Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου5 Οκτωβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Ε’, της Αγίας Μάρτυρος Χαριτίνης.
Όπερ δι’ ευχής είχε σαρκός την λύσιν,
Ιδού δι’ ευχής λαμβάνει Χαριτίνη (1).
Πέμπτη Χαριτίνη εισέδραμεν άστυ θεοίο.
Αύτη η Αγία ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, και Δομετίου κόμητος, εν έτει σϞ’ [290], δούλη Κλαυδίου τινός. Ακούσας δε ο κόμης Δομέτιος περί αυτής, ότι είναι Χριστιανή, γράφει εις τον αυθέντην της Κλαύδιον, να αποστείλη την Χαριτίνην εις αυτόν δια να την εξετάση. Ο δε αυθέντης αυτής λυπηθείς, ενεδύθη σάκκον, ήτοι τρίχινον φόρεμα, και εθρήνει. Η δε Χαριτίνη παρηγορούσα αυτόν, έλεγε. Μη λυπού, αυθέντα μου, αλλά χαίρε. Επειδή εγώ έχω να λογισθώ κοντά εις τον Θεόν, μία ευπρόσδεκτος θυσία δια τας εδικάς μου και εδικάς σου αμαρτίας. Ο δε Κλαύδιος απεκρίθη. Δούλη του Θεού, ενθυμού και εμένα κοντά εις τον επουράνιον Βασιλέα. Φερθείσα λοιπόν η Αγία δια μέσου του κόμητος, έμπροσθεν εις τον υπατικόν δεδεμένη, ωμολόγησε τον Χριστόν. Όθεν δια καταισχύνην ξυρίζεται τας τρίχας της κεφαλής. Και ω του θαύματος! ευθύς πάλιν η κεφαλή της εγέμωσεν από μαλλία δια της θείας δυνάμεως. Έπειτα βάλλουσιν εις την κεφαλήν της κάρβουνα αναμμένα, και μαζί με αυτά χύνουσι και ξύδι. Έπειτα εμπήγουσιν εις τα βυζία της σουβλία αναμμένα, και κατακαίουσι τα πλευρά της με λαμπάδας. Μετά ταύτα κρεμάσαντες πέτραν από τον τράχηλόν της, ρίπτουσιν αυτήν εις την θάλασσαν.
Επειδή δε η Αγία ελυτρώθη παραδόξως και δεν επνίγη, δια τούτο εδέθη εις ένα τροχόν. Είτα σύρεται πολλαίς φοραίς επάνω εις ένα σωρόν αναμμένων καρβούνων. Διαφυλαχθείσα δε αβλαβής υπό θείων Αγγέλων, εκριζόνεται τα ονύχια των χειρών και ποδών της. Επειδή δε επρόσταξεν ο δικαστής να παραδοθή εις πορνοστάσιον, παρεκάλεσεν η Αγία τον Θεόν να φυλαχθή αμόλυντος. Και ούτω παρέθετο την ψυχήν της εις τον ποθούμενον Θεόν. Το δε τίμιον αυτής λείψανον ερρίφθη εις τον βυθόν της θαλάσσης. Υπό δε της θείας Προνοίας ευγήκεν εις το περιγιάλιον. Όθεν ο αυθέντης της Κλαύδιος πέρνωντας αυτό, τιμίως και ευλαβώς το τίμιον ενταφίασεν. (Τον Βίον αυτής όρα εις τον Εφραίμ ολίγον πλατύτερον (2).)
(1) Σημείωσαι, ότι το ίδιον τούτο δίστιχον ευρίσκεται και εις την συνώνυμον αυτής Χαριτίνην, κατά την τετάρτην του Σεπτεμβρίου.
(2) Το Μαρτύριον αυτής συνέγραψεν ελληνιστί ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Εκράτει ποτέ». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα η Αγία Μάρτυς Μαμέλχθα, λίθοις βληθείσα, τελειούται.
Ομού λελουμένην με Χριστέ προσδέχου,
Μαμέλχθα φησί, και λίθοις βεβλημένην.
Αύτη ήτον από την Περσίδα ιέρεια του ναού της Αρτέμιδος. Είχε δε αδελφήν Χριστιανήν. Επειδή δε είδεν εις το όνειρόν της ένα Άγγελον Θεού, όστις έδειχνε και εδίδασκεν αυτήν τα μυστήρια των Χριστιανών, εξύπνισε τρομασμένη, και εδιηγήθη τούτο εις την αδελφήν της. Η δε αδελφή της έφερεν αυτήν εις τον Επίσκοπον, όστις εβάπτισεν αυτήν. Μαθόντες δε τούτο οι Έλληνες εθυμώθησαν και με πέτρας αυτήν εθανάτωσαν, εις καιρόν οπού ακόμη εφόρει η μακαρία τα φωτεινά ιμάτια του Αγίου Βαπτίσματος. Και έρριψαν αυτήν εις ένα λάκκον βαθύτατον, από τον οποίον μόλις και μετά βίας εδυνήθησαν οι Χριστιανοί να ευγάλουν το άγιον αυτής λείψανον. Τότε ο Επίσκοπος επήγεν εις τον βασιλέα των Περσών, και έλαβεν από αυτόν εξουσίαν, να κρημνίση μεν τον ναόν της Αρτέμιδος, να οικοδομήση δε αυτόν Εκκλησίαν της Αγίας Μάρτυρος ταύτης Μαμέλχθας. Τούτο ουν ποιήσας, απεθησαύρισεν εν τη νεοκτίστω Εκκλησία το τίμιον αυτής λείψανον.
*
Οπτασία Κοσμά Μοναχού φοβερά και ωφέλιμος.
Πενθώ κολάσεις τας ξένας ώδε βλέπων.
Χαίρω δε αύθις τας αναπαύσεις βλέπων.
Κατά τον δέκατον τρίτον χρόνον της βασιλείας Ρωμανού του Λεκαπηνού, ήτοι εν έτει Ϡλβ’ [932], ήτον εις την Κωνσταντινούπολιν ένας άνθρωπος, ο πλέον οικειότερος από τους υπηρέτας οπού επαράστεκαν εις τον βασιλικόν κοιτώνα του Αλεξάνδρου, όστις εβασίλευσεν ολίγον προτίτερα από τον Ρωμανόν. Ήτοι ο υιός μεν Βασιλείου του Μακεδόνος, αδελφός δε Λέοντος του Σοφού. Ούτος λοιπόν ο του Θεού άνθρωπος αφήσας τον κόσμον και τα εν κόσμω, ηγάπησε την μοναχικήν πολιτείαν. Και μετονομασθείς Κοσμάς δια του Αγγελικού σχήματος, κατεστάθη ύστερον και Ηγούμενος του σεβασμίου Μοναστηρίου του ευρισκομένου κατά τον ποταμόν Σάγαριν. Αφ’ ου δε επέρασαν μερικοί χρόνοι, ηκολούθησε να περιπέση ο θείος ούτος Κοσμάς εις δεινήν και βαρυτάτην ασθένειαν, και να διαρκέση εις αυτήν καιρόν πολύν. Όταν δε επέρασαν πέντε μήνες, ανέλαβεν ο Όσιος κάποιόν τι από την ασθένειαν, και σηκωθείς ολίγον από την κλίνην του, εκάθισε, βασταζόμενος από το ένα μέρος και από το άλλο, παρά των υπηρετούντων αυτόν αδελφών. Ευθύς λοιπόν έγινεν έξω εαυτού του, και έμεινεν εις την έκστασιν ταύτην, από την τρίτην ώραν της ημέρας έως την ενάτην. Και τα μεν ομμάτιά του είχεν ανοικτά, και προσέχοντα εις την στέγην του οίκου του. Το δε στόμα του, εκρυφομίλει κάποια τινά λόγια, πάντη άναρθρα και ακατανόητα. Ελθών λοιπόν εις τον εαυτόν του ολίγον, έλεγεν εις τους εκεί παρόντας. Δότε μοι τας δύω μερίδας του άρτου, τας οποίας έλαβον τώρα προ ολίγου από τον τίμιον Γέροντα. Λέγωντας δε ταύτα, έβαλεν εις τον κόλπον του τας χείρας του, ερευνώντας δια να εύρη τα ζητούμενα. Μερικοί δε από τους εκεί παρόντας, στοχαζόμενοι ότι θεία έκστασις ηκολούθησεν εις τον Γέροντα, παρεκάλουν αυτόν να φανερώση εις αυτούς το μέγα τούτο μυστήριον, ειπέ, λέγοντες, ω Πάτερ. Ειπέ χωρίς να φθονήσης ημάς, δια την μεγάλην ωφέλειαν, οπού έχομεν εκ τούτου να λάβωμεν. Ειπέ και διηγήσου, πού είσουν εις τας τόσας ώρας; και εις ποίαν θεωρίαν ανεβίβαζες την διάνοιάν σου; με ποίον δε εσυνωμίλεις, κινών τα χείλη σου; Ο δε Όσιος βλέπωντας αυτούς θρηνούντας πολλά και παρακαλούντας, παύσατε, έλεγεν, ω τέκνα, παύσατε. Και όταν ο Κύριος θελήση, και έλθω εις τον εαυτόν μου, τότε βέβαια θέλω τελειώσω την δέησίν σας.
Τω πρωί λοιπόν, αφ’ ου εσυνάχθη εις το κελλίον του Οσίου όλη η αδελφότης, άρχισεν ο τίμιος Γέρων να διηγήται την οπτασίαν, και να λέγη εις αυτούς ταύτα. Πατέρες μου και αδελφοί. Το μεν, να νοήσω όλα, όσα είδον κατά μέρος, και να τα διηγηθώ λεπτομερώς, τούτο είναι ανώτερον από κάθε νουν και ανθρωπίνην γλώσσαν. Όσα δε μόνον ενθυμούμαι, εκείνα και θέλω διηγηθώ. Εκεί οπού εκαθήμην εις την κλίνην μου, βασταζόμενος υπό των δύω αδελφών, εφάνη μοι ότι έβλεπα από το αριστερόν μου μέρος, ένα πλήθος πολύ κάποιων ανθρωπαρίων μελανών εις τα πρόσωπα. Εις όλους δε η μελανία δεν ήτον η αυτή, αλλά εις άλλους μεν, ήτον περισσοτέρα, εις άλλους δε, ήτον ολιγωτέρα. Και άλλοι μεν από εκείνους, είχον τα ομμάτια ανάστροφα γυρισμένα. Άλλοι δε, είχον αυτά μαύρα, ωσάν το χρώμα του μολυβίου. Άλλοι δε, είχον αυτά αιματωμένα, και έβλεπον ωσάν φονείς και θηρία. Και άλλος μεν από εκείνους, είχε μαύρα τα χείλη, και πολλά εξωγκωμένα και φουσκωμένα. Άλλος δε, είχε μαύρον και φουσκωμένον μόνον το ένα χείλος. Και άλλος μεν, είχε τοιούτον το άνω χείλος, άλλος δε, το κάτω.
Τα ανθρωπάρια λοιπόν εκείνα ήλθον κοντά εις την κλίνην μου, και εσπούδαζον να με πάρουν από λόγου σας. Και πρώτον μεν, σας έβλεπον όλους ισταμένους τριγύρω μου. Όθεν και μοι εφαίνετο, ότι δεν τα φοβούμαι πολλά, ούτε δειλιώ τας ορμάς των. Ύστερον δε, δεν ηξεύρω πώς, έμεινα μοναχός χωρίς εσάς, και ευθύς εκυριεύθηκα από εκείνα. Όθεν με πολλήν θρασύτητα επήραν εμένα. Και άλλοι μεν, με έσυρνον εμπρός δεμένον. Άλλοι δε, με έσπρωχνον όπισθεν. Και άλλοι μεν, με άλλον τρόπον εις άλλο μέρος με εσυμπόδιζον. Άλλοι δε, με εστενοχώρουν δυνατά. Τέλος πάντων, φέροντές με εις ένα μεγαλώτατον και βαθύτατον κρημνόν, του οποίου το πλάτος ήτον περισσότερον παρά μία λίθου βολή, το δε βάθος έφθανεν έως εις τον τάρταρον. Εις τούτον, λέγω, τον φοβερόν κρημνόν, με βίαν μεγάλην με εκαταβίβασαν. Εις το ένα δε μέρος του φοβερού εκείνου κρημνού, ήτον μία στράτα τόσον στενή, ώστε οπού μόλις εδύνετο να χωρέση εις αυτήν ένα αχνάρι ποδός.
Εις ταύτην λοιπόν την στενήν και λεπτοτάτην στράταν, με βίαν μεγάλην με ετράβιζον. Εγώ δε εσπούδαζον να κλίνω πάντοτε εις το δεξιόν μέρος, φοβούμενος, μήπως ολισθήσω και πέσω κάτω εις το αχανές εκείνο και αμέτρητον βάθος. Εις δε το χάος εκείνο εφαίνετο, ότι διαπερνά ένας ποταμός, όστις από το τρέξιμον, έκαμνε μεγάλην βοήν. Αφ’ ου λοιπόν με πολύν φόβον και τρόμον διεπεράσαμεν εκείνην την στενοτάτην στράταν, ευρήκαμεν μίαν πόρταν μεγάλην, ήτις ήτον ολίγον ανοικτή. Εις ταύτην δε εκάθητο ένας άνδρας μέγας και γιγαντιαίος κατά το σώμα. Μαύρος μεν, κατά την μορφήν. Φοβερός δε, κατά το πρόσωπον. Οι γαρ οφθαλμοί εκείνου ήτον ανάστροφα γυρισμένοι, μεγάλοι πολλά και αιματώδεις, και φλόγα πολλήν πυρός εύγανον. Η δε μύτη του εύγανε καπνόν. Η γλώσσα του ήτον κρεμασμένη έξω από το στόμα του έως μίαν πήχυν. Και το μεν δεξιόν του χέρι, ήτον τελείως κατάψυχρον και πεπαγωμένον. Το δε αριστερόν, ήτον χοντρόν, ωσάν κολόνα, και γυμνόν και πολλά μακρόν (3). Με τούτο το χέρι επίανεν ο φοβερός εκείνος τους αμαρτωλούς, και τους έρριπτε μέσα εις το άμετρον χάος εκείνο, οίτινες ριπτόμενοι, όλοι το ουαί! και το οίμοι! εφώναζον.
Καθώς λοιπόν ημείς επλησιάσαμεν κοντά εις τον μαύρον εκείνον και φοβερόν γίγαντα, εφώναξεν αυτός ευθύς με μεγάλην φωνήν εις εκείνους, οπού με ετράβιζον. Ούτος είναι φίλος μου. Και μαζί με τον λόγον, άπλωσε το χέρι του, ζητώντας να με πιάση. Εγώ δε κρατηθείς από τον φόβον, ετρόμαξα και εσυστάλθηκα εις τον εαυτόν μου. Και παρευθύς ωσάν να εστάλθησαν δύω άνδρες άσπροι εις τας τρίχας και ιεροπρεπείς, τους οποίους ενόμισα, πως είναι ο Απόστολος Ανδρέας, και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, όσον από την ιδέαν οπού είχον των αγίων αυτών εικόνων. Τούτους λοιπόν βλέπωντας ο ασχημότατος εκείνος γίγας, ευθύς εφοβήθη και απεκρύβη. Όθεν λαβόντες εμένα με ευμένειαν οι δύω εκείνοι, διεπέρασαν μίαν εσωτέραν πόρταν. Από δε την πόρταν εκείνην ευγήκαμεν εις μίαν πεδιάδα. Όπου ήτον κάλλιστα χωρία και ωραιότατα. Περάσαντες δε και ταύτα, κοντά εις το τέλος της πεδιάδος εύρομεν μίαν κοιλάδα χλοεράν και πανευφρόσυνον, της οποίας την ωραιότητα και το κάλλος, και όλην την άλλην χάριν, είναι αδύνατον να παραστήση τινάς δια λόγου. Εις το μέσον δε της κοιλάδος εκείνης, εκάθητο ένας γέροντας χαρίεις και τίμιος, έχωντας τριγύρω εις τον εαυτόν του πολύ πλήθος παιδίων, παρομοίων εις τον αριθμόν με την άμμον της θαλάσσης.
Τότε λοιπόν εγώ αποδιώξας τον φόβον εκ της καρδίας μου, ερώτησα με ήσυχον φωνήν τους δύω εκείνους οπού με έφερον, ποίος άράγε να ήναι ο γέρωντας εκείνος οπού εφαίνετο. Και τι πλήθος είναι εκείνο οπού τον περιεκύκλοναν. Οι δε, ο Αβραάμ είναι, είπον μοι, και ο κόλπος εκείνος οπού ακούεις του Αβραάμ. Διο και παρακινηθείς υπ’ αυτών, επήγα και επροσκύνησα, και ησπασάμην αυτόν μετ’ ευλαβείας. Έπειτα πάλιν εκρατήσαμεν την εις τα έμπροσθεν στράταν. Και αφ’ ου επεράσαμεν την κοιλάδα εκείνην, εφθάσαμεν εις ένα μεγαλώτατον ελαιώνα. Του οποίου τόσον πολλά εις τον αριθμόν ήτον τα δένδρα, όσα είναι τα άστρα του ουρανού. Εις κάθε δε δένδρον, ήτον μία σκηνή, ήτοι τέντα, ή τζαδίρι. Εις κάθε δε τένταν, ήτον και μία κλίνη. Εις κάθε δε κλίνην, ήτον ένας άνθρωπος (4). Εις εκείνας τας ιεράς σκηνάς εγώ εγνώρισα πολλούς οίτινες εν τη γη ζώντες, ανεστρέφοντο μέσα εις τα βασιλικά παλάτια. Άλλοι δε ήτον και από τους κατοικούντας εις την Κωνσταντινούπολιν. Και άλλοι προς τούτοις, από το εδικόν μας Μοναστήριον. Όλοι δε ούτοι, τους οποίους είδον εκεί και εγνώρισα, ήτον προαποθανόντες.
Εις καιρόν δε οπού εσυλλογιζόμην να ερωτήσω τους μετ’ εμού δύω γέροντας, ποίος ήτον ο τόσον μέγας και θαυμαστός εκείνος ελαιών, προφθάνουσιν εκείνοι την ερώτησιν, και λέγουσιν εις εμένα. Τι διαλογίζεσαι και απορείς, ποίος είναι ο μέγας ούτος και ωραιότατος ελαιών; και ποία είναι, όσα βλέπεις εις αυτόν; Ταύτα είναι εκείνα, δια τα οποία ακούεις να λέγουν οι Πατέρες και η Γραφή. «Πολλαί μοναί παρά σοι Σώτερ πεφύκασι, κατ’ αξίαν πάσι μεριζόμεναι, κατά το μέτρον της αρετής». Ύστερον δε από τον ελαιώνα εκείνον, ήτον μία πόλις, της οποίας το κάλλος και την ποικιλίαν, και την του τείχους αρμονίαν και σύνθεσιν, δεν είναι δυνατόν να διηγηθή τινάς. Διότι εις όλον εκείνο το τείχος, ήτον δώδεκα στίχοι, οίτινες περιεκύκλοναν αυτό ωσάν ζώναι. Αι οποίαι δεν είχον ένα χρώμα, αλλά πολλά και διάφορα. Επειδή όλαι αι ζώναι ήτον από τους δώδεκα τιμίους λίθους (5). Κάθε δε μία ζώνη, ήτον συναρμοσμένη από ένα λίθον, και ετελείονεν ένα κύκλον ξεχωριστόν.
Τι δε πρέπει να λέγη τινάς δια την ισότητα οπού είχον αι πλάκες της πόλεως εκείνης; και δια την εις όλα ευαρμοστίαν; Εις το τείχος της πόλεως εκείνης ήτον πόρται στολισμέναι με χρυσίον και αργύριον. Μέσα δε από τας πόρτας, ήτον ένα μαλαγματένιον πάτωμα. Μέσα δε από το πάτωμα, ήτον οσπήτια μαλαγματένια. Ήτον μαλαγματένιαι καθέδραι. Ήτον μαλαγματένια τραπέζια. Όλη δε η πόλις ήτον γεμάτη από ανεκλάλητον φως. Όλη γεμάτη από ευωδίας. Όλη γεμάτη από χάριτας διαφόρους. Ταύτην δε περιερχόμενοι και θεωρούντες, δεν είδομεν εκεί άνθρωπον, ούτε κτήνος τετράποδον, ούτε πουλίον, ούτε άλλο κανένα ζώον, ή πράγμα, όσα κινούνται εδώ κάτω εις την γην και εις τον αέρα. Εις δε την άκραν της πόλεως, ήτον κτισμένα θαυμαστά βασίλεια. Των οποίων εις την πόρταν και είσοδον, ήτον ένας θάλαμος. Ήγουν μία θαυμαστή νυμφική κάμερα, της οποίας ο γύρος ήτον τόσον μεγάλος, όση είναι και μία λίθου βολή. Εις τα άκρα δε του θαλάμου εκείνου έως εις τα άλλα άκρα του, ήτον εξαπλωμένη μία τράπεζα, κατεσκευασμένη όλη από μάρμαρον το καλούμενον ρωμαϊκόν. Η οποία ήτον υψηλή από την γην τόσον, όσον να κάθεται και να ακουμβίζη άνθρωπος. Όλη δε η τράπεζα εκείνη ήτον γεμάτη από φιλευομένους.
Και ο οίκος δε όλος εκείνος, ήτον γεμάτος από ένα καθαρώτατον φως, και από ευωδίαν και κάθε χάριν. Κοντά δε εις το τέλος του θαλάμου εκείνου, ήτον μία οικοδομή μικρά, εις είδος κοχλίου κατεσκευασμένη. Κοντά εις την οποίαν, ήτον ένα ηλιακόν ωραίον και πανευφρόσυνον, το οποίον έβλεπε προς την τράπεζαν. Από τούτο το ηλιακόν, έσκυψαν δύω φωτόμορφοι νέοι ευνούχοι, όμοιοι εις το πρόσωπον με την αστραπήν, και γεμάτοι από κάθε λαμπρότητα (6). Οίτινες είπον εις τους δύω γέροντας εκείνους περί εμού. Ας καθίση και ούτος εις την τράπεζαν. Και μαζί με τον λόγον, έδειξαν και με το δάκτυλον τον τόπον της καθέδρας, εις τον οποίον οι δύω γέροντες φέροντες με εκάθισαν. Αυτοί δε επήγαν εις το άλλο μέρος, και εκάθισαν και αυτοί. Οι δε νέοι ευνούχοι εκείνοι, εμβήκαν τάχα εις το ενδότερον μέρος της λαμπράς εκείνης οικίας, το οποίον ήτον κοντά εις το ηλιακόν, και έμενον εκεί πολλάς ώρας.
Τότε λοιπόν εγώ θεωρών με περιέργειαν τα της τραπέζης εκείνης, εγνώριζον πολλούς, τους οποίους είχον φίλους εν τη παρούση ζωή. Τόσον από λαϊκούς κοσμικούς, οίτινες ανεστρέφοντο εις τα βασίλεια, όσον και από τους Μοναχούς του εδικού μας Μοναστηρίου. Αφ’ ου δε επέρασαν ώραι πολλαί, πάλιν έσκυψαν από το ηλιακόν οι νέοι εκείνοι ευνούχοι, και είπον προς τους μετ’ εμού δύω γέροντας. Επιστρέψατε τούτον οπίσω. Ότι πολλά λυπούνται και πενθούσι δι’ αυτόν τα πνευματικά αυτού τέκνα. Όθεν ο Βασιλεύς παρακινηθείς από τους στεναγμούς των, θέλει να μένη ούτος ακόμη εις την μοναδικήν ζωήν. Όθεν πηγαίνοντες τούτον δι’ άλλης στράτας, λάβετε αντί τούτου τον Μοναχόν Αθανάσιον, τον όντα από το Μοναστήριον του Τραϊανού. Και παρευθύς οι δύω γέροντες παραλαβόντες εμένα, ευγήκαν από τον θάλαμον και από την πόλιν εκείνην, δι’ άλλης στράτας συντομωτέρας. Κατά την στράταν δε απαντήσαμεν επτά λίμνας γεμάτας από διαφόρους κολάσεις και τιμωρίας. Διότι άλλη μεν λίμνη ήτον γεμάτη από σκότος, άλλη δε από φωτίαν. Και η μία μεν, ήτον γεμάτη από βρωμεράν ομίχλην και αντάραν. Η δε άλλη, από σκώληκας. Και άλλη, από άλλας βασάνους και τιμωρίας. Όλαι δε αι λίμναι εκείναι ήτον γεμάται από πλήθος ανθρώπων αναριθμήτων. Οίτινες όλοι ελεεινώς και γοερώς έκλαιον και ωδύροντο.
Αφ’ ου δε τας λίμνας εκείνας επεράσαμεν, και επήγαμεν ολίγον εμπρός, πάλιν εύρομεν τον γέροντα εκείνον, όστις ήτον ο Αβραάμ, τον οποίον εγώ ευθύς προσκυνήσας, ησπασάμην. Εκείνος δε έδωκεν εις εμένα ένα ποτήριον χρυσούν, γεμάτον από κρασί γλυκύτερον και αυτού του μέλιτος. Έδωκέ μοι δε και τρία κομμάτια ξηρού άρτου. Από τα οποία, το μεν ένα, εβούτηξα μέσα εις το κρασί, και μοι εφάνη ότι το έφαγον, και έπιον και όλον το κρασί. Τα δε άλλα κομμάτια τα έβαλον τάχα μέσα εις τον κόλπον μου. Τα οποία και εζήτουν εχθές από λόγου σας. Είτα μετά ολίγον επήγαμεν πάλιν εις τον τόπον εκείνον, όπου ο γιγαντιαίος εκείνος ευρίσκετο, ο ασχημότατος, και όμοιος ων με την σκοτεινήν νύκτα κατά το πρόσωπον. Όστις βλέπωντάς με, έβρυχε μεγάλως τους οδόντας του, και με θυμόν και πικρίαν, έλεγε προς εμένα, τώρα μεν, εγλύτωσες από λόγου μου. Εις το εξής όμως, δεν θέλω παύσω από το να κατασκευάζω σκάνδαλα και κακά, τόσον εναντίον σου, όσον και εναντίον του Μοναστηρίου σου.
Ταύτα μεν όσα ηξεύρω και ενθυμούμαι, ιδού σας τα εφανέρωσα, πατέρες και αδελφοί. Πώς δε ήλθον πάλιν εις τον εαυτόν μου παντελώς δεν ηξεύρω.
Αφ’ ου δε ταύτα είπε και εδιηγήθη ο Όσιος Κοσμάς, εστάλθη ένας αδελφός εις το Μοναστήριον, το επονομαζόμενον του Τραϊανού, και ευρίσκει τον Μοναχόν Αθανάσιον αποθανόντα, και έξω του κελλίου του νεκρόν επί του κραββάτου φερόμενον (7). Ερωτήσας δε ο αποσταλείς αδελφός, πότε ο Αθανάσιος απέθανεν, έμαθεν, ότι εχθές κατά την ενάτην ώραν της ημέρας, κατά την οποίαν και ο Όσιος Κοσμάς είδε την ρηθείσαν οπτασίαν, και ήλθεν εις τον εαυτόν του.
Και ταύτα μεν ούτως ηκολούθησαν. Μετά ολίγον δε καιρόν, έγινεν ένα Μοναστήριον τα δύω εκείνα Μοναστήρια, το του θείου Κοσμά και το του Τραϊανού. Διατί ήτον και τα δύω κοντά γειτονεύοντα. Και έως της σήμερον κυβερνώνται και τα δύω από ένα Ηγούμενον. Ζήσας δε ο Όσιος Κοσμάς τριάκοντα χρόνους μετά την ανωτέρω οπτασίαν, και ηγουμενεύων εις τα ειρημένα δύω Μοναστήρια, πολλήν προκοπήν και αύξησιν επροξένησεν εις αυτά, τόσον κατά την θεάρεστον και ενάρετον πολιτείαν των Μοναχών, όσον και κατά τα εισοδήματα τα προς διοίκησιν και τροφάς αναγκαίας των αδελφών, εις δόξαν του φιλανθρώπου Θεού ημών. Αμήν.
(3) Δια τούτων αινιγματωδώς δηλούται, ότι ο Διάβολος, προς μεν τα δεξιά, ήτοι προς τα αγαθά και τας αγαθάς κινήσεις, είναι πάντη κατάψυχρος και ακίνητος. Προς δε τα αριστερά, ήτοι προς τα πονηρά, και τας πονηράς κινήσεις, ενεργής εστι και θερμός και ευκίνητος.
(4) Διατί τα μέλλοντα εκείνα αγαθά, α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, παρομοιάζονται και σχηματίζονται με τα γήϊνα ταύτα αγαθά, όρα εις την δεκάτην πρώτην του Σεπτεμβρίου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου του Οσίου Ευφροσύνου του Μαγείρου.
(5) Δώδεκα λίθοι τίμιοι είναι ούτοι: Ίασπις, Σάπφειρος, Χαλκηδών, Σμάραγδος, Σαρδόνυξ, Σάρδιος, Χρυσόλιθος, Βήρυλλος, Τοπάζιον, Χρυσόπρασος, Υάκινθος, και Αμέθυστος. Τούτους τους λίθους είδε και ο Ιωάννης εις την Ιεράν Αποκάλυψιν, ότι ήτον θεμέλιοι της άνω πόλεως Ιερουσαλήμ, εν κεφ. κα’.
(6) Ούτοι φαίνεται να ήτον Άγγελοι. Ίσως δε να ήτον και οι δύω Αρχάγγελοι: ο Μιχαήλ δηλαδή και ο Γαβριήλ.
(7) Ο Βίος και το Συναξάριον του Οσίου Αθανασίου τούτου, ευρίσκεται κατά την τρίτην του Ιουνίου και όρα εκεί.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Ε΄, τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Χαριτίνης.
Ὅπερ δι’ εὐχῆς εἶχε σαρκὸς τὴν λύσιν,
Ἰδοὺ δι’ εὐχῆς λαμβάνει Χαριτίνη (1).
Πέμπτῃ Χαριτίνη εἰσέδραμεν ἄστυ θεοῖο.
Αὕτη ἡ Ἁγία ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, καὶ Δομετίου κόμητος, ἐν ἔτει σϞ΄ [290], δούλη Κλαυδίου τινός. Ἀκούσας δὲ ὁ κόμης Δομέτιος περὶ αὐτῆς, ὅτι εἶναι Χριστιανή, γράφει εἰς τὸν αὐθέντην της Κλαύδιον, νὰ ἀποστείλῃ τὴν Χαριτίνην εἰς αὐτὸν διὰ νὰ τὴν ἐξετάσῃ. Ὁ δὲ αὐθέντης αὐτῆς λυπηθείς, ἐνεδύθη σάκκον, ἤτοι τρίχινον φόρεμα, καὶ ἐθρήνει. Ἡ δὲ Χαριτίνη παρηγοροῦσα αὐτόν, ἔλεγε. Μὴ λυποῦ, αὐθέντα μου, ἀλλὰ χαῖρε. Ἐπειδὴ ἐγὼ ἔχω νὰ λογισθῶ κοντὰ εἰς τὸν Θεόν, μία εὐπρόσδεκτος θυσία διὰ τὰς ἐδικάς μου καὶ ἐδικάς σου ἁμαρτίας. Ὁ δὲ Κλαύδιος ἀπεκρίθη. Δούλη τοῦ Θεοῦ, ἐνθυμοῦ καὶ ἐμένα κοντὰ εἰς τὸν ἐπουράνιον Βασιλέα. Φερθεῖσα λοιπὸν ἡ Ἁγία διὰ μέσου τοῦ κόμητος, ἔμπροσθεν εἰς τὸν ὑπατικὸν δεδεμένη, ὡμολόγησε τὸν Χριστόν. Ὅθεν διὰ καταισχύνην ξυρίζεται τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς πάλιν ἡ κεφαλή της ἐγέμωσεν ἀπὸ μαλλία διὰ τῆς θείας δυνάμεως. Ἔπειτα βάλλουσιν εἰς τὴν κεφαλήν της κάρβουνα ἀναμμένα, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ χύνουσι καὶ ξύδι. Ἔπειτα ἐμπήγουσιν εἰς τὰ βυζία της σουβλία ἀναμμένα, καὶ κατακαίουσι τὰ πλευρά της μὲ λαμπάδας. Μετὰ ταῦτα κρεμάσαντες πέτραν ἀπὸ τὸν τράχηλόν της, ῥίπτουσιν αὐτὴν εἰς τὴν θάλασσαν.
Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἁγία ἐλυτρώθη παραδόξως καὶ δὲν ἐπνίγη, διὰ τοῦτο ἐδέθη εἰς ἕνα τροχόν. Εἶτα σύρεται πολλαῖς φοραῖς ἐπάνω εἰς ἕνα σωρὸν ἀναμμένων καρβούνων. Διαφυλαχθεῖσα δὲ ἀβλαβὴς ὑπὸ θείων Ἀγγέλων, ἐκριζόνεται τὰ ὀνύχια τῶν χειρῶν καὶ ποδῶν της. Ἐπειδὴ δὲ ἐπρόσταξεν ὁ δικαστὴς νὰ παραδοθῇ εἰς πορνοστάσιον, παρεκάλεσεν ἡ Ἁγία τὸν Θεὸν νὰ φυλαχθῇ ἀμόλυντος. Καὶ οὕτω παρέθετο τὴν ψυχήν της εἰς τὸν ποθούμενον Θεόν. Τὸ δὲ τίμιον αὐτῆς λείψανον ἐρρίφθη εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης. Ὑπὸ δὲ τῆς θείας Προνοίας εὐγῆκεν εἰς τὸ περιγιάλιον. Ὅθεν ὁ αὐθέντης της Κλαύδιος πέρνωντας αὐτό, τιμίως καὶ εὐλαβῶς τὸ τίμιον ἐνταφίασεν. (Τὸν Βίον αὐτῆς ὅρα εἰς τὸν Ἐφραὶμ ὀλίγον πλατύτερον (2).)
(1) Σημείωσαι, ὅτι τὸ ἴδιον τοῦτο δίστιχον εὑρίσκεται καὶ εἰς τὴν συνώνυμον αὐτῆς Χαριτίνην, κατὰ τὴν τετάρτην τοῦ Σεπτεμβρίου.
(2) Τὸ Μαρτύριον αὐτῆς συνέγραψεν ἑλληνιστὶ ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἐκράτει ποτέ». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ Ἁγία Μάρτυς Μαμέλχθα, λίθοις βληθεῖσα, τελειοῦται.
Ὁμοῦ λελουμένην με Χριστὲ προσδέχου,
Μαμέλχθα φησί, καὶ λίθοις βεβλημένην.
Αὕτη ἦτον ἀπὸ τὴν Περσίδα ἱέρεια τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος. Εἶχε δὲ ἀδελφὴν Χριστιανήν. Ἐπειδὴ δὲ εἶδεν εἰς τὸ ὄνειρόν της ἕνα Ἄγγελον Θεοῦ, ὅστις ἔδειχνε καὶ ἐδίδασκεν αὐτὴν τὰ μυστήρια τῶν Χριστιανῶν, ἐξύπνισε τρομασμένη, καὶ ἐδιηγήθη τοῦτο εἰς τὴν ἀδελφήν της. Ἡ δὲ ἀδελφή της ἔφερεν αὐτὴν εἰς τὸν Ἐπίσκοπον, ὅστις ἐβάπτισεν αὐτήν. Μαθόντες δὲ τοῦτο οἱ Ἕλληνες ἐθυμώθησαν καὶ μὲ πέτρας αὐτὴν ἐθανάτωσαν, εἰς καιρὸν ὁποῦ ἀκόμη ἐφόρει ἡ μακαρία τὰ φωτεινὰ ἱμάτια τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Καὶ ἔρριψαν αὐτὴν εἰς ἕνα λάκκον βαθύτατον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον μόλις καὶ μετὰ βίας ἐδυνήθησαν οἱ Χριστιανοὶ νὰ εὐγάλουν τὸ ἅγιον αὐτῆς λείψανον. Τότε ὁ Ἐπίσκοπος ἐπῆγεν εἰς τὸν βασιλέα τῶν Περσῶν, καὶ ἔλαβεν ἀπὸ αὐτὸν ἐξουσίαν, νὰ κρημνίσῃ μὲν τὸν ναὸν τῆς Ἀρτέμιδος, νὰ οἰκοδομήσῃ δὲ αὐτὸν Ἐκκλησίαν τῆς Ἁγίας Μάρτυρος ταύτης Μαμέλχθας. Τοῦτο οὖν ποιήσας, ἀπεθησαύρισεν ἐν τῇ νεοκτίστῳ Ἐκκλησίᾳ τὸ τίμιον αὐτῆς λείψανον.
*
Ὀπτασία Κοσμᾶ Μοναχοῦ φοβερὰ καὶ ὠφέλιμος.
Πενθῶ κολάσεις τὰς ξένας ὧδε βλέπων.
Χαίρω δὲ αὖθις τὰς ἀναπαύσεις βλέπων.
Κατὰ τὸν δέκατον τρίτον χρόνον τῆς βασιλείας Ῥωμανοῦ τοῦ Λεκαπηνοῦ, ἤτοι ἐν ἔτει Ϡλβ΄ [932], ἦτον εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἕνας ἄνθρωπος, ὁ πλέον οἰκειότερος ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας ὁποῦ ἐπαράστεκαν εἰς τὸν βασιλικὸν κοιτῶνα τοῦ Ἀλεξάνδρου, ὅστις ἐβασίλευσεν ὀλίγον προτίτερα ἀπὸ τὸν Ῥωμανόν. Ἤτοι ὁ υἱὸς μὲν Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος, ἀδελφὸς δὲ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ. Οὗτος λοιπὸν ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος ἀφήσας τὸν κόσμον καὶ τὰ ἐν κόσμῳ, ἠγάπησε τὴν μοναχικὴν πολιτείαν. Καὶ μετονομασθεὶς Κοσμᾶς διὰ τοῦ Ἀγγελικοῦ σχήματος, κατεστάθη ὕστερον καὶ Ἡγούμενος τοῦ σεβασμίου Μοναστηρίου τοῦ εὑρισκομένου κατὰ τὸν ποταμὸν Σάγαριν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν μερικοὶ χρόνοι, ἠκολούθησε νὰ περιπέσῃ ὁ θεῖος οὗτος Κοσμᾶς εἰς δεινὴν καὶ βαρυτάτην ἀσθένειαν, καὶ νὰ διαρκέσῃ εἰς αὐτὴν καιρὸν πολύν. Ὅταν δὲ ἐπέρασαν πέντε μῆνες, ἀνέλαβεν ὁ Ὅσιος κᾄποιόν τι ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν, καὶ σηκωθεὶς ὀλίγον ἀπὸ τὴν κλίνην του, ἐκάθισε, βασταζόμενος ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο, παρὰ τῶν ὑπηρετούντων αὐτὸν ἀδελφῶν. Εὐθὺς λοιπὸν ἔγινεν ἔξω ἑαυτοῦ του, καὶ ἔμεινεν εἰς τὴν ἔκστασιν ταύτην, ἀπὸ τὴν τρίτην ὥραν τῆς ἡμέρας ἕως τὴν ἐνάτην. Καὶ τὰ μὲν ὀμμάτιά του εἶχεν ἀνοικτά, καὶ προσέχοντα εἰς τὴν στέγην τοῦ οἴκου του. Τὸ δὲ στόμα του, ἐκρυφομίλει κᾄποια τινὰ λόγια, πάντῃ ἄναρθρα καὶ ἀκατανόητα. Ἐλθὼν λοιπὸν εἰς τὸν ἑαυτόν του ὀλίγον, ἔλεγεν εἰς τοὺς ἐκεῖ παρόντας. Δότε μοι τὰς δύω μερίδας τοῦ ἄρτου, τὰς ὁποίας ἔλαβον τώρα πρὸ ὀλίγου ἀπὸ τὸν τίμιον Γέροντα. Λέγωντας δὲ ταῦτα, ἔβαλεν εἰς τὸν κόλπον του τὰς χεῖράς του, ἐρευνῶντας διὰ νὰ εὕρῃ τὰ ζητούμενα. Μερικοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ παρόντας, στοχαζόμενοι ὅτι θεία ἔκστασις ἠκολούθησεν εἰς τὸν Γέροντα, παρεκάλουν αὐτὸν νὰ φανερώσῃ εἰς αὐτοὺς τὸ μέγα τοῦτο μυστήριον, εἰπέ, λέγοντες, ὦ Πάτερ. Εἰπὲ χωρὶς νὰ φθονήσῃς ἡμᾶς, διὰ τὴν μεγάλην ὠφέλειαν, ὁποῦ ἔχομεν ἐκ τούτου νὰ λάβωμεν. Εἰπὲ καὶ διηγήσου, ποῦ εἴσουν εἰς τὰς τόσας ὥρας; καὶ εἰς ποίαν θεωρίαν ἀνεβίβαζες τὴν διάνοιάν σου; μὲ ποῖον δὲ ἐσυνωμίλεις, κινῶν τὰ χείλη σου; Ὁ δὲ Ὅσιος βλέπωντας αὐτοὺς θρηνοῦντας πολλὰ καὶ παρακαλοῦντας, παύσατε, ἔλεγεν, ὦ τέκνα, παύσατε. Καὶ ὅταν ὁ Κύριος θελήσῃ, καὶ ἔλθω εἰς τὸν ἑαυτόν μου, τότε βέβαια θέλω τελειώσω τὴν δέησίν σας.
Τῷ πρωῒ λοιπόν, ἀφ’ οὗ ἐσυνάχθη εἰς τὸ κελλίον τοῦ Ὁσίου ὅλη ἡ ἀδελφότης, ἄρχισεν ὁ τίμιος Γέρων νὰ διηγῆται τὴν ὀπτασίαν, καὶ νὰ λέγῃ εἰς αὐτοὺς ταῦτα. Πατέρες μου καὶ ἀδελφοί. Τὸ μέν, νὰ νοήσω ὅλα, ὅσα εἶδον κατὰ μέρος, καὶ νὰ τὰ διηγηθῶ λεπτομερῶς, τοῦτο εἶναι ἀνώτερον ἀπὸ κάθε νοῦν καὶ ἀνθρωπίνην γλῶσσαν. Ὅσα δὲ μόνον ἐνθυμοῦμαι, ἐκεῖνα καὶ θέλω διηγηθῶ. Ἐκεῖ ὁποῦ ἐκαθήμην εἰς τὴν κλίνην μου, βασταζόμενος ὑπὸ τῶν δύω ἀδελφῶν, ἐφάνη μοι ὅτι ἔβλεπα ἀπὸ τὸ ἀριστερόν μου μέρος, ἕνα πλῆθος πολὺ κᾄποιων ἀνθρωπαρίων μελανῶν εἰς τὰ πρόσωπα. Εἰς ὅλους δὲ ἡ μελανία δὲν ἦτον ἡ αὐτή, ἀλλὰ εἰς ἄλλους μέν, ἦτον περισσοτέρα, εἰς ἄλλους δέ, ἦτον ὀλιγωτέρα. Καὶ ἄλλοι μὲν ἀπὸ ἐκείνους, εἶχον τὰ ὀμμάτια ἀνάστροφα γυρισμένα. Ἄλλοι δέ, εἶχον αὐτὰ μαῦρα, ὡσὰν τὸ χρῶμα τοῦ μολυβίου. Ἄλλοι δέ, εἶχον αὐτὰ αἱματωμένα, καὶ ἔβλεπον ὡσὰν φονεῖς καὶ θηρία. Καὶ ἄλλος μὲν ἀπὸ ἐκείνους, εἶχε μαῦρα τὰ χείλη, καὶ πολλὰ ἐξωγκωμένα καὶ φουσκωμένα. Ἄλλος δέ, εἶχε μαῦρον καὶ φουσκωμένον μόνον τὸ ἕνα χεῖλος. Καὶ ἄλλος μέν, εἶχε τοιοῦτον τὸ ἄνω χεῖλος, ἄλλος δέ, τὸ κάτω.
Τὰ ἀνθρωπάρια λοιπὸν ἐκεῖνα ἦλθον κοντὰ εἰς τὴν κλίνην μου, καὶ ἐσπούδαζον νὰ μὲ πάρουν ἀπὸ λόγου σας. Καὶ πρῶτον μέν, σᾶς ἔβλεπον ὅλους ἱσταμένους τριγύρω μου. Ὅθεν καὶ μοὶ ἐφαίνετο, ὅτι δὲν τὰ φοβοῦμαι πολλά, οὔτε δειλιῶ τὰς ὁρμάς των. Ὕστερον δέ, δὲν ἠξεύρω πῶς, ἔμεινα μοναχὸς χωρὶς ἐσᾶς, καὶ εὐθὺς ἐκυριεύθηκα ἀπὸ ἐκεῖνα. Ὅθεν μὲ πολλὴν θρασύτητα ἐπῆραν ἐμένα. Καὶ ἄλλοι μέν, μὲ ἔσυρνον ἐμπρὸς δεμένον. Ἄλλοι δέ, μὲ ἔσπρωχνον ὄπισθεν. Καὶ ἄλλοι μέν, μὲ ἄλλον τρόπον εἰς ἄλλο μέρος μὲ ἐσυμπόδιζον. Ἄλλοι δέ, μὲ ἐστενοχώρουν δυνατά. Τέλος πάντων, φέροντές με εἰς ἕνα μεγαλώτατον καὶ βαθύτατον κρημνόν, τοῦ ὁποίου τὸ πλάτος ἦτον περισσότερον παρὰ μία λίθου βολή, τὸ δὲ βάθος ἔφθανεν ἕως εἰς τὸν τάρταρον. Εἰς τοῦτον, λέγω, τὸν φοβερὸν κρημνόν, μὲ βίαν μεγάλην μὲ ἐκαταβίβασαν. Εἰς τὸ ἕνα δὲ μέρος τοῦ φοβεροῦ ἐκείνου κρημνοῦ, ἦτον μία στράτα τόσον στενή, ὥστε ὁποῦ μόλις ἐδύνετο νὰ χωρέσῃ εἰς αὐτὴν ἕνα ἀχνάρι ποδός.
Εἰς ταύτην λοιπὸν τὴν στενὴν καὶ λεπτοτάτην στράταν, μὲ βίαν μεγάλην μὲ ἐτράβιζον. Ἐγὼ δὲ ἐσπούδαζον νὰ κλίνω πάντοτε εἰς τὸ δεξιὸν μέρος, φοβούμενος, μήπως ὀλισθήσω καὶ πέσω κάτω εἰς τὸ ἀχανὲς ἐκεῖνο καὶ ἀμέτρητον βάθος. Εἰς δὲ τὸ χάος ἐκεῖνο ἐφαίνετο, ὅτι διαπερνᾷ ἕνας ποταμός, ὅστις ἀπὸ τὸ τρέξιμον, ἔκαμνε μεγάλην βοήν. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν μὲ πολὺν φόβον καὶ τρόμον διεπεράσαμεν ἐκείνην τὴν στενοτάτην στράταν, εὑρήκαμεν μίαν πόρταν μεγάλην, ἥτις ἦτον ὀλίγον ἀνοικτή. Εἰς ταύτην δὲ ἐκάθητο ἕνας ἄνδρας μέγας καὶ γιγαντιαῖος κατὰ τὸ σῶμα. Μαῦρος μέν, κατὰ τὴν μορφήν. Φοβερὸς δέ, κατὰ τὸ πρόσωπον. Οἱ γὰρ ὀφθαλμοὶ ἐκείνου ἦτον ἀνάστροφα γυρισμένοι, μεγάλοι πολλὰ καὶ αἱματώδεις, καὶ φλόγα πολλὴν πυρὸς εὔγανον. Ἡ δὲ μύτη του εὔγανε καπνόν. Ἡ γλῶσσά του ἦτον κρεμασμένη ἔξω ἀπὸ τὸ στόμα του ἕως μίαν πῆχυν. Καὶ τὸ μὲν δεξιόν του χέρι, ἦτον τελείως κατάψυχρον καὶ πεπαγωμένον. Τὸ δὲ ἀριστερόν, ἦτον χοντρόν, ὡσὰν κολόνα, καὶ γυμνὸν καὶ πολλὰ μακρόν (3). Μὲ τοῦτο τὸ χέρι ἐπίανεν ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ τοὺς ἔρριπτε μέσα εἰς τὸ ἄμετρον χάος ἐκεῖνο, οἵτινες ῥιπτόμενοι, ὅλοι τὸ οὐαί! καὶ τὸ οἴμοι! ἐφώναζον.
Καθὼς λοιπὸν ἡμεῖς ἐπλησιάσαμεν κοντὰ εἰς τὸν μαῦρον ἐκεῖνον καὶ φοβερὸν γίγαντα, ἐφώναξεν αὐτὸς εὐθὺς μὲ μεγάλην φωνὴν εἰς ἐκείνους, ὁποῦ μὲ ἐτράβιζον. Οὗτος εἶναι φίλος μου. Καὶ μαζὶ μὲ τὸν λόγον, ἅπλωσε τὸ χέρι του, ζητῶντας νὰ μὲ πιάσῃ. Ἐγὼ δὲ κρατηθεὶς ἀπὸ τὸν φόβον, ἐτρόμαξα καὶ ἐσυστάλθηκα εἰς τὸν ἑαυτόν μου. Καὶ παρευθὺς ὡσὰν νὰ ἐστάλθησαν δύω ἄνδρες ἄσπροι εἰς τὰς τρίχας καὶ ἱεροπρεπεῖς, τοὺς ὁποίους ἐνόμισα, πῶς εἶναι ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὅσον ἀπὸ τὴν ἰδέαν ὁποῦ εἶχον τῶν ἁγίων αὐτῶν εἰκόνων. Τούτους λοιπὸν βλέπωντας ὁ ἀσχημότατος ἐκεῖνος γίγας, εὐθὺς ἐφοβήθη καὶ ἀπεκρύβη. Ὅθεν λαβόντες ἐμένα μὲ εὐμένειαν οἱ δύω ἐκεῖνοι, διεπέρασαν μίαν ἐσωτέραν πόρταν. Ἀπὸ δὲ τὴν πόρταν ἐκείνην εὐγήκαμεν εἰς μίαν πεδιάδα. Ὅπου ἦτον κάλλιστα χωρία καὶ ὡραιότατα. Περάσαντες δὲ καὶ ταῦτα, κοντὰ εἰς τὸ τέλος τῆς πεδιάδος εὕρομεν μίαν κοιλάδα χλοερὰν καὶ πανευφρόσυνον, τῆς ὁποίας τὴν ὡραιότητα καὶ τὸ κάλλος, καὶ ὅλην τὴν ἄλλην χάριν, εἶναι ἀδύνατον νὰ παραστήσῃ τινὰς διὰ λόγου. Εἰς τὸ μέσον δὲ τῆς κοιλάδος ἐκείνης, ἐκάθητο ἕνας γέροντας χαρίεις καὶ τίμιος, ἔχωντας τριγύρω εἰς τὸν ἑαυτόν του πολὺ πλῆθος παιδίων, παρομοίων εἰς τὸν ἀριθμὸν μὲ τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης.
Τότε λοιπὸν ἐγὼ ἀποδιώξας τὸν φόβον ἐκ τῆς καρδίας μου, ἐρώτησα μὲ ἥσυχον φωνὴν τοὺς δύω ἐκείνους ὁποῦ μὲ ἔφερον, ποῖος ἆράγε νὰ ᾖναι ὁ γέρωντας ἐκεῖνος ὁποῦ ἐφαίνετο. Καὶ τί πλῆθος εἶναι ἐκεῖνο ὁποῦ τὸν περιεκύκλοναν. Οἱ δέ, ὁ Ἁβραὰμ εἶναι, εἶπόν μοι, καὶ ὁ κόλπος ἐκεῖνος ὁποῦ ἀκούεις τοῦ Ἁβραάμ. Διὸ καὶ παρακινηθεὶς ὑπ’ αὐτῶν, ἐπῆγα καὶ ἐπροσκύνησα, καὶ ἠσπασάμην αὐτὸν μετ’ εὐλαβείας. Ἔπειτα πάλιν ἐκρατήσαμεν τὴν εἰς τὰ ἔμπροσθεν στράταν. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐπεράσαμεν τὴν κοιλάδα ἐκείνην, ἐφθάσαμεν εἰς ἕνα μεγαλώτατον ἐλαιῶνα. Τοῦ ὁποίου τόσον πολλὰ εἰς τὸν ἀριθμὸν ἦτον τὰ δένδρα, ὅσα εἶναι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Εἰς κάθε δὲ δένδρον, ἦτον μία σκηνή, ἤτοι τέντα, ἢ τζαδίρι. Εἰς κάθε δὲ τένταν, ἦτον καὶ μία κλίνη. Εἰς κάθε δὲ κλίνην, ἦτον ἕνας ἄνθρωπος (4). Εἰς ἐκείνας τὰς ἱερὰς σκηνὰς ἐγὼ ἐγνώρισα πολλοὺς οἵτινες ἐν τῇ γῇ ζῶντες, ἀνεστρέφοντο μέσα εἰς τὰ βασιλικὰ παλάτια. Ἄλλοι δὲ ἦτον καὶ ἀπὸ τοὺς κατοικοῦντας εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Καὶ ἄλλοι πρὸς τούτοις, ἀπὸ τὸ ἐδικόν μας Μοναστήριον. Ὅλοι δὲ οὗτοι, τοὺς ὁποίους εἶδον ἐκεῖ καὶ ἐγνώρισα, ἦτον προαποθανόντες.
Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἐσυλλογιζόμην νὰ ἐρωτήσω τοὺς μετ’ ἐμοῦ δύω γέροντας, ποῖος ἦτον ὁ τόσον μέγας καὶ θαυμαστὸς ἐκεῖνος ἐλαιών, προφθάνουσιν ἐκεῖνοι τὴν ἐρώτησιν, καὶ λέγουσιν εἰς ἐμένα. Τί διαλογίζεσαι καὶ ἀπορεῖς, ποῖος εἶναι ὁ μέγας οὗτος καὶ ὡραιότατος ἐλαιών; καὶ ποῖα εἶναι, ὅσα βλέπεις εἰς αὐτόν; Ταῦτα εἶναι ἐκεῖνα, διὰ τὰ ὁποῖα ἀκούεις νὰ λέγουν οἱ Πατέρες καὶ ἡ Γραφή. «Πολλαὶ μοναὶ παρὰ σοὶ Σῶτερ πεφύκασι, κατ’ ἀξίαν πᾶσι μεριζόμεναι, κατὰ τὸ μέτρον τῆς ἀρετῆς». Ὕστερον δὲ ἀπὸ τὸν ἐλαιῶνα ἐκεῖνον, ἦτον μία πόλις, τῆς ὁποίας τὸ κάλλος καὶ τὴν ποικιλίαν, καὶ τὴν τοῦ τείχους ἁρμονίαν καὶ σύνθεσιν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διηγηθῇ τινάς. Διότι εἰς ὅλον ἐκεῖνο τὸ τεῖχος, ἦτον δώδεκα στίχοι, οἵτινες περιεκύκλοναν αὐτὸ ὡσὰν ζῶναι. Αἱ ὁποῖαι δὲν εἶχον ἕνα χρῶμα, ἀλλὰ πολλὰ καὶ διάφορα. Ἐπειδὴ ὅλαι αἱ ζῶναι ἦτον ἀπὸ τοὺς δώδεκα τιμίους λίθους (5). Κάθε δὲ μία ζώνη, ἦτον συναρμοσμένη ἀπὸ ἕνα λίθον, καὶ ἐτελείονεν ἕνα κύκλον ξεχωριστόν.
Τί δὲ πρέπει νὰ λέγῃ τινὰς διὰ τὴν ἰσότητα ὁποῦ εἶχον αἱ πλάκες τῆς πόλεως ἐκείνης; καὶ διὰ τὴν εἰς ὅλα εὐαρμοστίαν; Εἰς τὸ τεῖχος τῆς πόλεως ἐκείνης ἦτον πόρται στολισμέναι μὲ χρυσίον καὶ ἀργύριον. Μέσα δὲ ἀπὸ τὰς πόρτας, ἦτον ἕνα μαλαγματένιον πάτωμα. Μέσα δὲ ἀπὸ τὸ πάτωμα, ἦτον ὁσπήτια μαλαγματένια. Ἦτον μαλαγματένιαι καθέδραι. Ἦτον μαλαγματένια τραπέζια. Ὅλη δὲ ἡ πόλις ἦτον γεμάτη ἀπὸ ἀνεκλάλητον φῶς. Ὅλη γεμάτη ἀπὸ εὐωδίας. Ὅλη γεμάτη ἀπὸ χάριτας διαφόρους. Ταύτην δὲ περιερχόμενοι καὶ θεωροῦντες, δὲν εἴδομεν ἐκεῖ ἄνθρωπον, οὔτε κτῆνος τετράποδον, οὔτε πουλίον, οὔτε ἄλλο κᾀνένα ζῶον, ἢ πρᾶγμα, ὅσα κινοῦνται ἐδῶ κάτω εἰς τὴν γῆν καὶ εἰς τὸν ἀέρα. Εἰς δὲ τὴν ἄκραν τῆς πόλεως, ἦτον κτισμένα θαυμαστὰ βασίλεια. Τῶν ὁποίων εἰς τὴν πόρταν καὶ εἴσοδον, ἦτον ἕνας θάλαμος. Ἤγουν μία θαυμαστὴ νυμφικὴ κάμερα, τῆς ὁποίας ὁ γῦρος ἦτον τόσον μεγάλος, ὅση εἶναι καὶ μία λίθου βολή. Εἰς τὰ ἄκρα δὲ τοῦ θαλάμου ἐκείνου ἕως εἰς τὰ ἄλλα ἄκρα του, ἦτον ἐξαπλωμένη μία τράπεζα, κατεσκευασμένη ὅλη ἀπὸ μάρμαρον τὸ καλούμενον ῥωμαϊκόν. Ἡ ὁποία ἦτον ὑψηλὴ ἀπὸ τὴν γῆν τόσον, ὅσον νὰ κάθεται καὶ νὰ ἀκουμβίζῃ ἄνθρωπος. Ὅλη δὲ ἡ τράπεζα ἐκείνη ἦτον γεμάτη ἀπὸ φιλευομένους.
Καὶ ὁ οἶκος δὲ ὅλος ἐκεῖνος, ἦτον γεμάτος ἀπὸ ἕνα καθαρώτατον φῶς, καὶ ἀπὸ εὐωδίαν καὶ κάθε χάριν. Κοντὰ δὲ εἰς τὸ τέλος τοῦ θαλάμου ἐκείνου, ἦτον μία οἰκοδομὴ μικρά, εἰς εἶδος κοχλίου κατεσκευασμένη. Κοντὰ εἰς τὴν ὁποίαν, ἦτον ἕνα ἡλιακὸν ὡραῖον καὶ πανευφρόσυνον, τὸ ὁποῖον ἔβλεπε πρὸς τὴν τράπεζαν. Ἀπὸ τοῦτο τὸ ἡλιακόν, ἔσκυψαν δύω φωτόμορφοι νέοι εὐνοῦχοι, ὅμοιοι εἰς τὸ πρόσωπον μὲ τὴν ἀστραπήν, καὶ γεμάτοι ἀπὸ κάθε λαμπρότητα (6). Οἵτινες εἶπον εἰς τοὺς δύω γέροντας ἐκείνους περὶ ἐμοῦ. Ἂς καθίσῃ καὶ οὗτος εἰς τὴν τράπεζαν. Καὶ μαζὶ μὲ τὸν λόγον, ἔδειξαν καὶ μὲ τὸ δάκτυλον τὸν τόπον τῆς καθέδρας, εἰς τὸν ὁποῖον οἱ δύω γέροντες φέροντες μὲ ἐκάθισαν. Αὐτοὶ δὲ ἐπῆγαν εἰς τὸ ἄλλο μέρος, καὶ ἐκάθισαν καὶ αὐτοί. Οἱ δὲ νέοι εὐνοῦχοι ἐκεῖνοι, ἐμβῆκαν τάχα εἰς τὸ ἐνδότερον μέρος τῆς λαμπρᾶς ἐκείνης οἰκίας, τὸ ὁποῖον ἦτον κοντὰ εἰς τὸ ἡλιακόν, καὶ ἔμενον ἐκεῖ πολλὰς ὥρας.
Τότε λοιπὸν ἐγὼ θεωρῶν μὲ περιέργειαν τὰ τῆς τραπέζης ἐκείνης, ἐγνώριζον πολλούς, τοὺς ὁποίους εἶχον φίλους ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ. Τόσον ἀπὸ λαϊκοὺς κοσμικούς, οἵτινες ἀνεστρέφοντο εἰς τὰ βασίλεια, ὅσον καὶ ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς τοῦ ἐδικοῦ μας Μοναστηρίου. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν ὧραι πολλαί, πάλιν ἔσκυψαν ἀπὸ τὸ ἡλιακὸν οἱ νέοι ἐκεῖνοι εὐνοῦχοι, καὶ εἶπον πρὸς τοὺς μετ’ ἐμοῦ δύω γέροντας. Ἐπιστρέψατε τοῦτον ὀπίσω. Ὅτι πολλὰ λυποῦνται καὶ πενθοῦσι δι’ αὐτὸν τὰ πνευματικὰ αὐτοῦ τέκνα. Ὅθεν ὁ Βασιλεὺς παρακινηθεὶς ἀπὸ τοὺς στεναγμούς των, θέλει νὰ μένῃ οὗτος ἀκόμη εἰς τὴν μοναδικὴν ζωήν. Ὅθεν πηγαίνοντες τοῦτον δι’ ἄλλης στράτας, λάβετε ἀντὶ τούτου τὸν Μοναχὸν Ἀθανάσιον, τὸν ὄντα ἀπὸ τὸ Μοναστήριον τοῦ Τραϊανοῦ. Καὶ παρευθὺς οἱ δύω γέροντες παραλαβόντες ἐμένα, εὐγῆκαν ἀπὸ τὸν θάλαμον καὶ ἀπὸ τὴν πόλιν ἐκείνην, δι’ ἄλλης στράτας συντομωτέρας. Κατὰ τὴν στράταν δὲ ἀπαντήσαμεν ἑπτὰ λίμνας γεμάτας ἀπὸ διαφόρους κολάσεις καὶ τιμωρίας. Διότι ἄλλη μὲν λίμνη ἦτον γεμάτη ἀπὸ σκότος, ἄλλη δὲ ἀπὸ φωτίαν. Καὶ ἡ μία μέν, ἦτον γεμάτη ἀπὸ βρωμερὰν ὁμίχλην καὶ ἀντάραν. Ἡ δὲ ἄλλη, ἀπὸ σκώληκας. Καὶ ἄλλη, ἀπὸ ἄλλας βασάνους καὶ τιμωρίας. Ὅλαι δὲ αἱ λίμναι ἐκεῖναι ἦτον γεμάται ἀπὸ πλῆθος ἀνθρώπων ἀναριθμήτων. Οἵτινες ὅλοι ἐλεεινῶς καὶ γοερῶς ἔκλαιον καὶ ὠδύροντο.
Ἀφ’ οὗ δὲ τὰς λίμνας ἐκείνας ἐπεράσαμεν, καὶ ἐπήγαμεν ὀλίγον ἐμπρός, πάλιν εὕρομεν τὸν γέροντα ἐκεῖνον, ὅστις ἦτον ὁ Ἁβραάμ, τὸν ὁποῖον ἐγὼ εὐθὺς προσκυνήσας, ἠσπασάμην. Ἐκεῖνος δὲ ἔδωκεν εἰς ἐμένα ἕνα ποτήριον χρυσοῦν, γεμάτον ἀπὸ κρασὶ γλυκύτερον καὶ αὐτοῦ τοῦ μέλιτος. Ἔδωκέ μοι δὲ καὶ τρία κομμάτια ξηροῦ ἄρτου. Ἀπὸ τὰ ὁποῖα, τὸ μὲν ἕνα, ἐβούτηξα μέσα εἰς τὸ κρασί, καὶ μοὶ ἐφάνη ὅτι τὸ ἔφαγον, καὶ ἔπιον καὶ ὅλον τὸ κρασί. Τὰ δὲ ἄλλα κομμάτια τὰ ἔβαλον τάχα μέσα εἰς τὸν κόλπον μου. Τὰ ὁποῖα καὶ ἐζήτουν ἐχθὲς ἀπὸ λόγου σας. Εἶτα μετὰ ὀλίγον ἐπήγαμεν πάλιν εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου ὁ γιγαντιαῖος ἐκεῖνος εὑρίσκετο, ὁ ἀσχημότατος, καὶ ὅμοιος ὢν μὲ τὴν σκοτεινὴν νύκτα κατὰ τὸ πρόσωπον. Ὅστις βλέπωντάς με, ἔβρυχε μεγάλως τοὺς ὀδόντας του, καὶ μὲ θυμὸν καὶ πικρίαν, ἔλεγε πρὸς ἐμένα, τώρα μέν, ἐγλύτωσες ἀπὸ λόγου μου. Εἰς τὸ ἑξῆς ὅμως, δὲν θέλω παύσω ἀπὸ τὸ νὰ κατασκευάζω σκάνδαλα καὶ κακά, τόσον ἐναντίον σου, ὅσον καὶ ἐναντίον τοῦ Μοναστηρίου σου.
Ταῦτα μὲν ὅσα ἠξεύρω καὶ ἐνθυμοῦμαι, ἰδοὺ σᾶς τὰ ἐφανέρωσα, πατέρες καὶ ἀδελφοί. Πῶς δὲ ἦλθον πάλιν εἰς τὸν ἑαυτόν μου παντελῶς δὲν ἠξεύρω.
Ἀφ’ οὗ δὲ ταῦτα εἶπε καὶ ἐδιηγήθη ὁ Ὅσιος Κοσμᾶς, ἐστάλθη ἕνας ἀδελφὸς εἰς τὸ Μοναστήριον, τὸ ἐπονομαζόμενον τοῦ Τραϊανοῦ, καὶ εὑρίσκει τὸν Μοναχὸν Ἀθανάσιον ἀποθανόντα, καὶ ἔξω τοῦ κελλίου του νεκρὸν ἐπὶ τοῦ κραββάτου φερόμενον (7). Ἐρωτήσας δὲ ὁ ἀποσταλεὶς ἀδελφός, πότε ὁ Ἀθανάσιος ἀπέθανεν, ἔμαθεν, ὅτι ἐχθὲς κατὰ τὴν ἐνάτην ὥραν τῆς ἡμέρας, κατὰ τὴν ὁποίαν καὶ ὁ Ὅσιος Κοσμᾶς εἶδε τὴν ῥηθεῖσαν ὀπτασίαν, καὶ ἦλθεν εἰς τὸν ἑαυτόν του.
Καὶ ταῦτα μὲν οὕτως ἠκολούθησαν. Μετὰ ὀλίγον δὲ καιρόν, ἔγινεν ἕνα Μοναστήριον τὰ δύω ἐκεῖνα Μοναστήρια, τὸ τοῦ θείου Κοσμᾶ καὶ τὸ τοῦ Τραϊανοῦ. Διατὶ ἦτον καὶ τὰ δύω κοντὰ γειτονεύοντα. Καὶ ἕως τῆς σήμερον κυβερνῶνται καὶ τὰ δύω ἀπὸ ἕνα Ἡγούμενον. Ζήσας δὲ ὁ Ὅσιος Κοσμᾶς τριάκοντα χρόνους μετὰ τὴν ἀνωτέρω ὀπτασίαν, καὶ ἡγουμενεύων εἰς τὰ εἰρημένα δύω Μοναστήρια, πολλὴν προκοπὴν καὶ αὔξησιν ἐπροξένησεν εἰς αὐτά, τόσον κατὰ τὴν θεάρεστον καὶ ἐνάρετον πολιτείαν τῶν Μοναχῶν, ὅσον καὶ κατὰ τὰ εἰσοδήματα τὰ πρὸς διοίκησιν καὶ τροφὰς ἀναγκαίας τῶν ἀδελφῶν, εἰς δόξαν τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ ἡμῶν. Ἀμήν.
(3) Διὰ τούτων αἰνιγματωδῶς δηλοῦται, ὅτι ὁ Διάβολος, πρὸς μὲν τὰ δεξιά, ἤτοι πρὸς τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰς ἀγαθὰς κινήσεις, εἶναι πάντῃ κατάψυχρος καὶ ἀκίνητος. Πρὸς δὲ τὰ ἀριστερά, ἤτοι πρὸς τὰ πονηρά, καὶ τὰς πονηρὰς κινήσεις, ἐνεργής ἐστι καὶ θερμὸς καὶ εὐκίνητος.
(4) Διατί τὰ μέλλοντα ἐκεῖνα ἀγαθά, ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, παρομοιάζονται καὶ σχηματίζονται μὲ τὰ γήϊνα ταῦτα ἀγαθά, ὅρα εἰς τὴν δεκάτην πρώτην τοῦ Σεπτεμβρίου ἐν τῇ ὑποσημειώσει τοῦ Συναξαρίου τοῦ Ὁσίου Εὐφροσύνου τοῦ Μαγείρου.
(5) Δώδεκα λίθοι τίμιοι εἶναι οὗτοι: Ἴασπις, Σάπφειρος, Χαλκηδών, Σμάραγδος, Σαρδόνυξ, Σάρδιος, Χρυσόλιθος, Βήρυλλος, Τοπάζιον, Χρυσόπρασος, Ὑάκινθος, καὶ Ἀμέθυστος. Τούτους τοὺς λίθους εἶδε καὶ ὁ Ἰωάννης εἰς τὴν Ἱερὰν Ἀποκάλυψιν, ὅτι ἦτον θεμέλιοι τῆς ἄνω πόλεως Ἱερουσαλήμ, ἐν κεφ. κα΄.
(6) Οὗτοι φαίνεται νὰ ἦτον Ἄγγελοι. Ἴσως δὲ νὰ ἦτον καὶ οἱ δύω Ἀρχάγγελοι: ὁ Μιχαὴλ δηλαδὴ καὶ ὁ Γαβριήλ.
(7) Ὁ Βίος καὶ τὸ Συναξάριον τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τούτου, εὑρίσκεται κατὰ τὴν τρίτην τοῦ Ἰουνίου καὶ ὅρα ἐκεῖ.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *