθένεια. Όθεν και το ιερόν εκείνο Μοναστήριον εχαρίσθη παρά Θεού εις τους εκεί προστρέχοντας Χριστιανούς, ένα κοινόν και άμισθον ιατρείον.
Κοντά δε εις τα άλλα κειμήλια, οπού αφήκεν εις την Αχρίδα ο τρισόλβιος Κλήμης, απεθησαύρισεν εις αυτήν και βιβλία ιερά, γεννήματα της εδικής του υψηλής διανοίας, και πονήματα της αγίας χειρός του. Τα οποία τιμώνται και σέβονται από όλον το έθνος των Βουλγάρων, όχι ολιγώτερον από τας θεογράφους πλάκας του Μωϋσέως. Αλλά και εις την ρηθείσαν Γλαβηνίτζαν είναι δυνατόν να ιδή τινας στύλους πετρίνους, οι οποίοι σώζονται έως της σήμερον. Επάνω δε εις αυτούς είναι γράμματα χαραγμένα, τα οποία φανερόνουσι, πώς εγύρισεν υπό του Αγίου Κλήμεντος εις την πίστιν και επίγνωσιν του Χριστού, όλον το έθνος των Βουλγάρων. Επειδή γαρ όλον το έθνος των Βουλγάρων δεν επίστευσεν ευθύς εις τον Χριστόν, ούτε όλον εφωτίσθη δια του Αγίου Βαπτίσματος, αλλ’ έμεινεν ακόμη πολύ μέρος αυτού έχον βαρβαρικήν θηριότητα: τούτου χάριν ο θεσπέσιος Κλήμης με τας καθημερινάς θεοπνεύστους διδαχάς του, ωδήγησεν εις θεογνωσίαν όλον το έθνος, και την αγριότητα της γνώμης αυτών μετέβαλεν εις ημερότητα και χρηστότητα τρόπων, ώστε οπού εμεταχειρίζοντο εις το εξής έννομον πολιτείαν και σώφρονα.
Μάλιστα δε και εξαιρέτως τούτο εκατώρθωσεν ο μακάριος Κλήμης, επειδή εβάπτισε τον άρχοντα των Βουλγάρων, Βορίσην ονομαζόμενον, και τον εκείνου υιόν Μιχαήλ, ο οποίος έγινε πρώτος βασιλεύς των Βουλγάρων. Και ακολούθως έκαμεν αυτούς τους δύω να πολιτεύωνται κατά τους νόμους των Χριστιανών. Όθεν δια μέσου αυτών των δύω, υπέταξεν εις το Ευαγγέλιον όλον το έθνος των Βουλγάρων ωσάν ένα άνδρα. Προς τούτοις δε ετράβιξεν ο Άγιος τους Βουλγάρους εις την στενήν και ανηφορικήν στράταν της κατά Θεόν ζωής, όχι μόνον δια μέσου των γλυκυτάτων αυτού λόγων και διδασκαλιών, αλλά περισσότερον δια μέσου των πολλών θαυμάτων, τα οποία δι’ αυτού ενήργει ο Κύριος. Δια μέσου γαρ του Αγίου τούτου εχάριζεν ο Θεός εις τους τυφλούς το βλέπειν, εις τους βωβούς το λαλείν, και εις τους παραλύτους το ενεργείν. Αλλά και τους δαιμονισμένους ιάτρευεν ο Θεός δια μέσου της προσευχής του Αγίου. Και δια να ειπώ καθολικώς, κάθε πάθους και ασθενείας ήτον ο Άγιος ιατρός ταχύτατος. Όθεν και νεκρόν παιδίον δια προσευχής του ανέστησεν. Τον δε βασιλέα των Βουλγάρων επαρακίνει ο Άγιος να κτίζη Ναούς ιερούς. Όθεν ο βασιλεύς, με το να υπήκουεν εις τα λόγιά του, ευθύς ετελείονε δια των έργων εκείνα, οπού ο Άγιος τον επρόσταζεν. Δια την τοιαύτην δε υπακοήν και γνησίαν αγάπην, οπού έσωζε προς τον Άγιον, επρόκοπτεν εις την αρετήν, και έγινε καλλίτερος από ο,τι ήτον το πρότερον. Επειδή δε ο Άγιος εμελέτα να παραιτήση μεν τας φροντίδας της αρχιερωσύνης, να υπάγη δε εις την ησυχίαν, ήτον γαρ πολλά γέρωντας και ασθενής, δια τούτο ο βασιλεύς Μιχαήλ δεν αφήκεν αυτόν να τελειώση το μελετώμενον. Αλλά παρακαλέσας θερμώς, μόλις και μετά βίας τον εκατάπεισε να μένη εις το ποίμνιόν του έως τέλους ζωής του. Και λοιπόν αγκαλά και έπασχεν ο Άγιος από ασθένειαν και γηρατείον, όμως κάθε τρόπον εμεταχειρίζετο ο αοίδιμος, και ωδήγει το ποίμνιόν του εις την της ψυχής σωτηρίαν.
Ούτος ο Άγιος εσοφίσθη από λόγου του και ευρήκεν άλλους χαρακτήρας γραμμάτων σλαβονικών, σαφεστέρους και καθαρωτέρους, και δια μέσου των σαφεστέρων αυτών γραμμάτων, έγραψεν όλην την Αγίαν Γραφήν, και τους πανηγυρικούς λόγους των εορτών, και τους Βίους των Μαρτύρων και Οσίων, και τους ασματικούς Κανόνας. Ταύτα δε τα γράμματα εδίδαξεν εις τα γνωστικώτερα παιδία των Χριστιανών. Από τα παιδία δε ταύτα, όσα ήτον άξια, τα εχειροτόνησε Ιερείς, και το πρώην βάρβαρον και ωμόν έθνος των Βουλγάρων, το εκατάστησεν ο θείος Πατήρ ήμερον και άγιον, δια μέσου της σπουδής του και προθυμίας, και έτζι ετέλεσεν αληθώς έργον αποστολικόν. Όθεν δια τούτο ηξιώθη να λάβη παρά Θεού και χάριν αποστολικήν.
Όταν δε ήλθεν ο καιρός της αποβιώσεώς του, τότε ο Άγιος απεχαιρέτισεν όλους και εσυμβούλευσεν αυτούς. Είτα επαρακάλεσε τον Θεόν δια το ποίμνιόν του, (το οποίον ελυπείτο και εθρήνει απαρηγόρητα, μη υποφέρον την ζημίαν και στέρησιν του καλού ποιμένος). Και έτζι απήλθε προς ον επόθει Χριστόν, χαίρων και αγαλλόμενος. Αλλά και μετά θάνατον εδόξασεν ούτος τον δοξάσαντα αυτόν Κύριον με τας ιατρείας, οπού ενεργεί καθ’ εκάστην, εις εκείνους οπού προστρέχουν αυτώ μετά πίστεως. Και τώρα συγχορεύει με τους Αποστόλους, ως κήρυξ της αληθείας και ισαπόστολος. Με τους Μάρτυρας, ως πολλάκις υπομείνας δεσμά και τιμωρίας δια τον λόγον της αληθείας. Με τους Ιεράρχας δε και Οσίους, πρεσβεύει προς Κύριον δια το ποίμνιόν του και δια όλον τον κόσμον, ως Ιεράρχης ομού και Όσιος (12).
(6) Σημείωσαι, ότι εν τω του Πρωτάτου χειρογράφω Συναξαριστή τω παλαιοτέρω, εύρον το Συναξάριον τούτο του Αγίου Κλήμεντος γεγραμμένον κατά την εικοστήν εβδόμην του Ιουλίου. Επειδή όμως ήδη είδομεν κατά πλάτος τετυπωμένον τον Βίον τούτου, και γεγραμμένον κατά την εικοστήν δευτέραν του Νοεμβρίου: τούτου χάριν και ημείς τούτω ηκολουθήσαμεν. Εν τη τετυπωμένη όμως φυλλάδι του Αγίου τούτου, γράφεται η μνήμη αυτού κατά την εικοστήν πέμπτην του Νοεμβρίου.
(7) Σημείωσαι, ότι κατά τον Μελέτιον, η εν τη Ευρώπη Μοισία, η δια του οι κυρίως γραφομένη (η γαρ δια του υ γραφομένη, επαρχία κυρίως εστί της ελάσσονος Ασίας, ήτις και Φρυγία λέγεται), αύτη, λέγω, είναι μία μεγάλη επαρχία του ανατολικού Ιλλυρικού, εκτεινομένη από δυσμών επ’ ανατολάς μεταξύ Μακεδονίας και της Θράκης προς μεσημβρίαν, και της Δακίας προς βορράν, από την οποίαν χωρίζεται υπό του ποταμού Δουναβίου. Διαιρείται δε εις ανωτέραν και κατωτέραν. Και η μεν ανωτέρα, ωνομάσθη κοινώς Σερβία. Η δε κατωτέρα, ωνομάσθη Βουλγαρία, από των Σέρβων και των Βουλγάρων, των ελθόντων και κατοικησάντων εις αυτήν την Μοισίαν. Οίτινες ήτον έθνη της Ασιατικής Σαρματίας, οικούντες τριγύρω εις τον ποταμόν Βόλγαν.
(8) Εν δε τω εκτυπωθέντι εις απλήν φράσιν κατά πλάτος Βίω του Αγίου, ου μνείαν ανωτέρω εποιησάμεθα, σημειούται, ότι ο Άγιος ούτος ήτον Ρωμαίος το γένος, εξ εικασίας όμως μόνης τούτο εκεί συμπεραίνεται.
(9) Ο Άγιος Ναούμ εορτάζεται κατά την εικοστήν τρίτην Δεκεμβρίου.
(10) Ούτοι ήσαν Βιχνίκος ο αρχιερεύς και Σφεντόπλικος ο άρχων και οι μετ’ αυτών, οίτινες εφρόνουν το λατινικόν φρόνημα, ότι το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται, ήγουν έχει την ύπαρξιν εκ του Πατρός και εκ του Υιού. Όπερ ο Άγιος Κλήμης μη δεχόμενος, ετιμωρείτο από αυτούς. Ως λέγει ο Θεοφύλακτος εις τον ελληνικόν Βίον τούτου, όστις νεωστί ετυπώθη ομού με τα θαύματα της Ζωοδόχου Πηγής.
(11) Μώραβος ίσως είναι η νυν καλουμένη Μωραβία. Ήτις και μεγάλη Μωραβία λέγεται παρά τω βασιλεί Κωνσταντίνω τω Πορφυρογεννήτω, εν τω περί θεμάτων, από τον ποταμόν Μωράβαν.
(12) Τον κατά πλάτος Βίον του Αγίου τούτου Κλήμεντος, συνέγραψε μεν ελληνιστί ο ιερός Θεοφύλακτος ο Βουλγαρίας, μετέφρασε δε τις εις το απλούν κεκολοβωμένον και ατελή. Όθεν ο σοφολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Αθανάσιος ο Πάριος, διορθώσας αυτόν, πλατύνας, αναπληρώσας, και σημειώμασι καταγλαΐσας, άρτιον και ολόκληρον ήδη εξέδωκε, Κρίσιν Ουρανού, τούτον επονομάσας, συν τω του μεγάλου Σπυρίδωνος θαύματι, τω και αυτό ονομασθέντι παρ’ αυτού, Κρίσις του Ουρανού. Τούτον λοιπόν τον νεοτύπωτον Βίον του Αγίου ανάγνωθι αγαπητέ, δια να καταλάβης πλατύτερον τα περί του Αγίου Κλήμεντος. Σημείωσαι, ότι και ασματική Ακολουθία ευρίσκεται του Αγίου Κλήμεντος τούτου, σωζομένη εις ιδίαν φυλλάδα εν Μοσχοπόλει τετυπωμένην. Και τούτο δε σημείωσαι, ότι οι επτά κήρυκες και διδάσκαλοι των Βουλγάρων εορτάζονται ομού εν ιδία φυλλάδι τετυπωμένη κατά την Μοσχόπολιν. Ήτοι ο Κύριλλος, ο Μεθόδιος, ο Κλήμης, ο Σάββας, ο Αγγελάριος, ο Γοράσδος και ο Ναούμ
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΒ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Φιλήμονος καὶ τῶν σὺν αὐτῷ Ἀρχίππου, Ὀνησίμου, καὶ Ἀπφίας.
Εἰς τὸν Φιλήμονα.
Χώραν φιλοῦντα τὸν Φιλήμονα χλόης,
Χλωροῖς λύγοις (ἤτοι λυγαρίαις) τύπτουσιν οἱ μιαιφόνοι.
Εἰς τὸν Ἄρχιππον.
Ποθῶν τὸν ἀκρόγωνον Ἄρχιππος λίθον,
Κατηλοήθη (ἤτοι ἁλωνίσθη) τῷ πόθῳ τούτου λίθοις.
Εἰς τὸν Ὀνήσιμον.
Ἥπλωσεν Ὀνήσιμος εἰς θλάσιν σκέλη,
Παύλου σκελῶν δραμόντα γενναίους δρόμους.
Εἰς τὴν Ἀπφίαν.
Ἡπλωμένην παίουσιν εἰς γῆν Ἀπφίαν,
Εἰς οὐρανοὺς ἔχουσαν ὄμμα καρδίας.
Εἰκάδι δευτερίῃ Φιλήμονα ἔνθεν ἄειραν.
Οὗτοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Νέρωνος, μαθηταὶ χρηματίσαντες τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐν ἔτει νδ΄ [54], ὅστις ἀναφέρει περὶ αὐτῶν εἰς τὴν πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολὴν λέγων· «Παῦλος δέσμιος Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφὸς Φιλήμονι τῷ ἀγαπητῷ καὶ συνεργῷ ἡμῶν, καὶ Ἀπφίᾳ τῇ ἀγαπητῇ, καὶ Ἀρχίππῳ τῷ συστρατιώτῃ ἡμῶν, καὶ τῇ κατ’ οἶκόν σου Ἐκκλησίᾳ». Καὶ πολλοὺς ἄλλους ἐπαίνους πλέκει εἰς τὸν μακάριον Φιλήμονα, τὸν ὁποῖον ἐχειροτόνησε καὶ Ἐπίσκοπον τῶν Γαζαίων. Χειροτονηθεὶς λοιπὸν τούτων Ἐπίσκοπος, ἐδίωξε μακρὰν ἀπὸ αὐτοὺς τὸ σκότος τῆς ἀγνωσίας, καὶ ὅλους ἐφώτισε μὲ τὸ φῶς τῆς θεογνωσίας. Ἔπειτα ἐπῆγε καὶ εἰς τὰς Κολασσάς, αἵτινες εἶναι πόλις τῆς Φρυγίας πλησίον τῆς Λαοδικείας, καὶ ἐκεῖ ἐκήρυξεν ἱκανῶς τὸν λόγον τῆς ἀληθείας μαζὶ μὲ τὸν Ἄρχιππον καὶ τὴν Ἀπφίαν.
Ἐπειδὴ δὲ οἱ Ἕλληνες ἔκαμναν ἐν τῇ πόλει ἐκείνῃ μίαν ἑορτὴν εἰς τὴν ψευδοθεὰν αὑτῶν Ἀρτέμιδα, οἱ δὲ ἀνωτέρω θεῖοι Ἀπόστολοι, ἔτυχε τότε νὰ προσφέρουν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ δοξολογίαν εἰς τὸν ἀληθῆ Θεόν: τούτου χάριν οἱ εἰδωλολάτραι θυμωθέντες ὥρμησαν κατ’ ἐπάνω των. Καὶ πιάσαντες αὐτοὺς μόνους (οἱ γὰρ ἄλλοι Χριστιανοὶ οἱ μετ’ αὐτῶν ὄντες ἔφυγον ἀπὸ τὸν φόβον) τοὺς ἐπῆγαν εἰς τὸν ἄρχοντα Ἀδροκλῆν. Καὶ λοιπὸν πρῶτος ὁ Ἅγιος Ἄρχιππος, ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθη νὰ θυσιάσῃ εἰς τὸ εἴδωλον, τὸ ὀνομαζόμενον Μηνᾶς, διὰ τοῦτο ἐδάρθη παρευθὺς καὶ ἐρρίφθη μέσα εἰς ἕνα λάκκον, καὶ ἐχώσθη ἕως εἰς τὴν μέσην. Ἔπειτα ἐκεντήθη μὲ βελόνας ἀπὸ παιδία. Καὶ τελευταῖον ἐλιθοβολήθη καὶ ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Ὁ δὲ Ἅγιος Φιλήμων καὶ ἡ Ἀπφία δαρθέντες δυνατὰ μὲ λυγαρίας, καὶ μὲ διάφορα ἄλλα βάσανα βασανισθέντες, ἐτελείωσαν τὸν δρόμον τοῦ μαρτυρίου (1). Ὁ δὲ Ἅγιος Ὀνήσιμος ὁ διακομιστὴς τῆς πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολῆς, ὁ καὶ δοῦλος τοῦ Φιλήμονος ὑπάρχων, οὗτος, λέγω, ἀφ’ οὗ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, ἐπέμφθη ἀπὸ τὴν Ῥώμην εἰς Ποτιόλους ὡς κατάδικος, παρὰ τοῦ ἐπάρχου Τερτύλου. Καὶ ἐκεῖ ἐδάρθη δυνατά. Ἔπειτα τζακισθεὶς εἰς τὰ σκέλη, ἀφῆκε τὴν πρόσκαιρον ταύτην ζωὴν καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν αἰώνιον (2).
(1) Σημείωσαι, ὅτι ὁ ἱερὸς Θεοδώρητος ἑρμηνεύων τὴν πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολὴν λέγει, ὅτι ὁ Φιλήμων οὗτος ἐκατάγετο ἀπὸ τὰς Κολασσάς. Καὶ ὅτι ἕως εἰς τὸν καιρόν του ἐστέκετο ἡ οἰκία τοῦ Φιλήμονος. Λέγει δὲ καὶ ὁ Χρυσόστομος καὶ Θεοφύλακτος, ὅτι ὁ Φιλήμων ἦτον ἄνθρωπος θαυμαστὸς καὶ ἐπαινετός, ἀγαθὸς κατὰ τὴν γνώμην, καὶ βοηθὸς εἰς τὰς χρείας τῶν ἁγίων Χριστιανῶν, καὶ ἐλεημοσύνας ποιῶν.
(2) Σημειοῦμεν ἐδῶ, ὅτι ὁ μὲν Ἀπόστολος Ὀνήσιμος ἑορτάζεται χωριστὰ κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην τοῦ Φευρουαρίου καὶ ὅρα ἐκεῖ τὰ περὶ τούτου ἀκριβέστερον. Ὁ δὲ Ἀπόστολος Ἄρχιππος ἑορτάζεται χωριστὰ κατὰ τὴν δεκάτην ἐνάτην τοῦ Φευρουαρίου καὶ ὅρα ἐκεῖ τὰ περὶ αὐτοῦ. Κυρίως δὲ ἑορτάζεται σήμερον ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Φιλήμων καὶ ἡ Ἀπφία. Καὶ οὐχὶ ὁ Ἄρχιππος καὶ ὁ Ὀνήσιμος.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Κικιλίας.
Λουτροῦ φέρεις ἔκκαυσιν ὦ Κικιλία,
Λούῃ δὲ λουτρὸν αἵματος διὰ ξίφους.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βαλλεριανὸς καὶ Τιβούρτιος ξίφει τελειοῦνται.
Βαλλεριανὸν καὶ συναθλητὴν ἅμα,
Κτείνει ξίφος βάλλοντας ὕβρεσι πλάνην.
Οὗτοι οἱ ἀνωτέρω Μάρτυρες ἤθλησαν ἐν τῇ Ῥώμῃ κατὰ τοὺς χρόνους Διοκλητιανοῦ, ἐν ἔτει σπη΄ [288]. Καὶ ἡ μὲν Κικιλία ἀπὸ γένος οὖσα λαμπρόν, ἀρραβωνίσθη τὸν Βαλλεριανόν. Καὶ τοῦτον τραβίξασα εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἔπεισεν αὐτὸν νὰ περάσουν τὴν ζωήν τους μὲ παρθενίαν. Ὁ δὲ Βαλλεριανὸς πάλιν ἐτράβιξε τὸν κατὰ σάρκα ἀδελφόν του Τιβούρτιον εἰς τὴν θεογνωσίαν. Εἰς τόσην δὲ ἄκραν ἀρετὴν ἔφθασεν ὁ Τιβούρτιος, ὥστε ὁποῦ ἠξιώθη νὰ συνομιλῇ καθ’ ἑκάστην μὲ τοὺς Ἀγγέλους. Οὗτοι λοιπὸν ἐπειδὴ καὶ ἔθαπτον τὰ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων λείψανα ἐδιαβάλθησαν εἰς τὸν ἔπαρχον τῆς πόλεως. Καὶ ὁμολογήσαντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ τὸν Χριστόν, παραδίδονται εἰς τὸν καπηλάριον Μάξιμον διὰ νὰ ἀποκεφαλισθοῦν ἀπὸ αὐτόν. Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸς εἶδεν Ἀγγέλους, οἵτινες μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸν τῶν Ἁγίων, ἐδορυφόρουν καὶ προϋπάντουν τὰς ψυχάς των, διὰ τοῦτο, λέγω, ἐπίστευσε καὶ αὐτὸς εἰς τὸν Κύριον. Ἡ δὲ Ἁγία Κικιλία βαλθεῖσα μέσα εἰς λουτρὸν δυνατὰ ἀναμμένον, καὶ ἐμποδιζομένη νὰ εὔγῃ ἔξω, ἔμεινεν ἐκεῖ τρεῖς ἡμέρας. Καὶ τελευταῖον ἀπεκεφαλίσθη μέσα εἰς τὸ αὐτὸ λουτρὸν καὶ οὕτως ἔλαβεν ἡ μακαρία τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον (3). (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τούτων ὅρα εἰς τὸ Ἐκλόγιον.)
(3) Σημείωσαι, ὅτι ἡ Ἁγία αὕτη Παρθενομάρτυς Κικιλία ἐβάσταζε πάντοτε ἐπάνω της ἕνα ἅγιον Εὐαγγέλιον πρὸς ἀμυντήριον αὐτῆς καὶ φυλακτήριον. Καὶ ὅρα σελ. 739, τῆς Δωδεκαβίβλου.
*
Ὁ ἄνωθεν Ἅγιος Μάξιμος ὁ καπηλάριος, αἰκισθείς, τελειοῦται.
Μάξιμος αἰκίζεται ὁ φρουρᾶς φύλαξ,
Εὐθὺς ὑπάρξας ἐντολῶν Θεοῦ φύλαξ.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Στεφάνου καὶ Μάρκων δύω.
Τμηθεὶς ξίφει Στέφανε σὺν Μάρκοις δύω,
Πολλοὺς σὺν αὐτοῖς τοὺς στεφάνους λαμβάνεις.
Οὗτοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ καὶ Μάγνου ἡγεμόνος, ἐν ἔτει σϞ΄ [290], καταγόμενοι ἀπὸ τὴν πόλιν Ἀντιοχείας τῆς Πισσιδείας. Πιασθέντες δὲ καὶ τὸν Χριστὸν παρρησίᾳ ὁμολογήσαντες, ἔλαβον πρῶτον πολλότατα βάσανα. Εἶτα μὴ πεισθέντες νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστόν, ἀπεκεφαλίσθησαν. Καὶ οὕτως ἔλαβον οἱ μακάριοι τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Προκόπιος ὁ Παλαιστινὸς ξίφει τελειοῦται.
Πρὸς τὴν τομὴν ὥρμησεν οἷα πρὸς πόλον,
Καὶ Προκόπιος θρέμμα τῆς Παλαιστίνης.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἀφιέρωσε τὴν ζωήν του εἰς μίαν ἀσκητικὴν καὶ ἐναγώνιον φιλοσοφίαν. Ὅθεν μὲ τὴν ἄσκησιν αὐτὴν καὶ τὸν ἀγῶνα ἀπόκτησε κάθε εἶδος ἀρετῆς. Καὶ τὸ μὲν γένος του, ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν πόλιν Αἰλίαν, ἤτοι ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, διέτριβε δὲ εἰς τὴν Σκυθούπολιν, κάμνωντας εἰς τὴν τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαν τρεῖς ὑπηρεσίας ἐν ταυτῷ, τὴν τῆς ἀναγνώσεως, τὴν μεθερμήνευσιν τῆς συριακῆς γλώσσης καὶ τὴν ἀποδίωξιν τῶν δαιμόνων. Ἐπειδὴ δὲ ἐφανερώθησαν τὰ ἔνθεα αὐτοῦ κατορθώματα, ἐφέρθη εἰς τὴν Καισάρειαν, καὶ ἐπαρακινεῖτο ἀπὸ τὸν ἐκεῖ ἄρχοντα νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα. Καὶ μὲ τοῦτο νὰ ὑπακούσῃ εἰς τέσσαρας βασιλεῖς. Τότε ὁ Μάρτυς περιγελάσας τὸν λόγον, εἶπεν ἐκεῖνο τὸ τοῦ Ὁμήρου, «Οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη. Εἷς κοίρανος ἔστω. Εἷς Βασιλεύς. Καὶ εἷς Θεός, ὁ ποιητὴς καὶ δημιουργὸς τῶν ὅλων». Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἄρχων, ἐγέμισεν ἀπὸ θυμόν, καὶ καταδικάζει τὸν Ἅγιον νὰ λάβῃ τὸν διὰ ξίφους θάνατον. Καὶ ἔτζι ὁ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς εὗρε σύντομον τὴν στράταν τὴν εἰς τοὺς Οὐρανοὺς φέρουσαν.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μενίγνου τοῦ κναφέως.
Κάραν κναφεῦ Μένιγνε τμηθεὶς ἐκ ξίφους,
Κνάπτεις σεαυτόν. Κᾂν ῥύπους εἶχες, πλύνῃ.
Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου, ἐν ἔτει σνα΄ [251], καταγόμενος ἀπὸ τὴν Κολωνίαν τῆς Ἑλλησπόντου, ἀπὸ τὴν πόλιν Παρείου ἥτις ὠνομάσθη ἔτζι, διατὶ ἦτον κτίσμα τῶν Παρίων τῶν κατοίκων τῆς νήσου Πάρου, καὶ εὑρίσκετο μεταξὺ τῆς Κυζίκου καὶ τῆς Λαμψάκου. Τέχνην δὲ εἶχεν ὁ Ἅγιος, τὸ νὰ λευκαίνῃ τὰ ῥοῦχα. Κναφεὺς γὰρ θέλει νὰ εἰπῇ λευκαντής. Ἐπειδὴ δὲ κατὰ τοὺς καιροὺς ἐκείνους ἔγινε διωγμὸς μεγάλος κατὰ τῶν Χριστιανῶν, διὰ τοῦτο καὶ ὁ τῆς Ἀσίας τὴν ἐξουσίαν ἔχων, ἄνθρωπος αὐτόχρημος λυμεὼν καὶ θηριώδης κατὰ τὴν γνώμην, ἐκατέβη εἰς τοὺς παραθαλασσίους τόπους. Καὶ ὅσους εὕρισκε Χριστιανούς, ὅλους τοὺς ἔδερνε καὶ τοὺς ἔβαλλεν εἰς σκοτεινὴν φυλακήν. Καὶ τοὺς πόδας των ἐσφάλιζεν εἰς τὸ τιμωρητικὸν ξύλον. Ὅταν λοιπὸν ἐνύκτωσεν ὁ καιρός, τότε ἐφώναξαν ὅλοι οἱ φυλακωμένοι Χριστιανοὶ πρὸς τὸν Θεὸν ταῦτα· «Δέσποτα Κύριε, ὁ τὸν Κορυφαῖον Πέτρον, διὰ μέσου θείου Ἀγγέλου λύσας ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ ἀπὸ τὴν φυλακήν, καὶ ἐκβαλὼν ἔξω χωρὶς κᾀνένα κρότον καὶ κτύπημα, αὐτὸς καὶ τώρα ἐξαπόστειλον εἰς ἡμᾶς τὴν βοήθειάν σου. Καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἀπὸ τὴν στρέβλωσιν ταύτην τῶν ποδῶν μας, καὶ ἀπὸ τὴν σκοτεινὴν φυλακήν, διὰ νὰ γνωρίσουν καὶ αὐτοὶ οἱ ἄπιστοι, οἱ καταφρονοῦντες τὸ Ἅγιόν σου ὄνομα, ὅτι σὺ μόνος εἶσαι Θεὸς καὶ Βασιλεὺς αἰώνιος».
Ταῦτα τῶν Ἁγίων προσευξαμένων, ἰδοὺ ἔφθασεν εἰς αὐτοὺς ὁ Κύριος. Καὶ τὸ μὲν σκότος, ἐδιώχθη. Φῶς δὲ οὐράνιον ἄστραψεν εἰς τὴν φυλακήν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς ὁ Δεσπότης. Μὴ φοβεῖσθε, διατὶ ἐγὼ εἶμαι μαζί σας. Παρευθὺς δὲ ἐλύθησαν ὅλα τὰ δεσμὰ ὡσὰν κηρί. Καὶ ἡ φυλακὴ ἄνοιξεν ἀπὸ λόγου της. Ὁ δὲ Κύριος προσθεὶς καὶ εἰπών, Εὐγᾶτε ἀπὸ ἐδῶ καὶ κηρύττετε πανταχοῦ τὴν ἐδικήν μου δύναμιν, ἀνέβη εἰς τοὺς Οὐρανούς. Οἱ δὲ Ἅγιοι εὐγῆκαν ἀπὸ τὴν φυλακήν. Τῷ πρωῒ δὲ ἐλθόντες οἱ στρατιῶται, καθὼς εἶδον, σῴας μὲν τὰς βούλλας τῆς φυλακῆς, μέσα δὲ εἰς αὐτὴν δὲν εὑρῆκαν κᾀνένα, ἐξεπλάγησαν. Ὅθεν εὐγαίνοντες ἔξω, ὢ τῆς βίας! ἐφώναζον, ὢ τῆς βίας! ὁ Ναζωραῖος Χριστὸς ἐλθὼν νυκτός, ἔκλεψε τοὺς δεδεμένους. Καὶ ἄλλοι μὲν Ἕλληνες, ἐθαύμαζον διὰ τὸ γεγονός. Ἄλλοι δέ, ἐπεριγέλουν τοὺς φύλακας. Ταῦτα ἀκούσας ὁ μακάριος οὗτος Μένιγνος, πλήρης ἔγινε πίστεως καὶ ἀγάπης, καὶ ἐφλέγετο ἡ καρδία του, πῶς νὰ ἐπιτύχῃ τοῦ μαρτυρίου. Ἐκεῖ δὲ ὁποῦ ἔπλυνε συνήθως τὰ ῥοῦχα εἰς τὸν ποταμόν, ἤκουσε μίαν φωνήν, ἡ ὁποία ἐκάλει αὐτὸν εἰς τὸ μαρτύριον, λέγουσα. Μένιγνε, ἐλθὲ εἰς ἐμένα, καὶ θέλω σοι δώσω χάριν πολλήν. Ἔμφοβος δὲ ὁ Ἅγιος γενόμενος, ἐταράχθη. Καὶ πάλιν σκύψας, ἔπλυνε τὰ ἱμάτια. Ἡ δὲ φωνὴ πάλιν λέγει πρὸς αὐτόν. Μένιγνε, ἐλθὲ εἰς ἐμένα, διὰ νὰ ἀπολαύσῃς τὰ ἡτοιμασμένα ἀγαθὰ εἰς τοὺς ἀγαπῶντας τὸ ὄνομά μου. Τότε ὁ θεῖος Μένιγνος δὲν ἐπρόσμεινε πλέον νὰ ἀκούσῃ καὶ τρίτην φωνήν. Ἀλλὰ πηγαίνωντας, ἔδωκεν ὅσα ξένα ἱμάτια εἶχε. Καὶ οὕτως ἑτοίμασε τὸν ἑαυτόν του, προσμένωντας νὰ ἔλθῃ ὁ ἄρχων. Ὅταν δὲ ὁ ἄρχων ἦλθε μετὰ ἡμέρας, ἐκάθισεν εἰς τὸ κριτήριον, καὶ ἐδιάβαζε τὰ γράμματα τοῦ βασιλέως, τὰ ὁποῖα ἐπρόσταζον νὰ τιμωροῦνται οἱ Χριστιανοί. Τότε ὁ γενναῖος οὗτος Μένιγνος γεμίσας ἀπὸ ἕνα θεϊκὸν θάρρος, ἐπήδησεν εἰς τὸ μέσον. Καὶ ἁρπάσας τὰ βασιλικὰ γράμματα ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ ἄρχοντος, κατέκοψεν αὐτὰ εἰς λεπτά, καὶ κατεπάτησεν αὐτὰ μὲ τοὺς πόδας του, εἰπών. Ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μου ἐπιβαίνω, ἐπάνω εἰς ἀσπίδα καὶ βασιλίσκον. Καὶ καταπατῶ τὰ παράνομα τοῦ βασιλέως Δεκίου προστάγματα.
Ταῦτα ὡς ἤκουσαν καὶ εἶδον οἱ τοῦ παρανόμου ἄρχοντος παρανομώτεροι ὑπηρέται, ἔρριψαν τὸν Ἅγιον χαμαὶ καὶ κατεπάτουν αὐτόν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἔδειραν αὐτὸν δυνατά, καὶ ἔκαμαν αὐτὸν μισαποθαμένον, ἐσήκωσεν αὐτὸν ὁ ἄρχων καὶ λέγει του. Κακὴ κεφαλή, εἰς ποῖον θαρρῶντας ἔκαμες ταῦτα; Ὁ Ἅγιος εἶπεν. Εἰς τὸν Χριστόν μου. Τότε ὁ ἄρχων, τοῦτον, εἶπε, τὸν μωρὸν καὶ θρασυκάρδιον καὶ αὐθάδη κρεμάσατε εἰς ξύλον, καὶ ξεσχίζετε τὰς σάρκας του δυνατά. Τόσον δὲ ἐξέσχισαν τὸν Μάρτυρα μὲ τὰς σιδηρᾶς χειράγρας οἱ ἄνομοι, ὥστε ὁποῦ ἐφαίνοντο τὰ ἐντόσθιά του ἔξωθεν ἀπὸ τὰ πλευρά του. Καὶ ὁ μὲν Μάρτυς ἐκαρτέρει, προσευχόμενος καὶ ὑβρίζων τὸν ἄρχοντα, ὁ δὲ ἄρχων ἐβλασφήμει καὶ ἐθεομάχει, βλέπων τὴν τόσην ὑπομονὴν τοῦ Μάρτυρος. Ἀνάψας δὲ ἀπὸ τὸν θυμόν, εἶπε. Προστάζω νὰ κατακοποῦν εἰς λεπτὰ κομμάτια τὰ δάκτυλα ἐκεῖνα, ὁποῦ ἔκοψαν τοῦ βασιλέως τὰ προστάγματα. Καὶ εὐθὺς ἐθέρισαν τὰ δάκτυλα τῶν χειρῶν τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τοὺς μέσα ἁρμούς, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἀντὶ διὰ αἷμα εὐγῆκε γάλα. Ἔπειτα φυλακώσας αὐτόν, τῇ ἐπαύριον τὸν ἔφερε πάλιν εἰς ἐξέτασιν. Ὁ δὲ Ἅγιος τὸν Χριστὸν ὁμολογήσας ἐνώπιον πάντων, καὶ τὸν βασιλέα ἀναθεματίσας, καὶ τὸν ἄρχοντα ὑβρίσας, ἐξέπληξεν ἅπαντας. Ὅθεν καὶ ἀπεφασίσθη νὰ ἀποκεφαλισθῇ.
Ἀπερχομένου λοιπὸν τοῦ Ἁγίου εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ἠκολούθει ἡ γυναῖκά του κλαίουσα, ὁμοῦ καὶ ἄλλοι πολλοί. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὸν τόπον, ἐστάθη ὑψηλὰ καὶ ἐδίδαξε τὸν λαόν. Τὴν δὲ γυναῖκά του ἀφιέρωσεν εἰς τοὺς ἐπιτρόπους ὁποῦ ἔκαμε. Καὶ οὕτως ἀπεκεφαλίσθη ὁ τρισμακάριος Μένιγνος. Ἐφάνη δὲ εἰς τοὺς παρεστῶτας ἕνα θαῦμα ἐξαίσιον. Εἶδον γὰρ αὐτοὶ ὡσὰν μία τρυγόνα καθαράν, ὁποῦ εὐγῆκεν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Μάρτυρος, ἡ ὁποία ἐπέταξεν εἰς τὸν Οὐρανόν. Ὅθεν κατεπλάγησαν ἅπαντες καὶ ἔλεγον, μέγας εἶναι ἀληθῶς ὁ τοῦ Μενίγνου Θεός. Ἀπὸ δὲ τὴν βοὴν τοῦ λαοῦ, ἐσείσθη ὅλη ἡ πόλις, ὥστε ὁποῦ καὶ ὁ ἀνθύπατος ἐδειλίασεν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἔμαθε τὴν αἰτίαν τῆς βοῆς, εἶπεν. Ἄφετε αὐτὸν ἄταφον, νὰ ἰδοῦμεν, ἀνίσως ὁ Θεός του θάψῃ αὐτόν. Ὅθεν ἐπαράστησε στρατιώτας διὰ νὰ φυλάττουν τὸ ἅγιον λείψανον. Τότε διὰ νυκτὸς ἐλθόντες οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Ἁγίου, εἰς καιρὸν ὁποῦ οἱ φύλακες ἐκοιμῶντο, ἐπῆραν τὸ λείψανον, φθάσαντες δὲ εἰς τὸν τόπον, ὅπου ὁ Ἅγιος ἐπόθει διὰ νὰ ἐνταφιασθῇ, ἐκεῖ ἀπεκοιμήθησαν. Τότε ὁ Ἅγιος ἐφάνη εἰς ἕνα ἀδελφόν, καὶ τοῦ εἶπεν. Ἀδελφέ, ἐσεῖς σπουδάζοντες διὰ νὰ πάρετε ὀγλίγωρα τὸ λείψανόν μου, ἀλησμονήσετε καὶ δὲν ἐπήρετε τὴν κεφαλήν μου, διὰ μέσου τῆς ὁποίας ὡμολόγησα τὸν Χριστόν. Ἐξυπνίσας δὲ ὁ ἀδελφός, ἐδιηγήθη τὸ ὅραμα εἰς τοὺς ἄλλους. Ὅθεν γυρίσας ὀπίσω, δὲν ἤξευρε τί νὰ κάμῃ. Ἐπειδὴ καὶ ἦτον νύκτα βαθεῖα καὶ σκοτεινή. Πηγαίνωντας δὲ κοντὰ εἰς τὸν τόπον, ὢ τοῦ θαύματος! βλέπει ἕνα ἄστρον, ὁποῦ ἔλαμπεν ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ Μάρτυρος. Ὅθεν πέρνωντας αὐτήν, ἐγύρισε μετὰ χαρᾶς εἰς τοὺς ἀδελφούς. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ οἱ ἀδελφοὶ ἤθελον νὰ ὑπάγουν μακρύτερα διὰ νὰ ἐνταφιάσουν τὸ λείψανον, ἐφάνη ὁ Ἅγιος καὶ ἐπρόσταξεν αὐτοὺς νὰ τὸ ἐνταφιάσουν ἐκεῖ, ὅπου εὑρίσκοντο, εἰς δόξαν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἀββᾶς ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἀββᾶν τὸν ἐκτύπωμα ὄντα ἀββάδων,
Τιμῶ πρεπόντως ὡς τεκνίον πατέρα.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Πατὴρ ἡμῶν Ἀββᾶς (ὅπερ ἑρμηνεύεται Πατήρ) ἐκατάγετο ἀπὸ τὸ γένος τῶν Ἰσμαηλιτῶν. Παραιτήσας δὲ γονεῖς καὶ πατρίδα καὶ πλοῦτον, ἠκολούθησεν εἰς ἕνα Μοναχόν. Καὶ ἐνδυθεὶς τὸ μοναχικὸν σχῆμα, ἦτον μαζὶ μὲ αὐτὸν εἰς μερικοὺς χρόνους. Ἔπειτα πηγαίνουν καὶ οἱ δύω εἰς τὸν μέγαν Εὐσέβιον τὸν Ὅσιον καὶ ἀγωνιστὴν (4) διὰ νὰ γένουν ἐκείνου μαθηταί. Ἐπειδὴ δὲ ὁ σὺν αὐτῷ Μοναχὸς ἀπέθανεν, ἔμεινεν ὁ μακάριος οὗτος Ἀββᾶς εἰς τὸν τόπον τοῦ μεγάλου Εὐσεβίου. Διαπεράσας δὲ ἐκεῖ τριανταοκτὼ χρόνους, πάντοτε αὔξανεν εἰς τὰ ἔμπροσθεν τῆς ἀρετῆς, ὡσὰν νὰ εἶχεν ἀρχίσῃ τότε τὴν μοναχικὴν πολιτείαν. Διότι τοὺς μὲν πόδας του, δὲν ἐσκέπασέ ποτε μὲ ὑποδήματα, ἔτρωγε δὲ τόσον ὀλίγον φαγητόν, ὅσον νὰ δίδῃ ὀλίγην δύναμιν εἰς τὸ σῶμά του. Περιττὴν δὲ ἐνόμιζεν ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν πόσιν τοῦ νεροῦ. Ὤντας δὲ μὲ βαρὺ σίδηρον ἐζωσμένος, ὀλίγαις μὲν φοραῖς ἐκάθητο, τὸ δὲ περισσότερον μέρος τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτός, ἐξώδευεν εἰς τὸ νὰ στέκεται ὄρθιος, καὶ νὰ προσεύχεται. Ἢ καὶ ἐπάνω εἰς τὰ γόνατα κείμενος, ἐπρόσφερε τὰς δεήσεις του τῷ Κυρίῳ. Ἀρνήθη δὲ παντελῶς τὸ νὰ πλαγιάζῃ εἰς κλίνην. Ἐπειδὴ κᾀνένας δὲν εἶδεν αὐτὸν ποτὲ πλαγιασμένον. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἔγινεν Ἡγούμενος καὶ προεστὼς τῶν ἐκεῖ ὄντων Μοναχῶν, ἔβαλε τὸν ἑαυτόν του ἔμπροσθεν εἰς ὅλους τοὺς ὑποτασσομένους ἀδελφούς, πρωτότυπον καὶ παράδειγμα τῆς φιλοσοφίας καὶ ἀρετῆς. Οὕτω λοιπὸν πολιτευσάμενος, καὶ πλήρης ἡμερῶν γενόμενος, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ.
(4) Ὁ Εὐσέβιος οὗτος ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην τοῦ Φευρουαρίου.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Κάλλιστος (5) ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Κάλλιστος ἐχθρὸν τὸν κάκιστον πτερνίσας,
Φίλος Θεῷ πρόσεισιν ἐκλελεγμένος.
(5) Ὁ Ὅσιος οὗτος Κάλλιστος φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ Ξανθόπουλος, ὁ ἐν τῷ Μόναστηρίῳ τῶν Ξανθοπούλων ἐνασκούμενος πρότερον, τὸ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθω εὑρισκόμενον κατὰ τὸν Μελέτιον (τόμ. γ΄, σελ. 203). Τὸ Μοναστήριον δὲ τοῦτο φαίνεται νὰ ᾖναι τὸ τοῦ Παντοκράτορος. Καθ’ ὅτι ἐγὼ ἀνέγνων γράμμα τοῦ ἰδίου τούτου Καλλίστου εὑρισκόμενον ἐν τῇ βασιλικῇ ταύτῃ Μονῇ, ἐν ᾧ ὁ ἴδιος ἀναφέρει, ὅτι ἡσύχαζεν ἐν τῷ ἡσυχαστηρίῳ τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου τῷ ἔξω τῆς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος εὑρισκομένῳ. Καὶ ὅτι ἡ Μονὴ αὕτη εἶναι ἐδική του. Ὕστερον δὲ ἔγινε Πατριάρχης. Ἀφεὶς δὲ τὴν πατριαρχείαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπόκτησε σύμπνουν Ἰγνάτιον τὸν καὶ αὐτὸν Ξανθόπουλον καλούμενον, καὶ ἐκ τῆς αὐτῆς πόλεως γεννηθέντα (τῆς Βασιλευούσης δηλαδή). Ὅθεν ὡς μία ψυχὴ ἐν δυσὶ σώμασιν ἑνωθέντες, πνευματικῶς τε καὶ θεοφρόνως καὶ λίαν ὑψηλῶς ἐφιλοσόφησαν περὶ νοερᾶς προσευχῆς ἐν ἑκατὸν κεφαλαίοις, τῷ ἐντελεῖ ἀριθμῷ τελείαν τὴν περὶ ταύτης γνῶσιν ἐκθέμενοι. Ὡς μαρτυρεῖ ὁ Θεσσαλονίκης ἱερὸς Συμεὼν ἐν κεφ. 295, σελ. 210, σειρᾷ 5. Τὰ κεφάλαια δὲ ταῦτα εὑρίσκονται τετυπωμένα ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ἱερᾶς Φιλοκαλίας τῶν Νηπτικῶν. Ἔστι δὲ ὁ Κάλλιστος οὗτος δεύτερος, πατριαρχεύσας ἐπὶ Μανουὴλ τοῦ Παλαιολόγου ἐν ἔτει ͵ατϞβ΄ [1392] βασιλεύσαντος. Ὁ γὰρ πρῶτος Κάλλιστος ἐπατριάρχευσεν ἐν ἔτει ͵ατν΄ [1350], ἐπὶ Ἰωάννου τοῦ Παλαιολόγου, καὶ ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν Ἰουνίου. Ὅρα περὶ τούτου τὸν Μελέτιον, τόμ. γ΄, σελ. 230.
Σημείωσαι, ὅτι ὡς πολλοὶ λέγουσι, τὰ ἐν τῇ Φιλοκαλίᾳ ἐμφερόμενα κεφάλαια εἰς ὄνομα Καλλίστου Τηλικούδη, καὶ Καλλίστου Πατριάρχου, καὶ Καλλίστου Καταφυγιώτου, ταῦτα λέγω εἶναι σύνθεμα καὶ πόνος τοῦ Καλλίστου τούτου τοῦ Ξανθοπούλου. Καὶ ὅτι ὁ εἷς καὶ ὁ αὐτὸς Κάλλιστος οὗτος, ὀνομάζεται μὲ διάφορα ὀνόματα. Καταφυγιώτης δὲ ὠνομάσθη ἀπὸ τὴν Μονὴν τῆς Θεοτόκου τὴν ὀνομαζομένην Καταφυγήν, ἥτις εὑρίσκεται εἰς τὴν ἐπαρχίαν τοῦ Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης. Ὅπου καὶ ᾄδεται λόγος ἐκ παραδόσεως, ὅτι ἀσκήτευσεν ἐκεῖ ὁ Ἅγιος Κάλλιστος. Ἄλλοι δὲ ἀποδίδουσι τὰ ἀνωτέρω κεφάλαια τῷ πρώτῳ Καλλίστῳ τῷ Πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως. Προσθέττει δὲ ὁ ἀνωτέρω Συμεὼν ὁ Θεσσαλονίκης, περὶ τοῦ Καλλίστου τούτου καὶ Ἰγνατίου, ὅτι τῆς θείας ἐλλάμψεως τῆς ἐν τῷ ὄρει ὡς καὶ οἱ Ἀπόστολοι τετυχήκασι. Καὶ δέδεικται τοῦτο πολλοῖς ἐναργῶς εἰς μαρτύριον, τὴν ὄψιν ἀστράπτοντες, κατὰ τὸν Στέφανον, ὁραθέντες. Ὡς οὐ τῇ καρδίᾳ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῇ ὄψει τούτων ἐγχυθείσης τῆς χάριτος. Διὸ καὶ κατὰ τὸν μέγαν ἐκεῖνον Μωσῆν ὤφθησαν (ὡς μεμαρτυρήκασιν οἱ ἰδόντες) ἀστράψαντες ἡλιοειδῶς τῇ μορφῇ.
*
Ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος καὶ Εὐφημία ξίφει τελειοῦνται.
Τὴν Εὐφημίαν σοὶ συνευφημεῖν ἔγνων,
Σοὶ συσφαγεῖσαν χριστόφρον Χριστοφόρε.
*
Οἱ Ἅγιοι Θαλλέλαιος καὶ Ἄνθιμος ξίφει τελειοῦνται.
Ὁ Θαλλέλαιος Ἄνθιμος τετμημένοι,
ᾈειθαλῶς ἀνθοῦσιν ὡς θεῖα ξύλα.
*
Ὁ Ἅγιος Θαδδαῖος, ἐν τροχῷ δεθεὶς καὶ κατὰ πρανοῦς ἀφεθείς, τελειοῦται.
Κατὰ πρανοῦς Θαδδαῖον ὁ τροχὸς στρέφει,
Φωνὴ δὲ βροντῆς ἐν τροχῷ ψαλμὸς λέγει.
*
Ὁ Ἅγιος Ἀγαπίων, θηρσὶν ἐκδοθείς, καὶ μὴ βλαβεὶς ὑπ’ αὐτῶν, τελειοῦται.
Ἀπῆλθε θηρσὶ μὴ βλαβεὶς Ἀγαπίων.
Τοῦτον γὰρ ἠγάπησε καὶ θηρῶν φύσις.
*
Ὁ Ἅγιος Ἀγάπιος ξίφει τελειοῦται.
Ὑπὲρ Θεοῦ ταθέντος ἐν τῷ Κρανίῳ,
Ξίφει σὸν Ἀγάπιε τείνεις κρανίον.
*
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Σισίνιος ξίφει τελειοῦται.
Εἶχες θύτην με νῦν δὲ καὶ θῦμα ξένον,
Ἔχεις με Σισίνιον ἐκ ξίφους Λόγε.
*
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἱεράρχου καὶ Θαυματουργοῦ Κλήμεντος Ἐπισκόπου Βουλγαρίας τοῦ ἐν τῇ Ἀχρίδι, τοῦ καὶ Βουλγαροκήρυκος ἐπονομαζομένου (6).
Τὸν Βουλγάρων κήρυκα Κλήμεντα μέγαν,
Σιγῇ τίς ἂν κρύψειεν ἀρετῆς φίλος;
Οὗτος ὁ μέγας Πατὴρ ἡμῶν, καὶ τῆς Βουλγαρίας φωστὴρ λαμπρότατος καὶ κήρυξ μεγαλοφωνότατος, ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ῥωμαίων Μιχαὴλ υἱοῦ Θεοφίλου, ἐν ἔτει ωμβ΄ [842], ἢ κατ’ ἄλλους ωξε΄ [865]. Ἐκατάγετο δὲ ἀπὸ τὴν ἐν τῇ Εὐρώπῃ Μοισίαν (7), τὴν ὁποίαν οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι ὀνομάζουσι Βουλγαρίαν, ὡς κατοικουμένην ἀπὸ Βουλγάρους. Οἱ ὁποῖοι, ὡς λέγουσι, παλαιὰ μὲν ἐφέρθησαν ὑπὸ τοῦ βασιλέως Ἀλεξάνδρου, ἀπὸ τὸν Ὄλυμπον τῆς Προύσης εἰς τὸν ποταμὸν Βόλγαν, ἀφ’ οὗ καὶ Βούλγαροι ὠνομάσθησαν. Ὕστερον δὲ ἀπὸ πολλοὺς χρόνους, ἐπέρασαν οἱ αὐτοὶ Βούλγαροι μὲ δύναμιν μεγάλην, τὸν ποταμὸν Ἴστρον, ἤτοι Δούναβιν. Καὶ ἐπῆραν εἰς κατοικίαν τους τὰ ἐκεῖ γειτονεύοντα μέρη, ἤγουν τὴν Πανονίαν, τὴν μεταξὺ τοῦ Δουναβίου καὶ Νουρικοῦ ποταμοῦ, καὶ τοῦ Ἰλλυρικοῦ περιεχομένην, ταυτὸν εἰπεῖν τὴν Οὐγγαρίαν καὶ Δαλματίαν (ἤτοι Σλαβονίαν), καὶ Θρᾴκην, καὶ Ἰλλυρικόν, καὶ Μακεδονίαν, καὶ Θετταλίαν. Ἀπὸ τοιοῦτον λοιπὸν γένος τῶν Βουλγάρων ἐκατάγετο ὁ Ὅσιος οὗτος Κλήμης (8). Ἦτον δὲ ἐκ κοιλίας μητρός του ἐκλελεγμένος ἀπὸ τὸν Θεόν, καθὼς καὶ ὁ Σαμουήλ. Καὶ ἀκόμη ἀπὸ τὴν βρεφικὴν ἡλικίαν του, ἠγάπησε τὴν φιλόθεον καὶ ἐνάρετον πολιτείαν.
Πρῶτος δὲ αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν θεῖον Ναούμ (9), καὶ Ἀγγελάριον, καὶ Γοράσδον, ἐδιδάχθη μὲ ἐπιμέλειαν τὴν θείαν Γραφήν. Ἡ ὁποία μετεγλωττίσθη μὲ τὴν συνεργίαν τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν Βουλγάρων παρὰ τοῦ θείου Κυρίλλου, ὅστις ἦτον ἀληθῶς θεόσοφος καὶ ἰσαπόστολος Πατήρ, καὶ ἐχρημάτισε πρῶτος διδάσκαλος τῆς θεοσεβείας καὶ ὀρθοδόξου πίστεως εἰς τὸ ἔθνος τῶν Βουλγάρων, μαζὶ μὲ τὸν θεῖον Μεθόδιον. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος οὗτος Κλήμης ἦτον γῆ γόνιμος καὶ ἀγαθή, διὰ τοῦτο δεχθεὶς εἰς τὴν καρδίαν του τὸν εὐαγγελικὸν σπόρον τῆς ἀληθείας καὶ τῶν θείων Γραφῶν, ἐκαρποφόρησε πολὺν τὸν καρπὸν εἰς ἑξήκοντα καὶ εἰς ἑκατόν, κατὰ τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου. Καθὼς ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἔργα καὶ πράγματα τοῦτο ἀπέδειξεν ἀληθές.
Διότι αὐτός, μὲ τὸ νὰ ἠγάπησε τὴν παρθενικὴν ζωὴν τῶν μοναχῶν, ποῖον εἶδος ἀρετῆς δὲν ἐξηκρίβωσεν; ἢ ποίαν τέχνην δὲν ἐπενόησε διὰ νὰ νικήσῃ τὰ πάθη; Μὲ τὴν ἡσυχίαν μὲν γάρ, ἀπέφυγε τὸν πόλεμον, ὁποῦ ἔρχεται ἔξωθεν ἀπὸ τὰς πέντε αἰσθήσεις. Μὲ τὴν νηστείαν δὲ καὶ σκληραγωγίαν τοῦ σώματος, ἀπεμάρανε τὰς φιληδόνους ὁρμὰς καὶ ἐπιθυμίας. Μὲ τὴν παντοτινὴν δὲ προσοχὴν καὶ προσευχήν, ἐξήλειψεν ἀπὸ τὴν ψυχήν του τὰς ἐμπαθεῖς φαντασίας καὶ τοὺς πονηροὺς λογισμούς. Τὰ χαρακτηριστικὰ δὲ σημάδια τῆς ψυχῆς τοῦ μακαρίου Κλήμεντος, ἦτον ταῦτα τὰ δύω. Ἀγάπη ἀδιάκριτος, καὶ ταπείνωσις ἀνυπόκριτος. Μὲ τοιοῦτον λοιπὸν τρόπον στοιχειωθεὶς ὁ ἱερὸς Κλήμης διὰ τοῦ θείου νόμου, ἐκ νεαρᾶς του ἡλικίας, καὶ τὴν κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον πολιτείαν ἀκριβῶς μεταχειριζόμενος, κατὰ μὲν τὸ παρόν, κατεστάθη συνεργὸς μὲ τοὺς ἀνωτέρω διδασκάλους του, τὸν Κύριλλον, λέγω, καὶ Μεθόδιον. Καὶ ἔγινεν ὁδηγὸς τῆς εὐσεβείας εἰς τὸ ἔθνος τῶν Βουλγάρων, ὑπομένωντας καὶ αὐτὸς τοὺς ἰδίους ἐκείνους πειρασμούς, ὁποῦ ὑπέμειναν καὶ οἱ ἀνωτέρω διδάσκαλοί του, ἀπὸ τὴν δυναστείαν τῶν αἱρετικῶν, ὁποῦ ἐξουσίαζον κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον (10), καθὼς ἀναφέρει τοὺς πειρασμοὺς αὐτοὺς ὁ κατὰ πλάτος Βίος τῶν ἀνωτέρω Ἁγίων.
Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ μὲν θεσπέσιος Κύριλλος ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἄνω ζωήν, φανερώσας πρότερον εἰς τὸν τότε Πάπαν τῆς Ῥώμης Ἀδριανὸν τὴν ἀποστολικὴν διακονίαν καὶ τὴν αὔξησιν ὁποῦ ἐποίησε τοῦ ἐμπιστευθέντος αὐτῷ ἔργου. Ἀφ’ οὗ δὲ καὶ ὁ Μεθόδιος ἔγινεν ἀπὸ τὸν Πάπαν Ἀρχιεπίσκοπος Μωράβου (11) καὶ Βουλγαρίας, τότε καὶ ὁ θεῖος οὗτος Κλήμης ἐχειροτονήθη ἀπὸ τὸν Μεθόδιον Ἐπίσκοπος ὅλου τοῦ Ἰλλυρικοῦ, καὶ τοῦ τὸ Ἰλλυρικὸν ἐξουσιάζοντος ἔθνους τῶν Βουλγάρων. Καὶ τῆς Λυχνιδῶν πόλεως, ἤτοι τῆς Ἀχρίδος, καὶ τῆς Γλαβηνίτζας. Εἰς τὰς ὁποίας ταύτας πόλεις καὶ ἐπαρχίας, ἀφῆκεν ὁ Ἅγιος ὑπομνήματα καὶ σημεῖα τῆς ἀρετῆς του καὶ ἁγιότητος. Εἰς τὴν Ἀχρίδα γὰρ ἔκτισεν ὁ Ἅγιος ἐκ θεμελίων ἱερὸν Ναὸν καὶ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ὅπου καὶ ἐπέρνα ζωὴν ἀσκητικὴν ὁ ἀοίδιμος. Καὶ ἀπὸ τὸ Μοναστήριον αὐτό, ὡσὰν ἀπὸ λυχνίαν ὑψηλήν, ἔλαμπεν εἰς ὅλον τὸ ποίμνιόν του τὰς ἀκτῖνας τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς θείας χάριτος. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπῆλθεν εἰς τὴν οὐράνιον ζωήν, ἀφῆκεν εἰς αὐτὸ τὸ ἴδιον Μοναστήριον, τὸ ἱερόν του λείψανον, ὡσὰν πολύτιμον θησαυρὸν καὶ ἀπόκτημα ὅλου τοῦ κόσμου ἀντάξιον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἰατρεύεται κάθε πάθος καὶ ἀσθένεια. Ὅθεν καὶ τὸ ἱερὸν ἐκεῖνο Μοναστήριον ἐχαρίσθη παρὰ Θεοῦ εἰς τοὺς ἐκεῖ προστρέχοντας Χριστιανούς, ἕνα κοινὸν καὶ ἄμισθον ἰατρεῖον.
Κοντὰ δὲ εἰς τὰ ἄλλα κειμήλια, ὁποῦ ἀφῆκεν εἰς τὴν Ἀχρίδα ὁ τρισόλβιος Κλήμης, ἀπεθησαύρισεν εἰς αὐτὴν καὶ βιβλία ἱερά, γεννήματα τῆς ἐδικῆς του ὑψηλῆς διανοίας, καὶ πονήματα τῆς ἁγίας χειρός του. Τὰ ὁποῖα τιμῶνται καὶ σέβονται ἀπὸ ὅλον τὸ ἔθνος τῶν Βουλγάρων, ὄχι ὀλιγώτερον ἀπὸ τὰς θεογράφους πλάκας τοῦ Μωϋσέως. Ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν ῥηθεῖσαν Γλαβηνίτζαν εἶναι δυνατὸν νὰ ἰδῇ τινας στύλους πετρίνους, οἱ ὁποῖοι σῴζονται ἕως τῆς σήμερον. Ἐπάνω δὲ εἰς αὐτοὺς εἶναι γράμματα χαραγμένα, τὰ ὁποῖα φανερόνουσι, πῶς ἐγύρισεν ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος εἰς τὴν πίστιν καὶ ἐπίγνωσιν τοῦ Χριστοῦ, ὅλον τὸ ἔθνος τῶν Βουλγάρων. Ἐπειδὴ γὰρ ὅλον τὸ ἔθνος τῶν Βουλγάρων δὲν ἐπίστευσεν εὐθὺς εἰς τὸν Χριστόν, οὔτε ὅλον ἐφωτίσθη διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἀλλ’ ἔμεινεν ἀκόμη πολὺ μέρος αὐτοῦ ἔχον βαρβαρικὴν θηριότητα: τούτου χάριν ὁ θεσπέσιος Κλήμης μὲ τὰς καθημερινὰς θεοπνεύστους διδαχάς του, ὡδήγησεν εἰς θεογνωσίαν ὅλον τὸ ἔθνος, καὶ τὴν ἀγριότητα τῆς γνώμης αὐτῶν μετέβαλεν εἰς ἡμερότητα καὶ χρηστότητα τρόπων, ὥστε ὁποῦ ἐμεταχειρίζοντο εἰς τὸ ἑξῆς ἔννομον πολιτείαν καὶ σώφρονα.
Μάλιστα δὲ καὶ ἐξαιρέτως τοῦτο ἐκατώρθωσεν ὁ μακάριος Κλήμης, ἐπειδὴ ἐβάπτισε τὸν ἄρχοντα τῶν Βουλγάρων, Βορίσην ὀνομαζόμενον, καὶ τὸν ἐκείνου υἱὸν Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος ἔγινε πρῶτος βασιλεὺς τῶν Βουλγάρων. Καὶ ἀκολούθως ἔκαμεν αὐτοὺς τοὺς δύω νὰ πολιτεύωνται κατὰ τοὺς νόμους τῶν Χριστιανῶν. Ὅθεν διὰ μέσου αὐτῶν τῶν δύω, ὑπέταξεν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον ὅλον το ἔθνος τῶν Βουλγάρων ὡσὰν ἕνα ἄνδρα. Πρὸς τούτοις δὲ ἐτράβιξεν ὁ Ἅγιος τοὺς Βουλγάρους εἰς τὴν στενὴν καὶ ἀνηφορικὴν στράταν τῆς κατὰ Θεὸν ζωῆς, ὄχι μόνον διὰ μέσου τῶν γλυκυτάτων αὐτοῦ λόγων καὶ διδασκαλιῶν, ἀλλὰ περισσότερον διὰ μέσου τῶν πολλῶν θαυμάτων, τὰ ὁποῖα δι’ αὐτοῦ ἐνήργει ὁ Κύριος. Διὰ μέσου γὰρ τοῦ Ἁγίου τούτου ἐχάριζεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς τυφλοὺς τὸ βλέπειν, εἰς τοὺς βωβοὺς τὸ λαλεῖν, καὶ εἰς τοὺς παραλύτους τὸ ἐνεργεῖν. Ἀλλὰ καὶ τοὺς δαιμονισμένους ἰάτρευεν ὁ Θεὸς διὰ μέσου τῆς προσευχῆς τοῦ Ἁγίου. Καὶ διὰ νὰ εἰπῶ καθολικῶς, κάθε πάθους καὶ ἀσθενείας ἦτον ὁ Ἅγιος ἰατρὸς ταχύτατος. Ὅθεν καὶ νεκρὸν παιδίον διὰ προσευχῆς του ἀνέστησεν. Τὸν δὲ βασιλέα τῶν Βουλγάρων ἐπαρακίνει ὁ Ἅγιος νὰ κτίζῃ Ναοὺς ἱερούς. Ὅθεν ὁ βασιλεύς, μὲ τὸ νὰ ὑπήκουεν εἰς τὰ λόγιά του, εὐθὺς ἐτελείονε διὰ τῶν ἔργων ἐκεῖνα, ὁποῦ ὁ Ἅγιος τὸν ἐπρόσταζεν. Διὰ τὴν τοιαύτην δὲ ὑπακοὴν καὶ γνησίαν ἀγάπην, ὁποῦ ἔσωζε πρὸς τὸν Ἅγιον, ἐπρόκοπτεν εἰς τὴν ἀρετήν, καὶ ἔγινε καλλίτερος ἀπὸ ὅ,τι ἦτον τὸ πρότερον. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος ἐμελέτα νὰ παραιτήσῃ μὲν τὰς φροντίδας τῆς ἀρχιερωσύνης, νὰ ὑπάγῃ δὲ εἰς τὴν ἡσυχίαν, ἦτον γὰρ πολλὰ γέρωντας καὶ ἀσθενής, διὰ τοῦτο ὁ βασιλεὺς Μιχαὴλ δὲν ἀφῆκεν αὐτὸν νὰ τελειώσῃ τὸ μελετώμενον. Ἀλλὰ παρακαλέσας θερμῶς, μόλις καὶ μετὰ βίας τὸν ἐκατάπεισε νὰ μένῃ εἰς τὸ ποίμνιόν του ἕως τέλους ζωῆς του. Καὶ λοιπὸν ἀγκαλὰ καὶ ἔπασχεν ὁ Ἅγιος ἀπὸ ἀσθένειαν καὶ γηρατεῖον, ὅμως κάθε τρόπον ἐμεταχειρίζετο ὁ ἀοίδιμος, καὶ ὡδήγει τὸ ποίμνιόν του εἰς τὴν τῆς ψυχῆς σωτηρίαν.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἐσοφίσθη ἀπὸ λόγου του καὶ εὑρῆκεν ἄλλους χαρακτῆρας γραμμάτων σλαβονικῶν, σαφεστέρους καὶ καθαρωτέρους, καὶ διὰ μέσου τῶν σαφεστέρων αὐτῶν γραμμάτων, ἔγραψεν ὅλην τὴν Ἁγίαν Γραφήν, καὶ τοὺς πανηγυρικοὺς λόγους τῶν ἑορτῶν, καὶ τοὺς Βίους τῶν Μαρτύρων καὶ Ὁσίων, καὶ τοὺς ᾀσματικοὺς Κανόνας. Ταῦτα δὲ τὰ γράμματα ἐδίδαξεν εἰς τὰ γνωστικώτερα παιδία τῶν Χριστιανῶν. Ἀπὸ τὰ παιδία δὲ ταῦτα, ὅσα ἦτον ἄξια, τὰ ἐχειροτόνησε Ἱερεῖς, καὶ τὸ πρῴην βάρβαρον καὶ ὠμὸν ἔθνος τῶν Βουλγάρων, τὸ ἐκατάστησεν ὁ θεῖος Πατὴρ ἥμερον καὶ ἅγιον, διὰ μέσου τῆς σπουδῆς του καὶ προθυμίας, καὶ ἔτζι ἐτέλεσεν ἀληθῶς ἔργον ἀποστολικόν. Ὅθεν διὰ τοῦτο ἠξιώθη νὰ λάβῃ παρὰ Θεοῦ καὶ χάριν ἀποστολικήν.
Ὅταν δὲ ἦλθεν ὁ καιρὸς τῆς ἀποβιώσεώς του, τότε ὁ Ἅγιος ἀπεχαιρέτισεν ὅλους καὶ ἐσυμβούλευσεν αὐτούς. Εἶτα ἐπαρακάλεσε τὸν Θεὸν διὰ τὸ ποίμνιόν του, (τὸ ὁποῖον ἐλυπεῖτο καὶ ἐθρήνει ἀπαρηγόρητα, μὴ ὑποφέρον τὴν ζημίαν καὶ στέρησιν τοῦ καλοῦ ποιμένος). Καὶ ἔτζι ἀπῆλθε πρὸς ὃν ἐπόθει Χριστόν, χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος. Ἀλλὰ καὶ μετὰ θάνατον ἐδόξασεν οὗτος τὸν δοξάσαντα αὐτὸν Κύριον μὲ τὰς ἰατρείας, ὁποῦ ἐνεργεῖ καθ’ ἑκάστην, εἰς ἐκείνους ὁποῦ προστρέχουν αὐτῷ μετὰ πίστεως. Καὶ τώρα συγχορεύει μὲ τοὺς Ἀποστόλους, ὡς κήρυξ τῆς ἀληθείας καὶ ἰσαπόστολος. Μὲ τοὺς Μάρτυρας, ὡς πολλάκις ὑπομείνας δεσμὰ καὶ τιμωρίας διὰ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Μὲ τοὺς Ἱεράρχας δὲ καὶ Ὁσίους, πρεσβεύει πρὸς Κύριον διὰ τὸ ποίμνιόν του καὶ διὰ ὅλον τὸν κόσμον, ὡς Ἱεράρχης ὁμοῦ καὶ Ὅσιος (12).
(6) Σημείωσαι, ὅτι ἐν τῷ τοῦ Πρωτάτου χειρογράφῳ Συναξαριστῇ τῷ παλαιοτέρῳ, εὗρον τὸ Συναξάριον τοῦτο τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος γεγραμμένον κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην τοῦ Ἰουλίου. Ἐπειδὴ ὅμως ἤδη εἴδομεν κατὰ πλάτος τετυπωμένον τὸν Βίον τούτου, καὶ γεγραμμένον κατὰ τὴν εἰκοστὴν δευτέραν τοῦ Νοεμβρίου: τούτου χάριν καὶ ἡμεῖς τούτῳ ἠκολουθήσαμεν. Ἐν τῇ τετυπωμένῃ ὅμως φυλλάδι τοῦ Ἁγίου τούτου, γράφεται ἡ μνήμη αὐτοῦ κατὰ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ Νοεμβρίου.
(7) Σημείωσαι, ὅτι κατὰ τὸν Μελέτιον, ἡ ἐν τῇ Εὐρώπῃ Μοισία, ἡ διὰ τοῦ οι κυρίως γραφομένη (ἡ γὰρ διὰ τοῦ υ γραφομένη, ἐπαρχία κυρίως ἐστὶ τῆς ἐλάσσονος Ἀσίας, ἥτις καὶ Φρυγία λέγεται), αὕτη, λέγω, εἶναι μία μεγάλη ἐπαρχία τοῦ ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ, ἐκτεινομένη ἀπὸ δυσμῶν ἐπ’ ἀνατολὰς μεταξὺ Μακεδονίας καὶ τῆς Θρᾴκης πρὸς μεσημβρίαν, καὶ τῆς Δακίας πρὸς βορρᾶν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν χωρίζεται ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ Δουναβίου. Διαιρεῖται δὲ εἰς ἀνωτέραν καὶ κατωτέραν. Καὶ ἡ μὲν ἀνωτέρα, ὠνομάσθη κοινῶς Σερβία. Ἡ δὲ κατωτέρα, ὠνομάσθη Βουλγαρία, ἀπὸ τῶν Σέρβων καὶ τῶν Βουλγάρων, τῶν ἐλθόντων καὶ κατοικησάντων εἰς αὐτὴν τὴν Μοισίαν. Οἵτινες ἦτον ἔθνη τῆς Ἀσιατικῆς Σαρματίας, οἰκοῦντες τριγύρω εἰς τὸν ποταμὸν Βόλγαν.
(8) Ἐν δὲ τῷ ἐκτυπωθέντι εἰς ἁπλῆν φράσιν κατὰ πλάτος Βίῳ τοῦ Ἁγίου, οὗ μνείαν ἀνωτέρω ἐποιησάμεθα, σημειοῦται, ὅτι ὁ Ἅγιος οὗτος ἦτον Ῥωμαῖος τὸ γένος, ἐξ εἰκασίας ὅμως μόνης τοῦτο ἐκεῖ συμπεραίνεται.
(9) Ὁ Ἅγιος Ναοὺμ ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν τρίτην Δεκεμβρίου.
(10) Οὗτοι ἦσαν Βιχνῖκος ὁ ἀρχιερεὺς καὶ Σφεντόπλικος ὁ ἄρχων καὶ οἱ μετ’ αὐτῶν, οἵτινες ἐφρόνουν τὸ λατινικὸν φρόνημα, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐκπορεύεται, ἤγουν ἔχει τὴν ὕπαρξιν ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Ὅπερ ὁ Ἅγιος Κλήμης μὴ δεχόμενος, ἐτιμωρεῖτο ἀπὸ αὐτούς. Ὡς λέγει ὁ Θεοφύλακτος εἰς τὸν ἑλληνικὸν Βίον τούτου, ὅστις νεωστὶ ἐτυπώθη ὁμοῦ μὲ τὰ θαύματα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
(11) Μώραβος ἴσως εἶναι ἡ νῦν καλουμένη Μωραβία. Ἥτις καὶ μεγάλη Μωραβία λέγεται παρὰ τῷ βασιλεῖ Κωνσταντίνῳ τῷ Πορφυρογεννήτῳ, ἐν τῷ περὶ θεμάτων, ἀπὸ τὸν ποταμὸν Μωράβαν.
(12) Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ἁγίου τούτου Κλήμεντος, συνέγραψε μὲν ἑλληνιστὶ ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος ὁ Βουλγαρίας, μετέφρασε δέ τις εἰς τὸ ἁπλοῦν κεκολοβωμένον καὶ ἀτελῆ. Ὅθεν ὁ σοφολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, διορθώσας αὐτόν, πλατύνας, ἀναπληρώσας, καὶ σημειώμασι καταγλαΐσας, ἄρτιον καὶ ὁλόκληρον ἤδη ἐξέδωκε, Κρίσιν Οὐρανοῦ, τοῦτον ἐπονομάσας, σὺν τῷ τοῦ μεγάλου Σπυρίδωνος θαύματι, τῷ καὶ αὐτὸ ὀνομασθέντι παρ’ αὐτοῦ, Κρίσις τοῦ Οὐρανοῦ. Τοῦτον λοιπὸν τὸν νεοτύπωτον Βίον τοῦ Ἁγίου ἀνάγνωθι ἀγαπητέ, διὰ νὰ καταλάβῃς πλατύτερον τὰ περὶ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος. Σημείωσαι, ὅτι καὶ ᾀσματικὴ Ἀκολουθία εὑρίσκεται τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος τούτου, σῳζομένη εἰς ἰδίαν φυλλάδα ἐν Μοσχοπόλει τετυπωμένην. Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι, ὅτι οἱ ἑπτὰ κήρυκες καὶ διδάσκαλοι τῶν Βουλγάρων ἑορτάζονται ὁμοῦ ἐν ἰδίᾳ φυλλάδι τετυπωμένῃ κατὰ τὴν Μοσχόπολιν. Ἤτοι ὁ Κύριλλος, ὁ Μεθόδιος, ὁ Κλήμης, ὁ Σάββας, ὁ Ἀγγελάριος, ὁ Γοράσδος καὶ ὁ Ναούμ.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Των Αγίων Αποστόλου Φιλήμονος και των συν αυτώ Αρχίππου, Ονησίμου και Απφίας, Κικιλίας της Μάρτυρος κ.α.