Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου15 Οκτωβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΕ’, του Αγίου Ιερομάρτυρος Λουκιανού, Πρεσβυτέρου της εν Αντιοχεία Εκκλησίας.
Άρτου στερήσει Λουκιανός αντέχει,
Του ζώντος άρτου μη στερηθήναι θέλων.
Λιμώ Λουκιανός δεκάτη θάνεν ηδέ τε πέμπτη.
Ούτος ήτον υιός γονέων ευσεβών ακμάσας εν έτει σϞ’ [290]. Αφ’ ου δε οι γονείς του απέθανον, διεσκόρπισε τα υπάρχοντά του εις τους πτωχούς, και κατεγίνετο εις την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών. Όθεν με την δύναμιν των θείων λόγων του, πολλούς Έλληνας και Εβραίους ετράβιξεν εις την πίστιν του Χριστού. Έπειτα αφήσας την εδικήν του πατρίδα (1) επήγεν εις την Νικομήδειαν, την νυν τουρκιστί λεγομένην Σμίτην. Και με την διδασκαλίαν του επαρακίνει και ενεδυνάμονεν εις το να στέκουν ανδρείως, και να αποθαίνουν δια τον Χριστόν εις το μαρτύριον εκείνοι οι Χριστιανοί, οπού δια τον φόβον των βασάνων αμελούσαν, ή και αρνούντο την πίστιν. Επειδή ήξευρε να γράφη κάλλιστα και επιτηδειότατα, και ήτον ευφυής εις τον νουν, μάλιστα δε επειδή και ήξευρε καλά την εβραϊκήν γλώσσαν, δια τούτο εδιώρθωσεν όλην την Παλαιάν Γραφήν, η οποία ενοθεύθη εις μερικά μέρη από τους αιρετικούς. Και άφησεν εις την Εκκλησίαν της Νικομηδείας ένα ιερόν βιβλίον, του οποίου το κάθε καταβατόν ήτον μοιρασμένον εις τρεις στύλους, και περιείχεν όλην την Παλαιάν και Νέαν Γραφήν (2). Τόσον δε ανώτερος έγινεν ο μακάριος ούτος από την φύσιν των ανθρώπων δια τας αρετάς του, εις τρόπον οπού, όταν επέρνα εις το μέσον της πόλεως, εις όσους μεν ανθρώπους ήθελεν, εβλέπετο. Εις δε τους άλλους, οπού δεν ήθελεν, ήτον αόρατος. Δια τούτον τον Άγιον Λουκιανόν μαθών ο βασιλεύς Μαξιμιανός, επαράστησεν αυτόν έμπροσθέν του. Και ευθύς οπού τον είδε, τόσον πολλά εντράπη, ώστε οπού δεν υπέφερε να βλέπη αυτόν αμέσως εις το πρόσωπον. Αλλ’ έβαλεν αναμεταξύ εαυτού και εκείνου ένα παραπέτασμα, ήτοι ένα μπερτέν. Και έτζι από αυτόν έβλεπε και εδιαλέγετο με τον Ιερομάρτυρα περί πίστεως. Γνωρίσας λοιπόν, ότι ο Άγιος ήτον αμετάθετος από την πίστιν του Χριστού, εκαταδίκασεν αυτόν να αποθάνη με πείναν και δίψαν. Όθεν ο μακάριος Λουκιανός ευρισκόμενος εις την φυλακήν, και μη φαγών φαγητόν, ούτε πιών ποτόν εις διάστημα πολλών ημερών, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Το δε άγιον αυτού σώμα, με προσταγήν του βασιλέως, ερρίφθη εις την θάλασσαν. Ένας δε δέλφινας κατά προσταγήν Θεού, πέρνωντας το τίμιον λείψανον εις τας πλάτας του εύγαλεν αυτό εις την γην. Ούτω δοξάζει ο Θεός, τους αυτόν δοξάζοντας (Α’ Βασιλ. β’, 30). (Όρα το Συναξάριον τούτου πλατύτερον εις τον Νέον Παράδεισον (3).)
(1) Αύτη φαίνεται να ήτον τα Σαμόσατα.
(2) Περί της εκδόσεως ταύτης γράφει ο σοφός Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός εις το προοίμιον της εδικής του ερμηνείας εις τους Ψαλμούς του Δαβίδ, ότι η εβδόμη ερμηνεία της Γραφής, εγένετο υπό του Αγίου Λουκιανού του μεγάλου ασκητού και Μάρτυρος. Ο οποίος επιστήσας εις τας προρρηθήσας εξ εκδόσεις, ήτοι την των Εβδομήκοντα, την του Ακύλα, την του Συμμάχου, την του Θεοδοτίωνος, την εν Ιεριχώ κεκρυμμένην εις πίθον, ης ο πατήρ άδηλος, και την εν Νικοπόλει ευρεθείσαν, ης και αυτής ο πατήρ άδηλος· και εγκύψας εις το εβραϊκόν πρωτότυπον φιλοπονώτερον, και ακριβωσάμενος, έκδοσιν εδικήν του εποίησεν εις τους Χριστιανούς, ήτις δεν είχε κανένα ελλιπές, ούτε περιττόν. Ευρέθη δε εν Νικομηδεία ιδιόγραφος υπ’ εκείνου, μέσα εις ένα μικρόν πύργον κεχρισμένον με άσβεστον, ύστερον από την άθλησίν του, επί Κωνσταντίνου του μεγάλου βασιλέως. Αύτη δε η έκδοσις είναι σύμφωνος με την των Εβδομήκοντα, αθετούσα και παραγράφουσα όλα τα παρά των άλλων ερμηνευτών παραφθαρέντα ρητά.
(3) Σημείωσαι, ότι ο Ιερομάρτυς ούτος Λουκιανός εν τη φυλακή ευρισκόμενος, ιερούργησεν επάνω εις το στήθος του, στήσας κύκλω ως εν τάξει ναού, τους εκεί ευρεθέντας κληρικούς και πιστούς. Καθώς εν ταις ιστορίαις αναγινώσκεται. Όρα και εις το Συναξάριον του Οσίου Μάρη κατά την εικοστήν πέμπτην του Ιαννουαρίου. Εις τούτον τον Άγιον φαίνεται ότι έπλεξεν εγκώμιον ο Χρυσόστομος Πατήρ, το επιγραφόμενον εις τον Άγιον Μάρτυρα Λουκιανόν, καθότι ο Λουκιανός εκείνος με πείναν εθανατώθη. Λέγει δε εκεί ο χρυσούς ρήτωρ, ότι οι Έλληνες βλέποντες τον Μάρτυρα ότι απέκαμεν από την πείναν, εγέμωσαν μίαν τράπεζαν από ειδωλόθυτα, και ούτως έφεραν αυτά έμπροσθέν του. Αλλ’ ο του Χριστού αθλητής, όχι μόνον δεν επεθύμησεν αυτά, αλλά και περισσότερον τα απεστράφη και τα εμίσησε. Και ότι, εις όσας ερωτήσεις εποίουν οι Έλληνες προς αυτόν, αυτός δεν απεκρίνετο άλλο τι, ειμή ότι είναι Χριστιανός. «Ενί τούτω και ψιλώ τω ρήματι του Διαβόλου πλήττων την κεφαλήν. Και συνεχή και επάλληλα τα τραύματα αυτώ παρέχων. Καίτοι γε και της έξωθεν παιδεύσεως μετέσχεν». (Σώζεται εν τω ε’ τόμω της εν Ετόνη εκδόσεως.) Τον ελληνικόν τούτου Βίον συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή: «Σαμόσατα πόλις της Συρίας». Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις. Εν αυτή δε σώζεται και άλλος λόγος εις αυτόν, ου η αρχή· «Ει μεν προς αξίαν».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Σαβίνου Επισκόπου.
Ισάγγελον Σαβίνος ευβιούς βίον,
Θανών συνήφθη τω χορώ των Αγγέλων.
Ούτος ο μακάριος Σαβίνος δια τας πολλάς του αρετάς, έγινεν Επίσκοπος. Έπειτα μισών τας ταραχάς, οπού ακολουθούν εις το επισκοπικόν αξίωμα, έφυγεν εις τας ερήμους. Και τόσους πολλούς αγώνας εποίησεν ο αοίδιμος, ώστε οπού έγινε και αυτουργός πολλών θαυμάτων δια της χάριτος του Θεού. Ασθενείας γαρ ιάτρευε. Δαίμονας εδίωκε. Και τα μέλλοντα προέλεγεν. Όθεν ωφελήσας πολλούς, και πείσας αυτούς δια της διδασκαλίας του να αφήσουν τον κόσμον και τους γονείς των, και να δουλεύουν εις τον Χριστόν δια της μοναδικής πολιτείας, εν ειρήνη ανεπαύθη.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών και Ομολογητής Βάρσος, Επίσκοπος Εδέσσης, εν ειρήνη τελειούται.
Μη παραβλέψης ουδέ Βάρσου την κλίνην,
Βρύει γαρ αύτη των ιάσεων χάριν.
Ούτος ο Άγιος διέλαμψεν ως άλλος αστήρ κατά την αρετήν και τα θαύματα, όχι μόνον εις την Έδεσσαν την καθ’ αυτό επαρχίαν του, αλλά και εις την Φοινίκην, και εις την Αίγυπτον και εις την Θηβαΐδα, και έγινεν εξάκουστος εις όλας τας επαρχίας ταύτας. Όθεν την φήμην τούτου μαθών ο βασιλεύς Ουαλεντιανός εν έτει τξδ’ [364] (4), και ότι είναι ζηλωτής του ορθοδόξου της καθολικής Εκκλησίας δόγματος, επρόσταξε να εξορισθή εις την νήσον Άρανδον. Επειδή δε έμαθεν, ότι εκεί συντρέχουν εις αυτόν πλήθη πολλά και ακούουν την διδασκαλίαν του, δια τούτο εξώρισεν αυτόν εις την πόλιν Οξύριγχον, την ευρισκομένην εν τη Αιγύπτω. Αλλ’ επειδή και εκεί η φήμη και δόξα του Αγίου εσυνάθροιζεν εις αυτόν όλους τους πλησιοχώρους, δια τούτο εξωρίσθη ο των ουρανών άξιος εις ένα μακρινόν κάστρον, το οποίον ήτον πλησίον εις τους Μπαρμπαρέσους. Εκεί λοιπόν ο Άγιος ευρισκόμενος, απήλθε προς Κύριον μετά παρρησίας. Λέγουσι δε, ότι έως της σήμερον ευρίσκεται εις την νήσον Άρανδον η κλίνη του Αγίου τούτου, και λαμβάνει από τους εντοπίους μεγάλην τιμήν, δια τα θαύματα οπού ενεργεί. Διότι, όσοι ασθενείς πλαγιάσουν επάνω εις την κλίνην εκείνην μετά πίστεως, ευθύς λαμβάνουν την υγείαν τους.
(4) Ο δε Θεοδώρητος Κύρου ο γράφων το Συναξάριον τούτο του Αγίου Βάρσου, εν κεφαλαίω δεκάτω τετάρτω του τετάρτου βιβλίου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, λέγει, ότι έμαθε τούτο ο αδελφός του Ουαλεντιανού και Ουάλεντος, οι οποίοι και οι δύω εβασίλευον κατά τους αυτούς χρόνους.
*
Διήγησις περί αθλήσεώς τινος Μοναχού υποτακτικού. Και όπως δια το εκπεσείν αυτόν της υπακοής ουκ ηξιούτο παρά Θεού τελείας της δόξης.
Παρήκοός τε και αθλητής ων άμα,
Τω μεν, διώκη. Τω δε, προσδέχη πάλιν.
Ένας Μοναχός ευρίσκετο εις μίαν σκήτιν, υποτασσόμενος γέροντι εις διάστημα χρόνων μερικών. Κατά δε φθόνον του δαίμονος, ευγήκε μίαν φοράν από την υπακοήν του γέροντος, χωρίς να ήναι καμμία εύλογος και επιβλαβής αφορμή. Όθεν επιτιμηθείς υπό του γέροντος και κανονισθείς δια την παρακοήν οπού έκαμε, κατεφρόνησε και αυτό το δοθέν επιτίμιον και τον κανόνα. Καταβάς λοιπόν εις την Αλεξάνδρειαν, επιάσθη ως Χριστιανός από τον εκεί ευρισκόμενον Έλληνα άρχοντα. Και αφ’ ου εκδύθη το μοναχικόν σχήμα, ηναγκάζετο να θυσιάση εις τα είδωλα. Επειδή δε ο άρχων δεν εδύνετο να καταπείση αυτόν, πρώτον μεν, επρόσταξε να δέρνουν αυτόν άσπλαγχνα με νεύρα βοδίων. Έπειτα δε, επρόσταξε να τον αποκεφαλίσουν. Τούτου δε γενομένου, έρριψαν το σώμα του έξω της πόλεως, δια να το φάγουν οι σκύλοι. Μερικοί δε φιλόθεοι Χριστιανοί, επήγαν εις τον καιρόν της νυκτός και επήραν αυτό. Και τειλίξαντες με μύρα και σινδόνια, έβαλον αυτό εις σεντούκι. Το σεντούκι δε πάλιν έβαλον μέσα εις το Άγιον Βήμα του Ναού, τιμήσαντες αυτό ως περιέχον μαρτυρικόν λείψανον. Όταν λοιπόν ετελείτο η θεία Λειτουργία, και ο Διάκονος εφώναζε το, Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε, ω του θαύματος! ευθύς έβλεπον όλοι οι εν τη Λειτουργία ευρισκόμενοι, ότι το σεντούκι από λόγου του κινούμενον χωρίς να πιάση αυτό κανένα χέρι, εύγαινεν έξω από το Βήμα και από τον Ναόν. Και έστεκεν εις τον νάρθηκα, έως εις την απόλυσιν της Λειτουργίας. Αφ’ ου δε η Λειτουργία ετελείονε, τότε και το σεντούκι από λόγου του κινούμενον, έμβαινε πάλιν μέσα εις τον Ναόν και εις το Άγιον Βήμα. Τούτο το θαυμάσιον εγίνετο εις κάθε Λειτουργίαν. Όθεν και έκαμνε τους βλέποντας, να θαυμάζουν και να εκπλήττωνται. Μαθών δε περί τούτου ένας από τους τότε ζώντας μεγάλους και θεοφόρους Πατέρας, παρεκάλεσε τον Θεόν να τω αποκαλύψη την αιτίαν του τοιούτου θαύματος. Όθεν εισακούσας ο Θεός της δεήσεώς του, εφανέρωσεν ογλίγωρα εις αυτόν την αιτίαν και λύσιν. Άγγελος γαρ Κυρίου παρασταθείς, λέγει εις αυτόν. Τι θαυμάζεις και απορείς δια το παράδοξον οπού γίνεται; δεν έλαβον οι Απόστολοι από τον Χριστόν εξουσίαν να δένουν και να λύουν; από τους Αποστόλους δε πάλιν, δεν έλαβον την αυτήν εξουσίαν οι εκείνων διάδοχοι; Αλλ’ όμως ούτος ο αδελφός, οπού έχυσε το αίμα του δια τον Χριστόν, και δεν συγχωρείται να μένη μέσα εις το Άγιον Βήμα, όταν τελήται η θεία και ιερά Λειτουργία: αυτός εκαταφρόνησε την εντολήν και τον κανόνα του πνευματικού αυτού πατρός και γέροντος. Και δια τούτο διώκεται υπό θείου Αγγέλου έως εις τον νάρθηκα. Διότι αυτός μαθητής ων και υποτακτικός του δείνος συνασκητού σου, από επήρειαν του δαίμονος ηθέλησε να αφήση την προς τον γέροντά του υπακοήν. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και δεθείς από αυτόν με δεσμόν και επιτίμιον εύλογον, κατεφρόνησε, τόσον τον μισθόν της υπακοής, όσον και τον εύλογον δεσμόν, και ανεχώρησεν από τον γέροντά του. Δια τούτο, καθό μεν εβασανίσθη και απεκεφαλίσθη δια τον Χριστόν, έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Καθό δε είχε δεσμόν, δια τούτο δεν συγχωρείται να στέκη μέσα εις το Άγιον Βήμα, όταν τελήται η θεία Λειτουργία. Και αν ο γέρωντας οπού έδεσεν αυτόν δεν τον λύση, από άλλον τινά δεν ημπορεί να λυθή (5). Ταύτα αφ’ ου απεκαλύφθη παρά Θεού ο θείος γέρων εκείνος, επήρε το ραβδί του και επήγεν εις τον ασκητήν τον γέροντα του Μάρτυρος, και εδιηγήθη εις αυτόν όλην την υπόθεσιν. Όθεν πέρνωντας αυτόν, εκατέβη μαζί με εκείνον εις την Αλεξάνδρειαν. Και ανοίξαντες το σεντούκι, μέσα εις το οποίον ήτον το σώμα του Μάρτυρος, έδωκαν εις αυτόν και οι δύω την συγχώρησιν. Και τούτον ασπασάμενοι, εστάθηκαν και εδοξολόγησαν τον Θεόν. Και λοιπόν από τότε και ύστερα, έμενεν ο Μάρτυς ακίνητος μέσα εις το Άγιον Βήμα, όταν ετελείτο η θεία Λειτουργία (6).
(5) Τούτο νοείται, εάν ο Γέρωντας ήναι ζωντανός. Ει δε αυτός αποθάνοι, δύναται και Αρχιερεύς να λύση τον δεσμευθέντα.
(6) Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις το Συναξάριον του Αγίου Σαρβήλου, και Βεβαίας της αδελφής αυτού. Τούτο γαρ γράφεται κατά την εικοστήν ενάτην του Ιαννουαρίου τελεώτερον, ότε και ο τούτους βαπτίσας Βαρσιμαίος εορτάζεται.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΕ΄, τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Λουκιανοῦ, Πρεσβυτέρου τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Ἐκκλησίας.
Ἄρτου στερήσει Λουκιανὸς ἀντέχει,
Τοῦ ζῶντος ἄρτου μὴ στερηθῆναι θέλων.
Λιμῷ Λουκιανὸς δεκάτῃ θάνεν ἠδέ τε πέμπτῃ.
Οὗτος ἦτον υἱὸς γονέων εὐσεβῶν ἀκμάσας ἐν ἔτει σϞ΄ [290]. Ἀφ’ οὗ δὲ οἱ γονεῖς του ἀπέθανον, διεσκόρπισε τὰ ὑπάρχοντά του εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ κατεγίνετο εἰς τὴν ἀνάγνωσιν καὶ μελέτην τῶν θείων Γραφῶν. Ὅθεν μὲ τὴν δύναμιν τῶν θείων λόγων του, πολλοὺς Ἕλληνας καὶ Ἑβραίους ἐτράβιξεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ἔπειτα ἀφήσας τὴν ἐδικήν του πατρίδα (1) ἐπῆγεν εἰς τὴν Νικομήδειαν, τὴν νῦν τουρκιστὶ λεγομένην Σμίτην. Καὶ μὲ τὴν διδασκαλίαν του ἐπαρακίνει καὶ ἐνεδυνάμονεν εἰς τὸ νὰ στέκουν ἀνδρείως, καὶ νὰ ἀποθαίνουν διὰ τὸν Χριστὸν εἰς τὸ μαρτύριον ἐκεῖνοι οἱ Χριστιανοί, ὁποῦ διὰ τὸν φόβον τῶν βασάνων ἀμελοῦσαν, ἢ καὶ ἀρνοῦντο τὴν πίστιν. Ἐπειδὴ ἤξευρε νὰ γράφῃ κάλλιστα καὶ ἐπιτηδειότατα, καὶ ἦτον εὐφυὴς εἰς τὸν νοῦν, μάλιστα δὲ ἐπειδὴ καὶ ἤξευρε καλὰ τὴν ἑβραϊκὴν γλῶσσαν, διὰ τοῦτο ἐδιώρθωσεν ὅλην τὴν Παλαιὰν Γραφήν, ἡ ὁποία ἐνοθεύθη εἰς μερικὰ μέρη ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Καὶ ἄφησεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Νικομηδείας ἕνα ἱερὸν βιβλίον, τοῦ ὁποίου τὸ κάθε καταβατὸν ἦτον μοιρασμένον εἰς τρεῖς στύλους, καὶ περιεῖχεν ὅλην τὴν Παλαιὰν καὶ Νέαν Γραφήν (2). Τόσον δὲ ἀνώτερος ἔγινεν ὁ μακάριος οὗτος ἀπὸ τὴν φύσιν τῶν ἀνθρώπων διὰ τὰς ἀρετάς του, εἰς τρόπον ὁποῦ, ὅταν ἐπέρνα εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως, εἰς ὅσους μὲν ἀνθρώπους ἤθελεν, ἐβλέπετο. Εἰς δὲ τοὺς ἄλλους, ὁποῦ δὲν ἤθελεν, ἦτον ἀόρατος. Διὰ τοῦτον τὸν Ἅγιον Λουκιανὸν μαθὼν ὁ βασιλεὺς Μαξιμιανός, ἐπαράστησεν αὐτὸν ἔμπροσθέν του. Καὶ εὐθὺς ὁποῦ τὸν εἶδε, τόσον πολλὰ ἐντράπη, ὥστε ὁποῦ δὲν ὑπέφερε νὰ βλέπῃ αὐτὸν ἀμέσως εἰς τὸ πρόσωπον. Ἀλλ’ ἔβαλεν ἀναμεταξὺ ἑαυτοῦ καὶ ἐκείνου ἕνα παραπέτασμα, ἤτοι ἕνα μπερτέν. Καὶ ἔτζι ἀπὸ αὐτὸν ἔβλεπε καὶ ἐδιαλέγετο μὲ τὸν Ἱερομάρτυρα περὶ πίστεως. Γνωρίσας λοιπόν, ὅτι ὁ Ἅγιος ἦτον ἀμετάθετος ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἐκαταδίκασεν αὐτὸν νὰ ἀποθάνῃ μὲ πεῖναν καὶ δίψαν. Ὅθεν ὁ μακάριος Λουκιανὸς εὑρισκόμενος εἰς τὴν φυλακήν, καὶ μὴ φαγὼν φαγητόν, οὔτε πιὼν ποτὸν εἰς διάστημα πολλῶν ἡμερῶν, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Τὸ δὲ ἅγιον αὐτοῦ σῶμα, μὲ προσταγὴν τοῦ βασιλέως, ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν. Ἕνας δὲ δέλφινας κατὰ προσταγὴν Θεοῦ, πέρνωντας τὸ τίμιον λείψανον εἰς τὰς πλάτας του εὔγαλεν αὐτὸ εἰς τὴν γῆν. Οὕτω δοξάζει ὁ Θεός, τοὺς αὐτὸν δοξάζοντας (Α΄ Βασιλ. β΄, 30). (Ὅρα τὸ Συναξάριον τούτου πλατύτερον εἰς τὸν Νέον Παράδεισον (3).)
(1) Αὕτη φαίνεται νὰ ἦτον τὰ Σαμόσατα.
(2) Περὶ τῆς ἐκδόσεως ταύτης γράφει ὁ σοφὸς Εὐθύμιος ὁ Ζυγαδηνὸς εἰς τὸ προοίμιον τῆς ἐδικῆς του ἑρμηνείας εἰς τοὺς Ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ, ὅτι ἡ ἑβδόμη ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς, ἐγένετο ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Λουκιανοῦ τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ καὶ Μάρτυρος. Ὁ ὁποῖος ἐπιστήσας εἰς τὰς προρρηθήσας ἓξ ἐκδόσεις, ἤτοι τὴν τῶν Ἑβδομήκοντα, τὴν τοῦ Ἀκύλα, τὴν τοῦ Συμμάχου, τὴν τοῦ Θεοδοτίωνος, τὴν ἐν Ἱεριχὼ κεκρυμμένην εἰς πίθον, ἧς ὁ πατὴρ ἄδηλος, καὶ τὴν ἐν Νικοπόλει εὑρεθεῖσαν, ἧς καὶ αὐτῆς ὁ πατὴρ ἄδηλος· καὶ ἐγκύψας εἰς τὸ ἑβραϊκὸν πρωτότυπον φιλοπονώτερον, καὶ ἀκριβωσάμενος, ἔκδοσιν ἐδικήν του ἐποίησεν εἰς τοὺς Χριστιανούς, ἥτις δὲν εἶχε κανένα ἐλλιπές, οὔτε περιττόν. Εὑρέθη δὲ ἐν Νικομηδείᾳ ἰδιόγραφος ὑπ’ ἐκείνου, μέσα εἰς ἕνα μικρὸν πύργον κεχρισμένον μὲ ἄσβεστον, ὕστερον ἀπὸ τὴν ἄθλησίν του, ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου βασιλέως. Αὕτη δὲ ἡ ἔκδοσις εἶναι σύμφωνος μὲ τὴν τῶν Ἑβδομήκοντα, ἀθετοῦσα καὶ παραγράφουσα ὅλα τὰ παρὰ τῶν ἄλλων ἑρμηνευτῶν παραφθαρέντα ῥητά.
(3) Σημείωσαι, ὅτι ὁ Ἱερομάρτυς οὗτος Λουκιανὸς ἐν τῇ φυλακῇ εὑρισκόμενος, ἱερούργησεν ἐπάνω εἰς τὸ στῆθός του, στήσας κύκλῳ ὡς ἐν τάξει ναοῦ, τοὺς ἐκεῖ εὑρεθέντας κληρικοὺς καὶ πιστούς. Καθὼς ἐν ταῖς ἱστορίαις ἀναγινώσκεται. Ὅρα καὶ εἰς τὸ Συναξάριον τοῦ Ὁσίου Μάρη κατὰ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ Ἰαννουαρίου. Εἰς τοῦτον τὸν Ἅγιον φαίνεται ὅτι ἔπλεξεν ἐγκώμιον ὁ Χρυσόστομος Πατήρ, τὸ ἐπιγραφόμενον εἰς τὸν Ἅγιον Μάρτυρα Λουκιανόν, καθότι ὁ Λουκιανὸς ἐκεῖνος μὲ πεῖναν ἐθανατώθη. Λέγει δὲ ἐκεῖ ὁ χρυσοῦς ῥήτωρ, ὅτι οἱ Ἕλληνες βλέποντες τὸν Μάρτυρα ὅτι ἀπέκαμεν ἀπὸ τὴν πεῖναν, ἐγέμωσαν μίαν τράπεζαν ἀπὸ εἰδωλόθυτα, καὶ οὕτως ἔφεραν αὐτὰ ἔμπροσθέν του. Ἀλλ’ ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητής, ὄχι μόνον δὲν ἐπεθύμησεν αὐτά, ἀλλὰ καὶ περισσότερον τὰ ἀπεστράφη καὶ τὰ ἐμίσησε. Καὶ ὅτι, εἰς ὅσας ἐρωτήσεις ἐποίουν οἱ Ἕλληνες πρὸς αὐτόν, αὐτὸς δὲν ἀπεκρίνετο ἄλλο τι, εἰμὴ ὅτι εἶναι Χριστιανός. «Ἑνὶ τούτῳ καὶ ψιλῷ τῷ ῥήματι τοῦ Διαβόλου πλήττων τὴν κεφαλήν. Καὶ συνεχῆ καὶ ἐπάλληλα τὰ τραύματα αὐτῷ παρέχων. Καίτοι γε καὶ τῆς ἔξωθεν παιδεύσεως μετέσχεν». (Σῴζεται ἐν τῷ ε΄ τόμῳ τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδόσεως.) Τὸν ἑλληνικὸν τούτου Βίον συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή: «Σαμόσατα πόλις τῆς Συρίας». Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις. Ἐν αὐτῇ δὲ σῴζεται καὶ ἄλλος λόγος εἰς αὐτόν, οὗ ἡ ἀρχή· «Εἰ μὲν πρὸς ἀξίαν».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Σαβίνου Ἐπισκόπου.
Ἰσάγγελον Σαβῖνος εὐβιοὺς βίον,
Θανὼν συνήφθη τῷ χορῷ τῶν Ἀγγέλων.
Οὗτος ὁ μακάριος Σαβῖνος διὰ τὰς πολλάς του ἀρετάς, ἔγινεν Ἐπίσκοπος. Ἔπειτα μισῶν τὰς ταραχάς, ὁποῦ ἀκολουθοῦν εἰς τὸ ἐπισκοπικὸν ἀξίωμα, ἔφυγεν εἰς τὰς ἐρήμους. Καὶ τόσους πολλοὺς ἀγῶνας ἐποίησεν ὁ ἀοίδιμος, ὥστε ὁποῦ ἔγινε καὶ αὐτουργὸς πολλῶν θαυμάτων διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἀσθενείας γὰρ ἰάτρευε. Δαίμονας ἐδίωκε. Καὶ τὰ μέλλοντα προέλεγεν. Ὅθεν ὠφελήσας πολλούς, καὶ πείσας αὐτοὺς διὰ τῆς διδασκαλίας του νὰ ἀφήσουν τὸν κόσμον καὶ τοὺς γονεῖς των, καὶ νὰ δουλεύουν εἰς τὸν Χριστὸν διὰ τῆς μοναδικῆς πολιτείας, ἐν εἰρήνῃ ἀνεπαύθη.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν καὶ Ὁμολογητὴς Βάρσος, Ἐπίσκοπος Ἐδέσσης, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Μὴ παραβλέψῃς οὐδὲ Βάρσου τὴν κλίνην,
Βρύει γὰρ αὕτη τῶν ἰάσεων χάριν.
Οὗτος ὁ Ἅγιος διέλαμψεν ὡς ἄλλος ἀστὴρ κατὰ τὴν ἀρετὴν καὶ τὰ θαύματα, ὄχι μόνον εἰς τὴν Ἔδεσσαν τὴν καθ’ αὑτὸ ἐπαρχίαν του, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν Φοινίκην, καὶ εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ εἰς τὴν Θηβαΐδα, καὶ ἔγινεν ἐξάκουστος εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας ταύτας. Ὅθεν τὴν φήμην τούτου μαθὼν ὁ βασιλεὺς Οὐαλεντιανὸς ἐν ἔτει τξδ΄ [364] (4), καὶ ὅτι εἶναι ζηλωτὴς τοῦ ὀρθοδόξου τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας δόγματος, ἐπρόσταξε νὰ ἐξορισθῇ εἰς τὴν νῆσον Ἄρανδον. Ἐπειδὴ δὲ ἔμαθεν, ὅτι ἐκεῖ συντρέχουν εἰς αὐτὸν πλήθη πολλὰ καὶ ἀκούουν τὴν διδασκαλίαν του, διὰ τοῦτο ἐξώρισεν αὐτὸν εἰς τὴν πόλιν Ὀξύριγχον, τὴν εὑρισκομένην ἐν τῇ Αἰγύπτῳ. Ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖ ἡ φήμη καὶ δόξα τοῦ Ἁγίου ἐσυνάθροιζεν εἰς αὐτὸν ὅλους τοὺς πλησιοχώρους, διὰ τοῦτο ἐξωρίσθη ὁ τῶν οὐρανῶν ἄξιος εἰς ἕνα μακρινὸν κάστρον, τὸ ὁποῖον ἦτον πλησίον εἰς τοὺς Μπαρμπαρέσους. Ἐκεῖ λοιπὸν ὁ Ἅγιος εὑρισκόμενος, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον μετὰ παρρησίας. Λέγουσι δέ, ὅτι ἕως τῆς σήμερον εὑρίσκεται εἰς τὴν νῆσον Ἄρανδον ἡ κλίνη τοῦ Ἁγίου τούτου, καὶ λαμβάνει ἀπὸ τοὺς ἐντοπίους μεγάλην τιμήν, διὰ τὰ θαύματα ὁποῦ ἐνεργεῖ. Διότι, ὅσοι ἀσθενεῖς πλαγιάσουν ἐπάνω εἰς τὴν κλίνην ἐκείνην μετὰ πίστεως, εὐθὺς λαμβάνουν τὴν ὑγείαν τους.
(4) Ὁ δὲ Θεοδώρητος Κύρου ὁ γράφων τὸ Συναξάριον τοῦτο τοῦ Ἁγίου Βάρσου, ἐν κεφαλαίῳ δεκάτῳ τετάρτῳ τοῦ τετάρτου βιβλίου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, λέγει, ὅτι ἔμαθε τοῦτο ὁ ἀδελφὸς τοῦ Οὐαλεντιανοῦ καὶ Οὐάλεντος, οἱ ὁποῖοι καὶ οἱ δύω ἐβασίλευον κατὰ τοὺς αὐτοὺς χρόνους.
*
Διήγησις περὶ ἀθλήσεώς τινος Μοναχοῦ ὑποτακτικοῦ. Καὶ ὅπως διὰ τὸ ἐκπεσεῖν αὐτὸν τῆς ὑπακοῆς οὐκ ἠξιοῦτο παρὰ Θεοῦ τελείας τῆς δόξης.
Παρήκοός τε καὶ ἀθλητὴς ὢν ἅμα,
Τῷ μέν, διώκῃ. Τῷ δέ, προσδέχῃ πάλιν.
Ἕνας Μοναχὸς εὑρίσκετο εἰς μίαν σκῆτιν, ὑποτασσόμενος γέροντι εἰς διάστημα χρόνων μερικῶν. Κατὰ δὲ φθόνον τοῦ δαίμονος, εὐγῆκε μίαν φορὰν ἀπὸ τὴν ὑπακοὴν τοῦ γέροντος, χωρὶς νὰ ᾖναι κᾀμμία εὔλογος καὶ ἐπιβλαβὴς ἀφορμή. Ὅθεν ἐπιτιμηθεὶς ὑπὸ τοῦ γέροντος καὶ κανονισθεὶς διὰ τὴν παρακοὴν ὁποῦ ἔκαμε, κατεφρόνησε καὶ αὐτὸ τὸ δοθὲν ἐπιτίμιον καὶ τὸν κανόνα. Καταβὰς λοιπὸν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἐπιάσθη ὡς Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν ἐκεῖ εὑρισκόμενον Ἕλληνα ἄρχοντα. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐκδύθη τὸ μοναχικὸν σχῆμα, ἠναγκάζετο νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄρχων δὲν ἐδύνετο νὰ καταπείσῃ αὐτόν, πρῶτον μέν, ἐπρόσταξε νὰ δέρνουν αὐτὸν ἄσπλαγχνα μὲ νεῦρα βοδίων. Ἔπειτα δέ, ἐπρόσταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Τούτου δὲ γενομένου, ἔρριψαν τὸ σῶμά του ἔξω τῆς πόλεως, διὰ νὰ τὸ φάγουν οἱ σκύλοι. Μερικοὶ δὲ φιλόθεοι Χριστιανοί, ἐπῆγαν εἰς τὸν καιρὸν τῆς νυκτὸς καὶ ἐπῆραν αὐτό. Καὶ τειλίξαντες μὲ μῦρα καὶ σινδόνια, ἔβαλον αὐτὸ εἰς σεντοῦκι. Τὸ σεντοῦκι δὲ πάλιν ἔβαλον μέσα εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα τοῦ Ναοῦ, τιμήσαντες αὐτὸ ὡς περιέχον μαρτυρικὸν λείψανον.
Ὅταν λοιπὸν ἐτελεῖτο ἡ θεία Λειτουργία, καὶ ὁ Διάκονος ἐφώναζε τὸ, Ὅσοι κατηχούμενοι προέλθετε, ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἔβλεπον ὅλοι οἱ ἐν τῇ Λειτουργίᾳ εὑρισκόμενοι, ὅτι τὸ σεντοῦκι ἀπὸ λόγου του κινούμενον χωρὶς νὰ πιάσῃ αὐτὸ κᾀνένα χέρι, εὔγαινεν ἔξω ἀπὸ τὸ Βῆμα καὶ ἀπὸ τὸν Ναόν. Καὶ ἔστεκεν εἰς τὸν νάρθηκα, ἕως εἰς τὴν ἀπόλυσιν τῆς Λειτουργίας. Ἀφ’ οὗ δὲ ἡ Λειτουργία ἐτελείονε, τότε καὶ τὸ σεντοῦκι ἀπὸ λόγου του κινούμενον, ἔμβαινε πάλιν μέσα εἰς τὸν Ναὸν καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα. Τοῦτο τὸ θαυμάσιον ἐγίνετο εἰς κάθε Λειτουργίαν. Ὅθεν καὶ ἔκαμνε τοὺς βλέποντας, νὰ θαυμάζουν καὶ νὰ ἐκπλήττωνται. Μαθὼν δὲ περὶ τούτου ἕνας ἀπὸ τοὺς τότε ζῶντας μεγάλους καὶ θεοφόρους Πατέρας, παρεκάλεσε τὸν Θεὸν νὰ τῷ ἀποκαλύψῃ τὴν αἰτίαν τοῦ τοιούτου θαύματος. Ὅθεν εἰσακούσας ὁ Θεὸς τῆς δεήσεώς του, ἐφανέρωσεν ὀγλίγωρα εἰς αὐτὸν τὴν αἰτίαν καὶ λύσιν.
Ἄγγελος γὰρ Κυρίου παρασταθείς, λέγει εἰς αὐτόν. Τί θαυμάζεις καὶ ἀπορεῖς διὰ τὸ παράδοξον ὁποῦ γίνεται; δὲν ἔλαβον οἱ Ἀπόστολοι ἀπὸ τὸν Χριστὸν ἐξουσίαν νὰ δένουν καὶ νὰ λύουν; ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους δὲ πάλιν, δὲν ἔλαβον τὴν αὐτὴν ἐξουσίαν οἱ ἐκείνων διάδοχοι; Ἀλλ’ ὅμως οὗτος ὁ ἀδελφός, ὁποῦ ἔχυσε τὸ αἷμά του διὰ τὸν Χριστόν, καὶ δὲν συγχωρεῖται νὰ μένῃ μέσα εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα, ὅταν τελῆται ἡ θεία καὶ ἱερὰ Λειτουργία: αὐτὸς ἐκαταφρόνησε τὴν ἐντολὴν καὶ τὸν κανόνα τοῦ πνευματικοῦ αὑτοῦ πατρὸς καὶ γέροντος. Καὶ διὰ τοῦτο διώκεται ὑπὸ θείου Ἀγγέλου ἕως εἰς τὸν νάρθηκα. Διότι αὐτὸς μαθητὴς ὢν καὶ ὑποτακτικὸς τοῦ δεῖνος συνασκητοῦ σου, ἀπὸ ἐπήρειαν τοῦ δαίμονος ἠθέλησε νὰ ἀφήσῃ τὴν πρὸς τὸν γέροντά του ὑπακοήν. Καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ δεθεὶς ἀπὸ αὐτὸν μὲ δεσμὸν καὶ ἐπιτίμιον εὔλογον, κατεφρόνησε, τόσον τὸν μισθὸν τῆς ὑπακοῆς, ὅσον καὶ τὸν εὔλογον δεσμόν, καὶ ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸν γέροντά του. Διὰ τοῦτο, καθὸ μὲν ἐβασανίσθη καὶ ἀπεκεφαλίσθη διὰ τὸν Χριστόν, ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Καθὸ δὲ εἶχε δεσμόν, διὰ τοῦτο δὲν συγχωρεῖται νὰ στέκῃ μέσα εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα, ὅταν τελῆται ἡ θεία Λειτουργία. Καὶ ἂν ὁ γέρωντας ὁποῦ ἔδεσεν αὐτὸν δὲν τὸν λύσῃ, ἀπὸ ἄλλον τινὰ δὲν ἠμπορεῖ νὰ λυθῇ (5).
Ταῦτα ἀφ’ οὗ ἀπεκαλύφθη παρὰ Θεοῦ ὁ θεῖος γέρων ἐκεῖνος, ἐπῆρε τὸ ῥαβδί του καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν ἀσκητὴν τὸν γέροντα τοῦ Μάρτυρος, καὶ ἐδιηγήθη εἰς αὐτὸν ὅλην τὴν ὑπόθεσιν. Ὅθεν πέρνωντας αὐτόν, ἐκατέβη μαζὶ μὲ ἐκεῖνον εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Καὶ ἀνοίξαντες τὸ σεντοῦκι, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἦτον τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος, ἔδωκαν εἰς αὐτὸν καὶ οἱ δύω τὴν συγχώρησιν. Καὶ τοῦτον ἀσπασάμενοι, ἐστάθηκαν καὶ ἐδοξολόγησαν τὸν Θεόν. Καὶ λοιπὸν ἀπὸ τότε καὶ ὕστερα, ἔμενεν ὁ Μάρτυς ἀκίνητος μέσα εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα, ὅταν ἐτελεῖτο ἡ θεία Λειτουργία (6).
(5) Τοῦτο νοεῖται, ἐὰν ὁ Γέρωντας ᾖναι ζωντανός. Εἰ δὲ αὐτὸς ἀποθάνοι, δύναται καὶ Ἀρχιερεὺς νὰ λύσῃ τὸν δεσμευθέντα.
(6) Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις τὸ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου Σαρβήλου, καὶ Βεβαίας τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ. Τοῦτο γὰρ γράφεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἐνάτην τοῦ Ἰαννουαρίου τελεώτερον, ὅτε καὶ ὁ τούτους βαπτίσας Βαρσιμαῖος ἑορτάζεται.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Των Αγίων Λουκιανού του Ιερομάρτυρος, Σαβίνου και Βάρσου του Ομολογητού, επισκόπου Εδέσσης