Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου6 Νοεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ς’, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Παύλου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού και Ιερομάρτυρος (1).
Την εις φάρυγγα Παύλος αυχών αγχόνην,
Λύει φάρυγξι ρευμάτων την αγχόνην (2).
Ούνεκα ωμολόγει Παύλος Θεόν άγχεται έκτη.
Παύλος ο μέγας Ομολογητής και Μάρτυς εκατάγετο από την Θεσσαλονίκην, εχρημάτισε δε νοτάριος, ήτοι γραμματικός Αλεξάνδρου του αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως και Διάκονος της εν αυτή αγίας Εκκλησίας, εν έτει τνα’ [351]. Τούτον λοιπόν εχειροτόνησαν οι ορθόδοξοι Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως μετά τον θάνατον του Αλεξάνδρου. Κωνστάντιος δε ο βασιλεύς, με το να ήτον Αρειανός, όταν εγύρισε από την Αντιόχειαν, εξέβαλεν αυτόν από τον πατριαρχικόν θρόνον, και αντί τούτου έκαμε Πατριάρχην τον Νικομηδείας Ευσέβιον τον Αρειανόν. Ο δε Άγιος Παύλος επήγεν εις την Ρώμην, και εκεί ευρήκε τον Μέγαν Αθανάσιον, εκβεβλημένον όντα και αυτόν από τον θρόνον του.
Με γράμματα λοιπόν του βασιλέως Κώνσταντος απολαμβάνουσι και οι δύω τους θρόνους των. Αλλά πάλιν εκβάλλονται από τον ίδιον Κωνστάντιον με την συμβουλήν των Αρειανών. Τότε γράφει ο Κώνστας προς τον αδελφόν του Κωνστάντιον, ότι αν ο Αθανάσιος και ο Παύλος ούτος δεν απολάβουν τους θρόνους των, θέλω έλθω με δύναμιν στρατευμάτων εναντίον σου. Όθεν απέλαβε πάλιν τον θρόνον του ο μακάριος Παύλος. Μετά δε τον θάνατον του Κώνσταντος, εξορίζεται ούτος εις Κουκουσόν της Αρμενίας και απεκλείσθη μέσα εις ένα οίκον. Λειτουργών δε τω Θεώ την αναίμακτον λειτουργίαν, επνίγη από τους Αρειανούς με το ίδιόν του ωμοφόριον και ούτω παρέδωκε την ψυχήν του ο τρισμακάριος εις χείρας Θεού (3).
(1) Ούτος είναι άλλος από τον Κωνσταντινουπόλεως Παύλον τον νέον, τον εορταζόμενον κατά την τριακοστήν του Αυγούστου μετά Αλεξάνδρου και Ιωάννου των της Κωνσταντινουπόλεως Πατριαρχών.
(2) Ήτοι ο Άγιος Παύλος λαβών την αγχόνην εις τον φάρυγγα και πνιγείς, έλαβε την χάριν να λύη και να ιατρεύη την στενοχωρίαν και πνιγμονήν, οπού ακολουθεί εις τους φάρυγγας και λαιμούς εκ των κακοχύμων ρευμάτων.
(3) Τον Βίον τούτου συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Ηνίκα Κωνστάντιος ο του Μεγάλου Κωνσταντίνου υιός». (Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της μετά φιλανθρωπίας κατενεχθείσης κόνεως επί Λέοντος του Μεγάλου.
Φλέγειν απειλείς, αλλά πάλιν ου φλέγεις,
Οργή κεράσας μακροθυμίαν Λόγε.
Κατά τον δέκατον όγδοον χρόνον της βασιλείας Λέοντος του Μεγάλου, του επικαλουμένου Μακέλη και Θρακός, ήτοι εν έτει υοε’ [475], εν τη έκτη του Νοεμβρίου μηνός, κατά την ώραν του μεσημερίου, έγινεν όλος ο ουρανός συνεφιασμένος. Την δε συνειθισμένην μελανάδα των νεφελών μεταβαλών εις κόκκινον χρώμα, εφαίνετο ότι μέλλει να κατακαύση όλον τον κόσμον. Τόσον γαρ πολλά εξέπληξεν όλους τους ανθρώπους, ώστε οπού και από μόνην την θεωρίαν του ουρανού ενόμιζον όλοι, ότι ανίσως πέση βροχή από τα τοιαύτα κατακόκκινα σύνεφα, βέβαια η βροχή εκείνη θέλει είναι φωτία και φλόγα, ήτις έχει να κατακαίη. Καθώς εκατέκαιε και η εις τα Σόδομα πεσούσα πυρίνη βροχή. Δια την αμφίβολον λοιπόν ταύτην προσδοκίαν, όλοι οι Χριστιανοί εκατέφευγαν εις τας ιεράς Εκκλησίας, και παρεκάλουν τον Θεόν με δεήσεις και κλαυθμούς. Όθεν ο φιλάνθρωπος Κύριος, συγκεράσας την αγαθότητά του με την τιμωρίαν, επρόσταξε τα νέφη και έβρεχον μίαν βροχήν ασυνείθιστον και παράξενον, η οποία επροξένει φόβον εις τους αμαρτάνοντας, διότι η βροχή εκείνη αρχίσασα από την ώραν του εσπερινού, εβάσταξεν έως εις το μεσονύκτιον.
Η δε καταπίπτουσα βροχή, ήτον μία σκόνις μαύρη, και έκαιε δυνατά παρομοίως με την στάκτην της αναμμένης καμίνου. Και τόση πολλή έπεσεν, ώστε οπού ευρέθη επάνω από την γην και από τα κεραμίδια των οίκων, περισσότερον από μίαν πιθαμήν ανδρός. Κατέφλεξε δε και κατέκαυσεν όλα τα χορτάρια της γης και βοτάνας και δένδρα. Ήτον δε και πολλά δυσκολόπλυτος, εφανέρονε δε με τούτο, τόσον την αγανάκτησιν του Θεού, όσον και την δυσκολόπλυτον αμαρτίαν. Διότι μετά ταύτα, έπεσαν μεν πολλαί και ραγδαίαι βροχαί εις διάστημα πολλών ημερών, μόλις δε και μετά βίας εδυνήθηκαν να ξεπλύνουν την σκόνιν εκείνην. Τούτο δε ήτον αίνιγμα. Επειδή γαρ η αμαρτία ευρίσκεται εις ημάς ωσάν σκόνις πυρίνη και μαύρη, και κατατρώγει ωσάν φωτία τα της αρετής βλαστήματα, δια τούτο χρειαζόμεθα ωσάν βροχήν, πολλά δάκρυα, αναδιδόμενα κάτωθεν από αυτό το βάθος της καρδίας με στεναγμόν και πικρίαν ψυχής. Ίνα με αυτά, την μεν της κακίας φλογίζουσαν στάκτην εκπλύνωμεν, ποτίσωμεν δε την καλήν γην του νοός μας, και ποιήσωμεν αυτήν να καρποφορή αρετάς. Και έτζι δια τούτων γλυτώσωμεν από την τιμωρίαν της γεένης, η οποία κατακαίει τας ψυχάς ημών και τα σώματα. Επιτύχωμεν δε της Βασιλείας των Ουρανών.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Λουκάς εν ειρήνη τελειούται.
Αρεστά Λουκά τω Θεώ πράξας Λόγω,
Της ευαρέστων εκθανών μοίρας γίνη.
Ούτος ο μακάριος Λουκάς εκατάγετο από την πόλιν Ταυρομενίας, την ευρισκομένην εν τη νήσω της Σικελίας. Όταν δε ήτον δεκαοκτώ χρόνων νέος, επιμελώς εσύχναζεν εις τας Εκκλησίας του Θεού, και όχι μόνον ηκροάζετο συνετώς τα θεία λόγια, αλλά και εποίει αυτά. Επειδή δε οι γονείς του εβουλεύθησαν να τον υπανδρεύσουν, δια τούτο αυτός εσηκώθη την νύκτα και ανεχώρησεν εις τόπον άβατον και εκεί εσυναναστρέφετο με τα θηρία. Διαπεράσας δε τεσσαράκοντα ημέρας νηστικός, ηξιώθη θείας και αγγελικής επισκέψεως. Όθεν πηγαίνει εις ένα Μοναστήριον, και ενδύεται το αγγελικόν σχήμα των Μοναχών. Από τότε δε και ύστερον εμεταχειρίζετο σκληροτέραν ζωήν. Δεκαοκτώ γαρ μήνας επέρασε, κατά τους οποίους έτρωγεν άρτον μόνον, και έπινε μόνον νερόν, εις κάθε τρεις, ή τέσσαρας ημέρας, χωρίς να απολαμβάνη καμμίαν σωματικήν ανάπαυσιν.
Από εκεί δε αναχωρήσας, επήγεν εις το βουνόν της Αίτνης ομού με ένα Μοναχόν και εκεί είχε τροφήν του τας βοτάνας του βουνού. Εκοιμάτο ολίγον, είχεν ένα μοναχόν φόρεμα, ήτον χωρίς παπούτζια. Είχε δε όρον και κανόνα, να μην ευγαίνη έξω από την κέλλαν του, ανίσως πρώτον δεν ήθελεν αναγνώση όλον το ψαλτήριον. Έπειτα ανεγίνωσκε την τρίτην ώραν και μετά ταύτα επίανε το εργόχειρόν του και εδούλευεν έως την έκτην ώραν, και μετά την έκτην, εφρόντιζε το ολίγον εκείνο φαγητόν οπού έτρωγεν, ομοίως και την λοιπήν ακολουθίαν. Όθεν εν τούτοις αγωνιζόμενος, ηξιώθη ο αοίδιμος να λάβη μεγαλωτάτην χάριν από τον Θεόν, και να διαλύη λόγους δυσνοήτους των θείων Γραφών, ώστε οπού μερικοί απορούντες, έλεγον δι’ αυτόν. «Πόθεν ούτος οίδε γράμματα, μη μεμαθηκώς;» Μετά ταύτα επήγεν εις ένα άλλον τόπον, οδηγηθείς υπό θείας αποκαλύψεως, και εκεί συναθροίσας δώδεκα μαθητάς, τούτων επιμελείτο. Έπειτα επήγεν εις το Βυζάντιον. Και αφ’ ου επεριπάτησε τα κελλία των μοναστών, και εφανέρωσεν εις τους εκεί Πατέρας τους λογισμούς του, ανεχώρησε και επήγεν εις την Κόρινθον της Πελοποννήσου. Εκεί λοιπόν κατοικήσας εις ένα χωρίον έως επτά μήνας, εν ειρήνη εκοιμήθη.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Νικάνδρου.
Σφαγήν παθών Νίκανδρος εχθρός της πλάνης,
Νίκην κατ’ ανδρών ήρατο πλανωμένων.
*
Ο Άγιος Παύλος ο δια Χριστόν σαλός εν ειρήνη τελειούται.
Υποκριθείς ο Παύλος εν γη μωρίαν,
Χορώ θανών σύνεστι των θεοφρόνων.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ς΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Παύλου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ Ἱερομάρτυρος (1).
Τὴν εἰς φάρυγγα Παῦλος αὐχῶν ἀγχόνην,
Λύει φάρυγξι ῥευμάτων τὴν ἀγχόνην (2).
Οὕνεκα ὡμολόγει Παῦλος Θεὸν ἄγχεται ἕκτῃ.
Παῦλος ὁ μέγας Ὁμολογητὴς καὶ Μάρτυς ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκην, ἐχρημάτισε δὲ νοτάριος, ἤτοι γραμματικὸς Ἀλεξάνδρου τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως καὶ Διάκονος τῆς ἐν αὐτῇ ἁγίας Ἐκκλησίας, ἐν ἔτει τνα΄ [351]. Τοῦτον λοιπὸν ἐχειροτόνησαν οἱ ὀρθόδοξοι Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἀλεξάνδρου. Κωνστάντιος δὲ ὁ βασιλεύς, μὲ τὸ νὰ ἦτον Ἀρειανός, ὅταν ἐγύρισε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν, ἐξέβαλεν αὐτὸν ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸν θρόνον, καὶ ἀντὶ τούτου ἔκαμε Πατριάρχην τὸν Νικομηδείας Εὐσέβιον τὸν Ἀρειανόν. Ὁ δὲ Ἅγιος Παῦλος ἐπῆγεν εἰς τὴν Ῥώμην, καὶ ἐκεῖ εὑρῆκε τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον, ἐκβεβλημένον ὄντα καὶ αὐτὸν ἀπὸ τὸν θρόνον του.
Μὲ γράμματα λοιπὸν τοῦ βασιλέως Κώνσταντος ἀπολαμβάνουσι καὶ οἱ δύω τοὺς θρόνους των. Ἀλλὰ πάλιν ἐκβάλλονται ἀπὸ τὸν ἴδιον Κωνστάντιον μὲ τὴν συμβουλὴν τῶν Ἀρειανῶν. Τότε γράφει ὁ Κώνστας πρὸς τὸν ἀδελφόν του Κωνστάντιον, ὅτι ἂν ὁ Ἀθανάσιος καὶ ὁ Παῦλος οὗτος δὲν ἀπολάβουν τοὺς θρόνους των, θέλω ἔλθω μὲ δύναμιν στρατευμάτων ἐναντίον σου. Ὅθεν ἀπέλαβε πάλιν τὸν θρόνον του ὁ μακάριος Παῦλος. Μετὰ δὲ τὸν θάνατον τοῦ Κώνσταντος, ἐξορίζεται οὗτος εἰς Κουκουσὸν τῆς Ἁρμενίας καὶ ἀπεκλείσθη μέσα εἰς ἕνα οἶκον. Λειτουργῶν δὲ τῷ Θεῷ τὴν ἀναίμακτον λειτουργίαν, ἐπνίγη ἀπὸ τοὺς Ἀρειανοὺς μὲ τὸ ἴδιόν του ὠμοφόριον καὶ οὕτω παρέδωκε τὴν ψυχήν του ὁ τρισμακάριος εἰς χεῖρας Θεοῦ (3).
(1) Οὗτος εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Κωνσταντινουπόλεως Παῦλον τὸν νέον, τὸν ἑορταζόμενον κατὰ τὴν τριακοστὴν τοῦ Αὐγούστου μετὰ Ἀλεξάνδρου καὶ Ἰωάννου τῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως Πατριαρχῶν.
(2) Ἤτοι ὁ Ἅγιος Παῦλος λαβὼν τὴν ἀγχόνην εἰς τὸν φάρυγγα καὶ πνιγείς, ἔλαβε τὴν χάριν νὰ λύῃ καὶ νὰ ἰατρεύῃ τὴν στενοχωρίαν καὶ πνιγμονήν, ὁποῦ ἀκολουθεῖ εἰς τοὺς φάρυγγας καὶ λαιμοὺς ἐκ τῶν κακοχύμων ῥευμάτων.
(3) Τὸν Βίον τούτου συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἡνίκα Κωνστάντιος ὁ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου υἱός». (Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς μετὰ φιλανθρωπίας κατενεχθείσης κόνεως ἐπὶ Λέοντος τοῦ Μεγάλου.
Φλέγειν ἀπειλεῖς, ἀλλὰ πάλιν οὐ φλέγεις,
Ὀργῇ κεράσας μακροθυμίαν Λόγε.
Κατὰ τὸν δέκατον ὄγδοον χρόνον τῆς βασιλείας Λέοντος τοῦ Μεγάλου, τοῦ ἐπικαλουμένου Μακέλη καὶ Θρακός, ἤτοι ἐν ἔτει υοε΄ [475], ἐν τῇ ἕκτῃ τοῦ Νοεμβρίου μηνός, κατὰ τὴν ὥραν τοῦ μεσημερίου, ἔγινεν ὅλος ὁ οὐρανὸς συνεφιασμένος. Τὴν δὲ συνειθισμένην μελανάδα τῶν νεφελῶν μεταβαλὼν εἰς κόκκινον χρῶμα, ἐφαίνετο ὅτι μέλλει νὰ κατακαύσῃ ὅλον τὸν κόσμον. Τόσον γὰρ πολλὰ ἐξέπληξεν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε ὁποῦ καὶ ἀπὸ μόνην τὴν θεωρίαν τοῦ οὐρανοῦ ἐνόμιζον ὅλοι, ὅτι ἀνίσως πέσῃ βροχὴ ἀπὸ τὰ τοιαῦτα κατακόκκινα σύνεφα, βέβαια ἡ βροχὴ ἐκείνη θέλει εἶναι φωτία καὶ φλόγα, ἥτις ἔχει νὰ κατακαίῃ. Καθὼς ἐκατέκαιε καὶ ἡ εἰς τὰ Σόδομα πεσοῦσα πυρίνη βροχή. Διὰ τὴν ἀμφίβολον λοιπὸν ταύτην προσδοκίαν, ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἐκατέφευγαν εἰς τὰς ἱερὰς Ἐκκλησίας, καὶ παρεκάλουν τὸν Θεὸν μὲ δεήσεις καὶ κλαυθμούς. Ὅθεν ὁ φιλάνθρωπος Κύριος, συγκεράσας τὴν ἀγαθότητά του μὲ τὴν τιμωρίαν, ἐπρόσταξε τὰ νέφη καὶ ἔβρεχον μίαν βροχὴν ἀσυνείθιστον καὶ παράξενον, ἡ ὁποία ἐπροξένει φόβον εἰς τοὺς ἁμαρτάνοντας, διότι ἡ βροχὴ ἐκείνη ἀρχίσασα ἀπὸ τὴν ὥραν τοῦ ἑσπερινοῦ, ἐβάσταξεν ἕως εἰς τὸ μεσονύκτιον.
Ἡ δὲ καταπίπτουσα βροχή, ἦτον μία σκόνις μαύρη, καὶ ἔκαιε δυνατὰ παρομοίως μὲ τὴν στάκτην τῆς ἀναμμένης καμίνου. Καὶ τόση πολλὴ ἔπεσεν, ὥστε ὁποῦ εὑρέθη ἐπάνω ἀπὸ τὴν γῆν καὶ ἀπὸ τὰ κεραμίδια τῶν οἴκων, περισσότερον ἀπὸ μίαν πιθαμὴν ἀνδρός. Κατέφλεξε δὲ καὶ κατέκαυσεν ὅλα τὰ χορτάρια τῆς γῆς καὶ βοτάνας καὶ δένδρα. Ἦτον δὲ καὶ πολλὰ δυσκολόπλυτος, ἐφανέρονε δὲ μὲ τοῦτο, τόσον τὴν ἀγανάκτησιν τοῦ Θεοῦ, ὅσον καὶ τὴν δυσκολόπλυτον ἁμαρτίαν. Διότι μετὰ ταῦτα, ἔπεσαν μὲν πολλαὶ καὶ ῥαγδαῖαι βροχαὶ εἰς διάστημα πολλῶν ἡμερῶν, μόλις δὲ καὶ μετὰ βίας ἐδυνήθηκαν νὰ ξεπλύνουν τὴν σκόνιν ἐκείνην. Τοῦτο δὲ ἦτον αἴνιγμα. Ἐπειδὴ γὰρ ἡ ἁμαρτία εὑρίσκεται εἰς ἡμᾶς ὡσὰν σκόνις πυρίνη καὶ μαύρη, καὶ κατατρώγει ὡσὰν φωτία τὰ τῆς ἀρετῆς βλαστήματα, διὰ τοῦτο χρειαζόμεθα ὡσὰν βροχήν, πολλὰ δάκρυα, ἀναδιδόμενα κάτωθεν ἀπὸ αὐτὸ τὸ βάθος τῆς καρδίας μὲ στεναγμὸν καὶ πικρίαν ψυχῆς. Ἵνα μὲ αὐτά, τὴν μὲν τῆς κακίας φλογίζουσαν στάκτην ἐκπλύνωμεν, ποτίσωμεν δὲ τὴν καλὴν γῆν τοῦ νοός μας, καὶ ποιήσωμεν αὐτὴν νὰ καρποφορῇ ἀρετάς. Καὶ ἔτζι διὰ τούτων γλυτώσωμεν ἀπὸ τὴν τιμωρίαν τῆς γεένης, ἡ ὁποία κατακαίει τὰς ψυχὰς ἡμῶν καὶ τὰ σώματα. Ἐπιτύχωμεν δὲ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Λουκᾶς ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἀρεστὰ Λουκᾶ τῷ Θεῷ πράξας Λόγῳ,
Τῆς εὐαρέστων ἐκθανὼν μοίρας γίνῃ.
Οὗτος ὁ μακάριος Λουκᾶς ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν πόλιν Ταυρομενίας, τὴν εὑρισκομένην ἐν τῇ νήσῳ τῆς Σικελίας. Ὅταν δὲ ἦτον δεκαοκτὼ χρόνων νέος, ἐπιμελῶς ἐσύχναζεν εἰς τὰς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι μόνον ἠκροάζετο συνετῶς τὰ θεῖα λόγια, ἀλλὰ καὶ ἐποίει αὐτά. Ἐπειδὴ δὲ οἱ γονεῖς του ἐβουλεύθησαν νὰ τὸν ὑπανδρεύσουν, διὰ τοῦτο αὐτὸς ἐσηκώθη τὴν νύκτα καὶ ἀνεχώρησεν εἰς τόπον ἄβατον καὶ ἐκεῖ ἐσυναναστρέφετο μὲ τὰ θηρία. Διαπεράσας δὲ τεσσαράκοντα ἡμέρας νηστικός, ἠξιώθη θείας καὶ ἀγγελικῆς ἐπισκέψεως. Ὅθεν πηγαίνει εἰς ἕνα Μοναστήριον, καὶ ἐνδύεται τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα τῶν Μοναχῶν. Ἀπὸ τότε δὲ καὶ ὕστερον ἐμεταχειρίζετο σκληροτέραν ζωήν. Δεκαοκτὼ γὰρ μῆνας ἐπέρασε, κατὰ τοὺς ὁποίους ἔτρωγεν ἄρτον μόνον, καὶ ἔπινε μόνον νερόν, εἰς κάθε τρεῖς, ἢ τέσσαρας ἡμέρας, χωρὶς νὰ ἀπολαμβάνῃ κᾀμμίαν σωματικὴν ἀνάπαυσιν.
Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἀναχωρήσας, ἐπῆγεν εἰς τὸ βουνὸν τῆς Αἴτνης ὁμοῦ μὲ ἕνα Μοναχὸν καὶ ἐκεῖ εἶχε τροφήν του τὰς βοτάνας τοῦ βουνοῦ. Ἐκοιμᾶτο ὀλίγον, εἶχεν ἕνα μοναχὸν φόρεμα, ἦτον χωρὶς παπούτζια. Εἶχε δὲ ὅρον καὶ κανόνα, νὰ μὴν εὐγαίνῃ ἔξω ἀπὸ τὴν κέλλαν του, ἀνίσως πρῶτον δὲν ἤθελεν ἀναγνώσῃ ὅλον τὸ ψαλτήριον. Ἔπειτα ἀνεγίνωσκε τὴν τρίτην ὥραν καὶ μετὰ ταῦτα ἐπίανε τὸ ἐργόχειρόν του καὶ ἐδούλευεν ἕως τὴν ἕκτην ὥραν, καὶ μετὰ τὴν ἕκτην, ἐφρόντιζε τὸ ὀλίγον ἐκεῖνο φαγητὸν ὁποῦ ἔτρωγεν, ὁμοίως καὶ τὴν λοιπὴν ἀκολουθίαν. Ὅθεν ἐν τούτοις ἀγωνιζόμενος, ἠξιώθη ὁ ἀοίδιμος νὰ λάβῃ μεγαλωτάτην χάριν ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ νὰ διαλύῃ λόγους δυσνοήτους τῶν θείων Γραφῶν, ὥστε ὁποῦ μερικοὶ ἀποροῦντες, ἔλεγον δι’ αὐτόν. «Πόθεν οὗτος οἶδε γράμματα, μὴ μεμαθηκώς;» Μετὰ ταῦτα ἐπῆγεν εἰς ἕνα ἄλλον τόπον, ὁδηγηθεὶς ὑπὸ θείας ἀποκαλύψεως, καὶ ἐκεῖ συναθροίσας δώδεκα μαθητάς, τούτων ἐπιμελεῖτο. Ἔπειτα ἐπῆγεν εἰς τὸ Βυζάντιον. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐπεριπάτησε τὰ κελλία τῶν μοναστῶν, καὶ ἐφανέρωσεν εἰς τοὺς ἐκεῖ Πατέρας τοὺς λογισμούς του, ἀνεχώρησε καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Κόρινθον τῆς Πελοποννήσου. Ἐκεῖ λοιπὸν κατοικήσας εἰς ἕνα χωρίον ἕως ἑπτὰ μῆνας, ἐν εἰρήνῃ ἐκοιμήθη.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Νικάνδρου.
Σφαγὴν παθὼν Νίκανδρος ἐχθρὸς τῆς πλάνης,
Νίκην κατ’ ἀνδρῶν ἤρατο πλανωμένων.
*
Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ὑποκριθεὶς ὁ Παῦλος ἐν γῇ μωρίαν,
Χορῷ θανὼν σύνεστι τῶν θεοφρόνων.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *