Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου27 Οκτωβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΖ’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Νέστορος.
Ομού Λυαίον και λύμην την της πλάνης,
Κτείνας ο Νέστωρ τέμνεται δια ξίφους.
Εικάδι εβδομάτη αποκέρσαν Νέστορα κεδνόν.
Ούτος ο Άγιος Νέστωρ ήτον πολλά νέος κατά την ηλικίαν εκείνην, κατά την οποίαν αρχίζουν να φυτρόνουν αι τρίχες των γενείων, ήτον δε γλυκύς εις την θεωρίαν. Ωραίος εις το κάλλος, και γνώριμος του Αγίου ενδόξου Μάρτυρος Δημητρίου. Ούτος λοιπόν βλέπωντας, πως ο βασιλεύς Μαξιμιανός έχαιρε και ηγάπα ένα βάρβαρον, Λυαίον ονομαζόμενον· και πως εκαυχάτο μεγάλως εις την ανδρίαν του βαρβάρου εκείνου, και εις τας νίκας οπού έκαμνε με όσους επάλευε· ταύτα, λέγω, βλέπων ο μακάριος Νέστωρ, εμίσησε την τοιαύτην υπερηφάνειαν του Λυαίου. Βλέπων δε και τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, έλαβε θάρρος, ότι αν μόνον αρματωθή με τας ευχάς εκείνου, και πολεμήση τον βάρβαρον Λυαίον, έχει βέβαια δια να τον νικήση. Όθεν προστρέχει εις τον μέγαν Δημήτριον. Και πεσών εις τους πόδας αυτού, δούλε του Θεού Δημήτριε, λέγει, εγώ είμαι πρόθυμος να μονομαχήσω με τον Λυαίον. Δια τούτο εύξαι δια λόγου μου, επικαλεσάμενος το όνομα του Χριστού. Ο δε Άγιος σφραγίσας αυτόν με το σημείον του τιμίου Σταυρού, και τον Λυαίον, του είπε, θέλεις νικήσεις, και δια τον Χριστόν θέλεις μαρτυρήσεις. Τότε λοιπόν ο γενναίος Νέστωρ εμβήκεν εις το στάδιον χωρίς φόβον. Και αφ’ ου έκαμε τον Μαξιμιανόν να θαυμάση δια την ωραίαν του θεωρίαν, ο Θεός Δημητρίου, είπε, βοήθει μοι. Και πολεμήσας με τον Λυαίον, κτυπά τούτον κατάκαρδα με την μάχαιράν του, και θανατόνοι παρευθύς, εκείνον οπού εθανάτωσε πολλούς. Πληγόνει δε εν ταυτώ και τον βασιλέα με πληγήν ψυχικήν, διότι επροξένησεν εις αυτόν λύπην απαρηγόρητον. Όθεν εκ τούτου θυμωθείς ο τύραννος, επρόσταξεν, ότι ο μεν Άγιος Δημήτριος, να κατατρυπηθή με λόγχας, ο δε Άγιος Νέστωρ, να θανατωθή με ξίφος. Και έτζι έλαβον και οι δύω παρά Χριστού τους στεφάνους του μαρτυρίου (1).
(1) Σημείωσαι, ότι εις τον Άγιον Νέστορα εγκώμιον έχει Ιωσήφ ο Θεσσαλονίκης. Ου η αρχή· «Φαιδρά μεν η πανήγυρις». (Σώζεται εν τη των Ιβήρων.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Καπετωλίνης και Ερωτηΐδος.
Κτείνουσι δούλην εκ ξίφους και κυρίαν,
Δούλας Τριάδος της αληθώς Κυρίας.
Αύται αι Άγιαι ήτον κατά τους χρόνους της βασιλείας του Διοκλητιανού, και Ζιλικινθίου άρχοντος της Καππαδοκίας, εν έτει σπθ’ [289]. Και η μεν Καπετωλίνα, ήτον ευγενής και πλουσία. Η δε Ερωτηΐς, ήτον δούλη αυτής. Η Αγία λοιπόν Καπετωλίνα διαμοιράσασα τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς, και ελευθερώσασα τους δούλους της, επαρρησιάσθη εις τον άρχοντα Ζιλικίνθιον, και εκήρυξε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Όθεν πρώτον μεν, εκλείσθη εις την φυλακήν. Έπειτα κατά την ερχομένην ημέραν απεκεφαλίσθη. Η δε Ερωτηίς εκτύπησε με πέτρας τον άρχοντα. Δια τούτο δέρνεται με ραβδία. Και διαμείνασα αβλαβής με την του Χριστού χάριν, ξίφει την κεφαλήν αποτέμνεται. Και ούτως έλαβον και αι δύω τους στεφάνους της αθλήσεως.
*
Ο Άγιος Κυριακός ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, εν ειρήνη τελειούται.
Ο Κυριακός εκλιπών γην και βίον,
Προς αυτόν ήκει Κύριον των Κυρίων (2).
(2) Σημείωσαι, ότι τον Κυριακόν τούτον ονομάζει ο Ξανθόπουλος Κυριλλιανόν. Όστις έγινεν Επίσκοπος Βυζαντίου εν έτει σκε’ [225] και επεσκόπησε χρόνους δεκαέξ. Δέκατος έκτος Επίσκοπος Βυζαντίου αριθμούμενος από τον Στάχυν. Όρα περί τούτου σελ. 318 του πρώτου τόμου του Μελετίου, και εις την εικοστήν πέμπτην του Ιαννουαρίου.
*
Η Αγία Πρόκλα, η σύζυγος του Πιλάτου, εν ειρήνη τελειούται.
Έχει παρεστώσαν σε Πρόκλα Δεσπότης,
Ο Πιλάτω πριν σω παραστάς συζύγω.
*
Διήγησις περί των Ιβήρων, ήτοι των νυν καλουμένων Γκιουρτζίδων, όπως ήλθον εις θεογνωσίαν παρά τινος γυναικός (3).
Έργον μέγιστον ειργάσω σεμνή γύναι,
Επιστρέφεις γαρ έθνος Ιβήρων όλον.
Εις τας ημέρας του βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου εν έτει τλβ’ [332], εστάθη μία γυνή ευσεβής, η οποία ήτον γυμνασμένη άκρως την ασκητικήν πολιτείαν. Όθεν και μόλον οπού εσκλαβώθη από τους Ίβηρας, ήτοι τους Γκιουρτζίδας, πάλιν και εκεί εμεταχειρίζετο η μακαρία τους ιδίους αγώνας της ασκήσεως. Και επειδή οι Γκιουρτζίδες είναι υστερημένοι από την ιατρικήν τέχνην, δια τούτο, όταν τύχη να ασθενήσουν, συνειθίζουν να πηγαίνουν ένας εις τον άλλον, ζητούντες να μάθουν τον τρόπον της ιατρείας της ασθενείας των από εκείνους, οπού με την πείραν εδοκίμασαν εκείνην την ασθένειαν. Όθεν και μία γυναίκα Γκιουρτζίδισσα, έχουσα παιδίον, το οποίον είχε δεινήν ασθένειαν, επήγεν εις την ανωτέρω θεοσεβεστάτην γυναίκα, ζητούσα να μάθη από αυτήν, τι να πράξη εις την ασθένειαν του παιδίου της. Εκείνη δε, πέρνουσα το παιδίον, και βαλούσα τούτο επάνω εις κλίνην, παρεκάλεσε τον Κύριον να το ιατρεύση. Όθεν ο τα κρυπτά των καρδιών γνωρίζων Κύριος, χωρίς να αργοπορήση, εχάρισε την υγείαν εις το παιδίον. Εκ της αιτίας λοιπόν ταύτης, η θαυμασία εκείνη γυνή, έγινε τόσον περίφημος, ώστε οπού έφθασεν η φήμη της, έως και εις τα αυτία της γυναικός του εκείσε βασιλέως. Η οποία ευθύς επρόσταξε να έλθη η αιχμάλωτος εις αυτήν. Επειδή και έπασχεν από πάθος χαλεπόν και δυσίατον. Η δε ταπεινόφρων γυνή, εις τούτο δεν επείθετο, κρίνουσα τον εαυτόν της ανάξιον, δια να υπάγη μία σκλάβα εις την βασίλισσαν. Αλλ’ η βασίλισσα, ως ουδέν νομίσασα το ύψος της βασιλείας, επήγε μόνη της εις την σκλάβαν. Εκείνη δε βαλούσα την βασίλισσαν να πλαγιάση επάνω εις την κλίνην της, οπού και το παιδίον επλαγίασεν, επρόσφερεν εις αυτήν την ιεράν προσευχήν, ιατρικόν του πάθους ταχύτατον. Ελευθερωθείσα λοιπόν η βασίλισσα από το πάθος, έδιδεν εις την σκλάβαν χρυσάφι, ασήμι, ρούχα πολύτιμα, και άλλα πολλά, όσα είναι αποτελέσματα φιλοτιμίας βασιλικής. Ίνα δια τούτων ανταμείψη αυτήν, ήτις τόσον ογλίγωρα εδίωξε το πάθος της. Αλλ’ η θεία εκείνη και ευσεβεστάτη γυνή, έλεγεν εις την βασίλισσαν, ότι δεν χρειάζεται ταύτα. Μισθόν δε και πληρωμήν μεγάλην της ιατρείας νομίζει, το να γνωρίση εκείνη την εις Χριστόν πίστιν και ευσέβειαν. Και το να κτίση Ναόν εις το όνομα του Χριστού, ο οποίος από το πάθος την ηλευθέρωσεν.
Η δε βασίλισσα ταύτα ακούσασα, επήγεν εις τα βασίλεια. Και τον μεν άνδρα της βασιλέα, έκαμε να εκπλαγή, δια την παράδοξον ιατρείαν του πάθους της. Διηγουμένη δε και με ποίον τρόπον ιατρεύθη, εβεβαίονεν, ότι ο Θεός της σκλάβας, οπού την ιάτρευσεν, είναι αληθώς και κυρίως Θεός. Έλεγε δε προς τούτοις, ότι είναι πρέπον να κτίσουν και Ναόν εις το όνομά του. Και ότι όλον το έθνος των Γκιουρτζίδων πρέπει να επιστραφή εις την του τοιούτου Θεού λατρείαν και πίστιν. Ο δε βασιλεύς, την μεν ιατρείαν της γυναικός του, εθαύμαζε και επαινούσε. Ναόν δε να κτίση, δεν ήθελεν. Αφ’ ου δε επέρασεν ολίγος καιρός, ευγήκεν εις το κυνήγι ο βασιλεύς. Και οι μεν άλλοι οι μετ’ αυτού, εκυνήγουν ανεμποδίστως. Ο δε βασιλεύς, μόνος μείνας οπίσω από τους άλλους, εκρατήθη από αορασίαν. Και πού να υπάγη δεν ήξευρεν. Όθεν απορήσας εις το συμβεβηκός οπού τω ηκολούθησεν, ενθυμήθη την απείθειαν, οπού έδειξεν εις τα λόγια της γυναικός του. Και λοιπόν επικαλεσθείς εις βοήθειαν τον Θεόν της σκλάβας γυναικός, ηλευθερώθη από το σκότος και την αορασίαν. Έπειτα πηγαίνωντας μόνος εις την ευσεβεστάτην σκλάβαν, παρεκάλει αυτήν δια να τω δείξη εις ποίον σχήμα να κτίση τον Ναόν. Και η μεν γυνή, εσχημάτιζε τον Ναόν. Οι δε τεχνίται του βασιλέως, έκτιζον αυτόν.
Αφ’ ου δε έλαβε τέλος ο Ναός, και ήτον χρεία να εγκαινιάση αυτόν Αρχιερεύς, ευρήκε και τούτου την ευκολίαν η θαυμασία εκείνη γυνή. Διότι αύτη εκατάπεισε τον βασιλέα της Ιβηρίας να γράψη προς τον βασιλέα Ρωμαίων, και να ζητήση να σταλθή από εκεί διδάσκαλος της ευσεβείας. Τότε δε ήτον βασιλεύς Ρωμαίων ο Μέγας Κωνσταντίνος, καθώς προείπομεν. Ο οποίος μαθών την αιτίαν της αιτήσεως, ευχαρίστησε τον Θεόν. Και υποδεξάμενος φιλοφρόνως τους απεσταλμένους πρεσβευτάς, έστειλεν εις Ιβηρίαν ένα Αρχιερέα στολισμένον με πίστιν και σύνεσιν, και με πολιτείαν ενάρετον, ομού και δώρα πολλά, δια να γένη κήρυξ και διδάσκαλος της θεογνωσίας εις το έθνος εκείνο. Ούτος λοιπόν πηγαίνωντας εκεί, με θαύματα και διδασκαλίας ετράβιξεν εις την πίστιν του Χριστού όλους τους ανθρώπους, και εβάπτισεν αυτούς. Και κτίσας εις διάφορα μέρη ιερούς Ναούς, και χειροτονήσας Ιερείς, επίστρεψεν εις θεογνωσίαν όλον το έθνος των Ιβήρων. Και ούτως απήλθε προς Κύριον. Τοιούτος εστάθη ο τρόπος της των Ιβήρων του Θεού επιγνώσεως (4).
(3) Σημείωσαι, ότι τούτο το διήγημα ιστορεί ο Κύρου Θεοδώρητος, βιβλίω πρώτω, κεφαλ. εικοστώ τρίτω, της Εκκλησιαστικής Ιστορίας.
(4) Σημειούμεν ενταύθα χάριν των φιλολόγων, ότι πολλά έθνη επίστευσαν εις τον Χριστόν, όχι μόνον διατί έβλεπον θαύματα γινόμενα δια του ονόματος του Χριστού υπό διαφόρων αγίων ανδρών. Αλλά και διατί έβλεπον το γένος των Χριστιανών δεδοξασμένον και έντιμον με βασιλείαν και με βασιλείς Ορθοδόξους και αυτοκράτορας. Έτζι λόγου χάριν οι ανωτέρω Ίβηρες επίστευσαν εις τον Χριστόν εν τοις χρόνοις του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Δια μέσου δε των Ιβήρων επίστευσαν εις τον Χριστόν οι Αρμένιοι. Και πάλιν δια των Αρμενίων, επίστευσαν οι Πέρσαι εις τον Χριστόν εν τοις αυτοίς χρόνοις του Κωνσταντίνου. Ομοίως επί του αυτού Κωνσταντίνου επίστευσαν οι Ινδοί δια μέσου Φρουμεντίου Αλεξανδρέως, όστις εορτάζεται κατά την τριακοστήν Νοεμβρίου και όρα εκεί. Ομοίως όρα και σελ. 343 του α’ τόμου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Μελετίου.
Επί δε του βασιλέως Ιουστινιανού εν έτει φμς’ [546], επίστευσαν εις τον Χριστόν οι εν τω Ίστρω ποταμώ κατοικούντες Έλουροι, και οι εν τω Τάναϊ ποταμώ κατοικούντες Αβασγοί. Ομοίως και οι Αξουμίται, και άλλοι πολλοί. (Όρα τομ. β’ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, σελ. 89, 90, του Μελετίου.) Επί του βασιλέως Μιχαήλ του υιού Θεοδώρας, του εν έτει ωμβ’ [842] βασιλεύσαντος, επίστευσαν εις τον Χριστόν το έθνος των Βουλγάρων, Σέρβων (οίτινες και Τριβαλοί ονομάζονται), Ποέμων, και Σλαβούνων. Επί του βασιλέως Κωνσταντίνου του υιού Λέοντος του Σοφού, του καλουμένου Πορφυρογεννήτου, του εν έτει Ϡιβ’, ήτοι 912, βασιλεύσαντος, επίστευσαν εις τον Χριστόν οι Ούγγροι. (Όρα τομ. β’ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Μελετίου, σελ. 354.)
Επί δε Βασιλείου του Μακεδόνος, του εν έτει ωξζ’ [867] βασιλεύσαντος, επίστευσαν οι Ρώσσοι εις τον Χριστόν, δια των διδασκάλων, τους οποίους απέστειλεν Ιγνάτιος ο Κωνσταντινουπόλεως, και πάλιν επίστρεψαν εις την πάτριον αυτών θρησκείαν. Έως οπού ο δουξ αυτών Βλοδομίρος, λαβών εις γυναίκα Άνναν την αδελφήν Βασιλείου του Πορφυρογεννήτου, του υιού Ρωμανού του νεωτέρου, εκατηχήθη παρ’ αυτής, και εβαπτίσθη εν έτει 987, ή 990, και κατ’ ολίγον εβαπτίσθη και όλον το έθνος, κατά τον Μοσσέμιον (Εκκλησιαστ. Ιστορ., Εκατονταετηρίδος 9, μερ. 1, κεφ. 1) και τον Λάμπιον τους νεωτέρους (Εκκλησιαστ. Ιστορ., βιβλ. 2, κεφ. 8). Εις όλα δε τα ανωτέρω επιστραφέντα έθνη εις θεογνωσίαν, έλαβον πρόνοιαν οι ρηθέντες βασιλείς να αποστείλουν ιερείς και κληρικούς δια να τα κατηχήσουν, να τα βαπτίσουν, και να τα διδάξουν την Ορθοδοξίαν.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΖ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Νέστορος.
Ὁμοῦ Λυαῖον καὶ λύμην τὴν τῆς πλάνης,
Κτείνας ὁ Νέστωρ τέμνεται διὰ ξίφους.
Εἰκάδι ἑβδομάτῃ ἀποκέρσαν Νέστορα κεδνόν.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Νέστωρ ἦτον πολλὰ νέος κατὰ τὴν ἡλικίαν ἐκείνην, κατὰ τὴν ὁποίαν ἀρχίζουν νὰ φυτρόνουν αἱ τρίχες τῶν γενείων, ἦτον δὲ γλυκὺς εἰς τὴν θεωρίαν. Ὡραῖος εἰς τὸ κάλλος, καὶ γνώριμος τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μάρτυρος Δημητρίου. Οὗτος λοιπὸν βλέπωντας, πῶς ὁ βασιλεὺς Μαξιμιανὸς ἔχαιρε καὶ ἠγάπα ἕνα βάρβαρον, Λυαῖον ὀνομαζόμενον· καὶ πῶς ἐκαυχᾶτο μεγάλως εἰς τὴν ἀνδρίαν τοῦ βαρβάρου ἐκείνου, καὶ εἰς τὰς νίκας ὁποῦ ἔκαμνε μὲ ὅσους ἐπάλευε· ταῦτα, λέγω, βλέπων ὁ μακάριος Νέστωρ, ἐμίσησε τὴν τοιαύτην ὑπερηφάνειαν τοῦ Λυαίου. Βλέπων δὲ καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ἔλαβε θάρρος, ὅτι ἂν μόνον ἁρματωθῇ μὲ τὰς εὐχὰς ἐκείνου, καὶ πολεμήσῃ τὸν βάρβαρον Λυαῖον, ἔχει βέβαια διὰ νὰ τὸν νικήσῃ. Ὅθεν προστρέχει εἰς τὸν μέγαν Δημήτριον. Καὶ πεσὼν εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ, δοῦλε τοῦ Θεοῦ Δημήτριε, λέγει, ἐγὼ εἶμαι πρόθυμος νὰ μονομαχήσω μὲ τὸν Λυαῖον. Διὰ τοῦτο εὖξαι διὰ λόγου μου, ἐπικαλεσάμενος τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ δὲ Ἅγιος σφραγίσας αὐτὸν μὲ τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, καὶ τὸν Λυαῖον, τοῦ εἶπε, θέλεις νικήσεις, καὶ διὰ τὸν Χριστὸν θέλεις μαρτυρήσεις. Τότε λοιπὸν ὁ γενναῖος Νέστωρ ἐμβῆκεν εἰς τὸ στάδιον χωρὶς φόβον. Καὶ ἀφ’ οὗ ἔκαμε τὸν Μαξιμιανὸν νὰ θαυμάσῃ διὰ τὴν ὡραίαν του θεωρίαν, ὁ Θεὸς Δημητρίου, εἶπε, βοήθει μοι. Καὶ πολεμήσας μὲ τὸν Λυαῖον, κτυπᾷ τοῦτον κατάκαρδα μὲ τὴν μάχαιράν του, καὶ θανατόνοι παρευθύς, ἐκεῖνον ὁποῦ ἐθανάτωσε πολλούς. Πληγόνει δὲ ἐν ταυτῷ καὶ τὸν βασιλέα μὲ πληγὴν ψυχικήν, διότι ἐπροξένησεν εἰς αὐτὸν λύπην ἀπαρηγόρητον. Ὅθεν ἐκ τούτου θυμωθεὶς ὁ τύραννος, ἐπρόσταξεν, ὅτι ὁ μὲν Ἅγιος Δημήτριος, νὰ κατατρυπηθῇ μὲ λόγχας, ὁ δὲ Ἅγιος Νέστωρ, νὰ θανατωθῇ μὲ ξίφος. Καὶ ἔτζι ἔλαβον καὶ οἱ δύω παρὰ Χριστοῦ τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου (1).
(1) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὸν Ἅγιον Νέστορα ἐγκώμιον ἔχει Ἰωσὴφ ὁ Θεσσαλονίκης. Οὗ ἡ ἀρχή· «Φαιδρὰ μὲν ἡ πανήγυρις». (Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Καπετωλίνης καὶ Ἐρωτηΐδος.
Κτείνουσι δούλην ἐκ ξίφους καὶ κυρίαν,
Δούλας Τριάδος τῆς ἀληθῶς Κυρίας.
Αὗται αἱ Ἅγιαι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ, καὶ Ζιλικινθίου ἄρχοντος τῆς Καππαδοκίας, ἐν ἔτει σπθ΄ [289]. Καὶ ἡ μὲν Καπετωλίνα, ἦτον εὐγενὴς καὶ πλουσία. Ἡ δὲ Ἐρωτηΐς, ἦτον δούλη αὐτῆς. Ἡ Ἁγία λοιπὸν Καπετωλίνα διαμοιράσασα τὰ ὑπάρχοντά της εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ ἐλευθερώσασα τοὺς δούλους της, ἐπαρρησιάσθη εἰς τὸν ἄρχοντα Ζιλικίνθιον, καὶ ἐκήρυξε τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν. Ὅθεν πρῶτον μέν, ἐκλείσθη εἰς τὴν φυλακήν. Ἔπειτα κατὰ τὴν ἐρχομένην ἡμέραν ἀπεκεφαλίσθη. Ἡ δὲ Ἐρωτηῒς ἐκτύπησε μὲ πέτρας τὸν ἄρχοντα. Διὰ τοῦτο δέρνεται μὲ ῥαβδία. Καὶ διαμείνασα ἀβλαβὴς μὲ τὴν τοῦ Χριστοῦ χάριν, ξίφει τὴν κεφαλὴν ἀποτέμνεται. Καὶ οὕτως ἔλαβον καὶ αἱ δύω τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως.
*
Ὁ Ἅγιος Κυριακὸς ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ὁ Κυριακὸς ἐκλιπὼν γῆν καὶ βίον,
Πρὸς αὐτὸν ἥκει Κύριον τῶν Κυρίων (2).
(2) Σημείωσαι, ὅτι τὸν Κυριακὸν τοῦτον ὀνομάζει ὁ Ξανθόπουλος Κυριλλιανόν. Ὅστις ἔγινεν Ἐπίσκοπος Βυζαντίου ἐν ἔτει σκε΄ [225] καὶ ἐπεσκόπησε χρόνους δεκαέξ. Δέκατος ἕκτος Ἐπίσκοπος Βυζαντίου ἀριθμούμενος ἀπὸ τὸν Στάχυν. Ὅρα περὶ τούτου σελ. 318 τοῦ πρώτου τόμου τοῦ Μελετίου, καὶ εἰς τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ Ἰαννουαρίου.
*
Ἡ Ἁγία Πρόκλα, ἡ σύζυγος τοῦ Πιλάτου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἔχει παρεστῶσάν σε Πρόκλα Δεσπότης,
Ὁ Πιλάτῳ πρὶν σῷ παραστὰς συζύγῳ.
*
Διήγησις περὶ τῶν Ἰβήρων, ἤτοι τῶν νῦν καλουμένων Γκιουρτζίδων, ὅπως ἦλθον εἰς θεογνωσίαν παρά τινος γυναικός (3).
Ἔργον μέγιστον εἰργάσω σεμνὴ γύναι,
Ἐπιστρέφεις γὰρ ἔθνος Ἰβήρων ὅλον.
Εἰς τὰς ἡμέρας τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου ἐν ἔτει τλβ΄ [332], ἐστάθη μία γυνὴ εὐσεβής, ἡ ὁποία ἦτον γυμνασμένη ἄκρως τὴν ἀσκητικὴν πολιτείαν. Ὅθεν καὶ μὅλον ὁποῦ ἐσκλαβώθη ἀπὸ τοὺς Ἴβηρας, ἤτοι τοὺς Γκιουρτζίδας, πάλιν καὶ ἐκεῖ ἐμεταχειρίζετο ἡ μακαρία τοὺς ἰδίους ἀγῶνας τῆς ἀσκήσεως. Καὶ ἐπειδὴ οἱ Γκιουρτζίδες εἶναι ὑστερημένοι ἀπὸ τὴν ἰατρικὴν τέχνην, διὰ τοῦτο, ὅταν τύχῃ νὰ ἀσθενήσουν, συνειθίζουν νὰ πηγαίνουν ἕνας εἰς τὸν ἄλλον, ζητοῦντες νὰ μάθουν τὸν τρόπον τῆς ἰατρείας τῆς ἀσθενείας των ἀπὸ ἐκείνους, ὁποῦ μὲ τὴν πεῖραν ἐδοκίμασαν ἐκείνην τὴν ἀσθένειαν. Ὅθεν καὶ μία γυναῖκα Γκιουρτζίδισσα, ἔχουσα παιδίον, τὸ ὁποῖον εἶχε δεινὴν ἀσθένειαν, ἐπῆγεν εἰς τὴν ἀνωτέρω θεοσεβεστάτην γυναῖκα, ζητοῦσα νὰ μάθῃ ἀπὸ αὐτήν, τί νὰ πράξῃ εἰς τὴν ἀσθένειαν τοῦ παιδίου της. Ἐκείνη δέ, πέρνουσα τὸ παιδίον, καὶ βαλοῦσα τοῦτο ἐπάνω εἰς κλίνην, παρεκάλεσε τὸν Κύριον νὰ τὸ ἰατρεύσῃ. Ὅθεν ὁ τὰ κρυπτὰ τῶν καρδιῶν γνωρίζων Κύριος, χωρὶς νὰ ἀργοπορήσῃ, ἐχάρισε τὴν ὑγείαν εἰς τὸ παιδίον. Ἐκ τῆς αἰτίας λοιπὸν ταύτης, ἡ θαυμασία ἐκείνη γυνή, ἔγινε τόσον περίφημος, ὥστε ὁποῦ ἔφθασεν ἡ φήμη της, ἕως καὶ εἰς τὰ αὐτία τῆς γυναικὸς τοῦ ἐκεῖσε βασιλέως. Ἡ ὁποία εὐθὺς ἐπρόσταξε νὰ ἔλθῃ ἡ αἰχμάλωτος εἰς αὐτήν. Ἐπειδὴ καὶ ἔπασχεν ἀπὸ πάθος χαλεπὸν καὶ δυσίατον. Ἡ δὲ ταπεινόφρων γυνή, εἰς τοῦτο δὲν ἐπείθετο, κρίνουσα τὸν ἑαυτόν της ἀνάξιον, διὰ νὰ ὑπάγῃ μία σκλάβα εἰς τὴν βασίλισσαν. Ἀλλ’ ἡ βασίλισσα, ὡς οὐδὲν νομίσασα τὸ ὕψος τῆς βασιλείας, ἐπῆγε μόνη της εἰς τὴν σκλάβαν. Ἐκείνη δὲ βαλοῦσα τὴν βασίλισσαν νὰ πλαγιάσῃ ἐπάνω εἰς τὴν κλίνην της, ὁποῦ καὶ τὸ παιδίον ἐπλαγίασεν, ἐπρόσφερεν εἰς αὐτὴν τὴν ἱερὰν προσευχήν, ἰατρικὸν τοῦ πάθους ταχύτατον. Ἐλευθερωθεῖσα λοιπὸν ἡ βασίλισσα ἀπὸ τὸ πάθος, ἔδιδεν εἰς τὴν σκλάβαν χρυσάφι, ἀσῆμι, ῥοῦχα πολύτιμα, καὶ ἄλλα πολλά, ὅσα εἶναι ἀποτελέσματα φιλοτιμίας βασιλικῆς. Ἵνα διὰ τούτων ἀνταμείψῃ αὐτήν, ἥτις τόσον ὀγλίγωρα ἐδίωξε τὸ πάθος της. Ἀλλ’ ἡ θεία ἐκείνη καὶ εὐσεβεστάτη γυνή, ἔλεγεν εἰς τὴν βασίλισσαν, ὅτι δὲν χρειάζεται ταῦτα. Μισθὸν δὲ καὶ πληρωμὴν μεγάλην τῆς ἰατρείας νομίζει, τὸ νὰ γνωρίσῃ ἐκείνη τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν καὶ εὐσέβειαν. Καὶ τὸ νὰ κτίσῃ Ναὸν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸ πάθος τὴν ἠλευθέρωσεν.
Ἡ δὲ βασίλισσα ταῦτα ἀκούσασα, ἐπῆγεν εἰς τὰ βασίλεια. Καὶ τὸν μὲν ἄνδρα της βασιλέα, ἔκαμε νὰ ἐκπλαγῇ, διὰ τὴν παράδοξον ἰατρείαν τοῦ πάθους της. Διηγουμένη δὲ καὶ μὲ ποῖον τρόπον ἰατρεύθη, ἐβεβαίονεν, ὅτι ὁ Θεὸς τῆς σκλάβας, ὁποῦ τὴν ἰάτρευσεν, εἶναι ἀληθῶς καὶ κυρίως Θεός. Ἔλεγε δὲ πρὸς τούτοις, ὅτι εἶναι πρέπον νὰ κτίσουν καὶ Ναὸν εἰς τὸ ὄνομά του. Καὶ ὅτι ὅλον τὸ ἔθνος τῶν Γκιουρτζίδων πρέπει νὰ ἐπιστραφῇ εἰς τὴν τοῦ τοιούτου Θεοῦ λατρείαν καὶ πίστιν. Ὁ δὲ βασιλεύς, τὴν μὲν ἰατρείαν τῆς γυναικός του, ἐθαύμαζε καὶ ἐπαινοῦσε. Ναὸν δὲ νὰ κτίσῃ, δὲν ἤθελεν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασεν ὀλίγος καιρός, εὐγῆκεν εἰς τὸ κυνῆγι ὁ βασιλεύς. Καὶ οἱ μὲν ἄλλοι οἱ μετ’ αὐτοῦ, ἐκυνήγουν ἀνεμποδίστως. Ὁ δὲ βασιλεύς, μόνος μείνας ὀπίσω ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἐκρατήθη ἀπὸ ἀορασίαν. Καὶ ποῦ νὰ ὑπάγῃ δὲν ἤξευρεν. Ὅθεν ἀπορήσας εἰς τὸ συμβεβηκὸς ὁποῦ τῷ ἠκολούθησεν, ἐνθυμήθη τὴν ἀπείθειαν, ὁποῦ ἔδειξεν εἰς τὰ λόγια τῆς γυναικός του. Καὶ λοιπὸν ἐπικαλεσθεὶς εἰς βοήθειαν τὸν Θεὸν τῆς σκλάβας γυναικός, ἠλευθερώθη ἀπὸ τὸ σκότος καὶ τὴν ἀορασίαν. Ἔπειτα πηγαίνωντας μόνος εἰς τὴν εὐσεβεστάτην σκλάβαν, παρεκάλει αὐτὴν διὰ νὰ τῷ δείξῃ εἰς ποῖον σχῆμα νὰ κτίσῃ τὸν Ναόν. Καὶ ἡ μὲν γυνή, ἐσχημάτιζε τὸν Ναόν. Οἱ δὲ τεχνῖται τοῦ βασιλέως, ἔκτιζον αὐτόν.
Ἀφ’ οὗ δὲ ἔλαβε τέλος ὁ Ναός, καὶ ἦτον χρεία νὰ ἐγκαινιάσῃ αὐτὸν Ἀρχιερεύς, εὑρῆκε καὶ τούτου τὴν εὐκολίαν ἡ θαυμασία ἐκείνη γυνή. Διότι αὕτη ἐκατάπεισε τὸν βασιλέα τῆς Ἰβηρίας νὰ γράψῃ πρὸς τὸν βασιλέα Ῥωμαίων, καὶ νὰ ζητήσῃ νὰ σταλθῇ ἀπὸ ἐκεῖ διδάσκαλος τῆς εὐσεβείας. Τότε δὲ ἦτον βασιλεὺς Ῥωμαίων ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, καθὼς προείπομεν. Ὁ ὁποῖος μαθὼν τὴν αἰτίαν τῆς αἰτήσεως, εὐχαρίστησε τὸν Θεόν. Καὶ ὑποδεξάμενος φιλοφρόνως τοὺς ἀπεσταλμένους πρεσβευτάς, ἔστειλεν εἰς Ἰβηρίαν ἕνα Ἀρχιερέα στολισμένον μὲ πίστιν καὶ σύνεσιν, καὶ μὲ πολιτείαν ἐνάρετον, ὁμοῦ καὶ δῶρα πολλά, διὰ νὰ γένῃ κήρυξ καὶ διδάσκαλος τῆς θεογνωσίας εἰς τὸ ἔθνος ἐκεῖνο. Οὗτος λοιπὸν πηγαίνωντας ἐκεῖ, μὲ θαύματα καὶ διδασκαλίας ἐτράβιξεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἐβάπτισεν αὐτούς. Καὶ κτίσας εἰς διάφορα μέρη ἱεροὺς Ναούς, καὶ χειροτονήσας Ἱερεῖς, ἐπίστρεψεν εἰς θεογνωσίαν ὅλον τὸ ἔθνος τῶν Ἰβήρων. Καὶ οὕτως ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. Τοιοῦτος ἐστάθη ὁ τρόπος τῆς τῶν Ἰβήρων τοῦ Θεοῦ ἐπιγνώσεως (4).
(3) Σημείωσαι, ὅτι τοῦτο τὸ διήγημα ἱστορεῖ ὁ Κύρου Θεοδώρητος, βιβλίῳ πρώτῳ, κεφαλ. εἰκοστῷ τρίτῳ, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας.
(4) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα χάριν τῶν φιλολόγων, ὅτι πολλὰ ἔθνη ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν, ὄχι μόνον διατὶ ἔβλεπον θαύματα γινόμενα διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ διαφόρων ἁγίων ἀνδρῶν. Ἀλλὰ καὶ διατὶ ἔβλεπον τὸ γένος τῶν Χριστιανῶν δεδοξασμένον καὶ ἔντιμον μὲ βασιλείαν καὶ μὲ βασιλεῖς Ὀρθοδόξους καὶ αὐτοκράτορας. Ἔτζι λόγου χάριν οἱ ἀνωτέρω Ἴβηρες ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστὸν ἐν τοῖς χρόνοις τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Διὰ μέσου δὲ τῶν Ἰβήρων ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστὸν οἱ Ἁρμένιοι. Καὶ πάλιν διὰ τῶν Ἁρμενίων, ἐπίστευσαν οἱ Πέρσαι εἰς τὸν Χριστὸν ἐν τοῖς αὐτοῖς χρόνοις τοῦ Κωνσταντίνου. Ὁμοίως ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ Κωνσταντίνου ἐπίστευσαν οἱ Ἰνδοὶ διὰ μέσου Φρουμεντίου Ἀλεξανδρέως, ὅστις ἑορτάζεται κατὰ τὴν τριακοστὴν Νοεμβρίου καὶ ὅρα ἐκεῖ. Ὁμοίως ὅρα καὶ σελ. 343 τοῦ α΄ τόμου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Μελετίου.
Ἐπὶ δὲ τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ ἐν ἔτει φμς΄ [546], ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστὸν οἱ ἐν τῷ Ἴστρῳ ποταμῷ κατοικοῦντες Ἔλουροι, καὶ οἱ ἐν τῷ Τάναϊ ποταμῷ κατοικοῦντες Ἀβασγοί. Ὁμοίως καὶ οἱ Ἀξουμῖται, καὶ ἄλλοι πολλοί. (Ὅρα τόμ. β΄ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, σελ. 89, 90, τοῦ Μελετίου.) Ἐπὶ τοῦ βασιλέως Μιχαὴλ τοῦ υἱοῦ Θεοδώρας, τοῦ ἐν ἔτει ωμβ΄ [842] βασιλεύσαντος, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστὸν τὸ ἔθνος τῶν Βουλγάρων, Σέρβων (οἵτινες καὶ Τριβαλοὶ ὀνομάζονται), Ποέμων, καὶ Σλαβούνων. Ἐπὶ τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ υἱοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, τοῦ καλουμένου Πορφυρογεννήτου, τοῦ ἐν ἔτει Ϡιβ΄, ἤτοι 912, βασιλεύσαντος, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστὸν οἱ Οὖγγροι. (Ὅρα τόμ. β΄ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Μελετίου, σελ. 354.)
Ἐπὶ δὲ Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος, τοῦ ἐν ἔτει ωξζ΄ [867] βασιλεύσαντος, ἐπίστευσαν οἱ Ῥῶσσοι εἰς τὸν Χριστόν, διὰ τῶν διδασκάλων, τοὺς ὁποίους ἀπέστειλεν Ἰγνάτιος ὁ Κωνσταντινουπόλεως, καὶ πάλιν ἐπίστρεψαν εἰς τὴν πάτριον αὐτῶν θρησκείαν. Ἕως ὁποῦ ὁ δοὺξ αὐτῶν Βλοδομῖρος, λαβὼν εἰς γυναῖκα Ἄνναν τὴν ἀδελφὴν Βασιλείου τοῦ Πορφυρογεννήτου, τοῦ υἱοῦ Ῥωμανοῦ τοῦ νεωτέρου, ἐκατηχήθη παρ’ αὐτῆς, καὶ ἐβαπτίσθη ἐν ἔτει 987, ἢ 990, καὶ κατ’ ὀλίγον ἐβαπτίσθη καὶ ὅλον τὸ ἔθνος, κατὰ τὸν Μοσσέμιον (Ἐκκλησιαστ. Ἱστορ., Ἑκατονταετηρίδος 9, μέρ. 1, κεφ. 1) καὶ τὸν Λάμπιον τοὺς νεωτέρους (Ἐκκλησιαστ. Ἱστορ., βιβλ. 2, κεφ. 8). Εἰς ὅλα δὲ τὰ ἀνωτέρω ἐπιστραφέντα ἔθνη εἰς θεογνωσίαν, ἔλαβον πρόνοιαν οἱ ῥηθέντες βασιλεῖς νὰ ἀποστείλουν ἱερεῖς καὶ κληρικοὺς διὰ νὰ τὰ κατηχήσουν, νὰ τὰ βαπτίσουν, καὶ νὰ τὰ διδάξουν τὴν Ὀρθοδοξίαν.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Των Αγίων Νέστορος του Μάρτυρος, Καπετωλίνης και Ερωτηΐδος των Μαρτύρων κ.α.