Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου19 Οκτωβρίου

Των Αγίων Ιωήλ του Προφήτου, Ουάρου του Μάρτυρος και των συν αυτώ έξι Οσιομαρτύρων κ.α.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος Προφήτης ΙωήλΤω αυτώ μηνί ΙΘ’, μνήμη του Αγίου Προφήτου Ιωήλ. 

Ο γης Ιωήλ εκτραγωδήσας πάθη,
Μετήλθεν εκ γης εις τόπον κρείττω πάθους.

Εννεακαιδεκάτη μόρος αμφεκάλυψεν Ιωήλ.  

Ούτος ο Προφήτης ήτον από την φυλήν του Ρουβίμ, υιός Βαθουήλ, εκ του αγρού του καλουμένου Μεθομορρών. Ερμηνεύεται δε Ιωήλ, αγάπη Κυρίου, ή αρχή, ή απαρχή Θεού. Επροφήτευσε δε ο Προφήτης ούτος δια την πείναν, οπού έμελλον να λάβουν οι Ιουδαίοι. Και δια τον αφανισμόν των νομικών θυσιών. Και δια το πάθος δικαίου Προφήτου, δια μέσου του οποίου έχει να ανακαινισθή εις σωτηρίαν όλη η γη. Και ταύτα προφητεύσας, απέθανε και ετάφη εις την εδικήν του γην. Προέλαβε δε ούτος την του Χριστού έλευσιν έτη ω’ [800] (1).

(1) Περί του θείου τούτου Ιωήλ ταύτα γράφει ο Αλέξανδρος εις τα Ιουδαϊκά του. Ήγουν ότι ήτον κατά τους χρόνους Οζίου και Ιωάθαμ και Άχαζ, και Εζεκίου των βασιλέων Ιούδα, και Ιεροβοάμ του δευτέρου βασιλέως Ισραήλ. Εις τρία δε κεφάλαια διαμερίζεται η προφητεία του. Εν δε τω β’ ευαγγελίζεται πάσης σάλπιγγος ευηχότερον, την ένσαρκον έλευσιν του Θεού Λόγου, και την κάθοδον του Αγίου Πνεύματος επαγγέλλεται. Και το σωτήριον πάθος, και την δευτέραν παρουσίαν αυτού. Ο δε Κλήμης ο Κανόνικος λέγει, ότι ο Ιωήλ ήτον σύγχρονος με τον Προφήτην Αμώς. Σημείωσαι, ότι είναι και άλλος Προφήτης, Ιωήλ ονομαζόμενος, όστις εποίησε βιβλίον, ο νυν ου σώζεται, και όρα εις την τριακοστήν του Μαρτίου, ότε εορτάζεται.

*

Άγιος ΟυάροςΤη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ουάρου.

Ξεσμούς απείρους καρτερούντος Ουάρου,
Σατάν πλάνης έξαρχος ουαί μοι λέγει.  

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του Μαξιμιανού εν έτει τδ’ [304], εσυναριθμείτο δε με το βασιλικόν στράτευμα το εν Αιγύπτω ευρισκόμενον, και με το τάγμα το εκ Τυάνων, ονομαστός ων κατά το γένος, και ασύγκριτος κατά την ανδρίαν του σώματος. Όθεν δια τα τοιαύτα προτερήματά του, ήτον αγαπητός και πολλού άξιος κοντά εις τον βασιλέα Μαξιμιανόν. Ούτος λοιπόν ο μακάριος, με το να ήτον ευσεβής Χριστιανός, επιμελείτο κρυφίως τους εν ταις φυλακαίς ευρισκομένους δια την πίστιν Χριστιανούς. Και επαρακάλει τον Θεόν, να αξιωθή να πάθη και αυτός, καθώς και εκείνοι. Έτυχε δε μίαν φοράν και εκλείσθησαν εις την φυλακήν δια την πίστιν, επτά (2) ερημίται ασκηταί. Όθεν επεσκέπτετο αυτούς ο Άγιος Ούαρος. Επειδή δε ο ένας από εκείνους απέθανε μέσα εις την φυλακήν, δια τούτο αντί εκείνου, εσυναρίθμησε τον εαυτόν του με τους λοιπούς ο αοίδιμος ούτος. Όθεν ευθύς κρεμασθείς, δέρνεται με ραβδία χοντρά. Έπειτα απλωθείς κατά γης, εδάρθη με λωρία ωμά. Είτα εσύρθη κατά γης από τέσσαρας στρατιώτας. Μετά ταύτα κρεμασθείς πάλιν, καταξεσχίζεται με σιδηρένια ονύχια, και υστερείται τας περισσοτέρας σάρκας του σώματός του. Και έτζι μέσα εις τας τοιαύτας βασάνους, αι οποίαι παρετάθησαν εις πέντε ώρας, παραδίδει την ψυχήν του τω ποθουμένω Χριστώ, ο καλλίνικος τούτου αγωνιστής, και λαμβάνει του μαρτυρίου τον στέφανον.

Μία δε γυναίκα ευγενής και πλουσία, Κλεοπάτρα ονομαζομένη, επήγε την νύκτα και επήρε το λείψανον του Μάρτυρος. Πέρνουσα δε αυτό απήλθεν εις την πατρίδα της Παλαιστίνην, ομού με τον μονογενή της υιόν, και εκεί έκτισε Ναόν πολυέξοδον εις το του Μάρτυρος όνομα. Τότε ηκολούθησε και ένα τοιούτον συμβεβηκός, σμιγμένον με λύπην ομού και χαράν. Διότι η φιλόθεος εκείνη γυνή, φιλοτιμουμένη δια να χαίρη από κάθε μέρος, αγόρασε με άσπρα από τον βασιλέα, ένα βασιλικόν αξίωμα δια να το έχη ο υιός της. Όθεν πέρνουσα την χλαμύδα και την ζώνην, τα παράσημα του βασιλικού αξιώματος, τα έβαλεν επάνω εις το λείψανον του Μάρτυρος, δια να ευλογηθούν παρ’ αυτού. Έπειτα επαρακάλεσε τους Αρχιερείς και Ιερείς, οπού εσυνάχθησαν δια να εγκαινιάσουν τον Ναόν του Μάρτυρος, να ευλογήσουν και αυτοί τα ίδια εκείνα. Και έτζι τα εφόρεσεν ο υιός της. Αφ’ ου δε ετελείωσαν τα εγκαίνια του Ναού, και εβάλθη το λείψανον του Αγίου Ουάρου μέσα εις το Άγιον Βήμα, τότε η θαυμαστή Κλεοπάτρα εφίλευσε φιλοτίμως όλους, όσοι εσυνάχθησαν, και τούτους υπηρέτει αυτή η ιδία και ο υιός της, με μεγάλην προθυμίαν. Επειδή δε ο υιός της εκοπίασε πολλά υπηρετών, και η ημέρα έφθασεν εις την δύσιν, δια τούτο έπεσεν εις την κλίνην του δια να αναπαυθή.

Η δε μήτηρ του παρεκάλει αυτόν να σηκωθή δια να φάγη πρώτον ψωμί, και έπειτα να κοιμηθή με ανάπαυσιν. Βλέπουσα δε, πως ο υιός της εθερμαίνετο από μίαν λαύραν θέρμην, ουδέ αυτή δεν ηθέλησε να φάγη τελείως. Αλλά έμενε να ιδή, πώς έχει να αποβή η ασθένεια του υιού της. Και λοιπόν καθημένη κοντά εις τον μονογενή της νηστική και άϋπνος, κατεφλέγετο εις τα σπλάγχνα από την λύπην, όχι ολιγώτερον από τον υιόν της. Είτα βλέπουσα πως ο υιός της απέθανε, πρώτον μεν, από την λύπην της έπεσεν ωσάν νεκρά εις την γην. Έπειτα δε όταν ήλθεν ολίγον εις τον εαυτόν της, φορτόνεται τον νεκρόν υιόν της εις τους ώμους της, και φέρει τούτον και αποθέττει επάνω εις τον τάφον του Μάρτυρος, κλαίουσα και θρηνούσα την του φιλτάτου της υιού στέρησιν. Και τι λόγια δεν έλεγεν; ή τι κινήματα και έργα δεν έπραττεν, από εκείνα οπού ημπορούν να τραβίξουν τους ανθρώπους εις σπλάγχνος και δάκρυα; Έπειτα και προς τον Μάρτυρα επιστρέφουσα, επαραπονείτο, και τρόπον τινά, είχε κρίσιν με αυτόν. Διατί άφησε τον υιόν της να αποθάνη, οπού τόσον πολλά τον ηγάπα. Τελευταίον δε, παρεκάλει θερμώς τον Άγιον να κάμη ένα από τα δύω, ή τον υιόν της να αναστήση, ή να πάρη και αυτήν μαζί με εκείνον.

Εις καιρόν δε οπού έλεγε ταύτα πικρώς, ήλθεν ύπνος εις αυτήν και εκοιμήθη ολίγον. Και ιδού φαίνεται εις τον ύπνον της ο του Χριστού Μάρτυς Ούαρος, έχωντας μαζί του και τον υιόν της. Ήτον δε και οι δύω στολισμένοι με λαμπρά και υπέρφωτα ιμάτια. Εφόρουν δε εις τας κεφαλάς των λαμπροτάτους στεφάνους. Ούτοι λοιπόν φανέντες εις την Κλεοπάτραν, και με την υπερφυσικήν εκείνην και ένδοξον θεωρίαν τους, και με τα χαροποιά λόγιά των, τόσον πολλά επαρηγόρησαν την ψυχήν της, ώστε οπού και αυτή εις το εξής τους επαρεκάλει, να πάρουν μαζί των και αυτήν, δια να ευρίσκεται πάντοτε με αυτούς εις τοιαύτην δόξαν. Αφ’ ου δε έτζι την εχαροποίησαν, έγιναν άφαντοι από αυτήν. Η δε Κλεοπάτρα ευθύς εξυπνήσασα, ευρέθη γεμάτη από χαράν υπερβάλλουσαν. Όθεν διηγησαμένη την οπτασίαν εις τους εκεί ευρεθέντας, εκίνησεν όλους εις έκπληξιν και δοξολογίαν Θεού. Πέρνουσα λοιπόν το ποθεινόν σώμα του υιού της, το απόθεσε κοντά εις το σώμα του Μάρτυρος, και ούτως απέδωκε μετά των παρευρεθέντων ολονύκτιον ευχαριστίαν εις τον Μάρτυρα. Έπειτα διαμοιράσασα τον πλούτον της εις τους πένητας, και πενιχρά ιμάτια φορέσασα, εκάθητο λοιπόν κοντά εις τον τάφον του Μάρτυρος, υπηρετούσα προθύμως. Αφ’ ου δε επέρασεν εκεί επτά χρόνους, με νηστείας και προσευχάς και δάκρυα, τοσούτον εκαθάρθη η μακαρία, ώστε οπού κάθε Κυριακήν έβλεπε τον του Χριστού Μάρτυρα και τον υιόν της, λαμπρώς εστολισμένους, οίτινες φαινόμενοι έδιδαν παρηγορίαν εις την λύπην της. Ούτω λοιπόν διαπεράσασα η αοίδιμος, εν ειρήνη ετελειώθη, και απήλθε δια να απολαύση τον Άγιον Ούαρον, και τον ποθούμενον υιόν της εις τα ουράνια. Το δε σώμα αυτής ενταφιάσθη, κοντά εις τον τάφον του υιού της. (Τον πλατύτερον Βίον του Αγίου τούτου, όρα εις τον Νέον Παράδεισον. Τούτον δε ελληνιστί συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Μαξιμιανού του τυράννου». Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις και προ τούτων εν τη Λαύρα.)

(2) Εν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται, ότι οι μεν εξ ερημίται παρεστάθησαν επί του βήματος. Ερωτηθέντων δε αυτών και δια τον έβδομον συνασκητήν τους και αποκριθέντων, ότι εκείνος απέθανε πρότερον εις την έρημον, τότε αντί εκείνου ο γενναίος Ούαρος εισπηδήσας εις το μέσον, παρέδωκεν εαυτόν εις το μαρτύριον.

*

Οι εκ της ερήμου εξ Οσιομάρτυρες, οι συν τω Αγίω Ουάρω αθλήσαντες, ξίφει τελειούνται.

Ασκητικώς ζήσαντες άνδρες εξ άμα,
Αθλητικώς θνήσκουσιν εκ ξίφους άμα.  

*

Μνήμη των εν Περσίδι Αγίων Μαρτύρων Σαδώθ Επισκόπου, και των συν αυτώ εκατόν είκοσι.

Εις τον Σαδώθ.

Σαδώθ ο θείος την κάραν τμηθείς ξίφει,
Θεού Σαββαώθ νυν παρίσταται θρόνω.

Εις τους εκατόν είκοσι Μάρτυρας.

Δεκάς δεκαπλή Μαρτύρων συμμαρτύρων,
Και δις δέκα θνήσκουσι πληγέντες ξίφει.

Κατά τους χρόνους, οπού εβασίλευεν ο Σαβώριος εις την Περσίαν, εν έτει τλ’ [330], ήτον Επίσκοπος ο Άγιος ούτος Σαδώθ εις μίαν επαρχίαν της Περσίας. Επειδή δε ούτος εδίδασκε μεν τον λαόν του Χριστού, εβάπτιζε δε και μερικούς Πέρσας, τούτου χάριν εδιαβάλθη εις τον βασιλέα Σαβώριον. Και παρασταθείς εις αυτόν, και μη πεισθείς δια να προσκυνήση τον ήλιον και την φωτίαν και το νερόν, δέρνεται με ραβδία. Έπειτα κόπτουσι το δέρμα του, από το μέτωπον έως των ονύχων των ποδών. Και ούτως ευγάνουσιν ένα λωρί τέσσαρα δάκτυλα εις το πλάτος. Έπειτα δέρνουσιν αυτόν με νεύρα βοδίων. Και κυλίουσιν αυτόν επάνω εις αναμμένα κάρβουνα, και επάνω εις παλούκια. Μετά ταύτα σφίγγουσιν αυτόν εις μίαν γαλεάγραν και κατατζακίζουσι τα κόκκαλά του. Ταύτα δε όλα υπέμεινεν ευχαρίστως ο γενναίος του Κυρίου αγωνιστής. Όθεν δια την υπομονήν του ταύτην, περισσότερον άναψε τον τύραννον εις θυμόν. Και λοιπόν εβάλθη εις την φυλακήν. Είτα εκβάλλεται από την φυλακήν, και πάλιν ερωτάται αν προσκυνή τα ανωτέρω στοιχεία. Επειδή δε ευρέθη υγιής από τας προτέρας πληγάς, δια τούτο εκρέμασαν αυτόν κατακέφαλα και κατετρύπησαν το σώμα του με σουβλία.

Επειδή δε ο Άγιος ήκουσε του βασιλέως να φοβερίζη ακόμη αυτόν, ότι έχει να σκορπίση και να αφανίση τελείως όλα τα μέλη του σώματός του, δια τούτο ανταπεκρίθη προς αυτόν. Πιστεύω εις τον Θεόν μου, ότι αν με διασκορπίσης, οι Χριστιανοί θέλουν διαμοιρασθούν τα λείψανά μου. Και όποιος επικαλεσθή τον Θεόν δια μέσου του ονόματός μου, θέλει εύρη σωτηρίαν. Ευθύς δε οπού είπε τα λόγια ταύτα, απέκοψαν την ιεράν γλώσσαν του. Ο δε του Χριστού αθλητής σηκώσας τα ομμάτια, και τας χείρας του εις τον ουρανόν, επροσευχήθη με τον νουν του. Και ω του θαύματος! ακούει φωνήν από τον ουρανόν λέγουσαν. Η αίτησίς σου ετελειώθη. Και ιδού θέλεις λαλείς ως το πρότερον. Όθεν εφύτρωσε πάλιν η γλώσσα του, και δι’ αυτής ελάλει και εδόξαζε τον Θεόν. Ταύτα δε τα θαυμάσια βλέποντες οι λαοί, εθαύμασαν, και επίστευσαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν άνθρωποι τον αριθμόν χίλιοι διακόσιοι εβδομήκοντα. Βλέπωντας δε ο βασιλεύς, ότι πολλοί Πέρσαι δια μέσου του Αγίου πιστεύουν εις τον Χριστόν, επρόσταξε να κόψουν την κεφαλήν του. Επειδή δε και άλλοι πολλοί εφώναξαν λέγοντες. Βασιλεύ, και ημείς δια το όνομα του Χριστού, έτοιμοι είμεθα να αποθάνωμεν. Δια τούτο έδωκεν απόφασιν ο βασιλεύς να θανατώσουν και εκείνους. Επήραν λοιπόν όλους οι στρατιώται, και τους επήγαν εις τον τόπον της καταδίκης. Ο δε Άγιος Σαδώθ επροσευχήθη πρώτον εις τον Θεόν. Και έπειτα εσφράγισεν όλους τους συν αυτώ, όντας εκατόν είκοσι. Και έτζι αυτός μεν απεκεφαλίσθη πρότερον, ακολούθως δε, απεκεφαλίσθησαν και οι λοιποί. Και έλαβον όλοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.

*

 Ο Άγιος Λεόντιος ο Φιλόσοφος εν ειρήνη τελειούται.

Συ και λογισμούς ζων νόθους ήγξας πάτερ,
Και συλλογισμών γνους τέχνην απηλλάγης.

*

Οι Άγιοι Φίληξ Πρεσβύτερος και Ευσέβιος Διάκονος, ξίφει τελειούνται.

Τομήν κεφαλών Ευσέβιος και Φίληξ,
Φίλην δι’ ευσέβειαν ω πώς ηγάπων!

*

Όσιος Ιωάννης ΡίλαςΟ Όσιος Πατήρ ημών Ιωάννης ο Θαυματουργός, ο κατά το όρος του Ρίλα ασκήσας και την εκείσε Μονήν οικοδομήσας, εν ειρήνη τελειούται (3).

Κτίτωρ Μονής συ ω Ιωάννη Ρίλας,
Δειχθείς, κατοικείς νυν Μονάς τας εν πόλω.

Ούτος ο Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών Ιωάννης ο Θαυματουργός, εγεννήθη εις ένα χωρίον Σκρίνον καλούμενον, το οποίον ευρίσκετο κοντά εις την πόλιν Σοφίαν, την κοινώς Σόφιαν λεγομένην. Υιός γονέων ευσεβών και εναρέτων, Βουλγάρων όντων κατά το γένος, επί της βασιλείας του βασιλέως μεν των Βουλγάρων Πέτρου, του βασιλέως δε των Ρωμαίων Κωνσταντίνου του Διογένους, εν έτει ωπδ’ [884]. Εκ νεαράς δε ηλικίας ήτον ο Άγιος χρηστοήθης και ευλαβής, και εδούλευεν εις τον Θεόν μετά φόβου και αγάπης. Όθεν η αγάπη αύτη, εδίδαξεν αυτόν να φυλάττη τας εντολάς του Χριστού. Καθώς είπεν εν Ευαγγελίοις ο Κύριος· «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστίν ο αγαπών με» (Ιω. ιδ’, 21). Βλέποντες δε τον νέον μερικοί φθονεροί και αμελείς εις τα καλά έργα, ωνόμαζον αυτόν υποκριτήν. Ο δε Όσιος χωρίς να συλλογίζεται τας τοιαύτας κατηγορίας, εμοίρασε τα υπάρχοντά του εις τους πτωχούς. Και έτζι επήγεν εις Μοναστήριον και έγινε Μοναχός. Αφ’ ου δε εκεί εγυμνάσθη την υπακοήν και ταπείνωσιν, ηξιώθη ο αοίδιμος θεϊκής οπτασίας. Η οποία τον ωδήγησε να αναβή επάνω εις ένα βουνόν, και εκεί να ησυχάση. Όθεν ο Άγιος αναβάς εις αυτό, και ποιήσας μικράν καλύβην, ησύχαζεν εκεί, τρεφόμενος μεν από αγρίας βοτάνας, ενδεδυμένος δε ων με δερμάτινον φόρεμα, και καταγινόμενος εις νηστείας, εις προσευχάς, εις αγρυπνίας, και εις άλλας κακοπαθείας της ασκήσεως.

Ο δε ανεψιός του Οσίου, ονόματι Λουκάς, ακόμη παιδίον ων, έφυγε κρυφίως από τους γονείς του και επήγεν εις τον θείον του τούτον, ποθών δια να γένη μιμητής της πολιτείας του. Αλλ’ ο πατήρ του παιδίου μανθάνωντας ότι επήγεν εις τον θείον του, εκινήθη υπό του Διαβόλου. Και πηγαίνωντας εις τον Όσιον, ύβριζεν αυτόν με θυμόν, πλάνον και κακόγηρον αυτόν ονομάζωντας, διατί έκλεψεν τον υιόν του. Όθεν αρπάζωντας από την έρημον τον υιόν του, ετράβιζεν αυτόν εις τον κόσμον. Ο δε Άγιος προβλέπωντας ότι το παιδίον έχει να πέση εις τας παγίδας του Διαβόλου, παρεκάλεσε τον Θεόν, λέγων. Κύριε Ιησού Χριστέ, ίδε την θλίψιν της καρδίας μου, και ποίησον μετ’ εμού σημείον εις αγαθόν. Συ γαρ είπας «άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με. Των γαρ τοιούτων εστίν η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ιθ’, 14). Όθεν όταν επήγεν ο πατήρ του παιδίου εις ολίγον διάστημα, ω των κριμάτων σου Κύριε! εδάγκασε το παιδίον ένα οφίδι, και ευθύς με ελαφρόν θάνατον απέθανεν. Και ο μεν πατήρ του παιδίου στραφείς προς τον Όσιον, εμετανόει διατί επήρεν αυτό. Ο δε Όσιος εδόξασε τον Θεόν, παρηγορηθείς εις την λύπην του. Ότι δια του προσκαίρου θανάτου του σώματος, ελύτρωσε το παιδίον από τον μέλλοντα αιώνιον θάνατον της ψυχής του.

Μετά ταύτα, μη υποφέροντες οι δαίμονες τους πολλούς αγώνας του Οσίου, εφάνηκαν μίαν νύκτα εις σχήμα ληστών, και έδειραν αυτόν. Και από τον τόπον εκείνον τον εδίωξαν. Όθεν ο Όσιος αναχωρήσας, επήγεν εις την εσωτέραν έρημον του όρους Ρίλα, και εκατοίκησεν εις μίαν κουφάλαν ενός δένδρου μεγάλου. Κατά δε θείαν Πρόνοιαν εβλάστησεν η έρημος εκείνη ρεβίθια, από τα οποία ετρέφετο ο Όσιος εις πολύν καιρόν. Μερικοί δε βοσκοί, φιλευθέντες μίαν φοράν από τον Όσιον με τα ρεβίθια, έκλεψαν και κρυφίως από αυτά, και επήραν δια τον δρόμον. Αλλ’ όμως, θέλοντες να τα φάγουν, ευρήκαν εύκερα τα λουβία των ρεβιθίων. Όθεν επιστραφέντες, εζήτησαν συγχώρησιν από τον Άγιον. Μίαν φοράν ήλθεν ένας δαιμονισμένος προς τον Όσιον. Και ευθύς οπού ήλθε κοντά ένα στάδιον, έπεσε κάτω κυλιόμενος και λέγων. Φωτία με κατακαίει, και δεν ημπορώ να υπάγω παρέμπροσθεν. Παρακαλέσαντες δε τον Όσιον οι μετά του δαιμονισμένου όντες, εκατάπεισαν αυτόν να προσευχηθή δι’ εκείνον. Όθεν παρακαλέσας ο Άγιος τον Θεόν, εποίησε τον δαιμονιζόμενον υγιή.

Ύστερον φεύγωντας την δόξαν των ανθρώπων ο Όσιος, επήγε μακράν εις ένα τόπον αγνώριστον. Και ευρών ένα σπήλαιον εις μίαν πέτραν υψηλήν, εκατοίκησεν εκεί. Οι δε δαίμονες πέρνοντες αυτόν, τον εκρήμνιζον κάτω, αλλ’ ο Άγιος πάλιν ανέβαινεν εις αυτό. Έως ου οι δαίμονες Θεού βοηθεία έγιναν άφαντοι. Όθεν από τότε Άγγελος Κυρίου έφερνεν εις τον Όσιον τροφήν κάθε ημέραν. Και επληρώθη εις αυτόν το γεγραμμένον· «Άρτον Αγγέλων έφαγεν άνθρωπος» (Ψαλ. οζ’, 27). Κατ’ εκείνον τον καιρόν επήγεν εις την πόλιν Σοφίαν Πέτρος ο ευσεβής βασιλεύς των Βουλγάρων. Και ακούσας περί του Αγίου, έστειλεν εις την έρημον εννέα ανθρώπους κυνηγούς, δια να εύρουν αυτόν. Οίτινες μετά πέντε ημέρας μόλις ευρόντες τον Άγιον, ευλογήθησαν από αυτόν. Και εδιηγήθησαν τον πόθον, οπού είχεν ο βασιλεύς να τον απολαύση. Επειδή δε οι άνθρωποι ήτον πεινασμένοι, ετραπέζωσεν ο Όσιος εις αυτούς τον ένα άρτον, οπού του έφερνεν ο Άγγελος. Από τον οποίον έφαγον και οι εννέα και εχόρτασαν. Και πάλιν επερίσσευσεν ο μισός άρτος. Όθεν εκπλαγέντες δια το θαύμα τούτο, εγύρισαν εις τον βασιλέα, και ανήγγειλαν αυτώ το γενόμενον.

Ο δε βασιλεύς ταύτα μαθών επήγεν ο ίδιος εις το όρος εκείνο, ομού με τους άρχοντάς του, δια να ειδή τον Άγιον. Επειδή όμως δεν εδυνήθη να προχωρέση έμπροσθεν, δια το τραχύ και κρημνώδες του τόπου, δια τούτο από μακράν είδε την υψηλήν πέτραν και το σπήλαιον, οπού εκατοίκει ο Όσιος. Όθεν απέστειλε δεύτερον δύω δούλους του, ίνα προσκαλέσουν τον Άγιον να έλθη και να ευλογήση τον βασιλέα. Αλλ’ ο Όσιος δεν έστερξε να εύγη από την ησυχίαν του. Επαίνεσε δε μόνον την του βασιλέως ευλάβειαν, και υπέσχετο, ότι έχουν να ιδούν ένας τον άλλον εν τη Βασιλεία του Θεού, εάν καρπούς αξίους της μετανοίας ποιήσωσιν. Όθεν εγύρισεν ο βασιλεύς περίλυπος, διατί δεν επέτυχε της αιτήσεως. Ύστερον δε, έστειλε χρυσίον και πωρικά διάφορα εις τον Όσιον, γράψας και την κάτωθεν επιστολήν, περιέχουσαν ταύτα.

«Τω σεβασμίω μοι Πατρί Ιωάννη ερημοπολίτη του Ρίλα, Πέτρος βασιλεύς. Ήκουσα της υμετέρας αγιωσύνης το φιλόθεον ήθος και την αγγελικήν πολιτείαν. Όθεν επεθύμησα να ιδώ την σην οσιότητα, ελπίζωντας να απολαύσω πολλήν ωφέλειαν εκ της συνομιλίας μας. Επειδή η ματαία δόξα του κόσμου τούτου, και αι ηδοναί, και ο πλούτος, αυτά καταποντίζουσιν ημάς, ωσάν κύματα της θαλάσσης. Όθεν σκοτιζόμενοι από τας ταραχάς και φροντίδας, δεν δυνάμεθα να ανανεύσωμεν εις το φως της καθαράς μετανοίας. Δια τούτο και επεθύμουν να απολαύσω κάποιον ολίγον φωτισμόν από την αγιωσύνην σου, οσιώτατε Πάτερ. Αλλ’ όμως και αυτής της χάριτος υστερήθην δια το πλήθος των αμαρτιών μου. Όθεν παρακαλώ, καν να μοι στείλετε κάποιαν παρηγορίαν και παράκλησιν δια λόγου, ίνα δροσίσω τον καύσωνα της θλίψεώς μου. Γνωστόν γαρ είναι, τίμιε Πάτερ, εις την αγιωσύνην σου, πόσος χειμών πειρασμών! και πόσαι ταραχαί καταβυθίζουσι τας καρδίας των βασιλέων!»

Ταύτην την επιστολήν του βασιλέως εδέχθη ο Όσιος, ομού και τας ασκητικάς τροφάς, ήγουν τα πωρικά, το δε χρυσάφι δεν εδέχθη. Όθεν απεκρίθη ούτως εις τον βασιλέα.

«Τω ευσεβεστάτω αυτοκράτορι του Βουλγαρικού σκήπτρου, βασιλεί Πέτρω, ο πτωχός Ιωάννης. Όλα τα δώρα της υμετέρας βασιλείας δεν είναι χρήσιμα εις ημάς. Όθεν τα μεν πωρικά μόνα, εδέχθην, και επαινώ την υμών αγάπην. Το δε χρυσίον, ας έχη η βασιλεία σου. Διατί αυτό πολλά βλάπτει τους Μοναχούς. Μάλιστα δε εις τους αναχωρητάς είναι παντελώς άχρηστον. Εις τι γαρ και έχουν τούτο να μεταχειρισθούν; Εάν ουν την Βασιλείαν των Ουρανών θέλης κληρονομήσαι, ω βασιλεύ, γενού πράος και ευκολοπλησίαστος εις τους υπηκόους σου, έχων τας βασιλικάς ταύτας αρετάς, ήγουν την συμπάθειαν, και το έλεος. Δια μέσου γαρ αυτών έχει να λάμπη περισσότερον η πορφύρα και το διάδημα της βασιλείας σου. Ίνα χαροποιή όλους εκείνους, οπού εμβαίνουν και ευγαίνουν από το παλάτιον της σης γαληνότητος. Φεύγε τας αδικίας και αρπαγάς. Έχε, την μεν μνήμην του θανάτου, ωσάν αχώριστον σύζυγον. Τους δε αναστεναγμούς και τα δάκρυα, ωσάν φίλτατα τέκνα σου. Γενού ευπειθής και υπήκοος εις την Εκκλησίαν του Χριστού την Μητέρα σου, και τίμα τους εν αυτή πρωτοθρόνους, ήτοι τους Πατριάρχας. Ίνα και ο Βασιλεύς των βασιλευόντων, βλέπωντας την ταπείνωσίν σου, χαρίσηταί σοι τα αγαθά, α ητοίμασε τοις αγαπώσιν αυτόν εν τη Βασιλεία των Ουρανών».

Ταύτην την επιστολήν του Οσίου λαβών ο βασιλεύς, κατεφίλει. Και συχνάκις την ανεγίνωσκε, χαίρων εις αυτήν, ωσάν εις κανένα θησαυρόν, και μεγάλως εξ αυτής παρηγορούμενος. Έμεινε λοιπόν εν τω τόπω εκείνω του Ρίλα μέχρι τέλους ο Όσιος. Όθεν πολλοί αδελφοί ελθόντες εις αυτόν, τον επαρεκάλεσαν και τους εδέχθη, δια να μιμούνται την ένθεον πολιτείαν του. Επειδή δε επλήθυναν οι μαθηταί του, δια τούτο έκτισεν Εκκλησίαν και Μοναστήριον εκεί, και πολλούς σεσωσμένους προσέφερεν εις τον Χριστόν, και ασθενείς διαφόρους, και δαιμονισμένους πολλούς ιάτρευσε. Προγνωρίσας δε ο αοίδιμος τον θάνατόν του, εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια. Είτα ευχηθείς τους μαθητάς του, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, ζήσας χρόνους εβδομήκοντα. Ετάφη δε το λείψανον του Αγίου παρά των μαθητών του εκεί εις το σπήλαιον.

Μετά δε τον ενταφιασμόν του, εύγαινεν ευωδία από τον τάφον του. Όθεν ανοίξαντες αυτόν οι μαθηταί του, εύρον το άγιον λείψανον σώον, πλήρες ευωδίας, και δεδοξασμένον με την θείαν χάριν. Ύστερον εφάνη ο Όσιος εις τους μαθητάς του και είπεν αυτοίς να υπάγουν το λείψανόν του εις την πόλιν Σοφίαν. Εκεί λοιπόν αυτό ευρισκόμενον ετέλει πολλά θαυμάσια. Όθεν ο καίσαρ, Χρέλιος ονόματι, ευλαβεία φερόμενος προς τον Άγιον, έκτισεν εκεί Μοναστήριον μέγα εις όνομα της γεννήσεως της Θεοτόκου. Όταν δε ο Κράλης της Ουγγαρίας εσκλάβωσε την ρηθείσαν πόλιν Σοφίαν, τότε επήρε και το λείψανον του Οσίου, και απεθησαύρισεν αυτό εις την εδικήν του πόλιν, την καλουμένην Οστρογόν. Επειδή δε ο ταύτης Επίσκοπος εβλασφήμει κατά του Αγίου λέγων, ότι δεν εύρισκεν αυτόν γεγραμμένον μαζί με τους παλαιούς Αγίους, δια την βλασφημίαν του ταύτην, εβούβανεν αυτόν ο Άγιος. Μετανοήσας δε ύστερον, και προσελθών μετά ευλαβείας εις το λείψανον του Αγίου, έλαβε την λύσιν της γλώσσης του. Τούτο το θαύμα βλέπων ο Κράλης, εκόσμησε την θήκην του λειψάνου με αργύριον και χρυσίον, και έστειλεν αυτήν με τιμήν οπίσω εις την Σοφίαν.

Μετά ταύτα ο ευσεβής βασιλεύς των Βουλγάρων Ιωάννης ο Ασάνης, πέρνωντας την πόλιν Σοφίαν, και ιδών και ασπασάμενος το άγιον λείψανον, έγραψε προς τον Τορνόβου Αρχιερέα, και ήλθε και επήρε το άγιον λείψανον, ομού με τον κλήρον του, και απεθησαύρισεν αυτό με τιμήν εις την βασιλικήν καθέδραν: ήτοι εις την πόλιν Τορνόβου, οπού έκτισε και Εκκλησίαν επ’ ονόματι του Αγίου τούτου Ιωάννου. Αφ’ ου δε οι Αγαρηνοί επήραν την πόλιν του Τορνόβου, μετεκομίσθη το λείψανον από τον Τόρνοβον εις το Μοναστήριον της Ρίλας, όπου ευρίσκεται έως της σήμερον, ευωδίαν άρρητον πνέον, και ιάσεις παρέχον εις τους μετά πίστεως τούτω προστρέχοντας.

(3) Σημείωσαι, ότι το Συναξάριον τούτο μετεγλωττίσθη εκ του Σλαβονικού υπό του οσιολογιωτάτου κυρίου Σεραφείμ, συνεργία και εξόδω του πανοσιωτάτου αγίου επιτρόπου της ιεράς και βασιλικής Μονής του Χιλανταρίου κυρίου Ιωνά. Οις και την χάριν ομολογείν δίκαιον.

 Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος Προφήτης ΙωήλΤῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΘ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Προφήτου Ἰωήλ.

Ὁ γῆς Ἰωὴλ ἐκτραγῳδήσας πάθη,
Μετῆλθεν ἐκ γῆς εἰς τόπον κρείττω πάθους.

Ἐννεακαιδεκάτῃ μόρος ἀμφεκάλυψεν Ἰωήλ.

Οὗτος ὁ Προφήτης ἦτον ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ῥουβίμ, υἱὸς Βαθουήλ, ἐκ τοῦ ἀγροῦ τοῦ καλουμένου Μεθομορρῶν. Ἑρμηνεύεται δὲ Ἰωήλ, ἀγάπη Κυρίου, ἢ ἀρχή, ἢ ἀπαρχὴ Θεοῦ. Ἐπροφήτευσε δὲ ὁ Προφήτης οὗτος διὰ τὴν πεῖναν, ὁποῦ ἔμελλον νὰ λάβουν οἱ Ἰουδαῖοι. Καὶ διὰ τὸν ἀφανισμὸν τῶν νομικῶν θυσιῶν. Καὶ διὰ τὸ πάθος δικαίου Προφήτου, διὰ μέσου τοῦ ὁποίου ἔχει νὰ ἀνακαινισθῇ εἰς σωτηρίαν ὅλη ἡ γῆ. Καὶ ταῦτα προφητεύσας, ἀπέθανε καὶ ἐτάφη εἰς τὴν ἐδικήν του γῆν. Προέλαβε δὲ οὗτος τὴν τοῦ Χριστοῦ ἔλευσιν ἔτη ω΄ [800] (1).

(1) Περὶ τοῦ θείου τούτου Ἰωὴλ ταῦτα γράφει ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὰ Ἰουδαϊκά του. Ἤγουν ὅτι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Ὀζίου καὶ Ἰωάθαμ καὶ Ἄχαζ, καὶ Ἐζεκίου τῶν βασιλέων Ἰούδα, καὶ Ἱεροβοὰμ τοῦ δευτέρου βασιλέως Ἰσραήλ. Εἰς τρία δὲ κεφάλαια διαμερίζεται ἡ προφητεία του. Ἐν δὲ τῷ β΄ εὐαγγελίζεται πάσης σάλπιγγος εὐηχότερον, τὴν ἔνσαρκον ἔλευσιν τοῦ Θεοῦ Λόγου, καὶ τὴν κάθοδον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπαγγέλλεται. Καὶ τὸ σωτήριον πάθος, καὶ τὴν δευτέραν παρουσίαν αὐτοῦ. Ὁ δὲ Κλήμης ὁ Κανόνικος λέγει, ὅτι ὁ Ἰωὴλ ἦτον σύγχρονος μὲ τὸν Προφήτην Ἀμώς. Σημείωσαι, ὅτι εἶναι καὶ ἄλλος Προφήτης, Ἰωὴλ ὀνομαζόμενος, ὅστις ἐποίησε βιβλίον, ὃ νῦν οὐ σῴζεται, καὶ ὅρα εἰς τὴν τριακοστὴν τοῦ Μαρτίου, ὅτε ἑορτάζεται.

*

Άγιος ΟυάροςΤῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Οὐάρου.

Ξεσμοὺς ἀπείρους καρτεροῦντος Οὐάρου,
Σατᾶν πλάνης ἔξαρχος οὐαί μοι λέγει.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει τδ΄ [304], ἐσυναριθμεῖτο δὲ μὲ τὸ βασιλικὸν στράτευμα τὸ ἐν Αἰγύπτῳ εὑρισκόμενον, καὶ μὲ τὸ τάγμα τὸ ἐκ Τυάνων, ὀνομαστὸς ὢν κατὰ τὸ γένος, καὶ ἀσύγκριτος κατὰ τὴν ἀνδρίαν τοῦ σώματος. Ὅθεν διὰ τὰ τοιαῦτα προτερήματά του, ἦτον ἀγαπητὸς καὶ πολλοῦ ἄξιος κοντὰ εἰς τὸν βασιλέα Μαξιμιανόν. Οὗτος λοιπὸν ὁ μακάριος, μὲ τὸ νὰ ἦτον εὐσεβὴς Χριστιανός, ἐπιμελεῖτο κρυφίως τοὺς ἐν ταῖς φυλακαῖς εὑρισκομένους διὰ τὴν πίστιν Χριστιανούς. Καὶ ἐπαρακάλει τὸν Θεόν, νὰ ἀξιωθῇ νὰ πάθῃ καὶ αὐτός, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι. Ἔτυχε δὲ μίαν φορὰν καὶ ἐκλείσθησαν εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὴν πίστιν, ἑπτὰ (2) ἐρημῖται ἀσκηταί. Ὅθεν ἐπεσκέπτετο αὐτοὺς ὁ Ἅγιος Οὔαρος. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ἀπέθανε μέσα εἰς τὴν φυλακήν, διὰ τοῦτο ἀντὶ ἐκείνου, ἐσυναρίθμησε τὸν ἑαυτόν του μὲ τοὺς λοιποὺς ὁ ἀοίδιμος οὗτος. Ὅθεν εὐθὺς κρεμασθείς, δέρνεται μὲ ῥαβδία χοντρά. Ἔπειτα ἁπλωθεὶς κατὰ γῆς, ἐδάρθη μὲ λωρία ὠμά. Εἶτα ἐσύρθη κατὰ γῆς ἀπὸ τέσσαρας στρατιώτας. Μετὰ ταῦτα κρεμασθεὶς πάλιν, καταξεσχίζεται μὲ σιδηρένια ὀνύχια, καὶ ὑστερεῖται τὰς περισσοτέρας σάρκας τοῦ σώματός του. Καὶ ἔτζι μέσα εἰς τὰς τοιαύτας βασάνους, αἱ ὁποῖαι παρετάθησαν εἰς πέντε ὥρας, παραδίδει τὴν ψυχήν του τῷ ποθουμένῳ Χριστῷ, ὁ καλλίνικος τούτου ἀγωνιστής, καὶ λαμβάνει τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.

Μία δὲ γυναῖκα εὐγενὴς καὶ πλουσία, Κλεοπάτρα ὀνομαζομένη, ἐπῆγε τὴν νύκτα καὶ ἐπῆρε τὸ λείψανον τοῦ Μάρτυρος. Πέρνουσα δὲ αὐτὸ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πατρίδα της Παλαιστίνην, ὁμοῦ μὲ τὸν μονογενῆ της υἱόν, καὶ ἐκεῖ ἔκτισε Ναὸν πολυέξοδον εἰς τὸ τοῦ Μάρτυρος ὄνομα. Τότε ἠκολούθησε καὶ ἕνα τοιοῦτον συμβεβηκός, σμιγμένον μὲ λύπην ὁμοῦ καὶ χαράν. Διότι ἡ φιλόθεος ἐκείνη γυνή, φιλοτιμουμένη διὰ νὰ χαίρῃ ἀπὸ κάθε μέρος, ἀγόρασε μὲ ἄσπρα ἀπὸ τὸν βασιλέα, ἕνα βασιλικὸν ἀξίωμα διὰ νὰ τὸ ἔχῃ ὁ υἱός της. Ὅθεν πέρνουσα τὴν χλαμύδα καὶ τὴν ζώνην, τὰ παράσημα τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος, τὰ ἔβαλεν ἐπάνω εἰς τὸ λείψανον τοῦ Μάρτυρος, διὰ νὰ εὐλογηθοῦν παρ’ αὐτοῦ. Ἔπειτα ἐπαρακάλεσε τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς, ὁποῦ ἐσυνάχθησαν διὰ νὰ ἐγκαινιάσουν τὸν Ναὸν τοῦ Μάρτυρος, νὰ εὐλογήσουν καὶ αὐτοὶ τὰ ἴδια ἐκεῖνα. Καὶ ἔτζι τὰ ἐφόρεσεν ὁ υἱός της. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐτελείωσαν τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ, καὶ ἐβάλθη τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου Οὐάρου μέσα εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα, τότε ἡ θαυμαστὴ Κλεοπάτρα ἐφίλευσε φιλοτίμως ὅλους, ὅσοι ἐσυνάχθησαν, καὶ τούτους ὑπηρέτει αὐτὴ ἡ ἰδία καὶ ὁ υἱός της, μὲ μεγάλην προθυμίαν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ υἱός της ἐκοπίασε πολλὰ ὑπηρετῶν, καὶ ἡ ἡμέρα ἔφθασεν εἰς τὴν δύσιν, διὰ τοῦτο ἔπεσεν εἰς τὴν κλίνην του διὰ νὰ ἀναπαυθῇ.

Ἡ δὲ μήτηρ του παρεκάλει αὐτὸν νὰ σηκωθῇ διὰ νὰ φάγῃ πρῶτον ψωμί, καὶ ἔπειτα νὰ κοιμηθῇ μὲ ἀνάπαυσιν. Βλέπουσα δέ, πῶς ὁ υἱός της ἐθερμαίνετο ἀπὸ μίαν λαύραν θέρμην, οὐδὲ αὐτὴ δὲν ἠθέλησε νὰ φάγῃ τελείως. Ἀλλὰ ἔμενε νὰ ἰδῇ, πῶς ἔχει νὰ ἀποβῇ ἡ ἀσθένεια τοῦ υἱοῦ της. Καὶ λοιπὸν καθημένη κοντὰ εἰς τὸν μονογενῆ της νηστικὴ καὶ ἄϋπνος, κατεφλέγετο εἰς τὰ σπλάγχνα ἀπὸ τὴν λύπην, ὄχι ὀλιγώτερον ἀπὸ τὸν υἱόν της. Εἶτα βλέπουσα πῶς ὁ υἱός της ἀπέθανε, πρῶτον μέν, ἀπὸ τὴν λύπην της ἔπεσεν ὡσὰν νεκρὰ εἰς τὴν γῆν. Ἔπειτα δὲ ὅταν ἦλθεν ὀλίγον εἰς τὸν ἑαυτόν της, φορτόνεται τὸν νεκρὸν υἱόν της εἰς τοὺς ὤμους της, καὶ φέρει τοῦτον καὶ ἀποθέττει ἐπάνω εἰς τὸν τάφον τοῦ Μάρτυρος, κλαίουσα καὶ θρηνοῦσα τὴν τοῦ φιλτάτου της υἱοῦ στέρησιν. Καὶ τί λόγια δὲν ἔλεγεν; ἢ τί κινήματα καὶ ἔργα δὲν ἔπραττεν, ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποῦ ἠμποροῦν νὰ τραβίξουν τοὺς ἀνθρώπους εἰς σπλάγχνος καὶ δάκρυα; Ἔπειτα καὶ πρὸς τὸν Μάρτυρα ἐπιστρέφουσα, ἐπαραπονεῖτο, καὶ τρόπον τινά, εἶχε κρίσιν μὲ αὐτόν. Διατὶ ἄφησε τὸν υἱόν της νὰ ἀποθάνῃ, ὁποῦ τόσον πολλὰ τὸν ἠγάπα. Τελευταῖον δέ, παρεκάλει θερμῶς τὸν Ἅγιον νὰ κάμῃ ἕνα ἀπὸ τὰ δύω, ἢ τὸν υἱόν της νὰ ἀναστήσῃ, ἢ νὰ πάρῃ καὶ αὐτὴν μαζὶ μὲ ἐκεῖνον.

Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἔλεγε ταῦτα πικρῶς, ἦλθεν ὕπνος εἰς αὐτὴν καὶ ἐκοιμήθη ὀλίγον. Καὶ ἰδοὺ φαίνεται εἰς τὸν ὕπνον της ὁ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς Οὔαρος, ἔχωντας μαζί του καὶ τὸν υἱόν της. Ἦτον δὲ καὶ οἱ δύω στολισμένοι μὲ λαμπρὰ καὶ ὑπέρφωτα ἱμάτια. Ἐφόρουν δὲ εἰς τὰς κεφαλάς των λαμπροτάτους στεφάνους. Οὗτοι λοιπὸν φανέντες εἰς τὴν Κλεοπάτραν, καὶ μὲ τὴν ὑπερφυσικὴν ἐκείνην καὶ ἔνδοξον θεωρίαν τους, καὶ μὲ τὰ χαροποιὰ λόγιά των, τόσον πολλὰ ἐπαρηγόρησαν τὴν ψυχήν της, ὥστε ὁποῦ καὶ αὐτὴ εἰς τὸ ἑξῆς τοὺς ἐπαρεκάλει, νὰ πάρουν μαζί των καὶ αὐτήν, διὰ νὰ εὑρίσκεται πάντοτε μὲ αὐτοὺς εἰς τοιαύτην δόξαν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἔτζι τὴν ἐχαροποίησαν, ἔγιναν ἄφαντοι ἀπὸ αὐτήν. Ἡ δὲ Κλεοπάτρα εὐθὺς ἐξυπνήσασα, εὑρέθη γεμάτη ἀπὸ χαρὰν ὑπερβάλλουσαν. Ὅθεν διηγησαμένη τὴν ὀπτασίαν εἰς τοὺς ἐκεῖ εὑρεθέντας, ἐκίνησεν ὅλους εἰς ἔκπληξιν καὶ δοξολογίαν Θεοῦ. Πέρνουσα λοιπὸν τὸ ποθεινὸν σῶμα τοῦ υἱοῦ της, τὸ ἀπόθεσε κοντὰ εἰς τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος, καὶ οὕτως ἀπέδωκε μετὰ τῶν παρευρεθέντων ὁλονύκτιον εὐχαριστίαν εἰς τὸν Μάρτυρα. Ἔπειτα διαμοιράσασα τὸν πλοῦτόν της εἰς τοὺς πένητας, καὶ πενιχρὰ ἱμάτια φορέσασα, ἐκάθητο λοιπὸν κοντὰ εἰς τὸν τάφον τοῦ Μάρτυρος, ὑπηρετοῦσα προθύμως. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασεν ἐκεῖ ἑπτὰ χρόνους, μὲ νηστείας καὶ προσευχὰς καὶ δάκρυα, τοσοῦτον ἐκαθάρθη ἡ μακαρία, ὥστε ὁποῦ κάθε Κυριακὴν ἔβλεπε τὸν τοῦ Χριστοῦ Μάρτυρα καὶ τὸν υἱόν της, λαμπρῶς ἐστολισμένους, οἵτινες φαινόμενοι ἔδιδαν παρηγορίαν εἰς τὴν λύπην της. Οὕτω λοιπὸν διαπεράσασα ἡ ἀοίδιμος, ἐν εἰρήνῃ ἐτελειώθη, καὶ ἀπῆλθε διὰ νὰ ἀπολαύσῃ τὸν Ἅγιον Οὔαρον, καὶ τὸν ποθούμενον υἱόν της εἰς τὰ οὐράνια. Τὸ δὲ σῶμα αὐτῆς ἐνταφιάσθη, κοντὰ εἰς τὸν τάφον τοῦ υἱοῦ της. (Τὸν πλατύτερον Βίον τοῦ Ἁγίου τούτου, ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον. Τοῦτον δὲ ἑλληνιστὶ συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Μαξιμιανοῦ τοῦ τυράννου». Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις καὶ πρὸ τούτων ἐν τῇ Λαύρᾳ.)

(2) Ἐν δὲ τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ γράφεται, ὅτι οἱ μὲν ἓξ ἐρημῖται παρεστάθησαν ἐπὶ τοῦ βήματος. Ἐρωτηθέντων δὲ αὐτῶν καὶ διὰ τὸν ἕβδομον συνασκητήν τους καὶ ἀποκριθέντων, ὅτι ἐκεῖνος ἀπέθανε πρότερον εἰς τὴν ἔρημον, τότε ἀντὶ ἐκείνου ὁ γενναῖος Οὔαρος εἰσπηδήσας εἰς τὸ μέσον, παρέδωκεν ἑαυτὸν εἰς τὸ μαρτύριον.

*

Οἱ ἐκ τῆς ἐρήμου ἓξ Ὁσιομάρτυρες, οἱ σὺν τῷ Ἁγίῳ Οὐάρῳ ἀθλήσαντες, ξίφει τελειοῦνται.

Ἀσκητικῶς ζήσαντες ἄνδρες ἓξ ἅμα,
Ἀθλητικῶς θνήσκουσιν ἐκ ξίφους ἅμα.

*

Μνήμη τῶν ἐν Περσίδι Ἁγίων Μαρτύρων Σαδὼθ Ἐπισκόπου, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ ἑκατὸν εἴκοσι.

Εἰς τὸν Σαδώθ.

Σαδὼθ ὁ θεῖος τὴν κάραν τμηθεὶς ξίφει,
Θεοῦ Σαββαὼθ νῦν παρίσταται θρόνῳ.

Εἰς τοὺς ἑκατὸν εἴκοσι Μάρτυρας.

Δεκὰς δεκαπλῆ Μαρτύρων συμμαρτύρων,
Καὶ δὶς δέκα θνήσκουσι πληγέντες ξίφει.

Κατὰ τοὺς χρόνους, ὁποῦ ἐβασίλευεν ὁ Σαβώριος εἰς τὴν Περσίαν, ἐν ἔτει τλ΄ [330], ἦτον Ἐπίσκοπος ὁ Ἅγιος οὗτος Σαδὼθ εἰς μίαν ἐπαρχίαν τῆς Περσίας. Ἐπειδὴ δὲ οὗτος ἐδίδασκε μὲν τὸν λαὸν τοῦ Χριστοῦ, ἐβάπτιζε δὲ καὶ μερικοὺς Πέρσας, τούτου χάριν ἐδιαβάλθη εἰς τὸν βασιλέα Σαβώριον. Καὶ παρασταθεὶς εἰς αὐτόν, καὶ μὴ πεισθεὶς διὰ νὰ προσκυνήσῃ τὸν ἥλιον καὶ τὴν φωτίαν καὶ τὸ νερόν, δέρνεται μὲ ῥαβδία. Ἔπειτα κόπτουσι τὸ δέρμα του, ἀπὸ τὸ μέτωπον ἕως τῶν ὀνύχων τῶν ποδῶν. Καὶ οὕτως εὐγάνουσιν ἕνα λωρὶ τέσσαρα δάκτυλα εἰς τὸ πλάτος. Ἔπειτα δέρνουσιν αὐτὸν μὲ νεῦρα βοδίων. Καὶ κυλίουσιν αὐτὸν ἐπάνω εἰς ἀναμμένα κάρβουνα, καὶ ἐπάνω εἰς παλούκια. Μετὰ ταῦτα σφίγγουσιν αὐτὸν εἰς μίαν γαλεάγραν καὶ κατατζακίζουσι τὰ κόκκαλά του. Ταῦτα δὲ ὅλα ὑπέμεινεν εὐχαρίστως ὁ γενναῖος τοῦ Κυρίου ἀγωνιστής. Ὅθεν διὰ τὴν ὑπομονήν του ταύτην, περισσότερον ἄναψε τὸν τύραννον εἰς θυμόν. Καὶ λοιπὸν ἐβάλθη εἰς τὴν φυλακήν. Εἶτα ἐκβάλλεται ἀπὸ τὴν φυλακήν, καὶ πάλιν ἐρωτᾶται ἂν προσκυνῇ τὰ ἀνωτέρω στοιχεῖα. Ἐπειδὴ δὲ εὑρέθη ὑγιὴς ἀπὸ τὰς προτέρας πληγάς, διὰ τοῦτο ἐκρέμασαν αὐτὸν κατακέφαλα καὶ κατετρύπησαν τὸ σῶμά του μὲ σουβλία.

Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος ἤκουσε τοῦ βασιλέως νὰ φοβερίζῃ ἀκόμη αὐτόν, ὅτι ἔχει νὰ σκορπίσῃ καὶ νὰ ἀφανίσῃ τελείως ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός του, διὰ τοῦτο ἀνταπεκρίθη πρὸς αὐτόν. Πιστεύω εἰς τὸν Θεόν μου, ὅτι ἂν μὲ διασκορπίσῃς, οἱ Χριστιανοὶ θέλουν διαμοιρασθοῦν τὰ λείψανά μου. Καὶ ὅποιος ἐπικαλεσθῆ τὸν Θεὸν διὰ μέσου τοῦ ὀνόματός μου, θέλει εὕρῃ σωτηρίαν. Εὐθὺς δὲ ὁποῦ εἶπε τὰ λόγια ταῦτα, ἀπέκοψαν τὴν ἱερὰν γλῶσσάν του. Ὁ δὲ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς σηκώσας τὰ ὀμμάτια, καὶ τὰς χεῖράς του εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπροσευχήθη μὲ τὸν νοῦν του. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἀκούει φωνὴν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν λέγουσαν. Ἡ αἴτησίς σου ἐτελειώθη. Καὶ ἰδοὺ θέλεις λαλεῖς ὡς τὸ πρότερον. Ὅθεν ἐφύτρωσε πάλιν ἡ γλῶσσά του, καὶ δι’ αὐτῆς ἐλάλει καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. Ταῦτα δὲ τὰ θαυμάσια βλέποντες οἱ λαοί, ἐθαύμασαν, καὶ ἐπίστευσαν εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἄνθρωποι τὸν ἀριθμὸν χίλιοι διακόσιοι ἑβδομήκοντα. Βλέπωντας δὲ ὁ βασιλεύς, ὅτι πολλοὶ Πέρσαι διὰ μέσου τοῦ Ἁγίου πιστεύουν εἰς τὸν Χριστόν, ἐπρόσταξε νὰ κόψουν τὴν κεφαλήν του. Ἐπειδὴ δὲ καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἐφώναξαν λέγοντες. Βασιλεῦ, καὶ ἡμεῖς διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἕτοιμοι εἴμεθα νὰ ἀποθάνωμεν. Διὰ τοῦτο ἔδωκεν ἀπόφασιν ὁ βασιλεὺς νὰ θανατώσουν καὶ ἐκείνους. Ἐπῆραν λοιπὸν ὅλους οἱ στρατιῶται, καὶ τοὺς ἐπῆγαν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης. Ὁ δὲ Ἅγιος Σαδὼθ ἐπροσευχήθη πρῶτον εἰς τὸν Θεόν. Καὶ ἔπειτα ἐσφράγισεν ὅλους τοὺς σὺν αὐτῷ, ὄντας ἑκατὸν εἴκοσι. Καὶ ἔτζι αὐτὸς μὲν ἀπεκεφαλίσθη πρότερον, ἀκολούθως δέ, ἀπεκεφαλίσθησαν καὶ οἱ λοιποί. Καὶ ἔλαβον ὅλοι τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.

*

Ὁ Ἅγιος Λεόντιος ὁ Φιλόσοφος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Σὺ καὶ λογισμοὺς ζῶν νόθους ἦγξας πάτερ,
Καὶ συλλογισμῶν γνοὺς τέχνην ἀπηλλάγης.

*

Οἱ Ἅγιοι Φίληξ Πρεσβύτερος καὶ Εὐσέβιος Διάκονος, ξίφει τελειοῦνται.

Τομὴν κεφαλῶν Εὐσέβιος καὶ Φίληξ,
Φίλην δι’ εὐσέβειαν ὢ πῶς ἠγάπων!

*

Όσιος Ιωάννης ΡίλαςὉ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης ὁ Θαυματουργός, ὁ κατὰ τὸ ὄρος τοῦ Ῥίλα ἀσκήσας καὶ τὴν ἐκεῖσε Μονὴν οἰκοδομήσας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (3).

Κτίτωρ Μονῆς σὺ ὦ Ἰωάννη Ῥίλας,
Δειχθείς, κατοικεῖς νῦν Μονὰς τὰς ἐν πόλῳ.

Οὗτος ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης ὁ Θαυματουργός, ἐγεννήθη εἰς ἕνα χωρίον Σκρίνον καλούμενον, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο κοντὰ εἰς τὴν πόλιν Σοφίαν, τὴν κοινῶς Σόφιαν λεγομένην. Υἱὸς γονέων εὐσεβῶν καὶ ἐναρέτων, Βουλγάρων ὄντων κατὰ τὸ γένος, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ βασιλέως μὲν τῶν Βουλγάρων Πέτρου, τοῦ βασιλέως δὲ τῶν Ῥωμαίων Κωνσταντίνου τοῦ Διογένους, ἐν ἔτει ωπδ΄ [884]. Ἐκ νεαρᾶς δὲ ἡλικίας ἦτον ὁ Ἅγιος χρηστοήθης καὶ εὐλαβής, καὶ ἐδούλευεν εἰς τὸν Θεὸν μετὰ φόβου καὶ ἀγάπης. Ὅθεν ἡ ἀγάπη αὕτη, ἐδίδαξεν αὐτὸν νὰ φυλάττῃ τὰς ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ. Καθὼς εἶπεν ἐν Εὐαγγελίοις ὁ Κύριος· «Ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με» (Ἰω. ιδ΄, 21). Βλέποντες δὲ τὸν νέον μερικοὶ φθονεροὶ καὶ ἀμελεῖς εἰς τὰ καλὰ ἔργα, ὠνόμαζον αὐτὸν ὑποκριτήν. Ὁ δὲ Ὅσιος χωρὶς νὰ συλλογίζεται τὰς τοιαύτας κατηγορίας, ἐμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του εἰς τοὺς πτωχούς. Καὶ ἔτζι ἐπῆγεν εἰς Μοναστήριον καὶ ἔγινε Μοναχός. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκεῖ ἐγυμνάσθη τὴν ὑπακοὴν καὶ ταπείνωσιν, ἠξιώθη ὁ ἀοίδιμος θεϊκῆς ὀπτασίας. Ἡ ὁποία τὸν ὡδήγησε νὰ ἀναβῇ ἐπάνω εἰς ἕνα βουνόν, καὶ ἐκεῖ νὰ ἡσυχάσῃ. Ὅθεν ὁ Ἅγιος ἀναβὰς εἰς αὐτό, καὶ ποιήσας μικρὰν καλύβην, ἡσύχαζεν ἐκεῖ, τρεφόμενος μὲν ἀπὸ ἀγρίας βοτάνας, ἐνδεδυμένος δὲ ὢν μὲ δερμάτινον φόρεμα, καὶ καταγινόμενος εἰς νηστείας, εἰς προσευχάς, εἰς ἀγρυπνίας, καὶ εἰς ἄλλας κακοπαθείας τῆς ἀσκήσεως.

Ὁ δὲ ἀνεψιὸς τοῦ Ὁσίου, ὀνόματι Λουκᾶς, ἀκόμη παιδίον ὤν, ἔφυγε κρυφίως ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν θεῖόν του τοῦτον, ποθῶν διὰ νὰ γένῃ μιμητὴς τῆς πολιτείας του. Ἀλλ’ ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μανθάνωντας ὅτι ἐπῆγεν εἰς τὸν θεῖόν του, ἐκινήθη ὑπὸ τοῦ Διαβόλου. Καὶ πηγαίνωντας εἰς τὸν Ὅσιον, ὕβριζεν αὐτὸν μὲ θυμόν, πλάνον καὶ κακόγηρον αὐτὸν ὀνομάζωντας, διατὶ ἔκλεψεν τὸν υἱόν του. Ὅθεν ἁρπάζωντας ἀπὸ τὴν ἔρημον τὸν υἱόν του, ἐτράβιζεν αὐτὸν εἰς τὸν κόσμον. Ὁ δὲ Ἅγιος προβλέπωντας ὅτι τὸ παιδίον ἔχει νὰ πέσῃ εἰς τὰς παγίδας τοῦ Διαβόλου, παρεκάλεσε τὸν Θεόν, λέγων. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἴδε τὴν θλίψιν τῆς καρδίας μου, καὶ ποίησον μετ’ ἐμοῦ σημεῖον εἰς ἀγαθόν. Σὺ γὰρ εἶπας «ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με. Τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιθ΄, 14). Ὅθεν ὅταν ἐπῆγεν ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου εἰς ὀλίγον διάστημα, ὢ τῶν κριμάτων σου Κύριε! ἐδάγκασε τὸ παιδίον ἕνα ὀφίδι, καὶ εὐθὺς μὲ ἐλαφρὸν θάνατον ἀπέθανεν. Καὶ ὁ μὲν πατὴρ τοῦ παιδίου στραφεὶς πρὸς τὸν Ὅσιον, ἐμετανόει διατὶ ἐπῆρεν αὐτό. Ὁ δὲ Ὅσιος ἐδόξασε τὸν Θεόν, παρηγορηθεὶς εἰς τὴν λύπην του. Ὅτι διὰ τοῦ προσκαίρου θανάτου τοῦ σώματος, ἐλύτρωσε τὸ παιδίον ἀπὸ τὸν μέλλοντα αἰώνιον θάνατον τῆς ψυχῆς του.

Μετὰ ταῦτα, μὴ ὑποφέροντες οἱ δαίμονες τοὺς πολλοὺς ἀγῶνας τοῦ Ὁσίου, ἐφάνηκαν μίαν νύκτα εἰς σχῆμα λῃστῶν, καὶ ἔδειραν αὐτόν. Καὶ ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον τὸν ἐδίωξαν. Ὅθεν ὁ Ὅσιος ἀναχωρήσας, ἐπῆγεν εἰς τὴν ἐσωτέραν ἔρημον τοῦ ὄρους Ῥίλα, καὶ ἐκατοίκησεν εἰς μίαν κουφάλαν ἑνὸς δένδρου μεγάλου. Κατὰ δὲ θείαν Πρόνοιαν ἐβλάστησεν ἡ ἔρημος ἐκείνη ῥεβίθια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐτρέφετο ὁ Ὅσιος εἰς πολὺν καιρόν. Μερικοὶ δὲ βοσκοί, φιλευθέντες μίαν φορὰν ἀπὸ τὸν Ὅσιον μὲ τὰ ῥεβίθια, ἔκλεψαν καὶ κρυφίως ἀπὸ αὐτά, καὶ ἐπῆραν διὰ τὸν δρόμον. Ἀλλ’ ὅμως, θέλοντες νὰ τὰ φάγουν, εὑρῆκαν εὔκερα τὰ λουβία τῶν ῥεβιθίων. Ὅθεν ἐπιστραφέντες, ἐζήτησαν συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Ἅγιον. Μίαν φορὰν ἦλθεν ἕνας δαιμονισμένος πρὸς τὸν Ὅσιον. Καὶ εὐθὺς ὁποῦ ἦλθε κοντὰ ἕνα στάδιον, ἔπεσε κάτω κυλιόμενος καὶ λέγων. Φωτία μὲ κατακαίει, καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ ὑπάγω παρέμπροσθεν. Παρακαλέσαντες δὲ τὸν Ὅσιον οἱ μετὰ τοῦ δαιμονισμένου ὄντες, ἐκατάπεισαν αὐτὸν νὰ προσευχηθῇ δι’ ἐκεῖνον. Ὅθεν παρακαλέσας ὁ Ἅγιος τὸν Θεόν, ἐποίησε τὸν δαιμονιζόμενον ὑγιῆ.

Ὕστερον φεύγωντας τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων ὁ Ὅσιος, ἐπῆγε μακρὰν εἰς ἕνα τόπον ἀγνώριστον. Καὶ εὑρὼν ἕνα σπήλαιον εἰς μίαν πέτραν ὑψηλήν, ἐκατοίκησεν ἐκεῖ. Οἱ δὲ δαίμονες πέρνοντες αὐτόν, τὸν ἐκρήμνιζον κάτω, ἀλλ’ ὁ Ἅγιος πάλιν ἀνέβαινεν εἰς αὐτό. Ἕως οὗ οἱ δαίμονες Θεοῦ βοηθείᾳ ἔγιναν ἄφαντοι. Ὅθεν ἀπὸ τότε Ἄγγελος Κυρίου ἔφερνεν εἰς τὸν Ὅσιον τροφὴν κάθε ἡμέραν. Καὶ ἐπληρώθη εἰς αὐτὸν τὸ γεγραμμένον· «Ἄρτον Ἀγγέλων ἔφαγεν ἄνθρωπος» (Ψαλ. οζ΄, 27). Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἐπῆγεν εἰς τὴν πόλιν Σοφίαν Πέτρος ὁ εὐσεβὴς βασιλεὺς τῶν Βουλγάρων. Καὶ ἀκούσας περὶ τοῦ Ἁγίου, ἔστειλεν εἰς τὴν ἔρημον ἐννέα ἀνθρώπους κυνηγούς, διὰ νὰ εὕρουν αὐτόν. Οἵτινες μετὰ πέντε ἡμέρας μόλις εὑρόντες τὸν Ἅγιον, εὐλογήθησαν ἀπὸ αὐτόν. Καὶ ἐδιηγήθησαν τὸν πόθον, ὁποῦ εἶχεν ὁ βασιλεὺς νὰ τὸν ἀπολαύσῃ. Ἐπειδὴ δὲ οἱ ἄνθρωποι ἦτον πεινασμένοι, ἐτραπέζωσεν ὁ Ὅσιος εἰς αὐτοὺς τὸν ἕνα ἄρτον, ὁποῦ τοῦ ἔφερνεν ὁ Ἄγγελος. Ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔφαγον καὶ οἱ ἐννέα καὶ ἐχόρτασαν. Καὶ πάλιν ἐπερίσσευσεν ὁ μισὸς ἄρτος. Ὅθεν ἐκπλαγέντες διὰ τὸ θαῦμα τοῦτο, ἐγύρισαν εἰς τὸν βασιλέα, καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῷ τὸ γενόμενον.

Ὁ δὲ βασιλεὺς ταῦτα μαθὼν ἐπῆγεν ὁ ἴδιος εἰς τὸ ὄρος ἐκεῖνο, ὁμοῦ μὲ τοὺς ἄρχοντάς του, διὰ νὰ εἰδῇ τὸν Ἅγιον. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐδυνήθη νὰ προχωρέσῃ ἔμπροσθεν, διὰ τὸ τραχὺ καὶ κρημνῶδες τοῦ τόπου, διὰ τοῦτο ἀπὸ μακρὰν εἶδε τὴν ὑψηλὴν πέτραν καὶ τὸ σπήλαιον, ὁποῦ ἐκατοίκει ὁ Ὅσιος. Ὅθεν ἀπέστειλε δεύτερον δύω δούλους του, ἵνα προσκαλέσουν τὸν Ἅγιον νὰ ἔλθῃ καὶ νὰ εὐλογήσῃ τὸν βασιλέα. Ἀλλ’ ὁ Ὅσιος δὲν ἔστερξε νὰ εὔγῃ ἀπὸ τὴν ἡσυχίαν του. Ἐπαίνεσε δὲ μόνον τὴν τοῦ βασιλέως εὐλάβειαν, καὶ ὑπέσχετο, ὅτι ἔχουν νὰ ἰδοῦν ἕνας τὸν ἄλλον ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ, ἐὰν καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας ποιήσωσιν. Ὅθεν ἐγύρισεν ὁ βασιλεὺς περίλυπος, διατὶ δὲν ἐπέτυχε τῆς αἰτήσεως. Ὕστερον δέ, ἔστειλε χρυσίον καὶ πωρικὰ διάφορα εἰς τὸν Ὅσιον, γράψας καὶ τὴν κάτωθεν ἐπιστολήν, περιέχουσαν ταῦτα.

«Τῷ σεβασμίῳ μοι Πατρὶ Ἰωάννῃ ἐρημοπολίτῃ τοῦ Ῥίλα, Πέτρος βασιλεύς. Ἤκουσα τῆς ὑμετέρας ἁγιωσύνης τὸ φιλόθεον ἦθος καὶ τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν. Ὅθεν ἐπεθύμησα νὰ ἰδῶ τὴν σὴν ὁσιότητα, ἐλπίζωντας νὰ ἀπολαύσω πολλὴν ὠφέλειαν ἐκ τῆς συνομιλίας μας. Ἐπειδὴ ἡ ματαία δόξα τοῦ κόσμου τούτου, καὶ αἱ ἡδοναί, καὶ ὁ πλοῦτος, αὐτὰ καταποντίζουσιν ἡμᾶς, ὡσὰν κύματα τῆς θαλάσσης. Ὅθεν σκοτιζόμενοι ἀπὸ τὰς ταραχὰς καὶ φροντίδας, δὲν δυνάμεθα νὰ ἀνανεύσωμεν εἰς τὸ φῶς τῆς καθαρᾶς μετανοίας. Διὰ τοῦτο καὶ ἐπεθύμουν νὰ ἀπολαύσω κᾄποιον ὀλίγον φωτισμὸν ἀπὸ τὴν ἁγιωσύνην σου, ὁσιώτατε Πάτερ. Ἀλλ’ ὅμως καὶ αὐτῆς τῆς χάριτος ὑστερήθην διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μου. Ὅθεν παρακαλῶ, κᾂν νὰ μοὶ στείλετε κᾄποιαν παρηγορίαν καὶ παράκλησιν διὰ λόγου, ἵνα δροσίσω τὸν καύσωνα τῆς θλίψεώς μου. Γνωστὸν γὰρ εἶναι, τίμιε Πάτερ, εἰς τὴν ἁγιωσύνην σου, πόσος χειμὼν πειρασμῶν! καὶ πόσαι ταραχαὶ καταβυθίζουσι τὰς καρδίας τῶν βασιλέων!»

Ταύτην τὴν ἐπιστολὴν τοῦ βασιλέως ἐδέχθη ὁ Ὅσιος, ὁμοῦ καὶ τὰς ἀσκητικὰς τροφάς, ἤγουν τὰ πωρικά, τὸ δὲ χρυσάφι δὲν ἐδέχθη. Ὅθεν ἀπεκρίθη οὕτως εἰς τὸν βασιλέα.

«Τῷ εὐσεβεστάτῳ αὐτοκράτορι τοῦ Βουλγαρικοῦ σκήπτρου, βασιλεῖ Πέτρῳ, ὁ πτωχὸς Ἰωάννης. Ὅλα τὰ δῶρα τῆς ὑμετέρας βασιλείας δὲν εἶναι χρήσιμα εἰς ἡμᾶς. Ὅθεν τὰ μὲν πωρικὰ μόνα, ἐδέχθην, καὶ ἐπαινῶ τὴν ὑμῶν ἀγάπην. Τὸ δὲ χρυσίον, ἂς ἔχῃ ἡ βασιλεία σου. Διατὶ αὐτὸ πολλὰ βλάπτει τοὺς Μοναχούς. Μάλιστα δὲ εἰς τοὺς ἀναχωρητὰς εἶναι παντελῶς ἄχρηστον. Εἰς τί γὰρ καὶ ἔχουν τοῦτο νὰ μεταχειρισθοῦν; Ἐὰν οὖν τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν θέλῃς κληρονομῆσαι, ὦ βασιλεῦ, γενοῦ πρᾷος καὶ εὐκολοπλησίαστος εἰς τοὺς ὑπηκόους σου, ἔχων τὰς βασιλικὰς ταύτας ἀρετάς, ἤγουν τὴν συμπάθειαν, καὶ τὸ ἔλεος. Διὰ μέσου γὰρ αὐτῶν ἔχει νὰ λάμπῃ περισσότερον ἡ πορφύρα καὶ τὸ διάδημα τῆς βασιλείας σου. Ἵνα χαροποιῇ ὅλους ἐκείνους, ὁποῦ ἐμβαίνουν καὶ εὐγαίνουν ἀπὸ τὸ παλάτιον τῆς σῆς γαληνότητος. Φεῦγε τὰς ἀδικίας καὶ ἁρπαγάς. Ἔχε, τὴν μὲν μνήμην τοῦ θανάτου, ὡσὰν ἀχώριστον σύζυγον. Τοὺς δὲ ἀναστεναγμοὺς καὶ τὰ δάκρυα, ὡσὰν φίλτατα τέκνα σου. Γενοῦ εὐπειθὴς καὶ ὑπήκοος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ τὴν Μητέρα σου, καὶ τίμα τοὺς ἐν αὐτῇ πρωτοθρόνους, ἤτοι τοὺς Πατριάρχας. Ἵνα καὶ ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων, βλέπωντας τὴν ταπείνωσίν σου, χαρίσηταί σοι τὰ ἀγαθά, ἃ ἡτοίμασε τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν Οὐρανῶν».

Ταύτην τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Ὁσίου λαβὼν ὁ βασιλεύς, κατεφίλει. Καὶ συχνάκις τὴν ἀνεγίνωσκε, χαίρων εἰς αὐτήν, ὡσὰν εἰς κᾀνένα θησαυρόν, καὶ μεγάλως ἐξ αὐτῆς παρηγορούμενος. Ἔμεινε λοιπὸν ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ τοῦ Ῥίλα μέχρι τέλους ὁ Ὅσιος. Ὅθεν πολλοὶ ἀδελφοὶ ἐλθόντες εἰς αὐτόν, τὸν ἐπαρεκάλεσαν καὶ τοὺς ἐδέχθη, διὰ νὰ μιμοῦνται τὴν ἔνθεον πολιτείαν του. Ἐπειδὴ δὲ ἐπλήθυναν οἱ μαθηταί του, διὰ τοῦτο ἔκτισεν Ἐκκλησίαν καὶ Μοναστήριον ἐκεῖ, καὶ πολλοὺς σεσωσμένους προσέφερεν εἰς τὸν Χριστόν, καὶ ἀσθενεῖς διαφόρους, καὶ δαιμονισμένους πολλοὺς ἰάτρευσε. Προγνωρίσας δὲ ὁ ἀοίδιμος τὸν θάνατόν του, ἐκοινώνησε τὰ θεῖα Μυστήρια. Εἶτα εὐχηθεὶς τοὺς μαθητάς του, παρέδωκε τὴν ἁγίαν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, ζήσας χρόνους ἑβδομήκοντα. Ἐτάφη δὲ τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου παρὰ τῶν μαθητῶν του ἐκεῖ εἰς τὸ σπήλαιον.

Μετὰ δὲ τὸν ἐνταφιασμόν του, εὔγαινεν εὐωδία ἀπὸ τὸν τάφον του. Ὅθεν ἀνοίξαντες αὐτὸν οἱ μαθηταί του, εὗρον τὸ ἅγιον λείψανον σῷον, πλῆρες εὐωδίας, καὶ δεδοξασμένον μὲ τὴν θείαν χάριν. Ὕστερον ἐφάνη ὁ Ὅσιος εἰς τοὺς μαθητάς του καὶ εἶπεν αὐτοῖς νὰ ὑπάγουν τὸ λείψανόν του εἰς τὴν πόλιν Σοφίαν. Ἐκεῖ λοιπὸν αὐτὸ εὑρισκόμενον ἐτέλει πολλὰ θαυμάσια. Ὅθεν ὁ καῖσαρ, Χρέλιος ὀνόματι, εὐλαβείᾳ φερόμενος πρὸς τὸν Ἅγιον, ἔκτισεν ἐκεῖ Μοναστήριον μέγα εἰς ὄνομα τῆς γεννήσεως τῆς Θεοτόκου. Ὅταν δὲ ὁ Κράλης τῆς Οὐγγαρίας ἐσκλάβωσε τὴν ῥηθεῖσαν πόλιν Σοφίαν, τότε ἐπῆρε καὶ τὸ λείψανον τοῦ Ὁσίου, καὶ ἀπεθησαύρισεν αὐτὸ εἰς τὴν ἐδικήν του πόλιν, τὴν καλουμένην Ὀστρογόν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ταύτης Ἐπίσκοπος ἐβλασφήμει κατὰ τοῦ Ἁγίου λέγων, ὅτι δὲν εὕρισκεν αὐτὸν γεγραμμένον μαζὶ μὲ τοὺς παλαιοὺς Ἁγίους, διὰ τὴν βλασφημίαν του ταύτην, ἐβούβανεν αὐτὸν ὁ Ἅγιος. Μετανοήσας δὲ ὕστερον, καὶ προσελθὼν μετὰ εὐλαβείας εἰς τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου, ἔλαβε τὴν λύσιν τῆς γλώσσης του. Τοῦτο τὸ θαῦμα βλέπων ὁ Κράλης, ἐκόσμησε τὴν θήκην τοῦ λειψάνου μὲ ἀργύριον καὶ χρυσίον, καὶ ἔστειλεν αὐτὴν μὲ τιμὴν ὀπίσω εἰς τὴν Σοφίαν.

Μετὰ ταῦτα ὁ εὐσεβὴς βασιλεὺς τῶν Βουλγάρων Ἰωάννης ὁ Ἀσάνης, πέρνωντας τὴν πόλιν Σοφίαν, καὶ ἰδὼν καὶ ἀσπασάμενος τὸ ἅγιον λείψανον, ἔγραψε πρὸς τὸν Τορνόβου Ἀρχιερέα, καὶ ἦλθε καὶ ἐπῆρε τὸ ἅγιον λείψανον, ὁμοῦ μὲ τὸν κλῆρόν του, καὶ ἀπεθησαύρισεν αὐτὸ μὲ τιμὴν εἰς τὴν βασιλικὴν καθέδραν: ἤτοι εἰς τὴν πόλιν Τορνόβου, ὁποῦ ἔκτισε καὶ Ἐκκλησίαν ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου τούτου Ἰωάννου. Ἀφ’ οὗ δὲ οἱ Ἀγαρηνοὶ ἐπῆραν τὴν πόλιν τοῦ Τορνόβου, μετεκομίσθη τὸ λείψανον ἀπὸ τὸν Τόρνοβον εἰς τὸ Μοναστήριον τῆς Ῥίλας, ὅπου εὑρίσκεται ἕως τῆς σήμερον, εὐωδίαν ἄρρητον πνέον, καὶ ἰάσεις παρέχον εἰς τοὺς μετὰ πίστεως τούτῳ προστρέχοντας.

(3) Σημείωσαι, ὅτι τὸ Συναξάριον τοῦτο μετεγλωττίσθη ἐκ τοῦ Σλαβονικοῦ ὑπὸ τοῦ ὁσιολογιωτάτου κυρίου Σεραφείμ, συνεργίᾳ καὶ ἐξόδῳ τοῦ πανοσιωτάτου ἁγίου ἐπιτρόπου τῆς ἱερᾶς καὶ βασιλικῆς Μονῆς τοῦ Χιλανταρίου κυρίου Ἰωνᾶ. Οἷς καὶ τὴν χάριν ὁμολογεῖν δίκαιον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 

Των Αγίων Ιωήλ του Προφήτου, Ουάρου του Μάρτυρος και των συν αυτώ έξι Οσιομαρτύρων κ.α.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.