Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου31 Οκτωβρίου

Των Αγίων εξ Αποστόλων εκ των εβδομήκοντα, Στάχυος, Απελλού, Αμπλίου, Ουρβανού, Ναρκίσσου και Αριστοβούλου κ.α.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιοι έξι ΑπόστολοιΤω αυτώ μηνί ΛΑ’, μνήμη των Αγίων εξ Αποστόλων εκ των εβδομήκοντα, Στάχυος, Απελλού, Αμπλίου, Ουρβανού, Ναρκίσσου και Αριστοβούλου (1).

Εις τον Στάχυν.

Στάχυς δρεπάνω της τελευτής ως στάχυς,
Εκ του παρόντος εκθερίζεται βίου.

Εις τον Απελλήν, Αμπλίαν, Ουρβανόν και Νάρκισσον.

Η τετράχορδος των Αποστόλων λύρα,
Σιγά στερήσει πνευμάτων ως κολάβων.

Εις τον Αριστόβουλον.

Ψυχάς Αριστόβουλος αγρεύσας λόγοις,
Χριστώ πρόσεισι μισθόν αιτών της άγρας.

Πρώτη εν τριακοστή Απόστολοι εξ τέλος εύρον.

Από τους πέντε Αποστόλους τούτους, ο μεν Άγιος Στάχυς, έγινε πρώτος Επίσκοπος Βυζαντίου, ήτοι της νυν Κωνσταντινουπόλεως, από τον πρωτόκλητον Ανδρέαν. Ούτος δε έκτισεν Εκκλησίαν και εις την Αργυρούπολιν, ήτις ήτον κοντά εις την Κωνσταντινούπολιν, και εδίδασκε τα εν αυτή συναγόμενα πλήθη των Χριστιανών. Διαπεράσας λοιπόν εις το αποστολικόν κήρυγμα χρόνους δεκαέξ, ανεπαύθη εν Κυρίω. Ο δε Απελλής έγινεν Επίσκοπος Ηρακλείας, και πολλούς προσαγαγών εις τον Χριστόν, τέλος μακάριον έλαβεν (2). Ο δε Αμπλίας και Ουρβανός Επίσκοποι και αυτοί έγιναν από τον πρωτόκλητον Ανδρέαν. Ο μεν Αμπλίας, της Οδυσσουπόλεως, ο δε Ουρβανός, της Μακεδονίας. Επειδή δε εκήρυττον τον Χριστόν, εκρήμνιζον δε τα είδωλα, δια τούτο εθανατώθησαν οι μακάριοι. Και ούτως οι αοίδιμοι παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού. Ο δε Νάρκισσος εχειροτονήθη Επίσκοπος Αθηνών. Και επειδή εδίδασκε την αλήθειαν του Ευαγγελίου, δια τούτο έλαβε διάφορα βάσανα, και ούτω δια μαρτυρίου ετελείωσε τον δρόμον της αποστολής του. Ο δε Αριστόβουλος εχειροτονήθη και αυτός ποιμήν λογικού ποιμνίου, και τον Χριστόν κηρύττων εις όλους, τέλος των πόνων του μακάριον έλαβε (3).

(1) Όρα και εις τας δεκαπέντε Μαρτίου, όπου ιδιαιτέρως εορτάζεται ο Άγιος ούτος Αριστόβουλος.

(2) Σημείωσαι, ότι άλλος είναι ο Απελλής ούτος από τον εορταζόμενον κατά την δεκάτην του Σεπτεμβρίου. Καθότι εκείνος εχρημάτισε Σμύρνης Επίσκοπος, ως μαρτυρεί το εκείσε Συναξάριόν του, το μετά Λουκά και Κλήμεντος γραφόμενον.

(3) Σημείωσαι, ότι τους πέντε τούτους Αποστόλους αναφέρει ο Παύλος εις την προς Ρωμαίους επιστολήν του. Τον μεν Στάχυν, λέγων· «Ασπάσασθε Στάχυν τον αγαπητόν μου» (Ρωμ. ις’, 9). Τον δε Αμπλίαν, λέγων· «Ασπάσασθε Αμπλίαν τον αγαπητόν μου εν Κυρίω» (αυτόθ. ις’, 8). Τον δε Ουρβανόν, λέγων· «Ασπάσασθε Ουρβανόν τον συνεργόν ημών εν Χριστώ» (αυτόθ. ις’, 9). Και τον Νάρκισσον, λέγων· «Ασπάσασθε τους εκ των Ναρκίσσου τους όντας εν Κυρίω» (αυτόθ. ις’, 11). Εκείνο δε οπού γράφει δια τον Απελλήν· «Ασπάσασθε Απελλήν τον δόκιμον εν Χριστώ» (Ρωμ. ις’, 10), μερικοί θέλουν, ότι νοείται ουχί δια τούτον, αλλά δια τον Σμύρνης Επίσκοπον, τον κατά την δεκάτην του Σεπτεμβρίου εορταζόμενον, ως είπομεν. Και τούτο δε σημείωσαι, ότι το λείψανον του Αποστόλου Στάχυος, ευρίσκετο εις την Αργυρούπολιν την πλησίον του Βυζαντίου. Και όρα εις την εικοστήν έκτην του Αυγούστου εν τω Συναξαρίω του ετέρου Μάρτυρος Αδριανού.

*

Τη αυτή ημέρα ο Άγιος Μάρτυς Επίμαχος ο Αιγύπτιος ξίφει τελειούται.

Ου δειλός Επίμαχος ώφθη προς ξίφος,
Απροσμάχητον σύμμαχον Θεός φέρων.

Ούτος ο Άγιος εκατάγετο μεν από την Αίγυπτον, διέτριβε δε εις το Πηλούσιον όρος. Καθώς και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος διέτριβεν εις την έρημον, και ο Ηλίας διέτριβεν εις το Καρμήλιον. Αλλά και με πολλάς και ασυγκρίτους σκληραγωγίας εβασάνιζε τον εαυτόν του. Επειδή δε ο απάνθρωπος δικαστής, Απελλιανός ονομαζόμενος, έφθασεν εις την Αλεξάνδρειαν, και μανικώς έπνεε κατά των Χριστιανών, ώστε οπού πολλοί από αυτούς φοβούμενοι τας τιμωρίας και βάσανα, έφευγον από τας πόλεις και επήγαιναν εις τας ερήμους. Τούτου χάριν και ο μακάριος ούτος Επίμαχος ζήλω θείω κινούμενος, κατέβη από την ησυχίαν εις το μέσον της πόλεως Αλεξανδρείας και κρημνίζει ένα βωμόν των ειδώλων έως εις το έδαφος, μεταχειριζόμενος εις τον αυτόν καιρόν, και ανδρίαν του σώματος και της ψυχής, και δύναμιν αόρατον του Θεού. Έπειτα ορμά επάνω εις τον τύραννον Απελλιανόν με θυμόν δίκαιον. Και αν δεν εμποδίζετο η οργή του από τους σωματοφύλακας του τυράννου, βέβαια ο τύραννος ήθελε γένη πτώμα δακρύων άξιον.

Δια ταύτα λοιπόν κρεμάται επάνω εις ξύλον και καταξεσχίζεται με σιδηρά ονύχια. Έπειτα κατατρίβεται εις τας σάρκας με πέτρας τραχείας. Και δια άλλας αιτίας, μάλιστα δε, διατί βαλθείς εις την φυλακήν, επαρακίνησε τους εκεί κεκλεισμένους Χριστιανούς, να σταθούν ανδρείοι εις τους αγώνας του μαρτυρίου, και ακολούθως απέδειξεν αυτούς δυνατωτέρους και ανικήτους. Εις καιρόν δε οπού έτζι ανελεημόνως κατεξεσχίζετο ο Μάρτυς, εθαυματούργησεν ο Θεός ένα μέγα και αξιέραστον θαύμα. Διότι μία κόρη εστέκετο εκεί εις το μέσον του θεάτρου, η οποία ήτον τυφλή από το ένα ομμάτι, βλέπουσα δε προς τον Άγιον ακλινώς, ελυπείτο και έκλαιε, δια τα δεινά βάσανα, οπού έπασχεν ο του Χριστού αθλητής. Όθεν εκόπη ένα κομμάτι κρέας από τας σάρκας του Μάρτυρος, και φερόμενον εις τον αέρα, στάζει από το αίμα εις το τυφλόν ομμάτι της γυναικός. Το δε αίμα πήξαν, ω θαύματος ανεικάστου! φως έγινεν εις αυτήν, και απεκατέστησεν υγιές το ομμάτι της. Επειδή λοιπόν ο του Χριστού αθλητής εστέκετο εις την ευσέβειαν αμετάθετος, δια τούτο με το ξίφος απεκόπη την κεφαλήν. Το δε άγιον αυτού σώμα ενταφιάσθη εντίμως και ευλαβώς από τας χείρας των Χριστιανών εις τον τόπον εκείνον, όπου και το μαρτυρικόν τέλος έλαβεν. Αφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι πολλοί, ανεκομίσθη το τίμιον αυτού λείψανον κατά την δεκάτην Μαρτίου, και εφέρθη εις την Κωνσταντινούπολιν, και εις αυτήν απεθησαυρίσθη, ωσάν ένας θησαυρός αδαπάνητος. (Τον κατά πλάτος Βίον του Αγίου Επιμάχου όρα εις τον Εφραίμ (4).)

(4) Τον ελληνικόν Βίον τούτου συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Άρτι μεν η της ασεβείας αχλύς». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)

*

Μνήμη Ομολογητού τινος ανωνύμου, εκ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του μακαρίου Θεοδωρήτου.

Καν αγνοώμέν σοι τις η κλήσις μάκαρ,
Πάντως συ ζώντων ει βίβλω γεγραμμένος.

Κατά τους χρόνους Ιουλιανού του παραβάτου εν έτει τξα’ [361], ήτον ο Άγιος ούτος, υιός γενόμενος ενός ιερέως των ειδώλων, και εν δυσσεβεία ανατραφείς. Όταν δε ήτον νέος κατά την ηλικίαν, τότε μετετέθη εις την ευσέβειαν με τοιούτον τρόπον. Μία γυνή ονομαστή κατά την ευσέβειαν, και Διάκονος κατά το αξίωμα, ήτον φίλη με την μητέρα του Αγίου τούτου. Αύτη δε η τούτου μήτηρ, όσαις φοραίς επήγαινε με τον μικρόν όντα υιόν της εις την ευσεβή εκείνην γυναίκα, εχαιρετούσεν εκείνη, τόσον την μητέρα, όσον και τον υιόν, και επαρακίνει αυτόν εις την ευσέβειαν και την του Χριστού πίστιν. Αφ’ ου δε η μήτηρ του απέθανεν, επήγαινεν ο νέος εις την ευσεβή Διάκονον, και απελάμβανεν από εκείνην την συνήθη διδασκαλίαν. Επειδή δε εδέχθη εις την ψυχήν του τας συμβουλάς της, ερώτησεν αυτήν, με ποίον τρόπον εδύνετο να φύγη την πλάνην του πατρός του, Έλληνος όντος, και να απολαύση την παρ’ αυτής κηρυττομένην ευσέβειαν. Η δε Διάκονος είπεν εις αυτόν. Πρέπει τέκνον μου, να αποστραφής τον πατέρα σου, και να προτιμήσης τον Θεόν τον δημιουργόν εκείνου και εδικόν σου. Και να υπάγης εις μίαν πόλιν, εις την οποίαν ευρισκόμενος, δύνασαι να γλυτώσης από τας χείρας του δυσσεβούς βασιλέως. Υπέσχετο δε η θεοφιλής εκείνη, ότι αυτή η ιδία να λάβη πρόνοιαν δια τούτο.

Ο δε νέος είπε. Θέλω έλθω εις εσένα, και θέλω παραδώσω εις τας χείρας σου την ψυχήν μου. Αφ’ ου δε επέρασαν ολίγαι ημέραι, ο μεν Ιουλιανός ανέβη εις την εν Αντιοχεία Δάφνην (τζεφτιλίκιον δε ήτον η Δάφνη της Αντιοχείας) δια να κάμη εορτήν εις τους δαίμονας και κοινήν τράπεζαν. Ανέβη δε και ο του νέου τούτου πατήρ, με το να ήτον ιερεύς, και εσυνείθιζε να ακολουθή με τον βασιλέα. Μαζί δε με τον πατέρα του ήτον και ο νέος ούτος, ομοίως και άλλος ένας αδελφός του. Επειδή και αυτοί ήτον νεωκόροι, ήγουν προσμονάριοι του ναού των ειδώλων, και ερράντιζαν τα φαγητά του βασιλέως. Επτά δε ημέρας εσυνείθιζον να πανηγυρίζουν εις την Δάφνην. Κατά την πρώτην λοιπόν ημέραν, αφ’ ου παρεστάθη ο νέος ούτος εις την τράπεζαν του βασιλέως, και ερράντισε τα μιαρά φαγητά, και εγέμωσεν αυτά από την ακαθαρσίαν των δαιμόνων. Τότε αναχωρήσας δρομαίος από την Δάφνην, πηγαίνει εις την Αντιόχειαν, και ευρίσκει την θαυμασίαν εκείνην Διάκονον. Και ιδού, λέγει, ήλθον εις εσένα, χωρίς να φανώ ψεύστης εις την υπόσχεσίν μου. Όθεν εσύ επιμελήσου τώρα δια την σωτηρίαν και της ψυχής μου και της ζωής μου, και τελείωσον την υπόσχεσίν σου. Παρευθύς λοιπόν εσηκώθη η θεοφιλής εκείνη, και πέρνουσα μαζί της τον νέον, επήγεν αυτόν προς τον άνθρωπον του Θεού Μελέτιον τον Αντιοχείας. Ο δε Άγιος Μελέτιος ιδών αυτόν, του είπε να καθίση κατά το παρόν επάνω εις τον εκεί ευρισκόμενον οίκον. Ο δε πατήρ του, επεριτριγύριζεν εις την Δάφνην ζητών τον υιόν του. Πηγαίνωντας δε και εις την Αντιόχειαν, εγύριζεν εις τους δρόμους και εις τα στενά σωκάκια, στρέφωντας εις κάθε μέρος τους οφθαλμούς του, μήπως ιδή τον ποθούμενον υιόν εις κανένα μέρος. Επειδή επήγεν εις τον τόπον εκείνον, όπου εκατοίκει ο θείος Μελέτιος, στρέφωντας επάνω τα ομμάτιά του, βλέπει τον υιόν του, οπού έσκυπτεν από τα κάγγελα. Όθεν τρέξας, ετράβιξεν αυτόν από εκεί και τον εκατέβασε. Και αφ’ ου τον επήγεν εις το οσπήτιόν του, πρώτον μεν έδειρεν αυτόν πολλά. Έπειτα πυρώσας σουβλία, έβαλεν αυτά εις τας χείρας και πόδας και πλάτας του υιού του. Ύστερον δε κλείσας αυτόν μέσα εις τον κοιτώνα, και κλειδωνίας έξωθεν βαλών, ανέβη πάλιν εις την Δάφνην.

Λέγει δε ο μακάριος Θεοδώρητος, ότι αυτά ήκουσεν οπού τα εδιηγείτο ο ίδιος πατήρ του νέου, ο μετά ταύτα πιστεύσας, όστις ήτον γέρωντας, όταν τα έλεγεν, επρόσθεσε δε, λέγει, ο γέρων και ταύτα ακόμη. Ότι ο νέος ούτος υιός του, έγινεν ένθους, και γεμώσας από θείαν χάριν, εσύντριψε μεν όλα τα είδωλα του πατρός του, τα εν τω οίκω ευρισκόμενα. Επεριγέλα δε και την των ειδώλων ασθένειαν. Ύστερον δε στοχασθείς αυτό οπού έκαμεν, ήτοι την συντριβήν των ειδώλων, εφοβήθη τον ερχομόν του πατρός του. Όθεν παρεκάλεσε τον Δεσπότην Χριστόν να νεύση, δια να τζακισθούν μεν αι κλειδωνίαι, να ανοιχθούν δε αι πόρται. Επειδή, έλεγεν, ότι δια εσένα Κύριε, ταύτα έπαθα και εποίησα. Όθεν ευθύς οπού τούτο είπεν, έπεσαν αι κλειδωνίαι, άνοιξαν δε αι πόρται. Και ευθύς έδραμεν εις την θεοφιλή διδάσκαλόν του, εκείνη δε ενδύσασα αυτόν γυναικεία φορέματα, εκράτησεν αυτόν εις τον οίκον της. Έπειτα επρόσφερεν αυτόν πάλιν εις τον θείον Μελέτιον. Ο δε Άγιος Μελέτιος, απέστειλεν αυτόν δια νυκτός εις την Παλαιστίνην προς τον Επίσκοπον των Ιεροσολύμων. Ήτον δε τότε Ιεροσολύμων ο θείος Κύριλλος. Αφ’ ου δε απέθανεν ο Ιουλιανός, ωδήγησεν ο νέος ούτος εις την ευσέβειαν και τον πατέρα του. Καθώς ο ίδιος ούτος πατήρ του, γέρων ήδη ώντας, τούτο εδιηγήθη εις ημάς, περιφέρων ακόμη εις το σώμα του και τα στίγματα και σημάδια των πληγών, οπού έλαβε δια την του Χριστού πίστιν. Ο νέος λοιπόν ούτος πολλούς και άλλους Έλληνας οδηγήσας εις την της ευσεβείας επίγνωσιν με τα λόγιά του και με την ενάρετον πολιτείαν του, απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς.

*

Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ιάκωβος, Επίσκοπος Μυγδονίας, εις των τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων Πατέρων των εν Νικαία, εν ειρήνη τελειούται.

Ο Ιάκωβος πτερνίσας σαρκός πάθη,
Φερώνυμος δέδεικται εκ των πραγμάτων.

Ούτος ο Άγιος Πατήρ ημών Ιάκωβος έγινεν Επίσκοπος Αντιοχείας της Μυγδονίας, η οποία ονομάζεται και Νησίκη. Δια δε την άκραν αυτού αρετήν εχρημάτισε μέγας θαυματουργός, και νεκρόν ανέστησε με την του Χριστού δύναμιν, και πολλούς επίστρεψεν από την ειδωλομανίαν εις την θεογνωσίαν. Αλλά και πολλούς Χριστιανούς, οίτινες αρνήθηκαν τον Χριστόν δια τον φόβον των τυράννων και των βασάνων, πάλιν εγύρισεν εις τον Χριστόν, συνέγραψε δε και ένα βιβλίον πολλά ωφέλιμον. Μερικά δε εκ του βιβλίου τούτου αναφέρει ο Κύρου Επίσκοπος Θεοδώρητος εις την καλουμένην Φιλόθεον αυτού Ιστορίαν. Ούτος πολλούς πειρασμούς εδοκίμασεν από τους ειδωλολάτρας βασιλείς υπέρ της ευσεβείας, και παντελώς δεν εμαλακώθη η γνώμη του. Έφθασε δε και έως εις τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Και εν τη αγία και Οικουμενική Πρώτη Συνόδω τη συστάση εν έτει τκε’ [325], εστάθη ένας από τους εκεί παρόντας τριακοσίους δεκαοκτώ θεοφόρους Πατέρας. Και αφ’ ου εβεβαίωσε και επεσφράγισε τα εκεί κηρυχθέντα με τους συν αυτώ όντας, επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν και αντάμωσε τον μέγαν Μητροφάνην τον Κωνσταντινουπόλεως, με τον οποίον συνομιλήσας, εκήδευσεν αυτόν τότε κοιμηθέντα. Και πάλιν εγύρισεν εις τον θρόνον του. Ολίγον δε καιρόν ζήσας μετά ταύτα, και με σημεία και θαύματα διαλάμψας, ανεπαύθη εν Κυρίω.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Στεφάνου, Βαρνάβα, Τροφίμου, Δορυμέδοντος, Κοσμά, Δαμιανού, Σάββα, Βάση, Αβραμίου, και της συνοδίας αυτών.

Εννάς αθλητών συν συνάθλων πληθύϊ,
Ίσων μετέσχον και στεφάνων εν πόλω.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Παις, λίθω την κεφαλήν βληθείς, τελειούται.

Κοράλλιόν σοι λίθον ως δώρον φέρει,
Παις την κεφαλήν ηματωμένην λίθω.

*

Αι Άγιαι δώδεκα Κόραι, εν μέσω στοάς κρεμασθείσαι, τελειούνται.

Ωροσκοπείον το στοάς μέσον ξύλον,
Τας δώδεκα προΐσχεν ως ώρας κόρας.

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες Σέλευκος και Στρατονίκη οι σύζυγοι, ξίφει τελειούνται, οίτινες μύρον αένναον βλύζουσιν.

Χέουσιν αίμα σύζυγοι δια ξίφους,
Οι και νεκροί χέουσιν εις αεί μύρον.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Γορδιανός ξίφει τελειούται.

Και Γορδιανός Μαρτύρων ζητών κλέος,
Εφεύρε τούτο Μάρτυς οφθείς εκ ξίφους.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Επίμαχος ο Ρωμαίος, ξίφεσι κατακοπείς, τελειούται.

Ξιφών οδόντας Επίμαχε καρτέρει,
Άγχεις γαρ εχθρούς ων οδόντες ως ξίφος.

*

Οι Άγιοι τρεις Μάρτυρες οι εν Μελιτινή, τα σκέλη συντριβέντες, τελειούνται.

Τρεις συντριβέντες Μάρτυρες σκέλη ξύλοις,
Τα μακρά συντρίβουσι της πλάνης σκέλη.

*

Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος ο εν Χίω, μαρτυρήσας κατά το ͵αψνδ’ [1754] έτος, ξίφει τελειούται.

Νίκης βραβεία Νικόλαε λαμβάνεις,
Στερρώς αθλήσας δια Χριστόν παμμάκαρ
(5).

(5) Το Μαρτύριον τούτου όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

*

Οκτώβριος μην, ώδε λαμβάνει τέλος,

Θεώ δε δόξαν τω τέλει πάντων φέρει.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιοι έξι ΑπόστολοιΤῷ αὐτῷ μηνὶ ΛΑ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων ἓξ Ἀποστόλων ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα, Στάχυος, Ἀπελλοῦ, Ἀμπλίου, Οὐρβανοῦ, Ναρκίσσου καὶ Ἀριστοβούλου (1).

Εἰς τὸν Στάχυν.

Στάχυς δρεπάνῳ τῆς τελευτῆς ὡς στάχυς,
Ἐκ τοῦ παρόντος ἐκθερίζεται βίου.

Εἰς τὸν Ἀπελλῆν, Ἀμπλίαν, Οὐρβανὸν καὶ Νάρκισσον.

Ἡ τετράχορδος τῶν Ἀποστόλων λύρα,
Σιγᾷ στερήσει πνευμάτων ὡς κολάβων.

Εἰς τὸν Ἀριστόβουλον.

Ψυχὰς Ἀριστόβουλος ἀγρεύσας λόγοις,
Χριστῷ πρόσεισι μισθὸν αἰτῶν τῆς ἄγρας.

Πρώτῃ ἐν τριακοστῇ Ἀπόστολοι ἓξ τέλος εὗρον.

Ἀπὸ τοὺς πέντε Ἀποστόλους τούτους, ὁ μὲν Ἅγιος Στάχυς, ἔγινε πρῶτος Ἐπίσκοπος Βυζαντίου, ἤτοι τῆς νῦν Κωνσταντινουπόλεως, ἀπὸ τὸν πρωτόκλητον Ἀνδρέαν. Οὗτος δὲ ἔκτισεν Ἐκκλησίαν καὶ εἰς τὴν Ἀργυρούπολιν, ἥτις ἦτον κοντὰ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἐδίδασκε τὰ ἐν αὐτῇ συναγόμενα πλήθη τῶν Χριστιανῶν. Διαπεράσας λοιπὸν εἰς τὸ ἀποστολικὸν κήρυγμα χρόνους δεκαέξ, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ. Ὁ δὲ Ἀπελλῆς ἔγινεν Ἐπίσκοπος Ἡρακλείας, καὶ πολλοὺς προσαγαγὼν εἰς τὸν Χριστόν, τέλος μακάριον ἔλαβεν (2). Ὁ δὲ Ἀμπλίας καὶ Οὐρβανὸς Ἐπίσκοποι καὶ αὐτοὶ ἔγιναν ἀπὸ τὸν πρωτόκλητον Ἀνδρέαν. Ὁ μὲν Ἀμπλίας, τῆς Ὀδυσσουπόλεως, ὁ δὲ Οὐρβανός, τῆς Μακεδονίας. Ἐπειδὴ δὲ ἐκήρυττον τὸν Χριστόν, ἐκρήμνιζον δὲ τὰ εἴδωλα, διὰ τοῦτο ἐθανατώθησαν οἱ μακάριοι. Καὶ οὕτως οἱ ἀοίδιμοι παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ. Ὁ δὲ Νάρκισσος ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. Καὶ ἐπειδὴ ἐδίδασκε τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου, διὰ τοῦτο ἔλαβε διάφορα βάσανα, καὶ οὕτω διὰ μαρτυρίου ἐτελείωσε τὸν δρόμον τῆς ἀποστολῆς του. Ὁ δὲ Ἀριστόβουλος ἐχειροτονήθη καὶ αὐτὸς ποιμὴν λογικοῦ ποιμνίου, καὶ τὸν Χριστὸν κηρύττων εἰς ὅλους, τέλος τῶν πόνων του μακάριον ἔλαβε (3).

(1) Ὅρα καὶ εἰς τὰς δεκαπέντε Μαρτίου, ὅπου ἰδιαιτέρως ἑορτάζεται ὁ Ἅγιος οὗτος Ἀριστόβουλος.

(2) Σημείωσαι, ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ Ἀπελλῆς οὗτος ἀπὸ τὸν ἑορταζόμενον κατὰ τὴν δεκάτην τοῦ Σεπτεμβρίου. Καθότι ἐκεῖνος ἐχρημάτισε Σμύρνης Ἐπίσκοπος, ὡς μαρτυρεῖ τὸ ἐκεῖσε Συναξάριόν του, τὸ μετὰ Λουκᾶ καὶ Κλήμεντος γραφόμενον.

(3) Σημείωσαι, ὅτι τοὺς πέντε τούτους Ἀποστόλους ἀναφέρει ὁ Παῦλος εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολήν του. Τὸν μὲν Στάχυν, λέγων· «Ἀσπάσασθε Στάχυν τὸν ἀγαπητόν μου» (Ῥωμ. ις΄, 9). Τὸν δὲ Ἀμπλίαν, λέγων· «Ἀσπάσασθε Ἀμπλίαν τὸν ἀγαπητόν μου ἐν Κυρίῳ» (αὐτόθ. ις΄, 8). Τὸν δὲ Οὐρβανόν, λέγων· «Ἀσπάσασθε Οὐρβανὸν τὸν συνεργὸν ἡμῶν ἐν Χριστῷ» (αὐτόθ. ις΄, 9). Καὶ τὸν Νάρκισσον, λέγων· «Ἀσπάσασθε τοὺς ἐκ τῶν Ναρκίσσου τοὺς ὄντας ἐν Κυρίῳ» (αὐτόθ. ις΄, 11). Ἐκεῖνο δὲ ὁποῦ γράφει διὰ τὸν Ἀπελλῆν· «Ἀσπάσασθε Ἀπελλῆν τὸν δόκιμον ἐν Χριστῷ» (Ῥωμ. ις΄, 10), μερικοὶ θέλουν, ὅτι νοεῖται οὐχὶ διὰ τοῦτον, ἀλλὰ διὰ τὸν Σμύρνης Ἐπίσκοπον, τὸν κατὰ τὴν δεκάτην τοῦ Σεπτεμβρίου ἑορταζόμενον, ὡς εἴπομεν. Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι, ὅτι τὸ λείψανον τοῦ Ἀποστόλου Στάχυος, εὑρίσκετο εἰς τὴν Ἀργυρούπολιν τὴν πλησίον τοῦ Βυζαντίου. Καὶ ὅρα εἰς τὴν εἰκοστὴν ἕκτην τοῦ Αὐγούστου ἐν τῷ Συναξαρίῳ τοῦ ἑτέρου Μάρτυρος Ἀδριανοῦ.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐπίμαχος ὁ Αἰγύπτιος ξίφει τελειοῦται.

Οὐ δειλὸς Ἐπίμαχος ὤφθη πρὸς ξίφος,
Ἀπροσμάχητον σύμμαχον Θεὸς φέρων.

Οὗτος ὁ Ἅγιος ἐκατάγετο μὲν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, διέτριβε δὲ εἰς τὸ Πηλούσιον ὄρος. Καθὼς καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος διέτριβεν εἰς τὴν ἔρημον, καὶ ὁ Ἠλίας διέτριβεν εἰς τὸ Καρμήλιον. Ἀλλὰ καὶ μὲ πολλὰς καὶ ἀσυγκρίτους σκληραγωγίας ἐβασάνιζε τὸν ἑαυτόν του. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἀπάνθρωπος δικαστής, Ἀπελλιανὸς ὀνομαζόμενος, ἔφθασεν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, καὶ μανικῶς ἔπνεε κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὥστε ὁποῦ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς φοβούμενοι τὰς τιμωρίας καὶ βάσανα, ἔφευγον ἀπὸ τὰς πόλεις καὶ ἐπήγαιναν εἰς τὰς ἐρήμους. Τούτου χάριν καὶ ὁ μακάριος οὗτος Ἐπίμαχος ζήλῳ θείῳ κινούμενος, κατέβη ἀπὸ τὴν ἡσυχίαν εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως Ἀλεξανδρείας καὶ κρημνίζει ἕνα βωμὸν τῶν εἰδώλων ἕως εἰς τὸ ἔδαφος, μεταχειριζόμενος εἰς τὸν αὐτὸν καιρόν, καὶ ἀνδρίαν τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, καὶ δύναμιν ἀόρατον τοῦ Θεοῦ. Ἔπειτα ὁρμᾷ ἐπάνω εἰς τὸν τύραννον Ἀπελλιανὸν μὲ θυμὸν δίκαιον. Καὶ ἂν δὲν ἐμποδίζετο ἡ ὀργή του ἀπὸ τοὺς σωματοφύλακας τοῦ τυράννου, βέβαια ὁ τύραννος ἤθελε γένῃ πτῶμα δακρύων ἄξιον.

Διὰ ταῦτα λοιπὸν κρεμᾶται ἐπάνω εἰς ξύλον καὶ καταξεσχίζεται μὲ σιδηρᾶ ὀνύχια. Ἔπειτα κατατρίβεται εἰς τὰς σάρκας μὲ πέτρας τραχείας. Καὶ διὰ ἄλλας αἰτίας, μάλιστα δέ, διατὶ βαλθεὶς εἰς τὴν φυλακήν, ἐπαρακίνησε τοὺς ἐκεῖ κεκλεισμένους Χριστιανούς, νὰ σταθοῦν ἀνδρεῖοι εἰς τοὺς ἀγῶνας τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἀκολούθως ἀπέδειξεν αὐτοὺς δυνατωτέρους καὶ ἀνικήτους. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἔτζι ἀνελεημόνως κατεξεσχίζετο ὁ Μάρτυς, ἐθαυματούργησεν ὁ Θεὸς ἕνα μέγα καὶ ἀξιέραστον θαῦμα. Διότι μία κόρη ἐστέκετο ἐκεῖ εἰς τὸ μέσον τοῦ θεάτρου, ἡ ὁποία ἦτον τυφλὴ ἀπὸ τὸ ἕνα ὀμμάτι, βλέπουσα δὲ πρὸς τὸν Ἅγιον ἀκλινῶς, ἐλυπεῖτο καὶ ἔκλαιε, διὰ τὰ δεινὰ βάσανα, ὁποῦ ἔπασχεν ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητής. Ὅθεν ἐκόπη ἕνα κομμάτι κρέας ἀπὸ τὰς σάρκας τοῦ Μάρτυρος, καὶ φερόμενον εἰς τὸν ἀέρα, στάζει ἀπὸ τὸ αἷμα εἰς τὸ τυφλὸν ὀμμάτι τῆς γυναικός. Τὸ δὲ αἷμα πῆξαν, ὢ θαύματος ἀνεικάστου! φῶς ἔγινεν εἰς αὐτήν, καὶ ἀπεκατέστησεν ὑγιὲς τὸ ὀμμάτι της. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς ἐστέκετο εἰς τὴν εὐσέβειαν ἀμετάθετος, διὰ τοῦτο μὲ τὸ ξίφος ἀπεκόπη τὴν κεφαλήν. Τὸ δὲ ἅγιον αὐτοῦ σῶμα ἐνταφιάσθη ἐντίμως καὶ εὐλαβῶς ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν Χριστιανῶν εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου καὶ τὸ μαρτυρικὸν τέλος ἔλαβεν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν χρόνοι πολλοί, ἀνεκομίσθη τὸ τίμιον αὐτοῦ λείψανον κατὰ τὴν δεκάτην Μαρτίου, καὶ ἐφέρθη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ εἰς αὐτὴν ἀπεθησαυρίσθη, ὡσὰν ἕνας θησαυρὸς ἀδαπάνητος. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ἁγίου Ἐπιμάχου ὅρα εἰς τὸν Ἐφραίμ (4).)

(4) Τὸν ἑλληνικὸν Βίον τούτου συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἄρτι μὲν ἡ τῆς ἀσεβείας ἀχλύς». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)

*

Μνήμη Ὁμολογητοῦ τινος ἀνωνύμου, ἐκ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ μακαρίου Θεοδωρήτου.

Κᾂν ἀγνοῶμέν σοι τίς ἡ κλῆσις μάκαρ,
Πάντως σὺ ζώντων εἶ βίβλῳ γεγραμμένος.

Κατὰ τοὺς χρόνους Ἰουλιανοῦ τοῦ παραβάτου ἐν ἔτει τξα΄ [361], ἦτον ὁ Ἅγιος οὗτος, υἱὸς γενόμενος ἑνὸς ἱερέως τῶν εἰδώλων, καὶ ἐν δυσσεβείᾳ ἀνατραφείς. Ὅταν δὲ ἦτον νέος κατὰ τὴν ἡλικίαν, τότε μετετέθη εἰς τὴν εὐσέβειαν μὲ τοιοῦτον τρόπον. Μία γυνὴ ὀνομαστὴ κατὰ τὴν εὐσέβειαν, καὶ Διάκονος κατὰ τὸ ἀξίωμα, ἦτον φίλη μὲ τὴν μητέρα τοῦ Ἁγίου τούτου. Αὕτη δὲ ἡ τούτου μήτηρ, ὅσαις φοραῖς ἐπήγαινε μὲ τὸν μικρὸν ὄντα υἱόν της εἰς τὴν εὐσεβῆ ἐκείνην γυναῖκα, ἐχαιρετοῦσεν ἐκείνη, τόσον τὴν μητέρα, ὅσον καὶ τὸν υἱόν, καὶ ἐπαρακίνει αὐτὸν εἰς τὴν εὐσέβειαν καὶ τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἡ μήτηρ του ἀπέθανεν, ἐπήγαινεν ὁ νέος εἰς τὴν εὐσεβῆ Διάκονον, καὶ ἀπελάμβανεν ἀπὸ ἐκείνην τὴν συνήθη διδασκαλίαν. Ἐπειδὴ δὲ ἐδέχθη εἰς τὴν ψυχήν του τὰς συμβουλάς της, ἐρώτησεν αὐτήν, μὲ ποῖον τρόπον ἐδύνετο νὰ φύγῃ τὴν πλάνην τοῦ πατρός του, Ἕλληνος ὄντος, καὶ νὰ ἀπολαύσῃ τὴν παρ’ αὐτῆς κηρυττομένην εὐσέβειαν. Ἡ δὲ Διάκονος εἶπεν εἰς αὐτόν. Πρέπει τέκνον μου, νὰ ἀποστραφῇς τὸν πατέρα σου, καὶ νὰ προτιμήσῃς τὸν Θεὸν τὸν δημιουργὸν ἐκείνου καὶ ἐδικόν σου. Καὶ νὰ ὑπάγῃς εἰς μίαν πόλιν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρισκόμενος, δύνασαι νὰ γλυτώσῃς ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ δυσσεβοῦς βασιλέως. Ὑπέσχετο δὲ ἡ θεοφιλὴς ἐκείνη, ὅτι αὐτὴ ἡ ἰδία νὰ λάβῃ πρόνοιαν διὰ τοῦτο.

Ὁ δὲ νέος εἶπε. Θέλω ἔλθω εἰς ἐσένα, καὶ θέλω παραδώσω εἰς τὰς χεῖράς σου τὴν ψυχήν μου. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν ὀλίγαι ἡμέραι, ὁ μὲν Ἰουλιανὸς ἀνέβη εἰς τὴν ἐν Ἀντιοχείᾳ Δάφνην (τζεφτιλίκιον δὲ ἦτον ἡ Δάφνη τῆς Ἀντιοχείας) διὰ νὰ κάμῃ ἑορτὴν εἰς τοὺς δαίμονας καὶ κοινὴν τράπεζαν. Ἀνέβη δὲ καὶ ὁ τοῦ νέου τούτου πατήρ, μὲ τὸ νὰ ἦτον ἱερεύς, καὶ ἐσυνείθιζε νὰ ἀκολουθῇ μὲ τὸν βασιλέα. Μαζὶ δὲ μὲ τὸν πατέρα του ἦτον καὶ ὁ νέος οὗτος, ὁμοίως καὶ ἄλλος ἕνας ἀδελφός του. Ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ ἦτον νεωκόροι, ἤγουν προσμονάριοι τοῦ ναοῦ τῶν εἰδώλων, καὶ ἐρράντιζαν τὰ φαγητὰ τοῦ βασιλέως. Ἑπτὰ δὲ ἡμέρας ἐσυνείθιζον νὰ πανηγυρίζουν εἰς τὴν Δάφνην. Κατὰ τὴν πρώτην λοιπὸν ἡμέραν, ἀφ’ οὗ παρεστάθη ὁ νέος οὗτος εἰς τὴν τράπεζαν τοῦ βασιλέως, καὶ ἐρράντισε τὰ μιαρὰ φαγητά, καὶ ἐγέμωσεν αὐτὰ ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσίαν τῶν δαιμόνων. Τότε ἀναχωρήσας δρομαῖος ἀπὸ τὴν Δάφνην, πηγαίνει εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ εὑρίσκει τὴν θαυμασίαν ἐκείνην Διάκονον. Καὶ ἰδού, λέγει, ἦλθον εἰς ἐσένα, χωρὶς νὰ φανῶ ψεύστης εἰς τὴν ὑπόσχεσίν μου. Ὅθεν ἐσὺ ἐπιμελήσου τώρα διὰ τὴν σωτηρίαν καὶ τῆς ψυχῆς μου καὶ τῆς ζωῆς μου, καὶ τελείωσον τὴν ὑπόσχεσίν σου. Παρευθὺς λοιπὸν ἐσηκώθη ἡ θεοφιλὴς ἐκείνη, καὶ πέρνουσα μαζί της τὸν νέον, ἐπῆγεν αὐτὸν πρὸς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ Μελέτιον τὸν Ἀντιοχείας. Ὁ δὲ Ἅγιος Μελέτιος ἰδὼν αὐτόν, τοῦ εἶπε νὰ καθίσῃ κατὰ τὸ παρὸν ἐπάνω εἰς τὸν ἐκεῖ εὑρισκόμενον οἶκον. Ὁ δὲ πατήρ του, ἐπεριτριγύριζεν εἰς τὴν Δάφνην ζητῶν τὸν υἱόν του. Πηγαίνωντας δὲ καὶ εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, ἐγύριζεν εἰς τοὺς δρόμους καὶ εἰς τὰ στενὰ σωκάκια, στρέφωντας εἰς κάθε μέρος τοὺς ὀφθαλμούς του, μήπως ἰδῇ τὸν ποθούμενον υἱὸν εἰς κᾀνένα μέρος. Ἐπειδὴ ἐπῆγεν εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου ἐκατοίκει ὁ θεῖος Μελέτιος, στρέφωντας ἐπάνω τὰ ὀμμάτιά του, βλέπει τὸν υἱόν του, ὁποῦ ἔσκυπτεν ἀπὸ τὰ κάγγελα. Ὅθεν τρέξας, ἐτράβιξεν αὐτὸν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τὸν ἐκατέβασε. Καὶ ἀφ’ οὗ τὸν ἐπῆγεν εἰς τὸ ὁσπήτιόν του, πρῶτον μὲν ἔδειρεν αὐτὸν πολλά. Ἔπειτα πυρώσας σουβλία, ἔβαλεν αὐτὰ εἰς τὰς χεῖρας καὶ πόδας καὶ πλάτας τοῦ υἱοῦ του. Ὕστερον δὲ κλείσας αὐτὸν μέσα εἰς τὸν κοιτῶνα, καὶ κλειδωνίας ἔξωθεν βαλών, ἀνέβη πάλιν εἰς τὴν Δάφνην.

Λέγει δὲ ὁ μακάριος Θεοδώρητος, ὅτι αὐτὰ ἤκουσεν ὁποῦ τὰ ἐδιηγεῖτο ὁ ἴδιος πατὴρ τοῦ νέου, ὁ μετὰ ταῦτα πιστεύσας, ὅστις ἦτον γέρωντας, ὅταν τὰ ἔλεγεν, ἐπρόσθεσε δέ, λέγει, ὁ γέρων καὶ ταῦτα ἀκόμη. Ὅτι ὁ νέος οὗτος υἱός του, ἔγινεν ἔνθους, καὶ γεμώσας ἀπὸ θείαν χάριν, ἐσύντριψε μὲν ὅλα τὰ εἴδωλα τοῦ πατρός του, τὰ ἐν τῷ οἴκῳ εὑρισκόμενα. Ἐπεριγέλα δὲ καὶ τὴν τῶν εἰδώλων ἀσθένειαν. Ὕστερον δὲ στοχασθεὶς αὐτὸ ὁποῦ ἔκαμεν, ἤτοι τὴν συντριβὴν τῶν εἰδώλων, ἐφοβήθη τὸν ἐρχομὸν τοῦ πατρός του. Ὅθεν παρεκάλεσε τὸν Δεσπότην Χριστὸν νὰ νεύσῃ, διὰ νὰ τζακισθοῦν μὲν αἱ κλειδωνίαι, νὰ ἀνοιχθοῦν δὲ αἱ πόρται. Ἐπειδή, ἔλεγεν, ὅτι διὰ ἐσένα Κύριε, ταῦτα ἔπαθα καὶ ἐποίησα. Ὅθεν εὐθὺς ὁποῦ τοῦτο εἶπεν, ἔπεσαν αἱ κλειδωνίαι, ἄνοιξαν δὲ αἱ πόρται. Καὶ εὐθὺς ἔδραμεν εἰς τὴν θεοφιλῆ διδάσκαλόν του, ἐκείνη δὲ ἐνδύσασα αὐτὸν γυναικεῖα φορέματα, ἐκράτησεν αὐτὸν εἰς τὸν οἶκόν της. Ἔπειτα ἐπρόσφερεν αὐτὸν πάλιν εἰς τὸν θεῖον Μελέτιον. Ὁ δὲ Ἅγιος Μελέτιος, ἀπέστειλεν αὐτὸν διὰ νυκτὸς εἰς τὴν Παλαιστίνην πρὸς τὸν Ἐπίσκοπον τῶν Ἱεροσολύμων. Ἦτον δὲ τότε Ἱεροσολύμων ὁ θεῖος Κύριλλος. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέθανεν ὁ Ἰουλιανός, ὡδήγησεν ὁ νέος οὗτος εἰς τὴν εὐσέβειαν καὶ τὸν πατέρα του. Καθὼς ὁ ἴδιος οὗτος πατήρ του, γέρων ἤδη ὤντας, τοῦτο ἐδιηγήθη εἰς ἡμᾶς, περιφέρων ἀκόμη εἰς τὸ σῶμά του καὶ τὰ στίγματα καὶ σημάδια τῶν πληγῶν, ὁποῦ ἔλαβε διὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν. Ὁ νέος λοιπὸν οὗτος πολλοὺς καὶ ἄλλους Ἕλληνας ὁδηγήσας εἰς τὴν τῆς εὐσεβείας ἐπίγνωσιν μὲ τὰ λόγιά του καὶ μὲ τὴν ἐνάρετον πολιτείαν του, ἀπῆλθεν εἰς τὰς αἰωνίους μονάς.

*

Ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Ἰάκωβος, Ἐπίσκοπος Μυγδονίας, εἷς τῶν τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ὁ Ἰάκωβος πτερνίσας σαρκὸς πάθη,
Φερώνυμος δέδεικται ἐκ τῶν πραγμάτων.

Οὗτος ὁ Ἅγιος Πατὴρ ἡμῶν Ἰάκωβος ἔγινεν Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας τῆς Μυγδονίας, ἡ ὁποία ὀνομάζεται καὶ Νησίκη. Διὰ δὲ τὴν ἄκραν αὐτοῦ ἀρετὴν ἐχρημάτισε μέγας θαυματουργός, καὶ νεκρὸν ἀνέστησε μὲ τὴν τοῦ Χριστοῦ δύναμιν, καὶ πολλοὺς ἐπίστρεψεν ἀπὸ τὴν εἰδωλομανίαν εἰς τὴν θεογνωσίαν. Ἀλλὰ καὶ πολλοὺς Χριστιανούς, οἵτινες ἀρνήθηκαν τὸν Χριστὸν διὰ τὸν φόβον τῶν τυράννων καὶ τῶν βασάνων, πάλιν ἐγύρισεν εἰς τὸν Χριστόν, συνέγραψε δὲ καὶ ἕνα βιβλίον πολλὰ ὠφέλιμον. Μερικὰ δὲ ἐκ τοῦ βιβλίου τούτου ἀναφέρει ὁ Κύρου Ἐπίσκοπος Θεοδώρητος εἰς τὴν καλουμένην Φιλόθεον αὐτοῦ Ἱστορίαν. Οὗτος πολλοὺς πειρασμοὺς ἐδοκίμασεν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας βασιλεῖς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας, καὶ παντελῶς δὲν ἐμαλακώθη ἡ γνώμη του. Ἔφθασε δὲ καὶ ἕως εἰς τοὺς χρόνους τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Καὶ ἐν τῇ ἁγίᾳ καὶ Οἰκουμενικῇ Πρώτῃ Συνόδῳ τῇ συστάσῃ ἐν ἔτει τκε΄ [325], ἐστάθη ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ παρόντας τριακοσίους δεκαοκτὼ θεοφόρους Πατέρας. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐβεβαίωσε καὶ ἐπεσφράγισε τὰ ἐκεῖ κηρυχθέντα μὲ τοὺς σὺν αὐτῷ ὄντας, ἐπῆγεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἀντάμωσε τὸν μέγαν Μητροφάνην τὸν Κωνσταντινουπόλεως, μὲ τὸν ὁποῖον συνομιλήσας, ἐκήδευσεν αὐτὸν τότε κοιμηθέντα. Καὶ πάλιν ἐγύρισεν εἰς τὸν θρόνον του. Ὀλίγον δὲ καιρὸν ζήσας μετὰ ταῦτα, καὶ μὲ σημεῖα καὶ θαύματα διαλάμψας, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Στεφάνου, Βαρνάβα, Τροφίμου, Δορυμέδοντος, Κοσμᾶ, Δαμιανοῦ, Σάββα, Βάση, Ἁβραμίου, καὶ τῆς συνοδίας αὐτῶν.

Ἐννὰς ἀθλητῶν σὺν συνάθλων πληθύϊ,
Ἴσων μετέσχον καὶ στεφάνων ἐν πόλῳ.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Παῖς, λίθῳ τὴν κεφαλὴν βληθείς, τελειοῦται.

Κοράλλιόν σοι λίθον ὡς δῶρον φέρει,
Παῖς τὴν κεφαλὴν ᾑματωμένην λίθῳ.

*

Αἱ Ἅγιαι δώδεκα Κόραι, ἐν μέσῳ στοᾶς κρεμασθεῖσαι, τελειοῦνται.

Ὡροσκοπεῖον τὸ στοᾶς μέσον ξύλον,
Τὰς δώδεκα προΐσχεν ὡς ὥρας κόρας.

*

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σέλευκος καὶ Στρατονίκη οἱ σύζυγοι, ξίφει τελειοῦνται, οἵτινες μῦρον ἀένναον βλύζουσιν.

Χέουσιν αἷμα σύζυγοι διὰ ξίφους,
Οἳ καὶ νεκροὶ χέουσιν εἰς ᾀεὶ μῦρον.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γορδιανὸς ξίφει τελειοῦται.

Καὶ Γορδιανὸς Μαρτύρων ζητῶν κλέος,
Ἐφεῦρε τοῦτο Μάρτυς ὀφθεὶς ἐκ ξίφους.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐπίμαχος ὁ Ῥωμαῖος, ξίφεσι κατακοπείς, τελειοῦται.

Ξιφῶν ὀδόντας Ἐπίμαχε καρτέρει,

Ἄγχεις γὰρ ἐχθροὺς ὧν ὀδόντες ὡς ξίφος.

*

Οἱ Ἅγιοι τρεῖς Μάρτυρες οἱ ἐν Μελιτινῇ, τὰ σκέλη συντριβέντες, τελειοῦνται.

Τρεῖς συντριβέντες Μάρτυρες σκέλη ξύλοις,

Τὰ μακρὰ συντρίβουσι τῆς πλάνης σκέλη.

*

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος ὁ ἐν Χίῳ, μαρτυρήσας κατὰ τὸ ͵αψνδ΄ [1754] ἔτος, ξίφει τελειοῦται.

Νίκης βραβεῖα Νικόλαε λαμβάνεις,
Στερρῶς ἀθλήσας διὰ Χριστὸν παμμάκαρ
(5).

(5) Τὸ Μαρτύριον τούτου ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

*

Ὀκτώβριος μήν, ὧδε λαμβάνει τέλος,

Θεῷ δὲ δόξαν τῷ τέλει πάντων φέρει.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

Των Αγίων εξ Αποστόλων εκ των εβδομήκοντα, Στάχυος, Απελλού, Αμπλίου, Ουρβανού, Ναρκίσσου και Αριστοβούλου κ.α.

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.