Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου18 Οκτωβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΗ’, μνήμη του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά.
Εις Εμμαούς βλέπειν σε καν πριν ειργόμην,
Λουκάς λέγει τρανώς σε νυν Χριστέ βλέπω.
Ογδοάτη δεκάτη πέρατος βίου έμμορε (ήτοι έτυχε) Λουκάς.
Λουκάς ο θείος Ευαγγελιστής, εκατάγετο μεν από την μεγάλην Αντιόχειαν, ιατρός ων και άκρος κατά την ζωγραφικήν τέχνην. Ήτον δε γυμνασμένος εις το άκρον και όλην την έξωθεν σοφίαν. Και πεπαιδευμένος την εβραϊκήν και την συριακήν διάλεκτον. Ούτος λοιπόν διατρίβωντας εις τας Θήβας της Βοιωτίας και ιατρεύων, κατά τους χρόνους του βασιλέως Τίτου Κλαυδίου εν έτει μβ’ [42], αντάμωσε τον Άγιον Απόστολον Παύλον. Και πιστεύσας εις τον Χριστόν, απέβαλε την πατρικήν πλάνην. Όθεν, από τότε αφήσας την ιατρείαν των σωμάτων, εμεταχειρίζετο την ιατρείαν των ψυχών. Κατά δε υπαγόρευσιν του Αποστόλου Παύλου, συνέγραψε και το εδικόν του άγιον Ευαγγέλιον (1) και απέστειλεν αυτό προς τον ηγεμόνα της Αχαΐας Θεόφιλον, όστις επίστευσεν εις τον Χριστόν. Έπειτα συνέγραψε και τας Πράξεις των Αποστόλων, και απέστειλεν αυτάς εις τον ίδιον Θεόφιλον. Αφ’ ου δε εχωρίσθη από τον Παύλον, επεριπάτησεν εις όλην την Ελλάδα, κηρύττων το Ευαγγέλιον του Χριστού. Πηγαίνωντας δε πάλιν εις τας Θήβας της Βοιωτίας, ως λέγουσιν, εκεί εν ειρήνη ανεπαύθη, ων ογδοήκοντα χρόνων γέρωντας (2).
Μετά θάνατον δε, θέλωντας ο Θεός να δοξάση τον θεράποντα και υπηρέτην του τούτον Λουκάν, έβρεξεν επάνω εις τον τάφον του κολλούρια, εις σημείον της ιατρικής τέχνης του. (Κολλούριον δε, είναι ένα ιατρικόν κατεσκευασμένον από ροδόσταγμα και άλλα είδη, βοηθιτικόν εις τους βεβλαμμένους οφθαλμούς.) Όθεν εκ της αιτίας ταύτης, έγινεν ο τάφος του θείου Αποστόλου γνωριμώτερος εις όλους τους ανθρώπους. Ο δε Κωνστάντιος, ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μετέφερεν από τας Θήβας εις την Κωνσταντινούπολιν το λείψανον του Αποστόλου τούτου, δια μέσου του Αγίου Αρτεμίου του μεγάλου δουκός της Αιγύπτου και Μάρτυρος. Και απεθησαύρισεν αυτό εν τω Ναώ των Αγίων Αποστόλων υποκάτω εις την Αγίαν Τράπεζαν, μαζί με τα τίμια λείψανα Ανδρέου και Τιμοθέου των Αποστόλων. (Η δε των λειψάνων του Λουκά κατάθεσις εορτάζεται κατά την εικοστήν Ιουνίου.)
Λέγουσι δε, ότι ο Λουκάς ούτος, πρώτος εζωγράφησε τρεις εικόνας της Κυρίας Θεοτόκου, φερούσας εν αγκάλαις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, από κηρί και μαστίχην και χρώματα. Τας οποίας επρόσφερεν εις αυτήν έτι ζώσαν επί της γης. Δια να μάθη ανίσως ήτον αρεσταί εις αυτήν. Η δε Μήτηρ του Κυρίου απεδέξατο αυτάς, και είπεν· «Η χάρις του εξ εμού τεχθέντος είη δι’ εμού μετ’ αυτών». Ωσαύτως δε εζωγράφησε και τας εικόνας των Αγίων Αποστόλων των Κορυφαίων. Και από τον καιρόν εκείνον, διεδόθη εις τον κόσμον το τοιούτον καλόν και ευσεβές και πάντιμον έργον, το να ζωγραφίζωνται δηλαδή αι των Αγίων εικόνες. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Θησαυρόν.) Υπόμνημα δε έχει εις αυτόν ο Μεταφραστής όπερ εστίν αυτός ο Βίος του ο ελληνικός, ου η αρχή· «Ει και δικαίου μνήμη μετ’ εγκωμίων» (σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις).
(1) Το θείον Ευαγγέλιον συνέγραψεν ο ιερός Λουκάς μετά την Ανάληψιν χρόνους δεκαπέντε, εν τω Μοναστηρίω του Μεγάλου Σπηλαίου κατά το βασιλικόν χρυσόβουλλον της αυτής Μονής, ως ιστορεί Νικόλαος ο Μαλαξός. Καν άλλοι λέγουσι, ότι έγραψεν αυτό εις Αλεξάνδρειαν, κατά τον Θηβαίον Ιππόλυτον. Σημείωσαι, ότι Νικήτας ο Ρήτωρ εγκώμιον έπλεξεν εις τούτον τον Απόστολον, ου η αρχή· «Ω λαμπρότης». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη του Βατοπαιδίου και τη των Ιβήρων και Διονυσίου.) Εν δε τη Λαύρα σώζεται και άλλο εγκώμιον εις τον αυτόν, ου η αρχή· «Πράξεων και λόγων άμιλλαν επί της παρούσης πανηγύρεως». Εκεί σώζεται και ο ελληνικός Βίος αυτού, ου η αρχή· «Οι μεν Άγιοι του Θεού Μάρτυρες».
(2) Σημείωσαι, ότι διαφωνία ευρίσκεται ανάμεσα εις τους ιστορικούς, περί του Ευαγγελιστού Λουκά. Ο μεν γαρ Λέων ο Σοφός εν τω εωθινώ, και ο Χριστοφόρος ο Πατρίκιος εν τω ανωτέρω διστίχω ιαμβικώ, και ο Θεοφάνης ο Γραπτός εν τω ασματικώ κανόνι, και ο χειρόγραφος Συναξαριστής, και άλλοι, υπέλαβον, ότι ο θείος ούτος Λουκάς επήγεν εις την Ιερουσαλήμ και είδε τον Δεσπότην Χριστόν ζώντα, και υπηρέτησεν αυτώ. Παρών και εις τα θαύματα, οπού εποίει. Και εις τα Πάθη, και εις την Ανάστασιν. Και εσυνωμίλησεν αυτώ μετά την Ανάστασιν μαζί με τον Κλεόπαν. Και είδεν αυτόν εις ουρανούς αναλαμβανόμενον. Και της επιδημίας ηξιώθη του Αγίου Πνεύματος εν τη ημέρα της Πεντηκοστής. Ο δε θείος Χρυσόστομος, λόγω α’ εις τας Πράξεις και ομιλία δ’ εις το κατά Ματθαίον, ομοίως και ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας εν τη ερμηνεία της αρχής του κατά Λουκάν Ευαγγελίου, και ο τετυπωμένος Συναξαριστής, και άλλοι, θέλουσιν ότι ο Λουκάς δεν εστάθη αυτόπτης του Κυρίου και μαθητής, ουδέ είδεν αυτόν όλως επί γης ζώντα. Αλλ’ είναι μαθητής του Αποστόλου Παύλου, εντυχών αυτώ και πιστεύσας τω Χριστώ κατά τας Θήβας της Βοιωτίας. Βεβαιούσι δε την δόξαν ταύτην από τα λόγια του ιδίου τούτου Λουκά. Όστις εν τη αρχή του Ευαγγελίου του μαρτυρεί μόνος λέγων· «Καθώς παρέδοσαν ημίν οι απ’ αρχής αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του Λόγου». Το οποίον τούτο δεν ήθελεν ειπή βέβαια, ανίσως είδεν επί γης τον Κύριον.
Ει γαρ ο Παύλος, ο του Λουκά διδάσκαλος, και μόλον οπού είδεν αυτοψεί, και ήκουσε του Κυρίου μετά την Ανάστασιν, δια της υπέρ ήλιον αστραπτούσης εν ουρανώ θεωρίας, λέγει όμως ότι δεν ήκουσεν αυτός του Κυρίου, αλλά υπό των ακουσάντων, αυτοπτών και αυτηκόων του Κυρίου γενομένων Αποστόλων, εβεβαιώθη εις αυτόν η κοινή των ανθρώπων σωτηρία. Ούτω γάρ φησιν εν τη προς Εβραίους Επιστολή· «Ήτις αρχήν λαβούσα λαλείσθαι δια του Κυρίου, υπό των ακουσάντων εις ημάς εβεβαιώθη» (Εβρ. β’, 3). Πώς ο του Παύλου μαθητής Λουκάς ήθελε νομισθή, ότι ήτον αυτόπτης και αυτήκοος, ων συνέγραψε; Παρεδόθη λοιπόν ο Ευαγγελιστής Λουκάς, όσα γράφει εν τω αγίω Ευαγγελίω, τόσον από τον Παύλον, όσον και από τους λοιπούς Αποστόλους, και μάλιστα από τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην, τους αυτόπτας και αυτηκόους γενομένους του Κυρίου. Πότε δε ταύτα παρεδόθη από αυτούς; Όταν επήγε μαζί με τον Παύλον εις τα Ιεροσόλυμα και αντάμωσε τους Αποστόλους. Ούτω γαρ μόνος λέγει· «Γενομένων δε ημών εις Ιεροσόλυμα, ασμένως εδέξαντο ημάς οι αδελφοί. Τη δε επιούση εισήει ο Παύλος συν ημίν προς Ιάκωβον, πάντες δε παρεγένοντο οι πρεσβύτεροι» (Πραξ. κα’, 17).
Δια τούτο και ημείς εις την δευτέραν δόξαν ακολουθήσαντες ως αληθή και ακριβή, και εκ των θείων μαρτυρουμένην Γραφών, το Συναξάριον τούτο μετεφράσαμεν, καθώς ήτον εις τον τετυπωμένον Συναξαριστήν. Όρα δε και εις την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα, όπου και ο κυρ Ευγένιος συμφωνεί τη δευτέρα δόξη. Λέγει δε αυτός εκεί, ότι τον συνοδοιπόρον του Κλεόπα, ο μεν Ωριγένης εις τον Ιερεμίαν, και εις τον Ιωάννην, και εν τοις κατά Κέλσου, ομοίως και ο Βασίλειος εις τον Ησαΐαν, κεφ. ς’, ούτοι λέγω ωνόμασαν Σίμωνα τον συνοδοιπόρον του Κλεόπα. Ο δε Επιφάνιος, αιρέσει κγ’, αριθμώ ς’, ενόμισεν, ότι αυτός ήτον ο Ναθαναήλ. Αγκαλά και ταύτα αμφίβολά εισι δια την του Ευαγγελιστού σιωπήν.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μαρίνου του Γέροντος, ξίφει τελειωθέντος.
Γέρων Μαρίνος εξελέγχει γραυν πλάνην,
Τόλμη νεάζων και τελειούται ξίφει.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Ιουλιανός, ο εν τω Ευφράτη ποταμώ, εν ειρήνη τελειούται.
Εκ του παρατρέχοντος ως όναρ βίου,
Ιουλιανός άσμενος παρατρέχει.
Ούτος ο Όσιος Πατήρ ημών Ιουλιανός (3) παραιτήσας τον κόσμον και τα εν κόσμω, επήγεν εις τας όχθας του Ευφράτου ποταμού. Και εκεί ευρών ένα σπήλαιον, επέρνα την ζωήν του μοναστικώς. Τούτον ύστερον πολλοί και άλλοι μιμηθέντες, επήγαν κοντά εις εκείνο το σπήλαιον του Οσίου, και εκατασκεύασαν καλύβας, γενόμενοι έως εκατόν εις τον αριθμόν, οι οποίοι εσυναγωνίζοντο με τον Όσιον, και τα αυτά φαγητά οπού έτρωγεν εκείνος, έτρωγον και αυτοί. Ούτος ο θαυμάσιος απάντησε μίαν φοράν ένα δράκοντα, και τούτον κατεξέσχισε και εθανάτωσε με το σημείον του τιμίου Σταυρού. Επήγε δε και εις το Σίναιον όρος, και έκτισεν Εκκλησίαν κοντά εις την πέτραν εκείνην, εις την οποίαν ο νομοθέτης Μωσής είδε τον Θεόν, καθώς είναι δυνατόν να ιδή άνθρωπος. Η οποία Εκκλησία στέκεται έως της σήμερον.
Αλλά και όταν ο δυσσεβής Ιουλιανός επήγεν εις την Περσίαν, πολλοί Χριστιανοί φοβούμενοι, μήπως γυρίση από εκεί, και πάλιν πολεμήση την Εκκλησίαν του Χριστού ο αλιτήριος, επρόστρεξαν εις τον Όσιον τούτον, και παρεκάλεσαν αυτόν, να τους λυτρώση δια των προσευχών του από τας κακοτεχνίας εκείνου. Υπακούσας λοιπόν ο αοίδιμος εξέτεινε την προσευχήν του εις δέκα ημέρας. Τούτου χάριν ήκουσεν άνωθεν θείαν φωνήν οπού έλεγεν, ότι, όχι μόνον δια εσένα ο άγριος χοίρος του αμπελώνος Χριστού, ο μιαρός και δυσσεβής Ιουλιανός κατ’ αυτήν την ώραν αποσφάττεται, αλλά και δια τας αγρυπνίας και παρακαλέσεις αγίων αδελφών (4). Ύστερον δε αφ’ ου ο μακάριος Μελέτιος ο Αντιοχείας εδιώχθη από την Αντιόχειαν, επροσκάλεσαν μερικοί Χριστιανοί τον Όσιον τούτον Ιουλιανόν, δια να λάβουν την ευχήν του και ευλογίαν, και δια να παρηγορηθούν από τας ψυχωφελείς νουθεσίας του. Ο δε Όσιος εσυγκατάνευσε να υπάγη.
Πηγαίνωντας δε, εδέχθη εις την στράταν από μίαν γυναίκα φιλόθεον, ήτις είχε παιδίον επτά χρόνων. Όταν δε εκάθισεν εις τον δείπνον ο Άγιος, επειδή η μήτηρ εκείνου ενασχολείτο εις το να υπηρετήση εν τη τραπέζη, δια τούτο ευγήκεν ολίγον έξω από τους οφθαλμούς της μητρός το παιδίον, και κατά συμβεβηκός πίπτει μέσα εις ένα πηγάδι. Η δε τιμία εκείνη γυνή, αφ’ ου έμαθε το συμβεβηκός, χωρίς να αλλοιωθή τελείως, ή να ταραχθή, εσκέπασεν επάνω το πηγάδι. Και με μεγάλην πίστιν και μεγαλοψυχίαν υπηρέτει τον Όσιον (5). Εις καιρόν δε οπού ο Άγιος εζήτει το παιδίον πολλαίς φοραίς, η μήτηρ αυτού, ω της θαυμαστής ανδρίας και πίστεως! ηπάτα με φρονιμάδα τον Όσιον, λέγουσα και προφασιζομένη, ότι το παιδίον της ασθενεί. Επειδή δε ο Άγιος περισσότερον εζήτει το παιδίον, δια να έλθη και αυτό εις την τράπεζαν να απολαύση την ευλογίαν του, τούτου χάριν η μήτηρ του εφανέρωσεν εις αυτόν το συμβεβηκός.
Ο δε Όσιος παρευθύς εσηκώθη από την τράπεζαν. Και ρίψας το σκέπασμα του πηγαδίου, ω του θαύματος! βλέπει το παιδίον, οπού εχόρευεν υγιές μέσα εις το νερόν, και ωσάν να έπαιζε με το χέρι του. Όθεν επρόσταξεν ένα οπού ευρέθη εκεί, δια να το ευγάλη από το πηγάδι. Αφ’ ου δε ευγήκεν έξω το παιδίον, ερωτάτο να ειπή, ανίσως και έπαθε κανένα κακόν. Εκείνο δε απεκρίνετο, ότι δεν έπαθε τίποτε. Επειδή εβαστάζετο από τον γέροντα, οπού ωμίλει και εκολάκευεν αυτό μέσα εις το νερόν.
Όταν δε επήγεν ο Όσιος εις την Αντιόχειαν, εκατέβη εις το σπήλαιον, μέσα εις το οποίον εκρύπτετό ποτε ο Απόστολος Παύλος. Τότε και πλήθος πολύ Χριστιανών εσύντρεξεν εις το σπήλαιον, δια να λάβουν την ευλογίαν του, και να ωφεληθούν εκ της διδασκαλίας του. Ο δε Όσιος κρατηθείς από μίαν υπερβολικήν θέρμην, εκείτετο ολίγον τι αναπνέων, και σχεδόν υπάρχων άφωνος. Επειδή δε οι μετ’ αυτού όντες αδελφοί τον ενώχλουν λέγοντες, ότι πολλοί Χριστιανοί στέκονται έξω του σπηλαίου, και προσμένουν να εύγης δια να λάβουν την ευλογίαν σου, απεκρίθη. Εάν συμφέρη εις εμέ η υγεία, θέλει την δώσει βέβαια ο Θεός. Όθεν προσευχηθείς ο Όσιος, εσήκωσεν αυτός τον εαυτόν του από τον λαυρότατον εκείνον πυρετόν, δια την ωφέλειαν του πλήθους των Χριστιανών.
Όταν δε ο Άγιος επήγαινεν από την Αντιόχειαν εις τα βασίλεια της Κωνσταντινουπόλεως, τότε ένας ασθενής και κατάκοιτος άνθρωπος, έγγιξεν εις το ευτελές αυτού και πτωχικόν ιμάτιον. Και ω του θαύματος! ευθύς εσηκώθη από την ασθένειαν, και ηκολούθει εις τον Όσιον. Καθώς και ο πάλαι χωλός αναστάς, ηκολούθει εις τον Πέτρον και Ιωάννην τους Αποστόλους. Ο δε ασθενής εκείνος, όχι μόνον ιατρεύθη από την του σώματος ασθένειαν, αλλά και από την της ψυχής. Αστήρικτος γαρ ων εις την ορθόδοξον πίστιν, εστηρίχθη δια του Αγίου εις αυτήν.
Εις καιρόν δε οπού ο Άγιος εγύριζεν εις την ασκητικήν του καλύβην δια μέσου της πόλεως Κύρου, εκράτησαν αυτόν οι εκείσε Χριστιανοί, παρακαλούντες και λέγοντες. Δούλε του Θεού, ημείς προσμένομεν να έλθη αντί του Επισκόπου μας, ο δυσσεβής και ολέθριος Αστέριος (6). Λοιπόν πρόσμεινον εις ημάς και βοήθησον ο,τι δύνασαι, μήπως εκείνος ήθελε μας διαστρέψη από την ορθοδοξίαν, με την ρητορικήν και σοφιστικήν γλώσσαν του. Ο δε Άγιος υπακούσας, επρόσμεινε. Και ποιήσας ευχήν ολονύκτιον, ομού με άλλους ολίγους, εθανάτωσε τον Αστέριον με πληγήν θεόπεμπτον, αφήσας εις αυτόν ζωήν μιας μόνης ημέρας, και ταύτην οδυνηράν και επίπονον. Υποστρέψας λοιπόν ο Όσιος εις τους μαθητάς του, και διαπεράσας με αυτούς χρόνους αρκετούς, εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησεν.
(3) Τούτου του Οσίου Ιουλιανού τον Βίον συγγράφει ο Θεοδώρητος εν αριθμώ β’ της Φιλοθέου Ιστορίας. Λέγει δε ο Θεοδώρητος εκεί, ότι ο Όσιος ούτος, πρότερον μεν έκτισε την καλύβην του εις την χώραν την καλουμένην Οσροηνών, ήτις παλαιά ωνομάζετο Παρθυαίων. Και ότι οι εγχώριοι τιμώντες τούτον τον Όσιον, επεκάλουν αυτόν Σάββαν. Ο δηλοί πρεσβύτην ελληνικά. Αξιόλογον δε είναι και εκείνο το άλλον οπού είπεν ο Όσιος ούτος, παρά τω Θεοδωρήτω ευρισκόμενον. Παρακληθείς γάρ ποτε υπό των μαθητών του, δια να κτίση ένα μικρόν οίκον, επείσθη και έδωκε τα μέτρα του οίκου. Επειδή δε εκείνοι εποίησαν αυτόν μεγάλον, τούτου χάριν βλέπων αυτόν ο Όσιος, «Δέδοικα», έφη, «ω άνδρες, μη τα επί γης ευρύνοντες καταγώγια, σμικρύνομεν τα επουράνια. Και τοι, ταύτα μεν εστί πρόσκαιρα, εκείνα δε αιώνια. Και πέρας λαβείν ου δυνάμενα». Αρμόζει δε ο ελεγμός ούτος και εις ημάς τους Μοναχούς του τωρινού καιρού. Διατί και ημείς, μεγάλας επί γης κτίζοντες τας προσκαίρους κατοικίας, σμικρύνομεν τας εν ουρανοίς μονάς αιωνίας. Περί τούτου του Ιουλιανού γράφει και ο θείος Χρυσόστομος, ομιλία εικοστή πρώτη εις την προς Εφεσίους, λέγων· «Ίστε δήπου και ακηκόατε. Οι δε, και εθεωρήσατε τον άνδρα, ον μέλλω νυν ερείν. Ιουλιανόν λέγω τον θαυμάσιον. Ούτος ην ανήρ άγροικος, ταπεινός και εκ ταπεινών. Ουδέ όλως της έξωθεν παιδείας έμπειρος, αλλά της απλάστου φιλοσοφίας πεπληρωμένος. Τούτου εις τας πόλεις εμβάλλοντος (σπανιάκις δε τούτο εγίνετο), ούτε ρητόρων, ούτε σοφιστών, ούτε άλλου τινός εισελαύνοντος, τοιαύτη τις εγίνετο συστροφή. Τι δε λέγω; Ουχί πάντων βασιλέων και το όνομα αυτού λαμπρότερον άδεται έτι και νυν;»
(4) Ταύτην την πρόρρησιν του Οσίου, ην είπε περί του αποστάτου Ιουλιανού, αναφέρει ο ίδιος Θεοδώρητος και εν τω τρίτω βιβλίω της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, κεφαλαίω δεκάτω έκτω.
(5) Ένα τοιούτον συμβεβηκός ηκολούθησε και εις τον καιρόν Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, ως εν τω Βίω τούτου οράται κατά την ενδεκάτην του Ιαννουαρίου.
(6) Ο Αστέριος ούτος ήτον Αρειανός. Ούτω γαρ λέγει περί αυτού ο Σωζόμενος. «Εν Καππαδοκία την σοφιστικήν μετιών, ταύτην μεν κατέλιπε, χριστιανίζειν δε επηγγέλλετο. Επεχείρει δε και λόγους συγγράφειν, οι μέχρι νυν φέρονται, δι’ ων το Αρείου συνέστη δόγμα» (Σωζόμ. Εκκλ. Ιστορ., βιβλ. α’, κεφαλ. λς’).
*
Οι Άγιοι τεσσαράκοντα Παίδες ξίφει τελειούνται.
Παίδων διπλή τέθνηκεν εικάς εκ ξίφους,
Τιμώσα Χριστόν τον διπλούν κατ’ ουσίαν.
*
Ο Άγιος Μνάσων, Επίσκοπος Κύπρου, ξίφει τελειούται.
Ως πύργος ενδούς την κάραν κλίνας Μνάσων,
Πτώσιν προ της γης την από ξίφους μένει.
*
Μνήμη των Αγίων νεοφανών Μαρτύρων Γαβριήλ και Κυρμιδώλη, των εν Αιγύπτω αθλησάντων εν έτει ͵αφκβ’ [1522].
Ο Κυρμιδώλης και Γαβριήλ οι δύω,
Αθλούσιν άμα και στεφανούνται άμα (7).
(7) Το Μαρτύριον τούτων όρα εις το Νέον Εκλόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΗ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ.
Εἰς Ἐμμαοὺς βλέπειν σε κᾂν πρὶν εἰργόμην,
Λουκᾶς λέγει τρανῶς σε νῦν Χριστὲ βλέπω.
Ὀγδοάτῃ δεκάτῃ πέρατος βίου ἔμμορε (ἤτοι ἔτυχε) Λουκᾶς.
Λουκᾶς ὁ θεῖος Εὐαγγελιστής, ἐκατάγετο μὲν ἀπὸ τὴν μεγάλην Ἀντιόχειαν, ἰατρὸς ὢν καὶ ἄκρος κατὰ τὴν ζωγραφικὴν τέχνην. Ἦτον δὲ γυμνασμένος εἰς τὸ ἄκρον καὶ ὅλην τὴν ἔξωθεν σοφίαν. Καὶ πεπαιδευμένος τὴν ἑβραϊκὴν καὶ τὴν συριακὴν διάλεκτον. Οὗτος λοιπὸν διατρίβωντας εἰς τὰς Θήβας τῆς Βοιωτίας καὶ ἰατρεύων, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Τίτου Κλαυδίου ἐν ἔτει μβ΄ [42], ἀντάμωσε τὸν Ἅγιον Ἀπόστολον Παῦλον. Καὶ πιστεύσας εἰς τὸν Χριστόν, ἀπέβαλε τὴν πατρικὴν πλάνην. Ὅθεν, ἀπὸ τότε ἀφήσας τὴν ἰατρείαν τῶν σωμάτων, ἐμεταχειρίζετο τὴν ἰατρείαν τῶν ψυχῶν. Κατὰ δὲ ὑπαγόρευσιν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, συνέγραψε καὶ τὸ ἐδικόν του ἅγιον Εὐαγγέλιον (1) καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸ πρὸς τὸν ἡγεμόνα τῆς Ἀχαΐας Θεόφιλον, ὅστις ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν. Ἔπειτα συνέγραψε καὶ τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, καὶ ἀπέστειλεν αὐτὰς εἰς τὸν ἴδιον Θεόφιλον. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐχωρίσθη ἀπὸ τὸν Παῦλον, ἐπεριπάτησεν εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα, κηρύττων τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. Πηγαίνωντας δὲ πάλιν εἰς τὰς Θήβας τῆς Βοιωτίας, ὡς λέγουσιν, ἐκεῖ ἐν εἰρήνῃ ἀνεπαύθη, ὢν ὀγδοήκοντα χρόνων γέρωντας (2).
Μετὰ θάνατον δέ, θέλωντας ὁ Θεὸς νὰ δοξάσῃ τὸν θεράποντα καὶ ὑπηρέτην του τοῦτον Λουκᾶν, ἔβρεξεν ἐπάνω εἰς τὸν τάφον του κολλούρια, εἰς σημεῖον τῆς ἰατρικῆς τέχνης του. (Κολλούριον δέ, εἶναι ἕνα ἰατρικὸν κατεσκευασμένον ἀπὸ ῥοδόσταγμα καὶ ἄλλα εἴδη, βοηθιτικὸν εἰς τοὺς βεβλαμμένους ὀφθαλμούς.) Ὅθεν ἐκ τῆς αἰτίας ταύτης, ἔγινεν ὁ τάφος τοῦ θείου Ἀποστόλου γνωριμώτερος εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ δὲ Κωνστάντιος, ὁ υἱὸς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, μετέφερεν ἀπὸ τὰς Θήβας εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ λείψανον τοῦ Ἀποστόλου τούτου, διὰ μέσου τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου τοῦ μεγάλου δουκὸς τῆς Αἰγύπτου καὶ Μάρτυρος. Καὶ ἀπεθησαύρισεν αὐτὸ ἐν τῷ Ναῷ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὑποκάτω εἰς τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν, μαζὶ μὲ τὰ τίμια λείψανα Ἀνδρέου καὶ Τιμοθέου τῶν Ἀποστόλων. (Ἡ δὲ τῶν λειψάνων τοῦ Λουκᾶ κατάθεσις ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν Ἰουνίου.)
Λέγουσι δέ, ὅτι ὁ Λουκᾶς οὗτος, πρῶτος ἐζωγράφησε τρεῖς εἰκόνας τῆς Κυρίας Θεοτόκου, φερούσας ἐν ἀγκάλαις τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἀπὸ κηρὶ καὶ μαστίχην καὶ χρώματα. Τὰς ὁποίας ἐπρόσφερεν εἰς αὐτὴν ἔτι ζῶσαν ἐπὶ τῆς γῆς. Διὰ νὰ μάθῃ ἀνίσως ἦτον ἀρεσταὶ εἰς αὐτήν. Ἡ δὲ Μήτηρ τοῦ Κυρίου ἀπεδέξατο αὐτάς, καὶ εἶπεν· «Ἡ χάρις τοῦ ἐξ ἐμοῦ τεχθέντος εἴῃ δι’ ἐμοῦ μετ’ αὐτῶν». Ὡσαύτως δὲ ἐζωγράφησε καὶ τὰς εἰκόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῶν Κορυφαίων. Καὶ ἀπὸ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, διεδόθη εἰς τὸν κόσμον τὸ τοιοῦτον καλὸν καὶ εὐσεβὲς καὶ πάντιμον ἔργον, τὸ νὰ ζωγραφίζωνται δηλαδὴ αἱ τῶν Ἁγίων εἰκόνες. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Νέον Θησαυρόν.) Ὑπόμνημα δὲ ἔχει εἰς αὐτὸν ὁ Μεταφραστὴς ὅπερ ἐστὶν αὐτὸς ὁ Βίος του ὁ ἑλληνικός, οὗ ἡ ἀρχή· «Εἰ καὶ δικαίου μνήμη μετ’ ἐγκωμίων» (σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις).
(1) Τὸ θεῖον Εὐαγγέλιον συνέγραψεν ὁ ἱερὸς Λουκᾶς μετὰ τὴν Ἀνάληψιν χρόνους δεκαπέντε, ἐν τῷ Μοναστηρίῳ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου κατὰ τὸ βασιλικὸν χρυσόβουλλον τῆς αὐτῆς Μονῆς, ὡς ἱστορεῖ Νικόλαος ὁ Μαλαξός. Κᾂν ἄλλοι λέγουσι, ὅτι ἔγραψεν αὐτὸ εἰς Ἀλεξάνδρειαν, κατὰ τὸν Θηβαῖον Ἱππόλυτον. Σημείωσαι, ὅτι Νικήτας ὁ Ῥήτωρ ἐγκώμιον ἔπλεξεν εἰς τοῦτον τὸν Ἀπόστολον, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὦ λαμπρότης». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τοῦ Βατοπαιδίου καὶ τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ Διονυσίου.) Ἐν δὲ τῇ Λαύρᾳ σῴζεται καὶ ἄλλο ἐγκώμιον εἰς τὸν αὐτόν, οὗ ἡ ἀρχή· «Πράξεων καὶ λόγων ἅμιλλαν ἐπὶ τῆς παρούσης πανηγύρεως». Ἐκεῖ σῴζεται καὶ ὁ ἑλληνικὸς Βίος αὐτοῦ, οὗ ἡ ἀρχή· «Οἱ μὲν Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ Μάρτυρες».
(2) Σημείωσαι, ὅτι διαφωνία εὑρίσκεται ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἱστορικούς, περὶ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ. Ὁ μὲν γὰρ Λέων ὁ Σοφὸς ἐν τῷ ἑωθινῷ, καὶ ὁ Χριστοφόρος ὁ Πατρίκιος ἐν τῷ ἀνωτέρω διστίχῳ ἰαμβικῷ, καὶ ὁ Θεοφάνης ὁ Γραπτὸς ἐν τῷ ᾀσματικῷ κανόνι, καὶ ὁ χειρόγραφος Συναξαριστής, καὶ ἄλλοι, ὑπέλαβον, ὅτι ὁ θεῖος οὗτος Λουκᾶς ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἶδε τὸν Δεσπότην Χριστὸν ζῶντα, καὶ ὑπηρέτησεν αὐτῷ. Παρὼν καὶ εἰς τὰ θαύματα, ὁποῦ ἐποίει. Καὶ εἰς τὰ Πάθη, καὶ εἰς τὴν Ἀνάστασιν. Καὶ ἐσυνωμίλησεν αὐτῷ μετὰ τὴν Ἀνάστασιν μαζὶ με τὸν Κλεόπαν. Καὶ εἶδεν αὐτὸν εἰς οὐρανοὺς ἀναλαμβανόμενον. Καὶ τῆς ἐπιδημίας ἠξιώθη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Πεντηκοστῆς. Ὁ δὲ θεῖος Χρυσόστομος, λόγῳ α΄ εἰς τὰς Πράξεις καὶ ὁμιλίᾳ δ΄ εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, ὁμοίως καὶ ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τῆς ἀρχῆς τοῦ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου, καὶ ὁ τετυπωμένος Συναξαριστής, καὶ ἄλλοι, θέλουσιν ὅτι ὁ Λουκᾶς δὲν ἐστάθη αὐτόπτης τοῦ Κυρίου καὶ μαθητής, οὐδὲ εἶδεν αὐτὸν ὅλως ἐπὶ γῆς ζῶντα. Ἀλλ’ εἶναι μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐντυχὼν αὐτῷ καὶ πιστεύσας τῷ Χριστῷ κατὰ τὰς Θήβας τῆς Βοιωτίας. Βεβαιοῦσι δὲ τὴν δόξαν ταύτην ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἰδίου τούτου Λουκᾶ. Ὅστις ἐν τῇ ἀρχῇ τοῦ Εὐαγγελίου του μαρτυρεῖ μόνος λέγων· «Καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ’ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ Λόγου». Τὸ ὁποῖον τοῦτο δὲν ἤθελεν εἰπῇ βέβαια, ἀνίσως εἶδεν ἐπὶ γῆς τὸν Κύριον.
Εἰ γὰρ ὁ Παῦλος, ὁ τοῦ Λουκᾶ διδάσκαλος, καὶ μὅλον ὁποῦ εἶδεν αὐτοψεί, καὶ ἤκουσε τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν Ἀνάστασιν, διὰ τῆς ὑπὲρ ἥλιον ἀστραπτούσης ἐν οὐρανῷ θεωρίας, λέγει ὅμως ὅτι δὲν ἤκουσεν αὐτὸς τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων, αὐτοπτῶν καὶ αὐτηκόων τοῦ Κυρίου γενομένων Ἀποστόλων, ἐβεβαιώθη εἰς αὐτὸν ἡ κοινὴ τῶν ἀνθρώπων σωτηρία. Οὕτω γάρ φησιν ἐν τῇ πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῇ· «Ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη» (Ἑβρ. β΄, 3). Πῶς ὁ τοῦ Παύλου μαθητὴς Λουκᾶς ἤθελε νομισθῇ, ὅτι ἦτον αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος, ὧν συνέγραψε; Παρεδόθη λοιπὸν ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ὅσα γράφει ἐν τῷ ἁγίῳ Εὐαγγελίῳ, τόσον ἀπὸ τὸν Παῦλον, ὅσον καὶ ἀπὸ τοὺς λοιποὺς Ἀποστόλους, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, τοὺς αὐτόπτας καὶ αὐτηκόους γενομένους τοῦ Κυρίου. Πότε δὲ ταῦτα παρεδόθη ἀπὸ αὐτούς; Ὅταν ἐπῆγε μαζὶ μὲ τὸν Παῦλον εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀντάμωσε τοὺς Ἀποστόλους. Οὕτω γὰρ μόνος λέγει· «Γενομένων δὲ ἡμῶν εἰς Ἱεροσόλυμα, ἀσμένως ἐδέξαντο ἡμᾶς οἱ ἀδελφοί. Τῇ δὲ ἐπιούσῃ εἰσῄει ὁ Παῦλος σὺν ἡμῖν πρὸς Ἰάκωβον, πᾶντες δὲ παρεγένοντο οἱ πρεσβύτεροι» (Πράξ. κα΄, 17).
Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν δευτέραν δόξαν ἀκολουθήσαντες ὡς ἀληθῆ καὶ ἀκριβῆ, καὶ ἐκ τῶν θείων μαρτυρουμένην Γραφῶν, τὸ Συναξάριον τοῦτο μετεφράσαμεν, καθὼς ἦτον εἰς τὸν τετυπωμένον Συναξαριστήν. Ὅρα δὲ καὶ εἰς τὴν νεοτύπωτον Ἑκατονταετηρίδα, ὅπου καὶ ὁ κὺρ Εὐγένιος συμφωνεῖ τῇ δευτέρᾳ δόξῃ. Λέγει δὲ αὐτὸς ἐκεῖ, ὅτι τὸν συνοδοιπόρον τοῦ Κλεόπα, ὁ μὲν Ὠριγένης εἰς τὸν Ἱερεμίαν, καὶ εἰς τὸν Ἰωάννην, καὶ ἐν τοῖς κατὰ Κέλσου, ὁμοίως καὶ ὁ Βασίλειος εἰς τὸν Ἡσαΐαν, κεφ. ς΄, οὗτοι λέγω ὠνόμασαν Σίμωνα τὸν συνοδοιπόρον τοῦ Κλεόπα. Ὁ δὲ Ἐπιφάνιος, αἱρέσει κγ΄, ἀριθμῷ ς΄, ἐνόμισεν, ὅτι αὐτὸς ἦτον ὁ Ναθαναήλ. Ἀγκαλὰ καὶ ταῦτα ἀμφίβολά εἰσι διὰ τὴν τοῦ Εὐαγγελιστοῦ σιωπήν.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μαρίνου τοῦ Γέροντος, ξίφει τελειωθέντος.
Γέρων Μαρῖνος ἐξελέγχει γραῦν πλάνην,
Τόλμῃ νεάζων καὶ τελειοῦται ξίφει.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἰουλιανός, ὁ ἐν τῷ Εὐφράτῃ ποταμῷ, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἐκ τοῦ παρατρέχοντος ὡς ὄναρ βίου,
Ἰουλιανὸς ἄσμενος παρατρέχει.
Οὗτος ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἰουλιανὸς (3) παραιτήσας τὸν κόσμον καὶ τὰ ἐν κόσμῳ, ἐπῆγεν εἰς τὰς ὄχθας τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ. Καὶ ἐκεῖ εὑρὼν ἕνα σπήλαιον, ἐπέρνα τὴν ζωήν του μοναστικῶς. Τοῦτον ὕστερον πολλοὶ καὶ ἄλλοι μιμηθέντες, ἐπῆγαν κοντὰ εἰς ἐκεῖνο τὸ σπήλαιον τοῦ Ὁσίου, καὶ ἐκατασκεύασαν καλύβας, γενόμενοι ἕως ἑκατὸν εἰς τὸν ἀριθμόν, οἱ ὁποῖοι ἐσυναγωνίζοντο μὲ τὸν Ὅσιον, καὶ τὰ αὐτὰ φαγητὰ ὁποῦ ἔτρωγεν ἐκεῖνος, ἔτρωγον καὶ αὐτοί. Οὗτος ὁ θαυμάσιος ἀπάντησε μίαν φορὰν ἕνα δράκοντα, καὶ τοῦτον κατεξέσχισε καὶ ἐθανάτωσε μὲ τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Ἐπῆγε δὲ καὶ εἰς τὸ Σίναιον ὄρος, καὶ ἔκτισεν Ἐκκλησίαν κοντὰ εἰς τὴν πέτραν ἐκείνην, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ νομοθέτης Μωσῆς εἶδε τὸν Θεόν, καθὼς εἶναι δυνατὸν νὰ ἰδῇ ἄνθρωπος. Ἡ ὁποία Ἐκκλησία στέκεται ἕως τῆς σήμερον.
Ἀλλὰ καὶ ὅταν ὁ δυσσεβὴς Ἰουλιανὸς ἐπῆγεν εἰς τὴν Περσίαν, πολλοὶ Χριστιανοὶ φοβούμενοι, μήπως γυρίσῃ ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ πάλιν πολεμήσῃ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀλιτήριος, ἐπρόστρεξαν εἰς τὸν Ὅσιον τοῦτον, καὶ παρεκάλεσαν αὐτόν, νὰ τοὺς λυτρώσῃ διὰ τῶν προσευχῶν του ἀπὸ τὰς κακοτεχνίας ἐκείνου. Ὑπακούσας λοιπὸν ὁ ἀοίδιμος ἐξέτεινε τὴν προσευχήν του εἰς δέκα ἡμέρας. Τούτου χάριν ἤκουσεν ἄνωθεν θείαν φωνὴν ὁποῦ ἔλεγεν, ὅτι, ὄχι μόνον διὰ ἐσένα ὁ ἄγριος χοῖρος τοῦ ἀμπελῶνος Χριστοῦ, ὁ μιαρὸς καὶ δυσσεβὴς Ἰουλιανὸς κατ’ αὐτὴν τὴν ὥραν ἀποσφάττεται, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰς ἀγρυπνίας καὶ παρακαλέσεις ἁγίων ἀδελφῶν (4). Ὕστερον δὲ ἀφ’ οὗ ὁ μακάριος Μελέτιος ὁ Ἀντιοχείας ἐδιώχθη ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν, ἐπροσκάλεσαν μερικοὶ Χριστιανοὶ τὸν Ὅσιον τοῦτον Ἰουλιανόν, διὰ νὰ λάβουν τὴν εὐχήν του καὶ εὐλογίαν, καὶ διὰ νὰ παρηγορηθοῦν ἀπὸ τὰς ψυχωφελεῖς νουθεσίας του. Ὁ δὲ Ὅσιος ἐσυγκατάνευσε νὰ ὑπάγῃ.
Πηγαίνωντας δέ, ἐδέχθη εἰς τὴν στράταν ἀπὸ μίαν γυναῖκα φιλόθεον, ἥτις εἶχε παιδίον ἑπτὰ χρόνων. Ὅταν δὲ ἐκάθισεν εἰς τὸν δεῖπνον ὁ Ἅγιος, ἐπειδὴ ἡ μήτηρ ἐκείνου ἐνασχολεῖτο εἰς τὸ νὰ ὑπηρετήσῃ ἐν τῇ τραπέζῃ, διὰ τοῦτο εὐγῆκεν ὀλίγον ἔξω ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς μητρὸς τὸ παιδίον, καὶ κατὰ συμβεβηκὸς πίπτει μέσα εἰς ἕνα πηγάδι. Ἡ δὲ τιμία ἐκείνη γυνή, ἀφ’ οὗ ἔμαθε τὸ συμβεβηκός, χωρὶς νὰ ἀλλοιωθῇ τελείως, ἢ νὰ ταραχθῇ, ἐσκέπασεν ἐπάνω τὸ πηγάδι. Καὶ μὲ μεγάλην πίστιν καὶ μεγαλοψυχίαν ὑπηρέτει τὸν Ὅσιον (5). Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ὁ Ἅγιος ἐζήτει τὸ παιδίον πολλαῖς φοραῖς, ἡ μήτηρ αὐτοῦ, ὢ τῆς θαυμαστῆς ἀνδρίας καὶ πίστεως! ἠπάτα μὲ φρονιμάδα τὸν Ὅσιον, λέγουσα καὶ προφασιζομένη, ὅτι τὸ παιδίον της ἀσθενεῖ. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος περισσότερον ἐζήτει τὸ παιδίον, διὰ νὰ ἔλθῃ καὶ αὐτὸ εἰς τὴν τράπεζαν νὰ ἀπολαύσῃ τὴν εὐλογίαν του, τούτου χάριν ἡ μήτηρ του ἐφανέρωσεν εἰς αὐτὸν τὸ συμβεβηκός.
Ὁ δὲ Ὅσιος παρευθὺς ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν τράπεζαν. Καὶ ῥίψας τὸ σκέπασμα τοῦ πηγαδίου, ὢ τοῦ θαύματος! βλέπει τὸ παιδίον, ὁποῦ ἐχόρευεν ὑγιὲς μέσα εἰς τὸ νερόν, καὶ ὡσὰν νὰ ἔπαιζε μὲ τὸ χέρι του. Ὅθεν ἐπρόσταξεν ἕνα ὁποῦ εὑρέθη ἐκεῖ, διὰ νὰ τὸ εὐγάλῃ ἀπὸ τὸ πηγάδι. Ἀφ’ οὗ δὲ εὐγῆκεν ἔξω τὸ παιδίον, ἐρωτᾶτο νὰ εἰπῇ, ἀνίσως καὶ ἔπαθε κᾀνένα κακόν. Ἐκεῖνο δὲ ἀπεκρίνετο, ὅτι δὲν ἔπαθε τίποτε. Ἐπειδὴ ἐβαστάζετο ἀπὸ τὸν γέροντα, ὁποῦ ὡμίλει καὶ ἐκολάκευεν αὐτὸ μέσα εἰς τὸ νερόν.
Ὅταν δὲ ἐπῆγεν ὁ Ὅσιος εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, ἐκατέβη εἰς τὸ σπήλαιον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἐκρύπτετό ποτε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τότε καὶ πλῆθος πολὺ Χριστιανῶν ἐσύντρεξεν εἰς τὸ σπήλαιον, διὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογίαν του, καὶ νὰ ὠφεληθοῦν ἐκ τῆς διδασκαλίας του. Ὁ δὲ Ὅσιος κρατηθεὶς ἀπὸ μίαν ὑπερβολικὴν θέρμην, ἐκείτετο ὀλίγον τι ἀναπνέων, καὶ σχεδὸν ὑπάρχων ἄφωνος. Ἐπειδὴ δὲ οἱ μετ’ αὐτοῦ ὄντες ἀδελφοὶ τὸν ἐνώχλουν λέγοντες, ὅτι πολλοὶ Χριστιανοὶ στέκονται ἔξω τοῦ σπηλαίου, καὶ προσμένουν νὰ εὔγῃς διὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογίαν σου, ἀπεκρίθη. Ἐὰν συμφέρῃ εἰς ἐμὲ ἡ ὑγεία, θέλει τὴν δώσει βέβαια ὁ Θεός. Ὅθεν προσευχηθεὶς ὁ Ὅσιος, ἐσήκωσεν αὐτὸς τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὸν λαυρότατον ἐκεῖνον πυρετόν, διὰ τὴν ὠφέλειαν τοῦ πλήθους τῶν Χριστιανῶν.
Ὅταν δὲ ὁ Ἅγιος ἐπήγαινεν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν εἰς τὰ βασίλεια τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τότε ἕνας ἀσθενὴς καὶ κατάκοιτος ἄνθρωπος, ἔγγιξεν εἰς τὸ εὐτελὲς αὐτοῦ καὶ πτωχικὸν ἱμάτιον. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν, καὶ ἠκολούθει εἰς τὸν Ὅσιον. Καθὼς καὶ ὁ πάλαι χωλὸς ἀναστάς, ἠκολούθει εἰς τὸν Πέτρον καὶ Ἰωάννην τοὺς Ἀποστόλους. Ὁ δὲ ἀσθενὴς ἐκεῖνος, ὄχι μόνον ἰατρεύθη ἀπὸ τὴν τοῦ σώματος ἀσθένειαν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν τῆς ψυχῆς. Ἀστήρικτος γὰρ ὢν εἰς τὴν ὀρθόδοξον πίστιν, ἐστηρίχθη διὰ τοῦ Ἁγίου εἰς αὐτήν.
Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ὁ Ἅγιος ἐγύριζεν εἰς τὴν ἀσκητικήν του καλύβην διὰ μέσου τῆς πόλεως Κύρου, ἐκράτησαν αὐτὸν οἱ ἐκεῖσε Χριστιανοί, παρακαλοῦντες καὶ λέγοντες. Δοῦλε τοῦ Θεοῦ, ἡμεῖς προσμένομεν νὰ ἔλθῃ ἀντὶ τοῦ Ἐπισκόπου μας, ὁ δυσσεβὴς καὶ ὀλέθριος Ἀστέριος (6). Λοιπὸν πρόσμεινον εἰς ἡμᾶς καὶ βοήθησον ὅ,τι δύνασαι, μήπως ἐκεῖνος ἤθελε μᾶς διαστρέψῃ ἀπὸ τὴν ὀρθοδοξίαν, μὲ τὴν ῥητορικὴν καὶ σοφιστικὴν γλῶσσάν του. Ὁ δὲ Ἅγιος ὑπακούσας, ἐπρόσμεινε. Καὶ ποιήσας εὐχὴν ὁλονύκτιον, ὁμοῦ μὲ ἄλλους ὀλίγους, ἐθανάτωσε τὸν Ἀστέριον μὲ πληγὴν θεόπεμπτον, ἀφήσας εἰς αὐτὸν ζωὴν μιᾶς μόνης ἡμέρας, καὶ ταύτην ὀδυνηρὰν καὶ ἐπίπονον. Ὑποστρέψας λοιπὸν ὁ Ὅσιος εἰς τοὺς μαθητάς του, καὶ διαπεράσας μὲ αὐτοὺς χρόνους ἀρκετούς, ἐν εἰρήνῃ πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν.
(3) Τούτου τοῦ Ὁσίου Ἰουλιανοῦ τὸν Βίον συγγράφει ὁ Θεοδώρητος ἐν ἀριθμῷ β΄ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας. Λέγει δὲ ὁ Θεοδώρητος ἐκεῖ, ὅτι ὁ Ὅσιος οὗτος, πρότερον μὲν ἔκτισε τὴν καλύβην του εἰς τὴν χώραν τὴν καλουμένην Ὀσροηνῶν, ἥτις παλαιὰ ὠνομάζετο Παρθυαίων. Καὶ ὅτι οἱ ἐγχώριοι τιμῶντες τοῦτον τὸν Ὅσιον, ἐπεκάλουν αὐτὸν Σάββαν. Ὃ δηλοῖ πρεσβύτην ἑλληνικά. Ἀξιόλογον δὲ εἶναι καὶ ἐκεῖνο τὸ ἄλλον ὁποῦ εἶπεν ὁ Ὅσιος οὗτος, παρὰ τῷ Θεοδωρήτῳ εὑρισκόμενον. Παρακληθεὶς γάρ ποτε ὑπὸ τῶν μαθητῶν του, διὰ νὰ κτίσῃ ἕνα μικρὸν οἶκον, ἐπείσθη καὶ ἔδωκε τὰ μέτρα τοῦ οἴκου. Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνοι ἐποίησαν αὐτὸν μεγάλον, τούτου χάριν βλέπων αὐτὸν ὁ Ὅσιος, «Δέδοικα», ἔφη, «ὦ ἄνδρες, μὴ τὰ ἐπὶ γῆς εὐρύνοντες καταγώγια, σμικρύνομεν τὰ ἐπουράνια. Καί τοι, ταῦτα μὲν ἐστὶ πρόσκαιρα, ἐκεῖνα δὲ αἰώνια. Καὶ πέρας λαβεῖν οὐ δυνάμενα». Ἁρμόζει δὲ ὁ ἐλεγμὸς οὗτος καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς Μοναχοὺς τοῦ τωρινοῦ καιροῦ. Διατὶ καὶ ἡμεῖς, μεγάλας ἐπὶ γῆς κτίζοντες τὰς προσκαίρους κατοικίας, σμικρύνομεν τὰς ἐν οὐρανοῖς μονὰς αἰωνίας. Περὶ τούτου τοῦ Ἰουλιανοῦ γράφει καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ὁμιλίᾳ εἰκοστῇ πρώτῃ εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, λέγων· «Ἴστε δήπου καὶ ἀκηκόατε. Οἱ δέ, καὶ ἐθεωρήσατε τὸν ἄνδρα, ὃν μέλλω νῦν ἐρεῖν. Ἰουλιανὸν λέγω τὸν θαυμάσιον. Οὗτος ἦν ἀνὴρ ἄγροικος, ταπεινὸς καὶ ἐκ ταπεινῶν. Οὐδὲ ὅλως τῆς ἔξωθεν παιδείας ἔμπειρος, ἀλλὰ τῆς ἀπλάστου φιλοσοφίας πεπληρωμένος. Τούτου εἰς τὰς πόλεις ἐμβάλλοντος (σπανιάκις δὲ τοῦτο ἐγίνετο), οὔτε ῥητόρων, οὔτε σοφιστῶν, οὔτε ἄλλου τινὸς εἰσελαύνοντος, τοιαύτη τις ἐγίνετο συστροφή. Τί δὲ λέγω; Οὐχὶ πάντων βασιλέων καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ λαμπρότερον ᾄδεται ἔτι καὶ νῦν;»
(4) Ταύτην τὴν πρόρρησιν τοῦ Ὁσίου, ἣν εἶπε περὶ τοῦ ἀποστάτου Ἰουλιανοῦ, ἀναφέρει ὁ ἴδιος Θεοδώρητος καὶ ἐν τῷ τρίτῳ βιβλίῳ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, κεφαλαίῳ δεκάτῳ ἕκτῳ.
(5) Ἕνα τοιοῦτον συμβεβηκὸς ἠκολούθησε καὶ εἰς τὸν καιρὸν Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου, ὡς ἐν τῷ Βίῳ τούτου ὁρᾶται κατὰ τὴν ἑνδεκάτην τοῦ Ἰαννουαρίου.
(6) Ὁ Ἀστέριος οὗτος ἦτον Ἀρειανός. Οὕτω γὰρ λέγει περὶ αὐτοῦ ὁ Σωζόμενος. «Ἐν Καππαδοκίᾳ τὴν σοφιστικὴν μετιών, ταύτην μὲν κατέλιπε, χριστιανίζειν δὲ ἐπηγγέλλετο. Ἐπεχείρει δὲ καὶ λόγους συγγράφειν, οἳ μέχρι νῦν φέρονται, δι’ ὧν τὸ Ἀρείου συνέστη δόγμα» (Σωζόμ. Ἐκκλ. Ἱστορ., βιβλ. α΄, κεφαλ. λς΄).
*
Οἱ Ἅγιοι τεσσαράκοντα Παῖδες ξίφει τελειοῦνται.
Παίδων διπλῆ τέθνηκεν εἰκὰς ἐκ ξίφους,
Τιμῶσα Χριστὸν τὸν διπλοῦν κατ’ οὐσίαν.
*
Ὁ Ἅγιος Μνάσων, Ἐπίσκοπος Κύπρου, ξίφει τελειοῦται.
Ὡς πύργος ἐνδοὺς τὴν κάραν κλίνας Μνάσων,
Πτῶσιν πρὸ τῆς γῆς τὴν ἀπὸ ξίφους μένει.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων νεοφανῶν Μαρτύρων Γαβριὴλ καὶ Κυρμιδώλη, τῶν ἐν Αἰγύπτῳ ἀθλησάντων ἐν ἔτει ͵αφκβ΄ [1522].
Ὁ Κυρμιδώλης καὶ Γαβριὴλ οἱ δύω,
Ἀθλοῦσιν ἅμα καὶ στεφανοῦνται ἅμα (7).
(7) Τὸ Μαρτύριον τούτων ὅρα εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *