Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου20 Νοεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Κ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Γρηγορίου του Δεκαπολίτου.
Χάραξ κύκλω σου και μετά ζωής τέλος,
Η ζώσα Γρηγόριε του Θεού χάρις.
Εικάδι Γρηγόριος κικλήσατο εις πόλον ευρύν.
Ούτος ο Άγιος εγεννήθη από γονείς, καλουμένους Σέργιον και Μαρίαν, εν έτει ωλζ’ [837]. Όταν δε έγινεν οκτώ χρόνων, εδόθη εις παιδείαν των ιερών γραμμάτων. Εις καιρόν δε οπού άρχισε να ευγάνη γένεια και μουστάκια, ετοιμάζετο από τους γονείς του να λάβη γυναίκα δια γάμου. Ο δε Άγιος φεύγωντας κρυφίως, και μάλιστα δια την επικρατούσαν αίρεσιν των Εικονομάχων, επεριπάτει από τόπον εις τόπον, κατασπαζόμενος τους υπέρ των αγίων εικόνων μαρτυρούντας και την εξ αυτών ωφέλειαν θησαυρίζων εις τον εαυτόν του. Είτα βάλλωντας τον εαυτόν του υποκάτω εις άκραν εγκράτειαν και σκληραγωγίαν, επάλαισε με πολλούς πειρασμούς, και μάλιστα με τους εκ των δαιμόνων προερχομένους. Όθεν και εφάνη μέγας θαυματουργός.
Ούτος επήγε και εις την Ασίαν και εις το Βυζάντιον, επιθυμίαν έχων να ομολογήση δια τας αγίας εικόνας. Από εκεί δε επήγεν εις την Ρώμην, και περιπατήσας όλην την Δύσιν, εξέπληξε πολλούς με τα σημεία και θαύματα οπού ετέλει. Από την Δύσιν δε εγύρισε πάλιν εις το Βυζάντιον. Και από εκεί επήγεν εις το βουνόν του Ολύμπου. Εκεί δε αναβάς και κατά πολλά ξηρανθείς, υδροπηκίασεν, ώστε οπού, από μόνην την φωνήν εγνωρίζετο εις εκείνους οπού τον ήξευραν. Όθεν εκατέβη από το βουνόν και επήγεν εις την Θεσσαλονίκην. Και από εκεί επήγε πάλιν εις το Βυζάντιον, και εύρε κλεισμένον εις την φυλακήν δια τας αγίας εικόνας Συμεών τον ομολογητήν και θεοφόρον. Προσκυνήσας δε αυτόν, πολλά τον παρεκάλεσεν, ίνα εύχεται δια λόγου του. Εκεί δε ευρισκόμενος, εν ειρήνη εκοιμήθη, πολλάς και διαφόρους ασθενείας διώξας από τους πάσχοντας. (Τον κατά πλάτος Βίον του Αγίου τούτου όρα εις τον Νέον Παράδεισον (1).)
(1) Συνέγραψε δε τούτον ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Άπαν μεν των πάντων ουδέν». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Πρόκλου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ος εχρημάτισε μαθητής του μακαρίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Έχει Πρόκλε σε η ουράνιος νύσσα,
Και σε ένδον χαίροντα συν χρυσολόγω.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Πρόκλος, ήκμαζε κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού, εν έτει υη’ [408]. Με το να ήτον δε ευλαβής και ενάρετος, εχειροτονήθη Επίσκοπος Κυζίκου από τον Άγιον Σισίνιον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως (2). Πηγαίνωντας δε εις την Κύζικον, δεν εδέχθη από τους κληρικούς της επαρχίας του, διατί είχον χειροτονήση έτερον, Δαλμάτον ονόματι. Όθεν εγύρισεν οπίσω εις την Κωνσταντινούπολιν μένωντας σχολάζων από επαρχίαν. Αφ’ ου δε απέθανεν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μαξιμιανός, ο εορταζόμενος κατά την εικοστήν πρώτην του Απριλλίου, εις καιρόν οπού ακόμη ευρίσκετο το λείψανόν του εις το ιερατείον της μεγάλης Εκκλησίας, προχειρίζεται ούτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Και αναβαίνει εις τον θρόνον, κατ’ αυτήν την ημέραν του σωτηρίου πάθους του Κυρίου, ήτοι κατά την Μεγάλην Πέμπτην. Καλώς δε πολιτευσάμενος και πατριαρχεύσας δώδεκα χρόνους και μήνας τρεις (3), εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησεν.
(2) Ούτος εορτάζεται κατά την ενδεκάτην του Οκτωβρίου.
(3) Κατά δε τον Μελέτιον ένδεκα χρόνους ούτος επατριάρχευσεν.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Δάσιος ο εν Δοροστόλω (4), ξίφει τελειούται.
Έμελλε και Δάσιος αθλήσας ξίφει,
Αθλητικόν στέφανον ευρείν εκ ξίφους.
Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του Μαξιμιανού, εν έτει σϞη’ [298], ευρισκόμενος εν τη πόλει Δοροστόλω, η οποία κείται πλησίον του ποταμού Ίστρου, ήτοι του Δούναβι. Εις ταύτην δε την πόλιν ήτον συνήθεια να επιτελούν οι Έλληνες κάθε χρόνον εορτήν εις τον θεόν τους Κρόνον. Προ τριάντα δε ημερών της μιαράς εορτής ταύτης, εδιάλεγον ένα στρατιώτην νέον και ωραίον κατά την όψιν, και ετοίμαζον αυτόν εις θυσίαν. Τον οποίον ενδύνοντες φορέματα βασιλικά, επαρακίνουν αυτόν να κάμνη πρώτον κάθε του επιθυμίαν. Και έπειτα τον έσφαζον επάνω εις τον βωμόν του Κρόνου. Επειδή δε ήλθεν ο κλήρος να θυσιασθή και ο στρατιώτης ούτος Δάσιος, δια τούτο οι συστρατιώται του περιτριγυρίσαντες αυτόν, τον εβίαζον να πληρώση κάθε του επιθυμίαν. Ο δε Δάσιος εσυλλογίσθη ένα φρόνιμον και καλόν συλλογισμόν, και είπε προς αυτούς. Επειδή μέλλω να αποθάνω, καλλίτερον είναι εις εμένα να αποθάνω δια τον Χριστόν ωσάν Χριστιανός. Όθεν παρασταθείς εις το κριτήριον του άρχοντος, ωμολόγησε παρρησία τον Χριστόν. Τούτο δε μαθόντες ο Διοκλητιανός και Μαξιμιανός, επαράστησαν έμπροσθέν τους τον Άγιον. Και επειδή παρρησία εκήρυξε την ευσέβειαν, ετιμωρήθη από αυτούς πολλά, και τελευταίον απεκεφαλίσθη δια ξίφους. Και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.
(4) Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή Ροδοστόλω γράφεται, ουκ ορθώς. Δορόστολον γαρ πρέπει να γράφεται, καθότι το Δορόστολον, ή και Δορόστορον είναι η Δρύστρα, καθώς θέλουσί τινες. Ή το Δορόστολον ήτον πόλις ποτέ με θρόνον Επισκόπου, εγγύς της Δρύστρας. Αυτό δε τώρα είναι κώμη και κοινώς καλείται Δορόστο. Όρα τον Μελέτιον, σελ. 415 της Γεωγραφίας.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Νιρσά Επισκόπου, και Ιωσήφ του μαθητού αυτού και Επισκόπου, και ετέρων ξίφει τελειωθέντων εν Περσίδι.
Θνήσκουσιν άμφω Νιρσάς Ιωσήφ άμα,
Φόνω μαχαίρας ως Απόστολος λέγει.
Από τούτους τους Αγίους, ο μεν Νιρσάς, ήτον Επίσκοπος, γέρων κατά την ηλικίαν έως χρόνων ογδοήκοντα. Ο δε Ιωσήφ, και αυτός ήτον με την αυτήν αξίαν τιμημένος, ήτοι ήτον και αυτός Επίσκοπος, ογδοηκονταεννέα χρόνων γέρωντας. Μαζί δε με τους δύω αυτούς ήτον και άλλοι Επίσκοποι, και Ιερείς, και ιδιώται, ήτοι λαϊκοί. Ομοίως και γυναίκες Παρθένοι και ασκήτριαι. Ούτοι λοιπόν βασανισθέντες από τους Πέρσας με διαφόρους τιμωρίας, και την πίστιν μη αρνηθέντες, απεκεφαλίσθησαν. Και ούτως έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Ισάκιος, Ιωάννης, και Σαβώριος, λιθοβοληθέντες τελειούνται.
Συν Ιωάννη και Σαβωρίω λίθοις,
Ισάκιον κτείνουσιν οικέται λίθων.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Γεϊθαζέτ και έτεροι τρεις, λόγχαις τρωθέντες, τελειούνται.
Τον Γεϊθαζέτ και συνάθλους τρεις άμα,
Λόγχαις κατακτείνουσιν εχθροί Τριάδος.
*
Αι Άγιαι παρθένοι Θέκλα, Βαουθά, και Δεναχίς, ξίφει τελειούνται.
Θέκλαν Βαουθάν Δεναχίδα παρθένους,
Άθλος ξίφους έδειξεν αθλοπαρθένους.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ευσταθίου, Θεσπεσίου, και Ανατολίου.
Κάρας τριών τέμνουσι νεκρών οι πλάνοι,
Ουδ’ εις νεκρούς δεικνύντες οίκτον, ω πλάνης!
Ούτοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει τ’ [300], πατρίδα μεν έχοντες την επαρχίαν των Γαλατών, ήτοι την Γαλλογραικίαν καλουμένην, και τουρκιστί λεγομένην Γελάς. Πόλιν δε, την Γάγγραν, την τουρκιστί λεγομένην Τζάγγαρι και Τζάγγρι. Υιοί γονέων Ελλήνων, ονομαζομένων Φιλοθέου και Ευσεβίας, από τους οποίους, ο μεν πατήρ των, ήτον από την χώραν των Γαλατών, η δε μήτηρ των, ήτον από την Νικομήδειαν. Ο μεν ουν Ευστάθιος εκαταγίνετο εις την σπουδήν των γραμμάτων, ο δε Θεσπέσιος και ο Ανατόλιος εμεταχειρίζοντο την τέχνην του πατρός των. Βεστιπράτης δε ήτον ούτος: ήτοι πωλητής φορεμάτων. Βέστα γαρ λατινιστί θέλει να ειπή φόρεμα. Ο δε πατήρ των Φιλόθεος, ερχόμενος μίαν φοράν από την Ανατολήν εις την Νικομήδειαν μαζί με τον υιόν του Ανατόλιον, εδιδάχθη την εις Χριστόν πίστιν από τον συνοδοιπορούντα με αυτούς Λουκιανόν τον Πρεσβύτερον και διδάσκαλον (5). Όθεν πεισθέντες και αυτός και ο υιός του εις τας εκείνου διδασκαλίας, επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν. Ο δε Ευστάθιος και Θεσπέσιος πηγαίνοντες εις την Νικομήδειαν, αντάμωσαν τον μακάριον Επίσκοπον της Νικομηδείας Άνθιμον (6). Και διδαχθέντες υπ’ αυτού την εις Χριστόν πίστιν, εβαπτίσθησαν και αυτοί. Έπειτα ο μεν πατήρ Φιλόθεος, εχειροτονήθη Πρεσβύτερος, ο δε Ευστάθιος, εχειροτονήθη Διάκονος.
Δεν επέρασε πολύς καιρός εν τω μεταξύ, και απέθανον οι γονείς των Αγίων τούτων. Όθεν διαβάλλονται εις τον Μαξιμιανόν πως είναι Χριστιανοί. Και δέρνονται με βάκλα, ήτοι με τα ξύλα οπού κτυπούν τα τύμπανα. Και εις φυλακήν κλείονται, εις την οποίαν ελθών θείος Άγγελος, έλυσε τους Μάρτυρας από τα δεσμά. Οίτινες λυθέντες, έφαγον και έπιον. Την ερχομένην ημέραν, παρεδόθησαν εις τα θηρία. Και παλαίσαντες με αυτά, έμειναν αβλαβείς. Όθεν πέρνωντας αυτούς Αντώνιος ο κόμης, και πηγαίνωντας εις την Νίκαιαν, με πολλάς τιμωρίας τους εβασάνισεν. Εκρέμασε γαρ αυτούς εις ξύλον, και με σιδηρά ονύχια τόσον πολλά τους εκαταξέσχισεν ο απάνθρωπος, ώστε οπού, όλη η εκείσε γη εκοκκίνησεν από το αίμα. Έπειτα έρριψεν αυτούς εις την φυλακήν. Φανείς δε πάλιν θείος Άγγελος, ηλευθέρωσεν αυτούς από τους πόνους των πληγών, και τα σώματα αυτών απεκατέστησεν υγιή. Ταύτα τα παράδοξα βλέπωντας ο αιμοβόρος εκείνος, επρόσταξε να αποκεφαλίσουν τους Μάρτυρας. Ερχόμενοι δε οι Άγιοι εις τον τόπον της τελειώσεως, αιφνιδίως παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Οι δε δήμιοι φοβηθέντες, μήπως κακοποιήση αυτούς ο τύραννος, διατί δεν ετελείωσαν την προσταγήν του, τούτου χάριν, και μόλον οπού ήτον τα σώματα των Αγίων νεκρά, απέκοψαν όμως τας τιμίας αυτών κεφαλάς.
(5) Ούτος φαίνεται ότι ήτον ο Άγιος Ιερομάρτυς Λουκιανός, ο Αντιοχείας Πρεσβύτερος, όστις εορτάζεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Οκτωβρίου.
(6) Ούτος εορτάζεται κατά την τρίτην του Σεπτεμβρίου.
*
Μνήμη του Αγίου Θεοκτίστου του Ομολογητού, ος και πατρίκιος και ευνούχος ην επί Θεοδώρας της Αυγούστης εν έτει ωκθ’ [829].
Ο Πατρίκιος Πατέρων στέργων νόμοις,
Νυν συντέτακται τοις χοροίς των Πατέρων.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Κ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου.
Χάραξ κύκλῳ σου καὶ μετὰ ζωῆς τέλος,
Ἡ ζῶσα Γρηγόριε τοῦ Θεοῦ χάρις.
Εἰκάδι Γρηγόριος κικλήσατο εἰς πόλον εὐρύν.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἐγεννήθη ἀπὸ γονεῖς, καλουμένους Σέργιον καὶ Μαρίαν, ἐν ἔτει ωλζ΄ [837]. Ὅταν δὲ ἔγινεν ὀκτὼ χρόνων, ἐδόθη εἰς παιδείαν τῶν ἱερῶν γραμμάτων. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἄρχισε νὰ εὐγάνῃ γένεια καὶ μουστάκια, ἑτοιμάζετο ἀπὸ τοὺς γονεῖς του νὰ λάβῃ γυναῖκα διὰ γάμου. Ὁ δὲ Ἅγιος φεύγωντας κρυφίως, καὶ μάλιστα διὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν αἵρεσιν τῶν Εἰκονομάχων, ἐπεριπάτει ἀπὸ τόπον εἰς τόπον, κατασπαζόμενος τοὺς ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων μαρτυροῦντας καὶ τὴν ἐξ αὐτῶν ὠφέλειαν θησαυρίζων εἰς τὸν ἑαυτόν του. Εἶτα βάλλωντας τὸν ἑαυτόν του ὑποκάτω εἰς ἄκραν ἐγκράτειαν καὶ σκληραγωγίαν, ἐπάλαισε μὲ πολλοὺς πειρασμούς, καὶ μάλιστα μὲ τοὺς ἐκ τῶν δαιμόνων προερχομένους. Ὅθεν καὶ ἐφάνη μέγας θαυματουργός.
Οὗτος ἐπῆγε καὶ εἰς τὴν Ἀσίαν καὶ εἰς τὸ Βυζάντιον, ἐπιθυμίαν ἔχων νὰ ὁμολογήσῃ διὰ τὰς ἁγίας εἰκόνας. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ῥώμην, καὶ περιπατήσας ὅλην τὴν Δύσιν, ἐξέπληξε πολλοὺς μὲ τὰ σημεῖα καὶ θαύματα ὁποῦ ἐτέλει. Ἀπὸ τὴν Δύσιν δὲ ἐγύρισε πάλιν εἰς τὸ Βυζάντιον. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγεν εἰς τὸ βουνὸν τοῦ Ὀλύμπου. Ἐκεῖ δὲ ἀναβὰς καὶ κατὰ πολλὰ ξηρανθείς, ὑδροπηκίασεν, ὥστε ὁποῦ, ἀπὸ μόνην τὴν φωνὴν ἐγνωρίζετο εἰς ἐκείνους ὁποῦ τὸν ἤξευραν. Ὅθεν ἐκατέβη ἀπὸ τὸ βουνὸν καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγε πάλιν εἰς τὸ Βυζάντιον, καὶ εὗρε κλεισμένον εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὰς ἁγίας εἰκόνας Συμεὼν τὸν ὁμολογητὴν καὶ θεοφόρον. Προσκυνήσας δὲ αὐτόν, πολλὰ τὸν παρεκάλεσεν, ἵνα εὔχεται διὰ λόγου του. Ἐκεῖ δὲ εὑρισκόμενος, ἐν εἰρήνῃ ἐκοιμήθη, πολλὰς καὶ διαφόρους ἀσθενείας διώξας ἀπὸ τοὺς πάσχοντας. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ἁγίου τούτου ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον (1).)
(1) Συνέγραψε δὲ τοῦτον ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἅπαν μὲν τῶν πάντων οὐδέν». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Πρόκλου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ὃς ἐχρημάτισε μαθητὴς τοῦ μακαρίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Ἔχει Πρόκλε σε ἡ οὐράνιος νύσσα,
Καὶ σὲ ἔνδον χαίροντα σὺν χρυσολόγῳ.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Πρόκλος, ἤκμαζε κατὰ τοὺς χρόνους Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ, ἐν ἔτει υη΄ [408]. Μὲ τὸ νὰ ἦτον δὲ εὐλαβὴς καὶ ἐνάρετος, ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Κυζίκου ἀπὸ τὸν Ἅγιον Σισίνιον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως (2). Πηγαίνωντας δὲ εἰς τὴν Κύζικον, δὲν ἐδέχθη ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς τῆς ἐπαρχίας του, διατὶ εἶχον χειροτονήσῃ ἕτερον, Δαλμάτον ὀνόματι. Ὅθεν ἐγύρισεν ὀπίσω εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν μένωντας σχολάζων ἀπὸ ἐπαρχίαν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέθανεν ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μαξιμιανός, ὁ ἑορταζόμενος κατὰ τὴν εἰκοστὴν πρώτην τοῦ Ἀπριλλίου, εἰς καιρὸν ὁποῦ ἀκόμη εὑρίσκετο τὸ λείψανόν του εἰς τὸ ἱερατεῖον τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας, προχειρίζεται οὗτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ ἀναβαίνει εἰς τὸν θρόνον, κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τοῦ σωτηρίου πάθους τοῦ Κυρίου, ἤτοι κατὰ τὴν Μεγάλην Πέμπτην. Καλῶς δὲ πολιτευσάμενος καὶ πατριαρχεύσας δώδεκα χρόνους καὶ μῆνας τρεῖς (3), ἐν εἰρήνῃ πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν.
(2) Οὗτος ἑορτάζεται κατὰ τὴν ἑνδεκάτην τοῦ Ὀκτωβρίου.
(3) Κατὰ δὲ τὸν Μελέτιον ἕνδεκα χρόνους οὗτος ἐπατριάρχευσεν.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Δάσιος ὁ ἐν Δοροστόλῳ (4), ξίφει τελειοῦται.
Ἔμελλε καὶ Δάσιος ἀθλήσας ξίφει,
Ἀθλητικὸν στέφανον εὑρεῖν ἐκ ξίφους.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει σϞη΄ [298], εὑρισκόμενος ἐν τῇ πόλει Δοροστόλῳ, ἡ ὁποία κεῖται πλησίον τοῦ ποταμοῦ Ἴστρου, ἤτοι τοῦ Δούναβι. Εἰς ταύτην δὲ τὴν πόλιν ἦτον συνήθεια νὰ ἐπιτελοῦν οἱ Ἕλληνες κάθε χρόνον ἑορτὴν εἰς τὸν θεόν τους Κρόνον. Πρὸ τριάντα δὲ ἡμερῶν τῆς μιαρᾶς ἑορτῆς ταύτης, ἐδιάλεγον ἕνα στρατιώτην νέον καὶ ὡραῖον κατὰ τὴν ὄψιν, καὶ ἑτοίμαζον αὐτὸν εἰς θυσίαν. Τὸν ὁποῖον ἐνδύνοντες φορέματα βασιλικά, ἐπαρακίνουν αὐτὸν νὰ κάμνῃ πρῶτον κάθε του ἐπιθυμίαν. Καὶ ἔπειτα τὸν ἔσφαζον ἐπάνω εἰς τὸν βωμὸν τοῦ Κρόνου. Ἐπειδὴ δὲ ἦλθεν ὁ κλῆρος νὰ θυσιασθῇ καὶ ὁ στρατιώτης οὗτος Δάσιος, διὰ τοῦτο οἱ συστρατιῶταί του περιτριγυρίσαντες αὐτόν, τὸν ἐβίαζον νὰ πληρώσῃ κάθε του ἐπιθυμίαν. Ὁ δὲ Δάσιος ἐσυλλογίσθη ἕνα φρόνιμον καὶ καλὸν συλλογισμόν, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς. Ἐπειδὴ μέλλω νὰ ἀποθάνω, καλλίτερον εἶναι εἰς ἐμένα νὰ ἀποθάνω διὰ τὸν Χριστὸν ὡσὰν Χριστιανός. Ὅθεν παρασταθεὶς εἰς τὸ κριτήριον τοῦ ἄρχοντος, ὡμολόγησε παρρησίᾳ τὸν Χριστόν. Τοῦτο δὲ μαθόντες ὁ Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανός, ἐπαράστησαν ἔμπροσθέν τους τὸν Ἅγιον. Καὶ ἐπειδὴ παρρησίᾳ ἐκήρυξε τὴν εὐσέβειαν, ἐτιμωρήθη ἀπὸ αὐτοὺς πολλά, καὶ τελευταῖον ἀπεκεφαλίσθη διὰ ξίφους. Καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ μακάριος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.
(4) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ Ῥοδοστόλῳ γράφεται, οὐκ ὀρθῶς. Δορόστολον γὰρ πρέπει νὰ γράφεται, καθότι τὸ Δορόστολον, ἢ καὶ Δορόστορον εἶναι ἡ Δρύστρα, καθὼς θέλουσί τινες. Ἢ τὸ Δορόστολον ἦτον πόλις ποτὲ μὲ θρόνον Ἐπισκόπου, ἐγγὺς τῆς Δρύστρας. Αὐτὸ δὲ τώρα εἶναι κώμη καὶ κοινῶς καλεῖται Δορόστο. Ὅρα τὸν Μελέτιον, σελ. 415 τῆς Γεωγραφίας.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Νιρσᾶ Ἐπισκόπου, καὶ Ἰωσὴφ τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ καὶ Ἐπισκόπου, καὶ ἑτέρων ξίφει τελειωθέντων ἐν Περσίδι.
Θνήσκουσιν ἄμφω Νιρσᾶς Ἰωσὴφ ἅμα,
Φόνῳ μαχαίρας ὡς Ἀπόστολος λέγει.
Ἀπὸ τούτους τοὺς Ἁγίους, ὁ μὲν Νιρσᾶς, ἦτον Ἐπίσκοπος, γέρων κατὰ τὴν ἡλικίαν ἕως χρόνων ὀγδοήκοντα. Ὁ δὲ Ἰωσήφ, καὶ αὐτὸς ἦτον μὲ τὴν αὐτὴν ἀξίαν τιμημένος, ἤτοι ἦτον καὶ αὐτὸς Ἐπίσκοπος, ὀγδοηκονταεννέα χρόνων γέρωντας. Μαζὶ δὲ μὲ τοὺς δύω αὐτοὺς ἦτον καὶ ἄλλοι Ἐπίσκοποι, καὶ Ἱερεῖς, καὶ ἰδιῶται, ἤτοι λαϊκοί. Ὁμοίως καὶ γυναῖκες Παρθένοι καὶ ἀσκήτριαι. Οὗτοι λοιπὸν βασανισθέντες ἀπὸ τοὺς Πέρσας μὲ διαφόρους τιμωρίας, καὶ τὴν πίστιν μὴ ἀρνηθέντες, ἀπεκεφαλίσθησαν. Καὶ οὕτως ἔλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰσάκιος, Ἰωάννης, καὶ Σαβώριος, λιθοβοληθέντες τελειοῦνται.
Σὺν Ἰωάννῃ καὶ Σαβωρίῳ λίθοις,
Ἰσάκιον κτείνουσιν οἰκέται λίθων.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Γεϊθαζὲτ καὶ ἕτεροι τρεῖς, λόγχαις τρωθέντες, τελειοῦνται.
Τὸν Γεϊθαζὲτ καὶ συνάθλους τρεῖς ἅμα,
Λόγχαις κατακτείνουσιν ἐχθροὶ Τριάδος.
*
Αἱ Ἅγιαι παρθένοι Θέκλα, Βαουθά, καὶ Δεναχίς, ξίφει τελειοῦνται.
Θέκλαν Βαουθὰν Δεναχίδα παρθένους,
Ἆθλος ξίφους ἔδειξεν ἀθλοπαρθένους.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Εὐσταθίου, Θεσπεσίου, καὶ Ἀνατολίου.
Κάρας τριῶν τέμνουσι νεκρῶν οἱ πλάνοι,
Οὐδ’ εἰς νεκροὺς δεικνῦντες οἶκτον, ὢ πλάνης!
Οὗτοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει τ΄ [300], πατρίδα μὲν ἔχοντες τὴν ἐπαρχίαν τῶν Γαλατῶν, ἤτοι τὴν Γαλλογραικίαν καλουμένην, καὶ τουρκιστὶ λεγομένην Γελάς. Πόλιν δέ, τὴν Γάγγραν, τὴν τουρκιστὶ λεγομένην Τζάγγαρι καὶ Τζάγγρι. Υἱοὶ γονέων Ἑλλήνων, ὀνομαζομένων Φιλοθέου καὶ Εὐσεβίας, ἀπὸ τοὺς ὁποίους, ὁ μὲν πατήρ των, ἦτον ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Γαλατῶν, ἡ δὲ μήτηρ των, ἦτον ἀπὸ τὴν Νικομήδειαν. Ὁ μὲν οὖν Εὐστάθιος ἐκαταγίνετο εἰς τὴν σπουδὴν τῶν γραμμάτων, ὁ δὲ Θεσπέσιος καὶ ὁ Ἀνατόλιος ἐμεταχειρίζοντο τὴν τέχνην τοῦ πατρός των. Βεστιπράτης δὲ ἦτον οὗτος: ἤτοι πωλητὴς φορεμάτων. Βέστα γὰρ λατινιστὶ θέλει νὰ εἰπῇ φόρεμα. Ὁ δὲ πατήρ των Φιλόθεος, ἐρχόμενος μίαν φορὰν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν εἰς τὴν Νικομήδειαν μαζὶ μὲ τὸν υἱόν του Ἀνατόλιον, ἐδιδάχθη τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν ἀπὸ τὸν συνοδοιποροῦντα μὲ αὐτοὺς Λουκιανὸν τὸν Πρεσβύτερον καὶ διδάσκαλον (5). Ὅθεν πεισθέντες καὶ αὐτὸς καὶ ὁ υἱός του εἰς τὰς ἐκείνου διδασκαλίας, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἐβαπτίσθησαν. Ὁ δὲ Εὐστάθιος καὶ Θεσπέσιος πηγαίνοντες εἰς τὴν Νικομήδειαν, ἀντάμωσαν τὸν μακάριον Ἐπίσκοπον τῆς Νικομηδείας Ἄνθιμον (6). Καὶ διδαχθέντες ὑπ’ αὐτοῦ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, ἐβαπτίσθησαν καὶ αὐτοί. Ἔπειτα ὁ μὲν πατὴρ Φιλόθεος, ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος, ὁ δὲ Εὐστάθιος, ἐχειροτονήθη Διάκονος.
Δὲν ἐπέρασε πολὺς καιρὸς ἐν τῷ μεταξύ, καὶ ἀπέθανον οἱ γονεῖς τῶν Ἁγίων τούτων. Ὅθεν διαβάλλονται εἰς τὸν Μαξιμιανὸν πῶς εἶναι Χριστιανοί. Καὶ δέρνονται μὲ βάκλα, ἤτοι μὲ τὰ ξύλα ὁποῦ κτυποῦν τὰ τύμπανα. Καὶ εἰς φυλακὴν κλείονται, εἰς τὴν ὁποίαν ἐλθὼν θεῖος Ἄγγελος, ἔλυσε τοὺς Μάρτυρας ἀπὸ τὰ δεσμά. Οἵτινες λυθέντες, ἔφαγον καὶ ἔπιον. Τὴν ἐρχομένην ἡμέραν, παρεδόθησαν εἰς τὰ θηρία. Καὶ παλαίσαντες μὲ αὐτά, ἔμειναν ἀβλαβεῖς. Ὅθεν πέρνωντας αὐτοὺς Ἀντώνιος ὁ κόμης, καὶ πηγαίνωντας εἰς τὴν Νίκαιαν, μὲ πολλὰς τιμωρίας τοὺς ἐβασάνισεν. Ἐκρέμασε γὰρ αὐτοὺς εἰς ξύλον, καὶ μὲ σιδηρᾶ ὀνύχια τόσον πολλὰ τοὺς ἐκαταξέσχισεν ὁ ἀπάνθρωπος, ὥστε ὁποῦ, ὅλη ἡ ἐκεῖσε γῆ ἐκοκκίνησεν ἀπὸ τὸ αἷμα. Ἔπειτα ἔρριψεν αὐτοὺς εἰς τὴν φυλακήν. Φανεὶς δὲ πάλιν θεῖος Ἄγγελος, ἠλευθέρωσεν αὐτοὺς ἀπὸ τοὺς πόνους τῶν πληγῶν, καὶ τὰ σώματα αὐτῶν ἀπεκατέστησεν ὑγιῆ. Ταῦτα τὰ παράδοξα βλέπωντας ὁ αἱμοβόρος ἐκεῖνος, ἐπρόσταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν τοὺς Μάρτυρας. Ἐρχόμενοι δὲ οἱ Ἅγιοι εἰς τὸν τόπον τῆς τελειώσεως, αἰφνιδίως παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἔλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Οἱ δὲ δήμιοι φοβηθέντες, μήπως κακοποιήσῃ αὐτοὺς ὁ τύραννος, διατὶ δὲν ἐτελείωσαν τὴν προσταγήν του, τούτου χάριν, καὶ μὅλον ὁποῦ ἦτον τὰ σώματα τῶν Ἁγίων νεκρά, ἀπέκοψαν ὅμως τὰς τιμίας αὐτῶν κεφαλάς.
(5) Οὗτος φαίνεται ὅτι ἦτον ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Λουκιανός, ὁ Ἀντιοχείας Πρεσβύτερος, ὅστις ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην τοῦ Ὀκτωβρίου.
(6) Οὗτος ἑορτάζεται κατὰ τὴν τρίτην τοῦ Σεπτεμβρίου.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὃς καὶ πατρίκιος καὶ εὐνοῦχος ἦν ἐπὶ Θεοδώρας τῆς Αὐγούστης ἐν ἔτει ωκθ΄ [829].
Ὁ Πατρίκιος Πατέρων στέργων νόμοις,
Νῦν συντέτακται τοῖς χοροῖς τῶν Πατέρων.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *