Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου19 Νοεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΘ’, μνήμη του Αγίου Προφήτου Αβδιού.
Έφησεν αν τι μέλλον Αβδιού πάλιν,
Ει μη τελευτήν είχεν αιδείσθαι τάχα.
Εννεακαιδεκάτη βίον Αβδιού εξεπέρησεν.
Ούτος ερμηνεύεται εις την ελληνικήν γλώσσαν, δούλος Κυρίου, ή εξομολογούμενος. Εκατάγετο δε από την Συχέμ, εκ του αγρού Βαθαχαράμ, ων προ της Χριστού γεννήσεως χρόνους ω’ [800]. Εδούλευε δε πρότερον ούτος εις τον βασιλέα της Σαμαρείας Αχαάβ, και έπειτα εις τον βασιλέα Οχοζίαν, όταν απέστειλεν Οχοζίας προς τον ένδοξον και μέγαν Προφήτην Ηλίαν τους δύω πεντηκοντάρχους, δια να ειπούν εις αυτόν να καταβή από το βουνόν, και να υπάγη εις τον βασιλέα. Οίτινες δια προσευχής του Προφήτου κατεκάησαν μαζί με τους εκατόν ανθρώπους των, επειδή και έπεσε φωτία από τον ουρανόν και κατέκαυσεν αυτούς. Τρίτον δε πεντηκόνταρχον απέστειλε τούτον τον Προφήτην Αβδιού ο ίδιος Οχοζίας, δια να προσκαλέση τον Ηλίαν και να τον φέρη εις τον βασιλέα. Τον οποίον τούτον Αβδιού λυπηθείς ο Ηλίας, δεν εκατέκαυσεν, επειδή και επήγε μετά ταπεινώσεως προς αυτόν. Και πεσών εις τους πόδας του, παρεκάλεσεν αυτόν να μη τον κατακαύση, αλλά να καταβή και να υπάγη εις τον βασιλέα. Ο και εποίησεν ο του Θεού Προφήτης καθώς τούτο αναφέρεται εν τω πρώτω κεφαλαίω της τετάρτης των Βασιλειών. Από τότε δε και ύστερα, παραιτήσας τον βασιλέα και την δούλευσιν αυτού, ηκολούθει εις τον Ηλίαν και υπηρέτει αυτόν. Και γενόμενος μαθητής του, επροφήτευσε πολλά. Ύστερον δε αποθανών, ετάφη εις τον τάφον των πατέρων του (1).
(1) Περί του Αβδιού τούτου αναφέρει και ταύτα η θεία Γραφή· «Κύριος εκάλεσεν Αχαάβ τον Αβδιού τον οικονόμον. Και Αβδιού ην φοβούμενος τον Κύριον σφόδρα. Και εγένετο εν τω τύπτειν την Ιεζάβελ τους προφήτας Κυρίου, και έλαβεν Αβδιού εκατόν άνδρας προφήτας, και κατέκρυψεν αυτούς κατά πεντήκοντα εν σπηλαίω, και διέτρεφεν αυτούς, εν άρτω και ύδατι» (Γ’ Βασιλ. ιη’, 34). Ο μεν ουν Άγιος Επιφάνιος και ο Ιεροσολύμων Ιωάννης υπέλαβον, ότι ούτος ήτον ο τρίτος πεντηκόνταρχος του μετά τον Αχαάβ Οχοζίου. Απαρέσκεται δε εις την γνώμην ταύτην Αλέξανδρος ο Μαυροκορδάτος εις τα Ιουδαϊκά (σελ. σκε’) λέγων, ότι η αξία του οικονόμου, την οποίαν είχεν ο Αβδιού εις τον Αχαάβ, ήτον ανωτέρα από την του πεντηκοντάρχου. Όθεν αυτός νομίζει, ότι μετά τον θάνατον του Αχαάβ, δεν έγινεν πεντηκόνταρχος ο Αβδιού, αλλά χαίρειν ειπών τη βασιλική αυλή, ανεχώρησε και εσχόλαζε σπουδαιότερον εις την προφητικήν ζωήν. Όθεν και προφητικόν λόγον συνέγραψεν, ο οποίος συναριθμείται μετά των βιβλίων των Προφητών εν τη Παλαιά Γραφή. Σημείωσαι, ότι τον Προφήτην τούτον Αβδιού, Ωβεδίαν ο Ιώσηπος ονομάζει. Λέγει δε και ο Κλήμης ο Κανόνικος εν τη Ανασκευή, ότι η του Αβδιού προφητεία σύντομος ούσα, δεν διαιρείται εις κεφάλαια. Και ότι ο Αβδιού ήκμασεν ευθύς μετά τον Αμώς και έγραψε την προφητείαν του επί της βασιλείας Άχαζ. Και ότι αι απειλαί αυτού, αίτινες επληρώθησαν όταν ο Ναβουχοδονόσορ υπέταξε πάσαν την κοίλην Συρίαν, αύται λέγω αυτολεξεί ευρίσκονται εν τω μθ’ κεφαλαίω του Ιερεμίου. Τούτο δε δείκνυσιν, ότι είχεν αυτάς ο Ιερεμίας προ οφθαλμών, όταν έγραφε το κεφάλαιον εκείνο.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Βαρλαάμ.
Συν λιβανωτώ Βαρλαάμ το πυρ φέρων,
Εύοσμον ώφθης λιβανωτόν Κυρίω.
Ούτος ο Άγιος Μάρτυς Βαρλαάμ ήτον από την Αντιόχειαν της Συρίας. Γέρων δε ώντας κατά την ηλικίαν, επειδή ωμολόγει τον Χριστόν, επαραστάθη εις τον άρχοντα της Αντιοχείας, και μη καταπεισθείς να θυσιάση εις τα είδωλα, εδάρθη με βούνευρα. Έπειτα εξερρίζωσαν τους όνυχάς του. Προσφερθείς δε εις ένα βωμόν των ειδώλων, επροστάχθη να απλώση βιαίως το δεξιόν χέρι του. Επάνω δε εις το χέρι του έβαλαν κάρβουνα αναμμένα και θυμίαμα. Ενόμισε γαρ ο άρχων, ότι, αν δεν υπομείνη, αλλά ρίψη τα κάρβουνα με το λιβάνι επάνω εις τον βωμόν των ειδώλων, με τούτο θέλει φανή, ότι επρόσφερε θυσίαν εις τα είδωλα. Όθεν ο του Χριστού αθλητής με ανδρίαν μεγάλην εστέκετο άτρεπτος και ακλόνητος, χωρίς να κινήση το δεξιόν χέρι του. Το οποίον αληθώς εφάνη δυνατώτερον από το χάλκωμα και από το σίδηρον. Έως οπού η φωτία καταφαγούσα την σάρκα της δεξιάς του χειρός, και ταύτην τρυπήσασα, έπεσε μόνη κατά γης. Επροτίμησε γαρ ο γενναίος της αληθείας αγωνιστής με ανδρείον και στερεόν φρόνημα, ότι κάλλιον να κατακαή το χέρι του, παρά να σαλεύση αυτό ολότελα, και εκ τούτου να φανή εις τους απίστους, ότι επρόσφερε λιβάνι και θυσίαν εις τους δαίμονας. Όθεν εν τη βασάνω ταύτη παραδίδει την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και λαμβάνει παρ’ αυτού του μαρτυρίου τον στέφανον. Τούτον τον γενναίον αθλητήν ετίμησαν με ρητορικά εγκώμια, τόσον ο Μέγας Βασίλειος, ου η αρχή· «Πρότερον μεν των Αγίων οι θάνατοι», όσον και ο θείος Χρυσόστομος, ου η αρχή· «Συνεκάλεσεν ημάς εις την ιεράν ταύτην εορτήν», τα οποία σώζονται εν τοις εκδεδομένοις.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Άζη του Θαυματουργού.
Διψητική τις ως έλαφος εις ύδωρ,
Άζης ο Μάρτυς έτρεχε προς το ξίφος.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σπθ’ [289], καταγόμενος από την χώραν των Ισαύρων, στρατιώτης κατά το επιτήδευμα. Αφήσας δε την στρατιωτικήν ζωήν, εδιάτριβεν εις τας ερήμους, εις τας οποίας ευρισκόμενος, εποίει πολλάς ιατρείας και θαύματα. Από δε μερικούς κυνηγούς εφανερώθη. Όθεν παρασταθείς εις τον Διοκλητιανόν, και την πίστιν του Χριστού ομολογήσας, παρεδόθη εις τον έπαρχον Ακυλίνον, ομού με τους εκατόν πενήντα στρατιώτας. Οίτινες αποσταλέντες δια να πιάσουν τον Άγιον, επίστευσαν και αυτοί εις τον Χριστόν, επειδή ο Άγιος εθαυματούργησεν εις τον δρόμον. Εις καιρόν γαρ οπού οι στρατιώται ήτον διψασμένοι, εύγαλεν ύδωρ και τους επότισεν. Ο έπαρχος λοιπόν πέρνωντας τους Αγίους εις τας χείρας του, επήγεν εις ένα τόπον. Και επαίδευσε τον Άγιον Άζην, με πολλάς πληγάς και τιμωρίας, τάχα δια να ιδούν οι επίλοιποι και να φοβηθούν. Έπειτα εκρέμασεν αυτόν εις ένα τροχόν, και υποκάτω άναψεν μίαν πυρκαϊάν. Επειδή δε η φλόγα έσβυσε και ο Άγιος έμεινεν αβλαβής, δια τούτο η γυνή του επάρχου και η θυγάτηρ του επίστευσαν εις τον Χριστόν. Τότε ο έπαρχος επρόσταξε, πρώτον μεν να αποκεφαλισθούν οι εκατόν πεντήκοντα στρατιώται, και η γυναίκα και θυγατέρα του. Ύστερον δε, επρόσταξε να δείρουν τον Άγιον δυνατά, και να αποκεφαλίσουν και αυτόν. Και ούτως οι μακάριοι του Χριστού αθληταί έλαβον πάντες τους αμαράντους στεφάνους του μαρτυρίου.
*
Οι Άγιοι εκατόν πεντήκοντα στρατιώται, οι δια του Αγίου Άζη πιστεύσαντες τω Χριστώ, ξίφει τελειούνται.
Τετμημένας τρεις Χριστέ πεντηκοντάδας,
Τριττή στεφών γέραιρε πεντηκοντάδι.
*
Οι Άγιοι δώδεκα στρατιώται ξίφει τελειούνται.
Στρατεύομαί σοι σήμερον δια ξίφους,
Τω Παμβασιλεί δωδεκάς στρατού λέγει.
*
Αι Άγιαι, η τε Γυνή και Θυγάτηρ του επάρχου, ξίφει τελειούνται.
Λιπούσα Γυνή Ακυλίνον Θυγάτηρ,
Τον Χριστόν εύρον νυμφίον δια ξίφους.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Αγάπιος, θηρίοις σπαραχθείς, τελειούται.
Καν εσπαράχθην Αγάπιος θηρίοις,
Την πίστιν ασάλευτός ειμί σοι Λόγε.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ηλιοδώρου του εν Μαγιδώ της Παμφυλίας.
Ηλιόδωρος Χριστόν Ήλιον βλέπων,
Ανώτερος πέφηνε βασάνων σκότους.
Κατά τους χρόνους του βασιλέως Αυρηλιανού, ηγεμονεύοντος εν τη πόλει Μαγιδώ εν έτει σοβ’ [272], τότε ο μακάριος ούτος Ηλιόδωρος ευρισκόμενος εις την αυτήν πόλιν, και τον Χριστόν μετά παρρησίας κηρύττων, εδιαβάλθη εις τον ηγεμόνα. Παρασταθείς λοιπόν εις αυτόν, και ακούσας πολλάς κολακείας, επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, κρεμάται και ξέεται, και με λαμπάδας αναμμένας κατακαίεται. Επειδή δε η δριμύτης των βασάνων επέρασεν εις την καρδίαν του Αγίου, δια τούτο, Κύριε Ιησού Χριστέ βοήθει μοι, έλεγεν. Όθεν παρευθύς ήλθε φωνή από τον Ουρανόν λέγουσα, μη φοβού, διότι εγώ με εσένα είμαι. Ταύτην δε την φωνήν ακούσαντες εκείνοι, οπού εκράτουν τας λαμπάδας, προς τούτοις δε, βλέποντες και τέσσαρας Αγγέλους, οίτινες εμπόδιζον αυτούς από το να παιδεύουν τον Άγιον: τούτου χάριν επίστευσαν εις τον Κύριον, και τον ηγεμόνα ήλεγξαν και κατήσχυναν. Δια τούτο ριφθέντες εις την θάλασσαν, έλαβον παρά Κυρίου τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Τότε προστάζει ο ηγεμών να καή ένα χάλκινον βόδι, και μέσα εις αυτό να βαλθή ο του Χριστού Μάρτυς. Όταν λοιπόν εβάλθη εις αυτό και επροσευχήθη ο Άγιος, ω του θαύματος! το σπινθηροβολούν βόδι, ευθύς έγινε ψυχρόν και ο Μάρτυς έψαλλεν από μέσα. Ακούσας δε ο ηγεμών να ψάλλη ο Άγιος, εξέστη. Και πλησιάσας κοντά εις αυτό, και γνωρίσας ότι το προ ολίγου άκρως καέν, αιφνιδίως μετεβλήθη εις άκραν ψυχρότητα, λέγει προς τον Άγιον. Ανοσία κεφαλή, αι μαγείαί σου και αυτήν την φωτίαν ενίκησαν. Ο Άγιος απεκρίθη. Αι μαγείαί μου είναι ο Χριστός μου. Όμως δος μοι διορίαν τριών ημερών, δια να στοχασθώ τι πρέπει να κάμω. Λαβών ουν διορίαν, εμβήκε κρυφίως μέσα εις τον ναόν τον καλούμενον Πάνθεον. Επειδή και εκεί ήτον πάντα τα είδωλα των θεών. Προσευχηθείς δε εις τούτον ο Άγιος, ευθύς έγινε σεισμός. Από δε τον σεισμόν έπεσαν κάτω όλα τα είδωλα και εσυντρίφθησαν. Τούτο μαθών ο ηγεμών, επαράστησε τον Μάρτυρα εις το κριτήριόν του. Και γεμίσας από θυμόν, επρόσταξε να κρεμασθή ο Άγιος, και να βαλθούν εις την κεφαλήν του καρφία πυρωμένα. Επειδή δε αισθάνετο τον δριμύν αυτόν πόνον ο του Χριστού αθλητής, πάλιν επεκαλέσθη τον Θεόν εις βοήθειαν, και δια της επικλήσεως ελαφρόνεται από τον υπερβολικόν πόνον. Βλέπωντας δε ο ηγεμών, ότι ο Άγιος δεν νικάται από τας βασάνους, προστάζει να υπάγουν αυτόν δεδεμένον με βαρείας αλύσεις εις την πόλιν των Αταλέων. Αφ’ ου δε επήγεν εκεί ο Άγιος, πάλιν γυρίζει αυτόν οπίσω ο ηγεμών, και πάλιν αυτόν παρασταίνει εις το εδικόν του κριτήριον.
Πολλά δε διαλεχθείς με αυτόν, δια να θυσιάση εις τα είδωλα, επειδή είδεν αυτόν αμετάθετον, προστάζει να βαλθούν εις τας τέσσαρας τρύπας του βασανιστικού ξύλου αι χείρες και οι πόδες του Μάρτυρος. Έπειτα πυρώσας δυνατά ένα τηγάνι, μέσα εις αυτό έβαλε τον Μάρτυρα. Ο δε Άγιος εις το μέσον του τηγανίου στεκόμενος, επροσεύχετο. Και όχι μόνον τούτο, αλλά επαρακίνει και τους περιεστώτας να έμβουν εις το τηγάνι, πληροφορών αυτούς, ότι θέλουν μείνουν αβλαβείς από την φωτίαν. Δια τούτο επίστευσαν εις τα λόγιά του και εμβήκαν πολλοί από εκείνους. Οίτινες επειδή δεν εβλάβησαν, καθώς ο Άγιος έλεγεν, επίστευσαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν λέγοντες. Αληθώς, μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών. Ταύτα δε ως είδεν ο ηγεμών, εφοβήθη, μήπως οι πιστεύσαντες αρπάσωσι τον Άγιον από τας χείρας του. Όθεν επρόσταξε να υπάγωσι πάλιν τον Μάρτυρα εις την Μαγιδώ. Όστις πηγαίνωντας επροσεύχετο εις τον δρόμον, και έψαλλε. Φθάσας δε εις την πόλιν, επαραστάθη πάλιν εις ερώτησιν. Και επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, επρόσταξεν ο ηγεμών Αώτιος να κοπή η γλώσσα του Μάρτυρος. Έπειτα να κρεμασθή, και με ξυλίνην σπάθην να δέρνεται δύω ώρας ολοκλήρους. Μετά ταύτα, έβαλον χαλινάρι εις τον Μάρτυρα και τον ετράβιζαν ωσάν ζώον άλογον έξω της πόλεως δια να τον θανατώσουν. Ο δε Άγιος ένευσε με το χέρι του εις εκείνους, οπού τον ετράβιζον, δια να δώσουν καιρόν εις αυτόν να προσευχηθή. Όθεν εστάθη εις προσευχήν, και αφ’ ου ταύτην ετελείωσεν απεκεφαλίσθη. Και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ανθίμου, Θαλλελαίου, Χριστοφόρου, Ευφημίας, και των τέκνων αυτών, και του Αγίου Παγχαρίου.
Δέχου αθλητάς πέντε Χριστέ και δίδου,
Πέντε στεφάνους, ως έπαθλα τοις άθλοις.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΘ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Προφήτου Ἀβδιού.
Ἔφησεν ἄν τι μέλλον Ἀβδιοὺ πάλιν,
Εἰ μὴ τελευτὴν εἶχεν αἰδεῖσθαι τάχα.
Ἐννεακαιδεκάτῃ βίον Ἀβδιοὺ ἐξεπέρησεν.
Οὗτος ἑρμηνεύεται εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, δοῦλος Κυρίου, ἢ ἐξομολογούμενος. Ἐκατάγετο δὲ ἀπὸ τὴν Συχέμ, ἐκ τοῦ ἀγροῦ Βαθαχαράμ, ὢν πρὸ τῆς Χριστοῦ γεννήσεως χρόνους ω΄ [800]. Ἐδούλευε δὲ πρότερον οὗτος εἰς τὸν βασιλέα τῆς Σαμαρείας Ἀχαάβ, καὶ ἔπειτα εἰς τὸν βασιλέα Ὀχοζίαν, ὅταν ἀπέστειλεν Ὀχοζίας πρὸς τὸν ἔνδοξον καὶ μέγαν Προφήτην Ἠλίαν τοὺς δύω πεντηκοντάρχους, διὰ νὰ εἰποῦν εἰς αὐτὸν νὰ καταβῇ ἀπὸ τὸ βουνόν, καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν βασιλέα. Οἵτινες διὰ προσευχῆς τοῦ Προφήτου κατεκάησαν μαζὶ μὲ τοὺς ἑκατὸν ἀνθρώπους των, ἐπειδὴ καὶ ἔπεσε φωτία ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ κατέκαυσεν αὐτούς. Τρίτον δὲ πεντηκόνταρχον ἀπέστειλε τοῦτον τὸν Προφήτην Ἀβδιοὺ ὁ ἴδιος Ὀχοζίας, διὰ νὰ προσκαλέσῃ τὸν Ἠλίαν καὶ νὰ τὸν φέρῃ εἰς τὸν βασιλέα. Τὸν ὁποῖον τοῦτον Ἀβδιοὺ λυπηθεὶς ὁ Ἠλίας, δὲν ἐκατέκαυσεν, ἐπειδὴ καὶ ἐπῆγε μετὰ ταπεινώσεως πρὸς αὐτόν. Καὶ πεσὼν εἰς τοὺς πόδας του, παρεκάλεσεν αὐτὸν νὰ μὴ τὸν κατακαύσῃ, ἀλλὰ νὰ καταβῇ καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν βασιλέα. Ὃ καὶ ἐποίησεν ὁ τοῦ Θεοῦ Προφήτης καθὼς τοῦτο ἀναφέρεται ἐν τῷ πρώτῳ κεφαλαίῳ τῆς τετάρτης τῶν Βασιλειῶν. Ἀπὸ τότε δὲ καὶ ὕστερα, παραιτήσας τὸν βασιλέα καὶ τὴν δούλευσιν αὐτοῦ, ἠκολούθει εἰς τὸν Ἠλίαν καὶ ὑπηρέτει αὐτόν. Καὶ γενόμενος μαθητής του, ἐπροφήτευσε πολλά. Ὕστερον δὲ ἀποθανών, ἐτάφη εἰς τὸν τάφον τῶν πατέρων του (1).
(1) Περὶ τοῦ Ἀβδιοὺ τούτου ἀναφέρει καὶ ταῦτα ἡ θεία Γραφή· «Κύριος ἐκάλεσεν Ἀχαὰβ τὸν Ἀβδιοὺ τὸν οἰκονόμον. Καὶ Ἀβδιοὺ ἦν φοβούμενος τὸν Κύριον σφόδρα. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ τύπτειν τὴν Ἰεζάβελ τοὺς προφήτας Κυρίου, καὶ ἔλαβεν Ἀβδιοὺ ἑκατὸν ἄνδρας προφήτας, καὶ κατέκρυψεν αὐτοὺς κατὰ πεντήκοντα ἐν σπηλαίῳ, καὶ διέτρεφεν αὐτούς, ἐν ἄρτῳ καὶ ὕδατι» (Γ΄ Βασιλ. ιη΄, 34). Ὁ μὲν οὖν Ἅγιος Ἐπιφάνιος καὶ ὁ Ἱεροσολύμων Ἰωάννης ὑπέλαβον, ὅτι οὗτος ἦτον ὁ τρίτος πεντηκόνταρχος τοῦ μετὰ τὸν Ἀχαὰβ Ὀχοζίου. Ἀπαρέσκεται δὲ εἰς τὴν γνώμην ταύτην Ἀλέξανδρος ὁ Μαυροκορδάτος εἰς τὰ Ἰουδαϊκά (σελ. σκε΄) λέγων, ὅτι ἡ ἀξία τοῦ οἰκονόμου, τὴν ὁποίαν εἶχεν ὁ Ἀβδιοὺ εἰς τὸν Ἀχαάβ, ἦτον ἀνωτέρα ἀπὸ τὴν τοῦ πεντηκοντάρχου. Ὅθεν αὐτὸς νομίζει, ὅτι μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἀχαάβ, δὲν ἔγινεν πεντηκόνταρχος ὁ Ἀβδιού, ἀλλὰ χαίρειν εἰπὼν τῇ βασιλικῇ αὐλῇ, ἀνεχώρησε καὶ ἐσχόλαζε σπουδαιότερον εἰς τὴν προφητικὴν ζωήν. Ὅθεν καὶ προφητικὸν λόγον συνέγραψεν, ὁ ὁποῖος συναριθμεῖται μετὰ τῶν βιβλίων τῶν Προφητῶν ἐν τῇ Παλαιᾷ Γραφῇ. Σημείωσαι, ὅτι τὸν Προφήτην τοῦτον Ἀβδιού, Ὠβεδίαν ὁ Ἰώσηπος ὀνομάζει. Λέγει δὲ καὶ ὁ Κλήμης ὁ Κανόνικος ἐν τῇ Ἀνασκευῇ, ὅτι ἡ τοῦ Ἀβδιοὺ προφητεία σύντομος οὖσα, δὲν διαιρεῖται εἰς κεφάλαια. Καὶ ὅτι ὁ Ἀβδιοὺ ἤκμασεν εὐθὺς μετὰ τὸν Ἀμὼς καὶ ἔγραψε τὴν προφητείαν του ἐπὶ τῆς βασιλείας Ἄχαζ. Καὶ ὅτι αἱ ἀπειλαὶ αὐτοῦ, αἵτινες ἐπληρώθησαν ὅταν ὁ Ναβουχοδονόσορ ὑπέταξε πᾶσαν τὴν κοίλην Συρίαν, αὗται λέγω αὐτολεξεὶ εὑρίσκονται ἐν τῷ μθ΄ κεφαλαίῳ τοῦ Ἱερεμίου. Τοῦτο δὲ δείκνυσιν, ὅτι εἶχεν αὐτὰς ὁ Ἱερεμίας πρὸ ὀφθαλμῶν, ὅταν ἔγραφε τὸ κεφάλαιον ἐκεῖνο.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βαρλαάμ.
Σὺν λιβανωτῷ Βαρλαὰμ τὸ πῦρ φέρων,
Εὔοσμον ὤφθης λιβανωτὸν Κυρίῳ.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βαρλαὰμ ἦτον ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν τῆς Συρίας. Γέρων δὲ ὤντας κατὰ τὴν ἡλικίαν, ἐπειδὴ ὡμολόγει τὸν Χριστόν, ἐπαραστάθη εἰς τὸν ἄρχοντα τῆς Ἀντιοχείας, καὶ μὴ καταπεισθεὶς νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, ἐδάρθη μὲ βούνευρα. Ἔπειτα ἐξερρίζωσαν τοὺς ὄνυχάς του. Προσφερθεὶς δὲ εἰς ἕνα βωμὸν τῶν εἰδώλων, ἐπροστάχθη νὰ ἁπλώσῃ βιαίως τὸ δεξιὸν χέρι του. Ἐπάνω δὲ εἰς τὸ χέρι του ἔβαλαν κάρβουνα ἀναμμένα καὶ θυμίαμα. Ἐνόμισε γὰρ ὁ ἄρχων, ὅτι, ἂν δὲν ὑπομείνῃ, ἀλλὰ ῥίψῃ τὰ κάρβουνα μὲ τὸ λιβάνι ἐπάνω εἰς τὸν βωμὸν τῶν εἰδώλων, μὲ τοῦτο θέλει φανῇ, ὅτι ἐπρόσφερε θυσίαν εἰς τὰ εἴδωλα. Ὅθεν ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς μὲ ἀνδρίαν μεγάλην ἐστέκετο ἄτρεπτος καὶ ἀκλόνητος, χωρὶς νὰ κινήσῃ τὸ δεξιὸν χέρι του. Τὸ ὁποῖον ἀληθῶς ἐφάνη δυνατώτερον ἀπὸ τὸ χάλκωμα καὶ ἀπὸ τὸ σίδηρον. Ἕως ὁποῦ ἡ φωτία καταφαγοῦσα τὴν σάρκα τῆς δεξιᾶς του χειρός, καὶ ταύτην τρυπήσασα, ἔπεσε μόνη κατὰ γῆς. Ἐπροτίμησε γὰρ ὁ γενναῖος τῆς ἀληθείας ἀγωνιστὴς μὲ ἀνδρεῖον καὶ στερεὸν φρόνημα, ὅτι κάλλιον νὰ κατακαῇ τὸ χέρι του, παρὰ νὰ σαλεύσῃ αὐτὸ ὁλότελα, καὶ ἐκ τούτου νὰ φανῇ εἰς τοὺς ἀπίστους, ὅτι ἐπρόσφερε λιβάνι καὶ θυσίαν εἰς τοὺς δαίμονας. Ὅθεν ἐν τῇ βασάνῳ ταύτῃ παραδίδει τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ λαμβάνει παρ’ αὐτοῦ τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Τοῦτον τὸν γενναῖον ἀθλητὴν ἐτίμησαν μὲ ῥητορικὰ ἐγκώμια, τόσον ὁ Μέγας Βασίλειος, οὗ ἡ ἀρχή· «Πρότερον μὲν τῶν Ἁγίων οἱ θάνατοι», ὅσον καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος, οὗ ἡ ἀρχή· «Συνεκάλεσεν ἡμᾶς εἰς τὴν ἱερὰν ταύτην ἑορτήν», τὰ ὁποῖα σῴζονται ἐν τοῖς ἐκδεδομένοις.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἄζη τοῦ Θαυματουργοῦ.
Διψητική τις ὡς ἔλαφος εἰς ὕδωρ,
Ἄζης ὁ Μάρτυς ἔτρεχε πρὸς τὸ ξίφος.
Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, ἐν ἔτει σπθ΄ [289], καταγόμενος ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Ἰσαύρων, στρατιώτης κατὰ τὸ ἐπιτήδευμα. Ἀφήσας δὲ τὴν στρατιωτικὴν ζωήν, ἐδιάτριβεν εἰς τὰς ἐρήμους, εἰς τὰς ὁποίας εὑρισκόμενος, ἐποίει πολλὰς ἰατρείας καὶ θαύματα. Ἀπὸ δὲ μερικοὺς κυνηγοὺς ἐφανερώθη. Ὅθεν παρασταθεὶς εἰς τὸν Διοκλητιανόν, καὶ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ ὁμολογήσας, παρεδόθη εἰς τὸν ἔπαρχον Ἀκυλῖνον, ὁμοῦ μὲ τοὺς ἑκατὸν πενῆντα στρατιώτας. Οἵτινες ἀποσταλέντες διὰ νὰ πιάσουν τὸν Ἅγιον, ἐπίστευσαν καὶ αὐτοὶ εἰς τὸν Χριστόν, ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος ἐθαυματούργησεν εἰς τὸν δρόμον. Εἰς καιρὸν γὰρ ὁποῦ οἱ στρατιῶται ἦτον διψασμένοι, εὔγαλεν ὕδωρ καὶ τοὺς ἐπότισεν. Ὁ ἔπαρχος λοιπὸν πέρνωντας τοὺς Ἁγίους εἰς τὰς χεῖράς του, ἐπῆγεν εἰς ἕνα τόπον. Καὶ ἐπαίδευσε τὸν Ἅγιον Ἄζην, μὲ πολλὰς πληγὰς καὶ τιμωρίας, τάχα διὰ νὰ ἰδοῦν οἱ ἐπίλοιποι καὶ νὰ φοβηθοῦν. Ἔπειτα ἐκρέμασεν αὐτὸν εἰς ἕνα τροχόν, καὶ ὑποκάτω ἄναψεν μίαν πυρκαϊάν. Ἐπειδὴ δὲ ἡ φλόγα ἔσβυσε καὶ ὁ Ἅγιος ἔμεινεν ἀβλαβής, διὰ τοῦτο ἡ γυνὴ τοῦ ἐπάρχου καὶ ἡ θυγάτηρ του ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν. Τότε ὁ ἔπαρχος ἐπρόσταξε, πρῶτον μὲν νὰ ἀποκεφαλισθοῦν οἱ ἑκατὸν πεντήκοντα στρατιῶται, καὶ ἡ γυναῖκα καὶ θυγατέρα του. Ὕστερον δέ, ἐπρόσταξε νὰ δείρουν τὸν Ἅγιον δυνατά, καὶ νὰ ἀποκεφαλίσουν καὶ αὐτόν. Καὶ οὕτως οἱ μακάριοι τοῦ Χριστοῦ ἀθληταὶ ἔλαβον πᾶντες τοὺς ἀμαράντους στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
*
Οἱ Ἅγιοι ἑκατὸν πεντήκοντα στρατιῶται, οἱ διὰ τοῦ Ἁγίου Ἄζη πιστεύσαντες τῷ Χριστῷ, ξίφει τελειοῦνται.
Τετμημένας τρεῖς Χριστὲ πεντηκοντάδας,
Τριττῇ στεφῶν γέραιρε πεντηκοντάδι.
*
Οἱ Ἅγιοι δώδεκα στρατιῶται ξίφει τελειοῦνται.
Στρατεύομαί σοι σήμερον διὰ ξίφους,
Τῷ Παμβασιλεῖ δωδεκὰς στρατοῦ λέγει.
*
Αἱ Ἅγιαι, ἥ τε Γυνὴ καὶ Θυγάτηρ τοῦ ἐπάρχου, ξίφει τελειοῦνται.
Λιποῦσα Γυνὴ Ἀκυλῖνον Θυγάτηρ,
Τὸν Χριστὸν εὗρον νυμφίον διὰ ξίφους.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀγάπιος, θηρίοις σπαραχθείς, τελειοῦται.
Κᾂν ἐσπαράχθην Ἀγάπιος θηρίοις,
Τὴν πίστιν ἀσάλευτός εἰμί σοι Λόγε.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἡλιοδώρου τοῦ ἐν Μαγιδῷ τῆς Παμφυλίας.
Ἡλιόδωρος Χριστὸν Ἥλιον βλέπων,
Ἀνώτερος πέφηνε βασάνων σκότους.
Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Αὐρηλιανοῦ, ἡγεμονεύοντος ἐν τῇ πόλει Μαγιδῷ ἐν ἔτει σοβ΄ [272], τότε ὁ μακάριος οὗτος Ἡλιόδωρος εὑρισκόμενος εἰς τὴν αὐτὴν πόλιν, καὶ τὸν Χριστὸν μετὰ παρρησίας κηρύττων, ἐδιαβάλθη εἰς τὸν ἡγεμόνα. Παρασταθεὶς λοιπὸν εἰς αὐτόν, καὶ ἀκούσας πολλὰς κολακείας, ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθη νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, κρεμᾶται καὶ ξέεται, καὶ μὲ λαμπάδας ἀναμμένας κατακαίεται. Ἐπειδὴ δὲ ἡ δριμύτης τῶν βασάνων ἐπέρασεν εἰς τὴν καρδίαν τοῦ Ἁγίου, διὰ τοῦτο, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ βοήθει μοι, ἔλεγεν. Ὅθεν παρευθὺς ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν Οὐρανὸν λέγουσα, μὴ φοβοῦ, διότι ἐγὼ μὲ ἐσένα εἶμαι. Ταύτην δὲ τὴν φωνὴν ἀκούσαντες ἐκεῖνοι, ὁποῦ ἐκράτουν τὰς λαμπάδας, πρὸς τούτοις δέ, βλέποντες καὶ τέσσαρας Ἀγγέλους, οἵτινες ἐμπόδιζον αὐτοὺς ἀπὸ τὸ νὰ παιδεύουν τὸν Ἅγιον: τούτου χάριν ἐπίστευσαν εἰς τὸν Κύριον, καὶ τὸν ἡγεμόνα ἤλεγξαν καὶ κατῄσχυναν. Διὰ τοῦτο ῥιφθέντες εἰς τὴν θάλασσαν, ἔλαβον παρὰ Κυρίου τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
Τότε προστάζει ὁ ἡγεμὼν νὰ καῇ ἕνα χάλκινον βόδι, καὶ μέσα εἰς αὐτὸ νὰ βαλθῇ ὁ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς. Ὅταν λοιπὸν ἐβάλθη εἰς αὐτὸ καὶ ἐπροσευχήθη ὁ Ἅγιος, ὢ τοῦ θαύματος! τὸ σπινθηροβολοῦν βόδι, εὐθὺς ἔγινε ψυχρὸν καὶ ὁ Μάρτυς ἔψαλλεν ἀπὸ μέσα. Ἀκούσας δὲ ὁ ἡγεμὼν νὰ ψάλλῃ ὁ Ἅγιος, ἐξέστη. Καὶ πλησιάσας κοντὰ εἰς αὐτό, καὶ γνωρίσας ὅτι τὸ πρὸ ὀλίγου ἄκρως καέν, αἰφνιδίως μετεβλήθη εἰς ἄκραν ψυχρότητα, λέγει πρὸς τὸν Ἅγιον. Ἀνοσία κεφαλή, αἱ μαγεῖαί σου καὶ αὐτὴν τὴν φωτίαν ἐνίκησαν. Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη. Αἱ μαγεῖαί μου εἶναι ὁ Χριστός μου. Ὅμως δός μοι διορίαν τριῶν ἡμερῶν, διὰ νὰ στοχασθῶ τί πρέπει νὰ κάμω. Λαβὼν οὖν διορίαν, ἐμβῆκε κρυφίως μέσα εἰς τὸν ναὸν τὸν καλούμενον Πάνθεον. Ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖ ἦτον πᾶντα τὰ εἴδωλα τῶν θεῶν. Προσευχηθεὶς δὲ εἰς τοῦτον ὁ Ἅγιος, εὐθὺς ἔγινε σεισμός. Ἀπὸ δὲ τὸν σεισμὸν ἔπεσαν κάτω ὅλα τὰ εἴδωλα καὶ ἐσυντρίφθησαν. Τοῦτο μαθὼν ὁ ἡγεμών, ἐπαράστησε τὸν Μάρτυρα εἰς τὸ κριτήριόν του. Καὶ γεμίσας ἀπὸ θυμόν, ἐπρόσταξε νὰ κρεμασθῇ ὁ Ἅγιος, καὶ νὰ βαλθοῦν εἰς τὴν κεφαλήν του καρφία πυρωμένα. Ἐπειδὴ δὲ αἰσθάνετο τὸν δριμὺν αὐτὸν πόνον ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητής, πάλιν ἐπεκαλέσθη τὸν Θεὸν εἰς βοήθειαν, καὶ διὰ τῆς ἐπικλήσεως ἐλαφρόνεται ἀπὸ τὸν ὑπερβολικὸν πόνον. Βλέπωντας δὲ ὁ ἡγεμών, ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν νικᾶται ἀπὸ τὰς βασάνους, προστάζει νὰ ὑπάγουν αὐτὸν δεδεμένον μὲ βαρείας ἁλύσεις εἰς τὴν πόλιν τῶν Ἀταλέων. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπῆγεν ἐκεῖ ὁ Ἅγιος, πάλιν γυρίζει αὐτὸν ὀπίσω ὁ ἡγεμών, καὶ πάλιν αὐτὸν παρασταίνει εἰς τὸ ἐδικόν του κριτήριον.
Πολλὰ δὲ διαλεχθεὶς μὲ αὐτόν, διὰ νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, ἐπειδὴ εἶδεν αὐτὸν ἀμετάθετον, προστάζει νὰ βαλθοῦν εἰς τὰς τέσσαρας τρύπας τοῦ βασανιστικοῦ ξύλου αἱ χεῖρες καὶ οἱ πόδες τοῦ Μάρτυρος. Ἔπειτα πυρώσας δυνατὰ ἕνα τηγάνι, μέσα εἰς αὐτὸ ἔβαλε τὸν Μάρτυρα. Ὁ δὲ Ἅγιος εἰς τὸ μέσον τοῦ τηγανίου στεκόμενος, ἐπροσεύχετο. Καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλὰ ἐπαρακίνει καὶ τοὺς περιεστῶτας νὰ ἔμβουν εἰς τὸ τηγάνι, πληροφορῶν αὐτούς, ὅτι θέλουν μείνουν ἀβλαβεῖς ἀπὸ τὴν φωτίαν. Διὰ τοῦτο ἐπίστευσαν εἰς τὰ λόγιά του καὶ ἐμβῆκαν πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους. Οἵτινες ἐπειδὴ δὲν ἐβλάβησαν, καθὼς ὁ Ἅγιος ἔλεγεν, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν λέγοντες. Ἀληθῶς, μέγας εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν. Ταῦτα δὲ ὡς εἶδεν ὁ ἡγεμών, ἐφοβήθη, μήπως οἱ πιστεύσαντες ἁρπάσωσι τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὰς χεῖράς του. Ὅθεν ἐπρόσταξε νὰ ὑπάγωσι πάλιν τὸν Μάρτυρα εἰς τὴν Μαγιδῶ. Ὅστις πηγαίνωντας ἐπροσεύχετο εἰς τὸν δρόμον, καὶ ἔψαλλε. Φθάσας δὲ εἰς τὴν πόλιν, ἐπαραστάθη πάλιν εἰς ἐρώτησιν. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθη νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, ἐπρόσταξεν ὁ ἡγεμὼν Ἀώτιος νὰ κοπῇ ἡ γλῶσσα τοῦ Μάρτυρος. Ἔπειτα νὰ κρεμασθῇ, καὶ μὲ ξυλίνην σπάθην νὰ δέρνεται δύω ὥρας ὁλοκλήρους. Μετὰ ταῦτα, ἔβαλον χαλινάρι εἰς τὸν Μάρτυρα καὶ τὸν ἐτράβιζαν ὡσὰν ζῶον ἄλογον ἔξω τῆς πόλεως διὰ νὰ τὸν θανατώσουν. Ὁ δὲ Ἅγιος ἔνευσε μὲ τὸ χέρι του εἰς ἐκείνους, ὁποῦ τὸν ἐτράβιζον, διὰ νὰ δώσουν καιρὸν εἰς αὐτὸν νὰ προσευχηθῇ. Ὅθεν ἐστάθη εἰς προσευχήν, καὶ ἀφ’ οὗ ταύτην ἐτελείωσεν ἀπεκεφαλίσθη. Καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ μακάριος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀνθίμου, Θαλλελαίου, Χριστοφόρου, Εὐφημίας, καὶ τῶν τέκνων αὐτῶν, καὶ τοῦ Ἁγίου Παγχαρίου.
Δέχου ἀθλητὰς πέντε Χριστὲ καὶ δίδου,
Πέντε στεφάνους, ὡς ἔπαθλα τοῖς ἄθλοις.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *