Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου30 Οκτωβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Λ’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων και αυταδέλφων Ζηνοβίου και Ζηνοβίας.
Συγκαρτερεί σοι Ζηνόβιε το ξίφος,
Η καρτερόφρων καν γυνή Ζηνοβία.
Τμήθη Ζηνοβίη και αδελφεός εν τριακοστή.
Ούτοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σϞ’ [290], τέκνα γονέων ευσεβών. Πιασθείς δε πρώτον ο Ζηνόβιος, παρεστάθη εις τον ηγεμόνα. Όταν δε ερώτα αυτόν ο ηγεμών, τότε και η αδελφή του Ζηνοβία παρέδωκε μόνη τον εαυτόν της εις τους δημίους. Όθεν δέρνονται και οι δύω. Και βάλλονται μέσα εις καζάνι γεμάτον από πίσσαν. Επειδή δε εφυλάχθησαν αβλαβείς με την χάριν του Θεού από την ανωτέρω βάσανον, δια τούτο αποκεφαλίζονται δια ξίφους. Και ούτω λαμβάνουν τους στεφάνους του μαρτυρίου. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτών, όρα εις τον Νέον Παράδεισον (1).)
(1) Τον ελληνικόν Βίον τούτων συνέγραψεν ο Μεταφραστής. Ου η αρχή· «Αιγαί πόλις εστί». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Μαρκιανού Επισκόπου Συρακούσης, μαθητού του Αγίου Αποστόλου Πέτρου.
Χριστού τον εύνουν Μαρκιανόν οικέτην,
Δια βρόχου κτείνουσιν οι Χριστοκτόνοι.
Ούτος εχειροτονήθη από τον Απόστολον Πέτρον, και απεστάλη Επίσκοπος εις τας Συρακούσας της Σικελίας. Καταπλήξας δε όλους τους εκεί ευρισκομένους με τα θαύματα και σημεία οπού ετέλεσε, και κατακρημνίσας με μόνην την προσευχήν του τους βωμούς των ειδώλων, εποίησεν όλους υιούς φωτός δια της θεογνωσίας, και δια του Αγίου Βαπτίσματος. Όθεν οι Ιουδαίοι από τον φθόνον κινούμενοι, μη υποφέροντες την παρρησίαν του Αγίου, εθανάτωσαν αυτόν με βίαιον θάνατον. Και ούτως εκομίσατο ο μακάριος τον της αθλήσεως αμαράντινον στέφανον.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Αλεξάνδρου, Κρονίωνος, Ιουλιανού, Μακαρίου, και ετέρων δεκατριών.
Εις τον Αλέξανδρον και Κρονίωνα.
Συν Αλεξάνδρω της τιτάνου το ζέον,
Φέρει Κρονίων υιόν ου σέβων Κρόνου.
Εις τον Ιουλιανόν και Μακάριον.
Ιουλιανός και Μακάριος ξίφει,
Ζωήν εφεύρον την μακαριωτάτην.
Εις τους δεκατρείς.
Ου πυρ αναφθέν, ου ξίφος θηχθέν Λόγε,
Δις πέντε και τρεις άνδρας εκ σου χωρίσει.
Ούτοι οι Άγιοι ήθλησαν κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως κατά την Αλεξάνδρειαν εν έτει σν’ [250]. Πρώτος δε ο Αλέξανδρος εφέρθη εις το κριτήριον, και μη δυνάμενος να σταθή όρθιος, επειδή και έπασχεν από ποδαλγίαν, δια τούτο αυτός μαζί με τον Κρονίωνα τον εδικόν του άνθρωπον, πομπεύονται δια μέσου του παζαρίου, καβαλικεύοντες επάνω εις καμήλους. Έπειτα κρεμασθέντες, δέρνονται. Και τελευταίον εχύθη επάνω εις αυτούς ασβέστης αναμμένος και βράζων. Και ούτως οι μακάριοι με την τιμωρίαν ταύτην παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού. Ο δε Ιουλιανός και Μακάριος, αφ’ ου έλαβον πολλάς τιμωρίας, ύστερον απεκεφαλίσθησαν. Οι δε λοιποί δεκατρείς, άλλοι μεν, εκατεξεσχίσθησαν με διαφόρους βασάνους, άλλοι δε, εκάησαν. Και άλλοι, απεκεφαλίσθησαν, χωρίς να αρνηθούν την του Χριστού πίστιν. Και έτζι όλοι ομού έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.
*
Η Αγία Μάρτυς Ευτροπία ξίφει τελειούται.
Την Ευτροπίαν οία νύμφην λαμπάδες,
Προύπεμπον οίκω του νοητού νυμφίου.
Αύτη η Αγία εδιαβάλθη εν Αλεξανδρεία εις τον ηγεμόνα Απελλιανόν, πως ήτον Χριστιανή. Και πως εκαταγίνετο εις τας φυλακάς, και επεσκέπτετο τους αποκλεισμένους Αγίους δια την πίστιν του Χριστού. Όθεν ομολογήσασα αφόβως τον Χριστόν, εν πρώτοις μεν, κρεμασθείσα, κατεξεσχίσθη, έπειτα δε, εκάη με λαμπάδας αναμμένας. Ενόμιζε δε την φλόγα ωσάν νερόν δροσερόν, και εβεβαίονεν έμπροσθεν εις όλους, ότι έβλεπεν ένα φοβερόν άνθρωπον, ο οποίος κατέψυχεν αυτήν και εδρόσιζεν, τον οποίον άνθρωπον έβλεπον και οι στρατιώται. Μετά ταύτα εβασανίσθη δυνατώτερα και ερρίφθη εις την φυλακήν. Παρασταθείσα δε εις τον ηγεμόνα την ερχομένην ημέραν, επεριγέλασεν αυτόν και τα είδωλά του. Όθεν έκοψαν την γλώσσαν της και μετά ταύτα έκοψαν και την αγίαν της κεφαλήν. Και ούτως η μακαρία παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού, και έλαβε παρ’ αυτού του μαρτυρίου τον στέφανον.
*
Μνήμη του Αγίου Αποστόλου Κλεόπα, και του Αγίου Ιωσήφ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Εις τον Κλεόπαν.
Ουχ’ ως το πριν βλέπει σε Κλεόπας Λόγε,
Αλλά τρανώς νυν, εντρυφά σου τη θέα.
Εις τον Ιωσήφ.
Εν Πατριάρχαις Ιωσήφ λάμψας μέγα,
Συν Πατριάρχαις ουρανόν σκηνήν έχει (2).
(2) Περί του Ιωσήφ τούτου γράφει ο Μελέτιος, σελ. 123 του β’ τόμου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, ότι επατριάρχευσε μετά τον Γερμανόν τον τρίτον, εν έτει ͵ασο’ [1270], επί της βασιλείας Μιχαήλ του Παλαιολόγου του λατινόφρονος και αζυμίτου καλουμένου. Ήτον δε γέρων και με πολυκαιρινήν άσκησιν και απράγμονα βίον, διατρίβων εις το Γαλλήσιον όρος. Επειδή δε ήτον παντάπασιν αμέτοχος παιδείας ελληνικής, και απλούς τον τρόπον, δια τούτο ο βασιλεύς Μιχαήλ πνευματικώς ωμίλει με αυτόν και τους λογισμούς του εις αυτόν εξωμολογείτο. Όθεν και εις την πρώτην λειτουργίαν, οπού ετέλει ομού με άλλους Αρχιερείς, επήγεν ο βασιλεύς και έπεσε προύμυτα εις τα πρόθυρα του ιερού Βήματος, και έλεγεν, ότι έσφαλεν εις δύω αμαρτήματα, της παραβάσεως των όρκων οπού έκαμε και της τυφλώσεως του υιού του βασιλέως, και δι’ αυτά εζήτει συγχώρησιν. Πρώτον λοιπόν ο Πατριάρχης ούτος Ιωσήφ επιστάς τω βασιλεί πρημνεί και υποκεκλιμένω, ανέγνωσεν αυτώ έγγραφον ευχήν. Και ακολούθως ανέγνωσαν αυτώ και έκαστος Αρχιερεύς τον της συγχωρήσεως λόγον. Και έτζι ευγήκεν ο βασιλεύς χαίρων, νομίζωντας ότι μαζί με την συγχώρησιν του Πατριάρχου και των Αρχιερέων, έμελλε να καταστήση και τον Θεόν ίλεων και ευμενή. Επειδή δε ο Ιωσήφ ούτος δεν εδέχθη την ένωσιν, οπού επραγματεύθη ο Μιχαήλ με τον Ρώμης Γρηγόριον τον δέκατον, επαραίτησε τον θρόνον, και επήγεν εις το Μοναστήριον το καλούμενον Βόσπορον, δια να περάση εν ησυχία το λοιπόν της ζωής του. Αντί δε τούτου, έγινε Πατριάρχης ο λατινόφρων Ιωάννης ο Βέκκος, εν έτει ͵ασοδ’ [1274], αφ’ ου δε ανεχώρησεν ο Βέκκος, πάλιν έγινε Πατριάρχης ο θείος ούτος Ιωσήφ, επί της βασιλείας Ανδρονίκου του Παλαιολόγου. Καταδαμασμένος δε ων από το γήρας και την ασθένειαν, τρεις μήνας μόνον επατριάρχευσε. Και αναχωρήσας από τον θρόνον δια την τότε ακολουθήσασαν στάσιν των εκκλησιαστικών, ολίγον ύστερον απέθανεν.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Αστερίου, Κλαυδίου, Νέωνος, και της αδελφής αυτών Νεονίλλης.
Εις τον Αστέριον, Κλαύδιον και Νέωνα.
Κλαύδιος, Αστέριος αλλά και Νέων,
Άθλω ξίφους, ώφθησαν αστέρες νέοι.
Εις την Νεονίλλαν.
Επί ξύλου ταθείσα η Νεονίλλα,
Ξύλου παλαιάν εξερεύγεται βλάβην.
Κατά την πρώτην υπατείαν του Διοκλητιανού, όταν ηγεμόνευεν ο Λυσίας εις την Κιλικίαν εν έτει σπη’ [288], τότε ήτον οι Άγιοι ούτοι αυτάδελφοι Χριστιανοί, ομού όλοι κατοικούντες, και άσπρα αρκετά έχοντες. Είχον δε μαζί των και την μητρυιάν τους, επειδή και η μήτηρ αυτών είχεν αποθάνη πρότερον, ύστερον δε απέθανε και ο πατήρ των. Επειδή δε η μητρυιά των εσπούδασε να κατακρατήση αδίκως τα πράγματα των γονέων τους, δια τούτο επρόδωκεν αυτούς εις τον ηγεμόνα, κατηγορούσα ότι είναι Χριστιανοί. Οι δε νέοι, παρασταθέντες εις τον ηγεμόνα, είπον εις αυτόν. Ημείς τώρα καταφρονούμεν όλα τα πράγματά μας, ω ηγεμών. Και δια την πίστιν μας υπομένομεν κάθε κακόν οπού μας ακολουθήση. Η δε μητρυιά μας, η οποία δεν εδιαλέχθη καλώς δια να ήναι εις τόπον της μητρός μας, αυτή, ήξευρε, ότι δεν επρόδωκεν ημάς εις εσένα, διατί δεφενδεύει την θρησκείαν των εδικών σας θεών. Όχι. Αλλά διατί σπουδάζει να πάρη από ημάς αδίκως την κληρονομίαν του πατρός μας και της μητρός μας, με το να ήναι πολλή. Ταύτα ακούσας ο ηγεμών, εφάνη και αυτός, ότι εσυμφώνησε με τον σκοπόν της μητρυιάς των. Και ηθέλησε να θανατώση τους Αγίους, δια να αποκτήση και αυτός μέρος από την γονικήν των κληρονομίαν. Όθεν ευθύς προστάζει να εξαπλωθή ο Κλαύδιος από τα τέσσαρα μέρη, και να καταξεσχίζεται εις ταις πλάταις με ραβδία. Έπειτα εκρέμασαν αυτόν από τα άκρα των χειρών. Και έκαυσαν μεν τους πόδας του, με αναμμένα κάρβουνα. Εκαταχάραξαν δε αυτόν εις τας πλευράς με κέντρα χάλκινα. Έπειτα με τούβλα κατατρίβουσιν αυτόν, και με χόρτα του παπύρου τον καίουσιν. Ακούωντας δε ο Άγιος τον ηγεμόνα να λέγη: θυσίασον εις τους θεούς δια να γλυτώσης. Είπον σοι, απεκρίθη, μίαν φοράν, ότι δια την του Χριστού πίστιν, και αυτόν τον θάνατον καταφρονώ. Και λοιπόν κάμνε, ο,τι θέλεις ω δικαστά. Όθεν αφ’ ου εκαταβιβάσθη από το ξύλον, ερρίφθη μέσα εις την φυλακήν.
Έπειτα παρεστάθη εις το κριτήριον ο Αστέριος, προς τον οποίον ο Λυσίας είπε. Πώς λέγεται το όνομά σου; Επειδή δε ο Άγιος εσιώπα, δια τούτο επρόσταξεν ο ηγεμών να τζακισθούν τα οδόντια του Μάρτυρος. Εν όσω δε καιρώ ετζακίζοντο τα οδόντιά του, εφώναζεν ο διαλαλητής. Θυσίασον εις τους θεούς και γλύτωσαι την ζωήν σου. Ο δε Μάρτυς και με όλον οπού ετιμωρείτο και ήκουε την φωνήν του διαλαλητού, δεν έπαυεν όμως να αντιλέγη και αυτός. Ο,τι θέλεις να κάμης, ω ηγεμών, κάμε το, και μη αμελής. Διατί εγώ δεν θέλω αρνηθώ τον Χριστόν και Θεόν μου. Τότε εκρέμασαν αυτόν, και κατεξέσχισαν μεν τας πλευράς του. Κατέκαυσαν δε τους πόδας του, αφ’ ου εστρώθησαν υποκάτω κάρβουνα αναμμένα. Έπειτα δείραντες αυτόν με ραβδία, τον έρριψαν εις την φυλακήν. Μετά ταύτα παραστέκεται εις το κριτήριον και ο Νέων. Ερωτηθείς δε και ούτος πώς λέγεται, το όνομά του, απεκρίθη. Ανίσως θέλης να μάθης το όνομά μου, ω ηγεμών, ήξευρε, ότι καλούμαι Νέων. Περισσότερον δε από τούτο μη ελπίζης να μάθης. Διατί εγώ είμαι αδελφός των προ εμού τιμωρηθέντων, Κλαυδίου και Αστερίου. Όθεν να χωρισθώ από αυτούς δεν είναι δυνατόν. Αλλά δια την του Χριστού μου ομολογίαν, ιδού τώρα παραστέκομαι έμπροσθέν σου. Και λοιπόν μη αργοπορής να κάμης εκείνο οπού θέλεις. Τότε λοιπόν εξάπλωσαν αυτόν κατά γης και τον έδερνον δυνατά, στρώσαντες υποκάτω των ποδών του και κάρβουνα αναμμένα. Αφ’ ου δε έδειραν αυτόν εις πολλάς ώρας, τον έρριψαν εις την φυλακήν.
Κατά δε την ερχομένην ημέραν, εκάθισεν ο Λυσίας εις το κριτήριον. Και φέρνωντας έμπροσθέν του τον Άγιον Κλαύδιον, λέγει προς αυτόν. Ειπέ εις ημάς, ανίσως εμεταβλήθης και εστοχάσθης καλλίτερον λογισμόν. Ο Άγιος απεκρίθη. Πλέον τολμηρός και άφοβος, παραστέκομαι έμπροσθέν σου σήμερον, πάρεξ εχθές. Επειδή και έγινα δια μέσου των βασάνων, δυνατώτερος και θαρσαλεώτερος. Όθεν ευθύς έδεσαν τα άκρα των χειρών και των ποδών του, και κρεμάσαντες αυτόν, έφερον όργανα μηχανικά, τα οποία εμβαίνουν μέσα εις τα άρθρα και κλειδώσεις των μελών του σώματος. Ομοίως έφερον και τανάλιας, και έτζι με αυτά εύγαλαν από τον τόπον τους τας πατούνας των ποδών και χειρών του. Και αφ’ ου μετά πολλάς ώρας εκαταβιβάσθη μισαποθαμένος, ερρίφθη εις την φυλακήν. Έπειτα παρεστάθη εις το κριτήριον ο Άγιος Αστέριος, προς τον οποίον βλέπωντας ο Λυσίας, συ τι λέγεις; του είπε. Εστοχάσθης να θυσιάσης εις τους θεούς, και να ελευθερωθής από τα βάσανα; Ο Μάρτυς απεκρίθη. Εκείνος οπού πιστεύει τον αληθινόν Θεόν, και έχει εις αυτόν όλας του τας ελπίδας, αυτός δεν ψηφά θάνατον. Αλλά καταφρονεί, καν και πάθη μυρία βάσανα. Τότε ο Λυσίας, κρεμάσατε αυτόν, είπε, και καταξεσχίσατε τας πλευράς του, και τα άκρα των χειρών και των ποδών του κατακόψατε, και με σουβλία πυρωμένα κατακαύσατε τα μηρία του. Τούτων ούτω γινομένων, ο Μάρτυς αισθανόμενος δριμυτάτους πόνους, άμποτε, είπε, να ιδή ο Θεός αυτά οπού πράττεις των δούλων του, δυσσεβέστατε, και να κάμη κατά σου αξίαν την εκδίκησιν. Τότε ο Λυσίας, τον μεν Άγιον Αστέριον επρόσταξε να ριφθή εις την φυλακήν, παρασταίνει δε τον Νέωνα έμπροσθέν του. Επειδή δε και αυτός εστέκετο αμετάβλητος εις την πίστιν, δια τούτο εξαπλώθη πάλιν κατά γης και κατεξεσχίσθη με τα βούνευρα. Και αφ’ ου έγινεν όλον το σώμα του μία πληγή, ερρίφθη εις την φυλακήν.
Τότε επρόσταξεν ο ηγεμών, να φέρουν και την αδελφήν των Αγίων Νεονίλλαν. Και επειδή εύρεν αυτήν εις την πίστιν του Χριστού στερεωτέραν από την πέτραν, δια τούτο επρόσταξε να δείρουν αυτήν εις το πρόσωπον. Έπειτα έδεσαν αυτήν από τους πόδας και την εκρέμασαν. Είτα έδειραν αυτήν εις τους πόδας με λωρία. Μετά ταύτα εκρέμασαν αυτήν από τας τρίχας της κεφαλής. Ύστερον δε εξύρισαν και την κεφαλήν της δια ατιμίαν. Και εξαπλώσαντες αυτήν από τα τέσσαρα μέρη, κατέξαναν τας σάρκας της με λωρία ωμά. Είτα απλώσαντες αυτήν ανάσκελα, έβαλον επάνω εις τα στήθη και σπλάγχνα της κάρβουνα αναμμένα. Και ούτως η μακαρία παρέδωκε το πνεύμα της εις χείρας Θεού. Το δε τίμιον αυτής σώμα έβαλον μέσα εις ένα σάκκον και κατεβύθισαν αυτό εις την θάλασσαν. Τους δε Αγίους Μάρτυρας, Κλαύδιον, Αστέριον και Νέωνα, απεκεφάλισαν έξω της πόλεως, και τα σώματα τούτων έρριψαν εις τα θηρία και όρνεα δια να τα φάγουν. Με τοιούτον μακάριον τέλος ετελειώθησαν ούτοι οι Άγιοι καλλίνικοι του Χριστού Μάρτυρες και αυτάδελφοι, και έλαβον τους στεφάνους της αθλήσεως.
*
Μνήμη των Αγίων Αποστόλων εκ των εβδομήκοντα, Τερτίου, Μάρκου, Ιούστου του και Ιησού, και Αρτεμά.
Εις τον Τέρτιον.
Υπογραφεύς συ των λόγων των του Παύλου,
Εγώ δε σος Τέρτιε συγγραφεύς νέος.
Εις τον Μάρκον.
Υπηρέτην σε των Αποστόλων έγνων,
Αλλ’ αύθις οίδα και συνεργάτην Μάρκε.
Εις τον Ιησούν.
Ευρών Ιησούν Ιησούς σωτηρίαν,
Σωτήρ εδείχθη τοις άλλοις φερωνύμως (3).
(3) Μήπως ούτος είναι ο εν ταις Πράξεσιν αναφερόμενος; Όστις και Ιωσήφ, και Βαρσαβάς εκαλείτο; «Έστησαν γάρ φησι δύω, Ιωσήφ τον καλούμενον Βαρσαβάν, ος επεκλήθη Ιούστος» (Πραξ. α’, 23). Ούτος δε ο Ιούστος είχε και βιβλίον, από το οποίον φέρει και μαρτυρίαν ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος εν τω περί θείας Ειρήνης, κεφ. ια’, λέγων «Ην (θείαν ειρήνην δηλαδή) ιεράν αφθεγξίαν ο θείος Ιούστος αποκαλεί».
Εις τον Αρτεμάν.
Δόξης μετέσχεν Αρτεμάς της των νόων,
Τον νουν φυλάξας άρτιον τω Κυρίω.
Οι Άγιοι ούτοι Απόστολοι είναι από τους εβδομήκοντα, πεφωτισμένοι με την προς Θεόν πίστιν. Και ο μεν Τέρτιος, έγινεν Επίσκοπος δεύτερος Ικονίου μετά τον Σωσίπατρον (4) του οποίου το υστέρημα ούτος ανεπλήρωσε, και τους υπό του Σωσιπάτρου υπολειφθέντας απίστους, ο Άγιος ούτος Τέρτιος, ανεκαίνισε με το Άγιον Βάπτισμα, και θαυματουργός εξαίσιος έγινεν. Έγραψε δε και την προς Ρωμαίους του Αποστόλου Παύλου επιστολήν. Καθώς το μαρτυρεί μόνος εις αυτήν λέγων· «Ασπάζομαι υμάς, εγώ ο Τέρτιος ο γράψας την επιστολήν, εν Κυρίω» (Ρωμ. ις’, 22). Μάρκος δε ο του Βαρνάβα ανεψιός από αδελφόν, τον οποίον αναφέρει ο Παύλος εις τας επιστολάς του (Β’ Τιμοθ. δ’, 11, Φιλήμ. 23), και μάλιστα εις την προς Κολασσαείς λέγων· «Ασπάζεται υμάς Μάρκος ο ανεψιός Βαρνάβα» (Κολασ. δ’, 10), ούτος λέγω ο Μάρκος, έγινεν Επίσκοπος Απολλωνιάδος. Και δια μέσου του ευαγγελικού κηρύγματος, εξωλόθρευσε των ειδώλων το σέβας. Ο δε Ιούστος, όστις και Ιησούς ωνομάζετο, έγινεν Επίσκοπος Ελευθερουπόλεως (5). Και με τα λόγια και θαύματα οπού έκαμεν, ετράβιξεν εις την επίγνωσιν της αληθείας όλους τους εκείσε ευρισκομένους απίστους. Ο δε Αρτεμάς, έγινεν Επίσκοπος εις την Λύστραν. Και ως Χριστού δόκιμος υπηρέτης, εδιάλυσε κάθε πλάνην και μηχανήν των δαιμόνων. Όθεν και οι τέσσαρες ούτοι Απόστολοι αγωνισθέντες δια την ευσέβειαν, και περιπεσόντες εις πειρασμούς μεγάλους, εν ειρήνη παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού (6).
(4) Ο Σωσίπατρος ούτος εορτάζεται κατά την δεκάτην του Νοεμβρίου, μετά Ολυμπά, Ροδίωνος, Εράστου, και Κουάρτου. Και κατά την εικοστήν ενάτην του Απριλλίου, μετά του Ιάσωνος εορτάζεται.
(5) Σημείωσαι, ότι κατά τον Δοσίθεον η Ελευθερούπολις αύτη λέγεται αραβιστί Μπέητ Γκεμπρίν. Τον δε Ιούστον τούτον, ονομάζει και αυτός Ιωσήφ και Ιωσήν, όστις ήτον αδελφός Ιακώβου του μικρού, ήτοι του αδελφοθέου, εις ων από τους Εβδομήκοντα, και εβάλθη εις την εκλογήν μετά του Ματθία. Δηλοί δε Ιωσής σωτηρίαν, από του Ιασκά παραγόμενον. (Όρα σελ. 9 της Δωδεκαβίβλου.)
(6) Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις η μνήμη του Αποστόλου Αριστοβούλου. Αύτη γαρ εορτάζεται κατά την τριακοστήν πρώτην του παρόντος. Και ιδιαιτέρως κατά την δεκάτην πέμπτην Μαρτίου.
*
Οι Άγιοι εννέα Μάρτυρες πυρί τελειούνται.
Προς την κάμινον θαρσύνει τους εννέα,
Θείου πόθου κάμινος εκκεκαυμένη.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Μανουήλ ξίφει τελειούται.
Ξίφει χεθήτω, καν κοτύλη φησί μοι,
Ο Μανουήλ πέφυκεν αίματος μία.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Δομέτιος ξίφει τελειούται.
Οργά κατοίσαι (ήτοι να κατεβάση) την σπάθην Δομετίου,
Ο δεινόν ούτος εισορών σπαθηφόρος.
*
Δήμιός τις τον Χριστόν επιγνούς, και εν ζοφώδει φρουρά βληθείς, τελειούται.
Ειρκτήν σκοτεινήν δήμιος κατεκρίθη,
Γνους Χριστόν εξάγοντα φως από σκότους.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Λ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καὶ αὐταδέλφων Ζηνοβίου καὶ Ζηνοβίας.
Συγκαρτερεῖ σοι Ζηνόβιε τὸ ξίφος,
Ἡ καρτερόφρων κᾂν γυνὴ Ζηνοβία.
Τμήθη Ζηνοβίη καὶ ἀδελφεὸς ἐν τριακοστῇ.
Οὗτοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, ἐν ἔτει σϞ΄ [290], τέκνα γονέων εὐσεβῶν. Πιασθεὶς δὲ πρῶτον ὁ Ζηνόβιος, παρεστάθη εἰς τὸν ἡγεμόνα. Ὅταν δὲ ἐρώτα αὐτὸν ὁ ἡγεμών, τότε καὶ ἡ ἀδελφή του Ζηνοβία παρέδωκε μόνη τὸν ἑαυτόν της εἰς τοὺς δημίους. Ὅθεν δέρνονται καὶ οἱ δύω. Καὶ βάλλονται μέσα εἰς καζάνι γεμάτον ἀπὸ πίσσαν. Ἐπειδὴ δὲ ἐφυλάχθησαν ἀβλαβεῖς μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἀνωτέρω βάσανον, διὰ τοῦτο ἀποκεφαλίζονται διὰ ξίφους. Καὶ οὕτω λαμβάνουν τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῶν, ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον (1).)
(1) Τὸν ἑλληνικὸν Βίον τούτων συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής. Οὗ ἡ ἀρχή· «Αἰγαὶ πόλις ἐστί». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Μαρκιανοῦ Ἐπισκόπου Συρακούσης, μαθητοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου.
Χριστοῦ τὸν εὔνουν Μαρκιανὸν οἰκέτην,
Διὰ βρόχου κτείνουσιν οἱ Χριστοκτόνοι.
Οὗτος ἐχειροτονήθη ἀπὸ τὸν Ἀπόστολον Πέτρον, καὶ ἀπεστάλη Ἐπίσκοπος εἰς τὰς Συρακούσας τῆς Σικελίας. Καταπλήξας δὲ ὅλους τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους μὲ τὰ θαύματα καὶ σημεῖα ὁποῦ ἐτέλεσε, καὶ κατακρημνίσας μὲ μόνην τὴν προσευχήν του τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων, ἐποίησεν ὅλους υἱοὺς φωτὸς διὰ τῆς θεογνωσίας, καὶ διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Ὅθεν οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὸν φθόνον κινούμενοι, μὴ ὑποφέροντες τὴν παρρησίαν τοῦ Ἁγίου, ἐθανάτωσαν αὐτὸν μὲ βίαιον θάνατον. Καὶ οὕτως ἐκομίσατο ὁ μακάριος τὸν τῆς ἀθλήσεως ἀμαράντινον στέφανον.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀλεξάνδρου, Κρονίωνος, Ἰουλιανοῦ, Μακαρίου, καὶ ἑτέρων δεκατριῶν.
Εἰς τὸν Ἀλέξανδρον καὶ Κρονίωνα.
Σὺν Ἀλεξάνδρῳ τῆς τιτάνου τὸ ζέον,
Φέρει Κρονίων υἱὸν οὐ σέβων Κρόνου.
Εἰς τὸν Ἰουλιανὸν καὶ Μακάριον.
Ἰουλιανὸς καὶ Μακάριος ξίφει,
Ζωὴν ἐφεῦρον τὴν μακαριωτάτην.
Εἰς τοὺς δεκατρεῖς.
Οὐ πῦρ ἀναφθέν, οὐ ξίφος θηχθὲν Λόγε,
Δὶς πέντε καὶ τρεῖς ἄνδρας ἐκ σοῦ χωρίσει.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἤθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους Δεκίου τοῦ βασιλέως κατὰ τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἐν ἔτει σν΄ [250]. Πρῶτος δὲ ὁ Ἀλέξανδρος ἐφέρθη εἰς τὸ κριτήριον, καὶ μὴ δυνάμενος νὰ σταθῇ ὄρθιος, ἐπειδὴ καὶ ἔπασχεν ἀπὸ ποδαλγίαν, διὰ τοῦτο αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν Κρονίωνα τὸν ἐδικόν του ἄνθρωπον, πομπεύονται διὰ μέσου τοῦ παζαρίου, καβαλικεύοντες ἐπάνω εἰς καμήλους. Ἔπειτα κρεμασθέντες, δέρνονται. Καὶ τελευταῖον ἐχύθη ἐπάνω εἰς αὐτοὺς ἀσβέστης ἀναμμένος καὶ βράζων. Καὶ οὕτως οἱ μακάριοι μὲ τὴν τιμωρίαν ταύτην παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ. Ὁ δὲ Ἰουλιανὸς καὶ Μακάριος, ἀφ’ οὗ ἔλαβον πολλὰς τιμωρίας, ὕστερον ἀπεκεφαλίσθησαν. Οἱ δὲ λοιποὶ δεκατρεῖς, ἄλλοι μέν, ἐκατεξεσχίσθησαν μὲ διαφόρους βασάνους, ἄλλοι δέ, ἐκάησαν. Καὶ ἄλλοι, ἀπεκεφαλίσθησαν, χωρὶς νὰ ἀρνηθοῦν τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν. Καὶ ἔτζι ὅλοι ὁμοῦ ἔλαβον οἱ μακάριοι τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Εὐτροπία ξίφει τελειοῦται.
Τὴν Εὐτροπίαν οἷα νύμφην λαμπάδες,
Προὔπεμπον οἴκῳ τοῦ νοητοῦ νυμφίου.
Αὕτη ἡ Ἁγία ἐδιαβάλθη ἐν Ἀλεξανδρείᾳ εἰς τὸν ἡγεμόνα Ἀπελλιανόν, πῶς ἦτον Χριστιανή. Καὶ πῶς ἐκαταγίνετο εἰς τὰς φυλακάς, καὶ ἐπεσκέπτετο τοὺς ἀποκλεισμένους Ἁγίους διὰ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν ὁμολογήσασα ἀφόβως τὸν Χριστόν, ἐν πρώτοις μέν, κρεμασθεῖσα, κατεξεσχίσθη, ἔπειτα δὲ, ἐκάη μὲ λαμπάδας ἀναμμένας. Ἐνόμιζε δὲ τὴν φλόγα ὡσὰν νερὸν δροσερόν, καὶ ἐβεβαίονεν ἔμπροσθεν εἰς ὅλους, ὅτι ἔβλεπεν ἕνα φοβερὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος κατέψυχεν αὐτὴν καὶ ἐδρόσιζεν, τὸν ὁποῖον ἄνθρωπον ἔβλεπον καὶ οἱ στρατιῶται. Μετὰ ταῦτα ἐβασανίσθη δυνατώτερα καὶ ἐρρίφθη εἰς τὴν φυλακήν. Παρασταθεῖσα δὲ εἰς τὸν ἡγεμόνα τὴν ἐρχομένην ἡμέραν, ἐπεριγέλασεν αὐτὸν καὶ τὰ εἴδωλά του. Ὅθεν ἔκοψαν τὴν γλῶσσάν της καὶ μετὰ ταῦτα ἔκοψαν καὶ τὴν ἁγίαν της κεφαλήν. Καὶ οὕτως ἡ μακαρία παρέδωκε τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἔλαβε παρ’ αὐτοῦ τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Κλεόπα, καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωσὴφ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Εἰς τὸν Κλεόπαν.
Οὐχ’ ὡς τὸ πρὶν βλέπει σε Κλεόπας Λόγε,
Ἀλλὰ τρανῶς νῦν, ἐντρυφᾷ σου τῇ θέᾳ.
Εἰς τὸν Ἰωσήφ.
Ἐν Πατριάρχαις Ἰωσὴφ λάμψας μέγα,
Σὺν Πατριάρχαις οὐρανὸν σκηνὴν ἔχει (2).
(2) Περὶ τοῦ Ἰωσὴφ τούτου γράφει ὁ Μελέτιος, σελ. 123 τοῦ β΄ τόμου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ὅτι ἐπατριάρχευσε μετὰ τὸν Γερμανὸν τὸν τρίτον, ἐν ἔτει ͵ασο΄ [1270], ἐπὶ τῆς βασιλείας Μιχαὴλ τοῦ Παλαιολόγου τοῦ λατινόφρονος καὶ ἀζυμίτου καλουμένου. Ἦτον δὲ γέρων καὶ μὲ πολυκαιρινὴν ἄσκησιν καὶ ἀπράγμονα βίον, διατρίβων εἰς τὸ Γαλλήσιον ὄρος. Ἐπειδὴ δὲ ἦτον παντάπασιν ἀμέτοχος παιδείας ἑλληνικῆς, καὶ ἁπλοῦς τὸν τρόπον, διὰ τοῦτο ὁ βασιλεὺς Μιχαὴλ πνευματικῶς ὡμίλει μὲ αὐτὸν καὶ τοὺς λογισμούς του εἰς αὐτὸν ἐξωμολογεῖτο. Ὅθεν καὶ εἰς τὴν πρώτην λειτουργίαν, ὁποῦ ἐτέλει ὁμοῦ μὲ ἄλλους Ἀρχιερεῖς, ἐπῆγεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἔπεσε προύμυτα εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ἱεροῦ Βήματος, καὶ ἔλεγεν, ὅτι ἔσφαλεν εἰς δύω ἁμαρτήματα, τῆς παραβάσεως τῶν ὅρκων ὁποῦ ἔκαμε καὶ τῆς τυφλώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ βασιλέως, καὶ δι’ αὐτὰ ἐζήτει συγχώρησιν. Πρῶτον λοιπὸν ὁ Πατριάρχης οὗτος Ἰωσὴφ ἐπιστὰς τῷ βασιλεῖ πρημνεῖ καὶ ὑποκεκλιμένῳ, ἀνέγνωσεν αὐτῷ ἔγγραφον εὐχήν. Καὶ ἀκολούθως ἀνέγνωσαν αὐτῷ καὶ ἕκαστος Ἀρχιερεὺς τὸν τῆς συγχωρήσεως λόγον. Καὶ ἔτζι εὐγῆκεν ὁ βασιλεὺς χαίρων, νομίζωντας ὅτι μαζὶ μὲ τὴν συγχώρησιν τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν Ἀρχιερέων, ἔμελλε νὰ καταστήσῃ καὶ τὸν Θεὸν ἵλεων καὶ εὐμενῆ. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἰωσὴφ οὗτος δὲν ἐδέχθη τὴν ἕνωσιν, ὁποῦ ἐπραγματεύθη ὁ Μιχαὴλ μὲ τὸν Ῥώμης Γρηγόριον τὸν δέκατον, ἐπαραίτησε τὸν θρόνον, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ Μοναστήριον τὸ καλούμενον Βόσπορον, διὰ νὰ περάσῃ ἐν ἡσυχίᾳ τὸ λοιπὸν τῆς ζωῆς του. Ἀντὶ δὲ τούτου, ἔγινε Πατριάρχης ὁ λατινόφρων Ἰωάννης ὁ Βέκκος, ἐν ἔτει ͵ασοδ΄ [1274], ἀφ’ οὗ δὲ ἀνεχώρησεν ὁ Βέκκος, πάλιν ἔγινε Πατριάρχης ὁ θεῖος οὗτος Ἰωσήφ, ἐπὶ τῆς βασιλείας Ἀνδρονίκου τοῦ Παλαιολόγου. Καταδαμασμένος δὲ ὢν ἀπὸ τὸ γῆρας καὶ τὴν ἀσθένειαν, τρεῖς μῆνας μόνον ἐπατριάρχευσε. Καὶ ἀναχωρήσας ἀπὸ τὸν θρόνον διὰ τὴν τότε ἀκολουθήσασαν στάσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν, ὀλίγον ὕστερον ἀπέθανεν.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀστερίου, Κλαυδίου, Νέωνος, καὶ τῆς ἀδελφῆς αὐτῶν Νεονίλλης.
Εἰς τὸν Ἀστέριον, Κλαύδιον καὶ Νέωνα.
Κλαύδιος, Ἀστέριος ἀλλὰ καὶ Νέων,
Ἄθλῳ ξίφους, ὤφθησαν ἀστέρες νέοι.
Εἰς τὴν Νεονίλλαν.
Ἐπὶ ξύλου ταθεῖσα ἡ Νεονίλλα,
Ξύλου παλαιὰν ἐξερεύγεται βλάβην.
Κατὰ τὴν πρώτην ὑπατείαν τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὅταν ἡγεμόνευεν ὁ Λυσίας εἰς τὴν Κιλικίαν ἐν ἔτει σπη΄ [288], τότε ἦτον οἱ Ἅγιοι οὗτοι αὐτάδελφοι Χριστιανοί, ὁμοῦ ὅλοι κατοικοῦντες, καὶ ἄσπρα ἀρκετὰ ἔχοντες. Εἶχον δὲ μαζί των καὶ τὴν μητρυιάν τους, ἐπειδὴ καὶ ἡ μήτηρ αὐτῶν εἶχεν ἀποθάνῃ πρότερον, ὕστερον δὲ ἀπέθανε καὶ ὁ πατήρ των. Ἐπειδὴ δὲ ἡ μητρυιά των ἐσπούδασε νὰ κατακρατήσῃ ἀδίκως τὰ πράγματα τῶν γονέων τους, διὰ τοῦτο ἐπρόδωκεν αὐτοὺς εἰς τὸν ἡγεμόνα, κατηγοροῦσα ὅτι εἶναι Χριστιανοί. Οἱ δὲ νέοι, παρασταθέντες εἰς τὸν ἡγεμόνα, εἶπον εἰς αὐτόν. Ἡμεῖς τώρα καταφρονοῦμεν ὅλα τὰ πράγματά μας, ὦ ἡγεμών. Καὶ διὰ τὴν πίστιν μας ὑπομένομεν κάθε κακὸν ὁποῦ μᾶς ἀκολουθήσῃ. Ἡ δὲ μητρυιά μας, ἡ ὁποία δὲν ἐδιαλέχθη καλῶς διὰ νὰ ᾖναι εἰς τόπον τῆς μητρός μας, αὐτή, ἤξευρε, ὅτι δὲν ἐπρόδωκεν ἡμᾶς εἰς ἐσένα, διατὶ δεφενδεύει τὴν θρῃσκείαν τῶν ἐδικῶν σας θεῶν. Ὄχι. Ἀλλὰ διατὶ σπουδάζει νὰ πάρῃ ἀπὸ ἡμᾶς ἀδίκως τὴν κληρονομίαν τοῦ πατρός μας καὶ τῆς μητρός μας, μὲ τὸ νὰ ᾖναι πολλή. Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἡγεμών, ἐφάνη καὶ αὐτός, ὅτι ἐσυμφώνησε μὲ τὸν σκοπὸν τῆς μητρυιᾶς των. Καὶ ἠθέλησε νὰ θανατώσῃ τοὺς Ἁγίους, διὰ νὰ ἀποκτήσῃ καὶ αὐτὸς μέρος ἀπὸ τὴν γονικήν των κληρονομίαν. Ὅθεν εὐθὺς προστάζει νὰ ἐξαπλωθῇ ὁ Κλαύδιος ἀπὸ τὰ τέσσαρα μέρη, καὶ νὰ καταξεσχίζεται εἰς ταῖς πλάταις μὲ ῥαβδία. Ἔπειτα ἐκρέμασαν αὐτὸν ἀπὸ τὰ ἄκρα τῶν χειρῶν. Καὶ ἔκαυσαν μὲν τοὺς πόδας του, μὲ ἀναμμένα κάρβουνα. Ἐκαταχάραξαν δὲ αὐτὸν εἰς τὰς πλευρὰς μὲ κέντρα χάλκινα. Ἔπειτα μὲ τοῦβλα κατατρίβουσιν αὐτόν, καὶ μὲ χόρτα τοῦ παπύρου τὸν καίουσιν. Ἀκούωντας δὲ ὁ Ἅγιος τὸν ἡγεμόνα νὰ λέγῃ: θυσίασον εἰς τοὺς θεοὺς διὰ νὰ γλυτώσῃς. Εἶπόν σοι, ἀπεκρίθη, μίαν φοράν, ὅτι διὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, καὶ αὐτὸν τὸν θάνατον καταφρονῶ. Καὶ λοιπὸν κάμνε, ὅ,τι θέλεις ὦ δικαστά. Ὅθεν ἀφ’ οὗ ἐκαταβιβάσθη ἀπὸ τὸ ξύλον, ἐρρίφθη μέσα εἰς τὴν φυλακήν.
Ἔπειτα παρεστάθη εἰς τὸ κριτήριον ὁ Ἀστέριος, πρὸς τὸν ὁποῖον ὁ Λυσίας εἶπε. Πῶς λέγεται τὸ ὄνομά σου; Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος ἐσιώπα, διὰ τοῦτο ἐπρόσταξεν ὁ ἡγεμὼν νὰ τζακισθοῦν τὰ ὀδόντια τοῦ Μάρτυρος. Ἐν ὅσῳ δὲ καιρῷ ἐτζακίζοντο τὰ ὀδόντιά του, ἐφώναζεν ὁ διαλαλητής. Θυσίασον εἰς τοὺς θεοὺς καὶ γλύτωσαι τὴν ζωήν σου. Ὁ δὲ Μάρτυς καὶ μὲ ὅλον ὁποῦ ἐτιμωρεῖτο καὶ ἤκουε τὴν φωνὴν τοῦ διαλαλητοῦ, δὲν ἔπαυεν ὅμως νὰ ἀντιλέγῃ καὶ αὐτός. Ὅ,τι θέλεις νὰ κάμῃς, ὦ ἡγεμών, κάμε το, καὶ μὴ ἀμελῇς. Διατὶ ἐγὼ δὲν θέλω ἀρνηθῶ τὸν Χριστὸν καὶ Θεόν μου. Τότε ἐκρέμασαν αὐτόν, καὶ κατεξέσχισαν μὲν τὰς πλευράς του. Κατέκαυσαν δὲ τοὺς πόδας του, ἀφ’ οὗ ἐστρώθησαν ὑποκάτω κάρβουνα ἀναμμένα. Ἔπειτα δείραντες αὐτὸν μὲ ῥαβδία, τὸν ἔρριψαν εἰς τὴν φυλακήν. Μετὰ ταῦτα παραστέκεται εἰς τὸ κριτήριον καὶ ὁ Νέων. Ἐρωτηθεὶς δὲ καὶ οὗτος πῶς λέγεται, τὸ ὄνομά του, ἀπεκρίθη. Ἀνίσως θέλῃς νὰ μάθῃς τὸ ὄνομά μου, ὦ ἡγεμών, ἤξευρε, ὅτι καλοῦμαι Νέων. Περισσότερον δὲ ἀπὸ τοῦτο μὴ ἐλπίζῃς νὰ μάθῃς. Διατὶ ἐγὼ εἶμαι ἀδελφὸς τῶν πρὸ ἐμοῦ τιμωρηθέντων, Κλαυδίου καὶ Ἀστερίου. Ὅθεν νὰ χωρισθῶ ἀπὸ αὐτοὺς δὲν εἶναι δυνατόν. Ἀλλὰ διὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ μου ὁμολογίαν, ἰδοὺ τώρα παραστέκομαι ἔμπροσθέν σου. Καὶ λοιπὸν μὴ ἀργοπορῇς νὰ κάμῃς ἐκεῖνο ὁποῦ θέλεις. Τότε λοιπὸν ἐξάπλωσαν αὐτὸν κατὰ γῆς καὶ τὸν ἔδερνον δυνατά, στρώσαντες ὑποκάτω τῶν ποδῶν του καὶ κάρβουνα ἀναμμένα. Ἀφ’ οὗ δὲ ἔδειραν αὐτὸν εἰς πολλὰς ὥρας, τὸν ἔρριψαν εἰς τὴν φυλακήν.
Κατὰ δὲ τὴν ἐρχομένην ἡμέραν, ἐκάθισεν ὁ Λυσίας εἰς τὸ κριτήριον. Καὶ φέρνωντας ἔμπροσθέν του τὸν Ἅγιον Κλαύδιον, λέγει πρὸς αὐτόν. Εἰπὲ εἰς ἡμᾶς, ἀνίσως ἐμεταβλήθης καὶ ἐστοχάσθης καλλίτερον λογισμόν. Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη. Πλέον τολμηρὸς καὶ ἄφοβος, παραστέκομαι ἔμπροσθέν σου σήμερον, πάρεξ ἐχθές. Ἐπειδὴ καὶ ἔγινα διὰ μέσου τῶν βασάνων, δυνατώτερος καὶ θαρσαλεώτερος. Ὅθεν εὐθὺς ἔδεσαν τὰ ἄκρα τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν του, καὶ κρεμάσαντες αὐτόν, ἔφερον ὄργανα μηχανικά, τὰ ὁποῖα ἐμβαίνουν μέσα εἰς τὰ ἄρθρα καὶ κλειδώσεις τῶν μελῶν τοῦ σώματος. Ὁμοίως ἔφερον καὶ τανάλιας, καὶ ἔτζι μὲ αὐτὰ εὔγαλαν ἀπὸ τὸν τόπον τους τὰς πατούνας τῶν ποδῶν καὶ χειρῶν του. Καὶ ἀφ’ οὗ μετὰ πολλὰς ὥρας ἐκαταβιβάσθη μισαποθαμένος, ἐρρίφθη εἰς τὴν φυλακήν. Ἔπειτα παρεστάθη εἰς τὸ κριτήριον ὁ Ἅγιος Ἀστέριος, πρὸς τὸν ὁποῖον βλέπωντας ὁ Λυσίας, σὺ τί λέγεις; τοῦ εἶπε. Ἐστοχάσθης νὰ θυσιάσῃς εἰς τοὺς θεούς, καὶ νὰ ἐλευθερωθῇς ἀπὸ τὰ βάσανα; Ὁ Μάρτυς ἀπεκρίθη. Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει τὸν ἀληθινὸν Θεόν, καὶ ἔχει εἰς αὐτὸν ὅλας του τὰς ἐλπίδας, αὐτὸς δὲν ψηφᾷ θάνατον. Ἀλλὰ καταφρονεῖ, κᾂν καὶ πάθῃ μυρία βάσανα. Τότε ὁ Λυσίας, κρεμάσατε αὐτόν, εἶπε, καὶ καταξεσχίσατε τὰς πλευράς του, καὶ τὰ ἄκρα τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν του κατακόψατε, καὶ μὲ σουβλία πυρωμένα κατακαύσατε τὰ μηρία του. Τούτων οὕτω γινομένων, ὁ Μάρτυς αἰσθανόμενος δριμυτάτους πόνους, ἄμποτε, εἶπε, νὰ ἰδῇ ὁ Θεὸς αὐτὰ ὁποῦ πράττεις τῶν δούλων του, δυσσεβέστατε, καὶ νὰ κάμῃ κατὰ σοῦ ἀξίαν τὴν ἐκδίκησιν. Τότε ὁ Λυσίας, τὸν μὲν Ἅγιον Ἀστέριον ἐπρόσταξε νὰ ῥιφθῇ εἰς τὴν φυλακήν, παρασταίνει δὲ τὸν Νέωνα ἔμπροσθέν του. Ἐπειδὴ δὲ καὶ αὐτὸς ἐστέκετο ἀμετάβλητος εἰς τὴν πίστιν, διὰ τοῦτο ἐξαπλώθη πάλιν κατὰ γῆς καὶ κατεξεσχίσθη μὲ τὰ βούνευρα. Καὶ ἀφ’ οὗ ἔγινεν ὅλον τὸ σῶμά του μία πληγή, ἐρρίφθη εἰς τὴν φυλακήν.
Τότε ἐπρόσταξεν ὁ ἡγεμών, νὰ φέρουν καὶ τὴν ἀδελφὴν τῶν Ἁγίων Νεονίλλαν. Καὶ ἐπειδὴ εὗρεν αὐτὴν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ στερεωτέραν ἀπὸ τὴν πέτραν, διὰ τοῦτο ἐπρόσταξε νὰ δείρουν αὐτὴν εἰς τὸ πρόσωπον. Ἔπειτα ἔδεσαν αὐτὴν ἀπὸ τοὺς πόδας καὶ τὴν ἐκρέμασαν. Εἶτα ἔδειραν αὐτὴν εἰς τοὺς πόδας μὲ λωρία. Μετὰ ταῦτα ἐκρέμασαν αὐτὴν ἀπὸ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς. Ὕστερον δὲ ἐξύρισαν καὶ τὴν κεφαλήν της διὰ ἀτιμίαν. Καὶ ἐξαπλώσαντες αὐτὴν ἀπὸ τὰ τέσσαρα μέρη, κατέξαναν τὰς σάρκας της μὲ λωρία ὠμά. Εἶτα ἁπλώσαντες αὐτὴν ἀνάσκελα, ἔβαλον ἐπάνω εἰς τὰ στήθη καὶ σπλάγχνα της κάρβουνα ἀναμμένα. Καὶ οὕτως ἡ μακαρία παρέδωκε τὸ πνεῦμά της εἰς χεῖρας Θεοῦ. Τὸ δὲ τίμιον αὐτῆς σῶμα ἔβαλον μέσα εἰς ἕνα σάκκον καὶ κατεβύθισαν αὐτὸ εἰς τὴν θάλασσαν. Τοὺς δὲ Ἁγίους Μάρτυρας, Κλαύδιον, Ἀστέριον καὶ Νέωνα, ἀπεκεφάλισαν ἔξω τῆς πόλεως, καὶ τὰ σώματα τούτων ἔρριψαν εἰς τὰ θηρία καὶ ὄρνεα διὰ νὰ τὰ φάγουν. Μὲ τοιοῦτον μακάριον τέλος ἐτελειώθησαν οὗτοι οἱ Ἅγιοι καλλίνικοι τοῦ Χριστοῦ Μάρτυρες καὶ αὐτάδελφοι, καὶ ἔλαβον τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα, Τερτίου, Μάρκου, Ἰούστου τοῦ καὶ Ἰησοῦ, καὶ Ἀρτεμᾶ.
Εἰς τὸν Τέρτιον.
Ὑπογραφεὺς σὺ τῶν λόγων τῶν τοῦ Παύλου,
Ἐγὼ δὲ σὸς Τέρτιε συγγραφεὺς νέος.
Εἰς τὸν Μάρκον.
Ὑπηρέτην σε τῶν Ἀποστόλων ἔγνων,
Ἀλλ’ αὖθις οἶδα καὶ συνεργάτην Μάρκε.
Εἰς τὸν Ἰησοῦν.
Εὑρὼν Ἰησοῦν Ἰησοῦς σωτηρίαν,
Σωτὴρ ἐδείχθη τοῖς ἄλλοις φερωνύμως (3).
(3) Μήπως οὗτος εἶναι ὁ ἐν ταῖς Πράξεσιν ἀναφερόμενος; Ὅστις καὶ Ἰωσήφ, καὶ Βαρσαβᾶς ἐκαλεῖτο; «Ἔστησαν γάρ φησι δύω, Ἰωσὴφ τὸν καλούμενον Βαρσαβᾶν, ὃς ἐπεκλήθη Ἰοῦστος» (Πράξ. α΄, 23). Οὗτος δὲ ὁ Ἰοῦστος εἶχε καὶ βιβλίον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον φέρει καὶ μαρτυρίαν ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος ἐν τῷ περὶ θείας Εἰρήνης, κεφ. ια΄, λέγων «Ἣν (θείαν εἰρήνην δηλαδή) ἱερὰν ἀφθεγξίαν ὁ θεῖος Ἰοῦστος ἀποκαλεῖ».
Εἰς τὸν Ἀρτεμᾶν.
Δόξης μετέσχεν Ἀρτεμᾶς τῆς τῶν νόων,
Τὸν νοῦν φυλάξας ἄρτιον τῷ Κυρίῳ.
Οἱ Ἅγιοι οὗτοι Ἀπόστολοι εἶναι ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα, πεφωτισμένοι μὲ τὴν πρὸς Θεὸν πίστιν. Καὶ ὁ μὲν Τέρτιος, ἔγινεν Ἐπίσκοπος δεύτερος Ἰκονίου μετὰ τὸν Σωσίπατρον (4) τοῦ ὁποίου τὸ ὑστέρημα οὗτος ἀνεπλήρωσε, καὶ τοὺς ὑπὸ τοῦ Σωσιπάτρου ὑπολειφθέντας ἀπίστους, ὁ Ἅγιος οὗτος Τέρτιος, ἀνεκαίνισε μὲ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, καὶ θαυματουργὸς ἐξαίσιος ἔγινεν. Ἔγραψε δὲ καὶ τὴν πρὸς Ῥωμαίους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἐπιστολήν. Καθὼς τὸ μαρτυρεῖ μόνος εἰς αὐτὴν λέγων· «Ἀσπάζομαι ὑμᾶς, ἐγὼ ὁ Τέρτιος ὁ γράψας τὴν ἐπιστολήν, ἐν Κυρίῳ» (Ῥωμ. ις΄, 22). Μάρκος δὲ ὁ τοῦ Βαρνάβα ἀνεψιὸς ἀπὸ ἀδελφόν, τὸν ὁποῖον ἀναφέρει ὁ Παῦλος εἰς τὰς ἐπιστολάς του (Β΄ Τιμοθ. δ΄, 11, Φιλήμ. 23), καὶ μάλιστα εἰς τὴν πρὸς Κολασσαεῖς λέγων· «Ἀσπάζεται ὑμᾶς Μάρκος ὁ ἀνεψιὸς Βαρνάβα» (Κολασ. δ΄, 10), οὗτος λέγω ὁ Μάρκος, ἔγινεν Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος. Καὶ διὰ μέσου τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἐξωλόθρευσε τῶν εἰδώλων τὸ σέβας. Ὁ δὲ Ἰοῦστος, ὅστις καὶ Ἰησοῦς ὠνομάζετο, ἔγινεν Ἐπίσκοπος Ἐλευθερουπόλεως (5). Καὶ μὲ τὰ λόγια καὶ θαύματα ὁποῦ ἔκαμεν, ἐτράβιξεν εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας ὅλους τοὺς ἐκεῖσε εὑρισκομένους ἀπίστους. Ὁ δὲ Ἀρτεμᾶς, ἔγινεν Ἐπίσκοπος εἰς τὴν Λύστραν. Καὶ ὡς Χριστοῦ δόκιμος ὑπηρέτης, ἐδιάλυσε κάθε πλάνην καὶ μηχανὴν τῶν δαιμόνων. Ὅθεν καὶ οἱ τέσσαρες οὗτοι Ἀπόστολοι ἀγωνισθέντες διὰ τὴν εὐσέβειαν, καὶ περιπεσόντες εἰς πειρασμοὺς μεγάλους, ἐν εἰρήνῃ παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ (6).
(4) Ὁ Σωσίπατρος οὗτος ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην τοῦ Νοεμβρίου, μετὰ Ὀλυμπᾶ, Ῥοδίωνος, Ἐράστου, καὶ Κουάρτου. Καὶ κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἐνάτην τοῦ Ἀπριλλίου, μετὰ τοῦ Ἰάσωνος ἑορτάζεται.
(5) Σημείωσαι, ὅτι κατὰ τὸν Δοσίθεον ἡ Ἐλευθερούπολις αὕτη λέγεται ἀραβιστὶ Μπέητ Γκεμπρίν. Τὸν δὲ Ἰοῦστον τοῦτον, ὀνομάζει καὶ αὐτὸς Ἰωσὴφ καὶ Ἰωσῆν, ὅστις ἦτον ἀδελφὸς Ἰακώβου τοῦ μικροῦ, ἤτοι τοῦ ἀδελφοθέου, εἷς ὢν ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα, καὶ ἐβάλθη εἰς τὴν ἐκλογὴν μετὰ τοῦ Ματθία. Δηλοῖ δὲ Ἰωσῆς σωτηρίαν, ἀπὸ τοῦ Ἰασκὰ παραγόμενον. (Ὅρα σελ. 9 τῆς Δωδεκαβίβλου.)
(6) Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις ἡ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Ἀριστοβούλου. Αὕτη γὰρ ἑορτάζεται κατὰ τὴν τριακοστὴν πρώτην τοῦ παρόντος. Καὶ ἰδιαιτέρως κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην Μαρτίου.
*
Οἱ Ἅγιοι ἐννέα Μάρτυρες πυρὶ τελειοῦνται.
Πρὸς τὴν κάμινον θαρσύνει τοὺς ἐννέα,
Θείου πόθου κάμινος ἐκκεκαυμένη.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μανουὴλ ξίφει τελειοῦται.
Ξίφει χεθήτω, κᾂν κοτύλη φησί μοι,
Ὁ Μανουὴλ πέφυκεν αἵματος μία.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Δομέτιος ξίφει τελειοῦται.
Ὀργᾷ κατοῖσαι (ἤτοι νὰ κατεβάσῃ) τὴν σπάθην Δομετίου,
Ὁ δεινὸν οὗτος εἰσορῶν σπαθηφόρος.
*
Δήμιός τις τὸν Χριστὸν ἐπιγνούς, καὶ ἐν ζοφώδει φρουρᾷ βληθείς, τελειοῦται.
Εἱρκτὴν σκοτεινὴν δήμιος κατεκρίθη,
Γνοὺς Χριστὸν ἐξάγοντα φῶς ἀπὸ σκότους.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *