Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου1 Οκτωβρίου

Των Αγίων Ανανίου του Αποστόλου, Ρωμανού του Μελωδού, Ιωάννου του Κουκουζέλη κ.α.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

ΜΗΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ

Μην Οκτώβριος (1) έχων ημέρας λα’.
Η ημέρα έχει ώρας ια’ και η νυξ ώρας ιγ’.

Άγιος ΑνανίαςΕις την Α’, μνήμη του Αγίου Αποστόλου Ανανίου.

Λίθοις νέμειν θέλοντα μηδαμώς σέβας,
Ανανίαν βάλλουσι δυσσεβείς λίθοις.

Λεύσθη Ανανίας Οκτωβρίου ήματι πρώτω.

Ούτος ο Απόστολος Ανανίας, ήτον από την πόλιν Δαμασκόν, το νυν λεγόμενον τουρκιστί Σαμ, της οποίας και Επίσκοπος εχρημάτισε. Προς τούτον επέμφθη υπό Κυρίου ο μέγας Απόστολος Παύλος δι’ αποκαλύψεως, και από αυτόν εβαπτίσθη εν έτει γ’ [3] μετά την Ανάληψιν του Κυρίου, κατά τους ακριβεστέρους χρονολόγους. Ούτος λοιπόν, επειδή και έκαμνε πολλάς ιατρείας, τόσον εις την Δαμασκόν, όσον και εις την Ελευθερούπολιν, και δια μέσου αυτών επίστρεφε πολλούς απίστους εις την του Χριστού πίστιν, δια τούτο επιάσθη από τον ηγεμόνα Λουκιανόν, και εδάρθη με νεύρα βοών. Είτα εξεσχίσθη εις τας πλευράς, και εκάη με τας λαμπάδας. Και τελευταίον εκβληθείς έξω της πόλεως, ελιθοβολήθη. Και ούτω τελειώσας το μαρτύριον, απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Παράδεισον (2).)

(1) Σημειούμεν ενταύθα, ότι το όνομα Οκτώβριος, δεν είναι ελληνικόν, αλλά λατινικόν ή ιταλικόν. Και θέλει να ειπή όγδοος. Ετυμολογούμενον από του όττο, ο δηλοί ιταλικώς οκτώ. Ο μην γαρ ούτος είναι όγδοος, αριθμούμενος από τον Μάρτιον μήνα, όστις είναι αρχή και πρώτος των μηνών, κατά την κοσμογένεσιν, ως είπομεν, τόσον εις την αρχήν του Μαρτίου, όσον και εις την αρχήν του Σεπτεμβρίου.

(2) Σημείωσαι, ότι η εμή ελαχιστότης συνέθεσεν εις τον Απόστολον τούτον τροπάριά τινα, όσα ελλείπουσιν εις την εορτήν του, και ο βουλόμενος εορτάζειν αυτόν, ζητησάτω ταύτα. Το Μαρτύριον τούτου συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Λουκιανού του δυσσεβούς». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)

*

Άγιος ΡωμανόςΤη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ρωμανού, του ποιητού των Κοντακίων.

Και πριν μεν ύμνει Ρωμανός Θεόν Λόγον,
Υμνεί δε και νυν, αλλά συν τοις Αγγέλοις.

Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ Ρωμανός, εκατάγετο από την Συρίαν, πατρίδα έχων την πόλιν Έμεσαν, η οποία τώρα λέγεται τουρκιστί Εμς. Εχρημάτισε δε και Διάκονος της Εκκλησίας της Βηρυτού, ήτοι του νυν καλουμένου Βερουτίου. Εκείθεν δε ανέβη εις Κωνσταντινούπολιν κατά τους χρόνους Αναστασίου του βασιλέως, εν έτει υϞς’ [496]. Και διέτριβεν εις τον Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου, της επιλεγομένης Κύρου (3), με κάθε ευλάβειαν και σεμνότητα. Ούτος λοιπόν κάμνωντας πολλαίς φοραίς αγρυπνίαν εις τον Ναόν της Θεοτόκου της επιλεγομένης των Βλαχερνών, πάλιν εγύριζεν εις τον Ναόν της αυτής Θεοτόκου τον εν τοις Κύρου. Όθεν και εκεί, εις τον εν τοις Κύρου δηλαδή Ναόν, διατρίβων ο Όσιος, έλαβε το χάρισμα, του να συντάξη και να μελουργήση τα του χρόνου όλου Κοντάκια. Εφάνη γαρ εις αυτόν κατ’ όναρ η κυρία Θεοτόκος, και δούσα εις αυτόν ένα τόμον χάρτου, τον επρόσταξε να φάγη εκείνον. Ανοίξας δε το στόμα του ο Όσιος, εφάνη ότι τον κατέπιε. Και λοιπόν έξυπνος γενόμενος, ανέβη επάνω εις τον άμβωνα, και άρχισε να ψάλλη το «Η παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει». Έτυχε γαρ τότε να ήναι η εορτή των Χριστού Γεννών. Ποιήσας ουν και εις τας λοιπάς εορτάς, αλλά δη και εις τους Αγίους, Κοντάκια υπέρ τα χίλια, και ευλαβώς και οσίως διαπεράσας την ζωήν του, προς Κύριον εξεδήμησε. (Το ίδιον τούτο Συναξάριον είναι μεταφρασμένον και εις τον Νέον Παράδεισον.)

(3) Ειδήσεως άξιον είναι εις τους φιλομαθείς το διήγημα, οπού αναφέρει ο σοφός Νικηφόρος ο Ξανθόπουλος περί του Ναού τούτου της Θεοτόκου, γράφων προς τον ερωτήσαντα περί του Κοντακίου και περί του ποιητού των Κοντακίων. Λέγει ουν ούτος εκεί, ότι ο Άγιος Ρωμανός, πρώτον μεν, ήτον άμουσος παντελώς και αηδής κατά την φωνήν και τα άσματα. Δια τούτο και επεριπαίζετο από τους πολλούς, καν και ήτον δόκιμος εργάτης της αρετής. Όθεν απελθών εις τον Ναόν της Θεοτόκου τον εν τοις Κύρου, παρεκάλει την Θεοτόκον να χαρίση εις αυτόν το χάρισμα της μελωδίας. Ήτον γαρ εις τον Ναόν εκείνον μία εικών της Θεοτόκου τελούσα μυρία θαυμάσια. Ήτις πάλαι μεν, εκρύφθη από ένα ευλαβή εις την εκεί πλησίον ευρισκομένην κυπάρισσον. Ύστερον δε εφανερώθη, λαμπάδος εν τη κυπαρίσσω φαινομένης. Ταύτης λοιπόν φανερωθείσης, οικοδομείται εκεί Ναός της Θεοτόκου, παρά τινος ανδρός Κύρου ονομαζομένου. Αφ’ ου και έλαβε την επωνυμίαν, το να λέγεται Ναός της Θεοτόκου εν τοις Κύρου. Εκεί λοιπόν ο θείος Ρωμανός σχολάζων, έτυχε κατά την νύκτα της των Χριστού Γεννών εορτής να υπνώση εν τη έκτη ωδή κοντά εις τον άμβωνα. Και βλέπει την Θεοτόκον βαστάζουσαν ένα τειλιγμένον χαρτίον (το οποίον και κόντος και κοντάκιον ονομάζεται) και δίδουσαν τούτο εις αυτόν δια να το φάγη. Όθεν τούτο εκείνος φαγών, του ποθουμένου ηξιώθη χαρίσματος. Και τα άλλα γέγονεν όσα γράφεται εν τω παρόντι Συναξαρίω. Κοντάκιον μεν ουν ωνόμασεν ο θείος Ρωμανός το πρώτον, δια το τείλιγμα του χάρτου, όπερ η Θεοτόκος δέδωκεν αυτώ. Εν τη έκτη δε ωδή λέγεται, διατί κατ’ αυτήν ο Άγιος το χάρισμα εδέξατο. Εποίησε δε Κοντάκια υπέρ τα χίλια. Εις κάθε δε Άγιον και κάθε εορτήν, είχε Κοντάκια πολλά με ακροστιχίδα, λέγουσαν ταύτα: «Ρωμανός ελεεινός»· ή «Του ταπεινού Ρωμανού». Τινά δε ήτον και κατά αλφάβητον. Πλην η Εκκλησία τα πολλά παραιτησαμένη, ένα και μόνον παρέλαβεν εν εκάστη εορτή εις μνήμην του θαύματος.

*

Μνήμη των Αγίων Οσιομαρτύρων Μιχαήλ, Ηγουμένου της Μονής Ζώβης, και των συν αυτώ λς’ Μοναχών.

Εις τον Μιχαήλ και τους τριάκοντα Μοναχούς.

Τμηθείς Μιχαήλ συν μαθηταίς τρισδέκα,
Χορώ συνήφθης των μοναστομαρτύρων.

Εις τους εξ Μοναχούς.

Εξ συμμονασταί τους εαυτών μανδύας,
Άθλοις ερυθραίνουσι τοις δια ξίφους.

Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους της βασιλείας Κωνσταντίνου και Ειρήνης, εν έτει ψπ’ [780], κατοικούντες εις Μοναστήριον ονομαζόμενον Ζώβη, το οποίον ήτον κοντά εις την Σεβαστούπολιν. Επειδή δε ο τότε αμηράς των Αγαρηνών, Αλείμ ονομαζόμενος, ευγήκε πολεμώντας την χώραν εκείνην, επίασε και τούτους τους αγίους Πατέρας, και επαρακίνει αυτούς να αρνηθούν την πίστιν του Χριστού. Ο δε οσιώτατος Ηγούμενος Μιχαήλ, τον μεν ασεβή εκείνον γενναίως ήλεγξε και κατήσχυνε. Τους δε υποτασσομένους εις τον εαυτόν του Μοναχούς, παρεκίνησε και εθάρρυνε, δια να υπομείνουν ανδρείως τον υπέρ Χριστού θάνατον. Όθεν τόσην γενναιότητα έδειξαν οι αοίδιμοι, εις τρόπον ότι, αυτοί πρώτοι έκλιναν τας κεφαλάς των υποκάτω εις το ξίφος και απεκεφαλίσθησαν. Έπειτα ο πανόσιος αυτών Ηγούμενος Μιχαήλ, ξίφει και αυτός απετμήθη την κεφαλήν. Και ούτω προς ον επόθουν Χριστόν οι μακάριοι εξεδήμησαν.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Δομνίνος, τα σκέλη συντριβείς, τελειούται.

Δεινήν Δομνίνος συντριβήν σκελών φέρων,
Υποσκελισμούς του Σατάν καταισχύνει.

Ούτος ήτον από την μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην εν έτει σπη’ [288]. Όταν δε ο Μαξιμιανός έκτιζε βασιλικά παλάτια εις την πόλιν αυτήν, τότε επιάσθη και ο Άγιος ούτος ως Χριστιανός και κήρυξ της ευσεβείας, και παρεστάθη εις το βήμα το βασιλικόν. Παρασταθέντος δε αυτού, λέγει προς αυτόν ο Μαξιμιανός. Διατί εσύ τολμάς να ομολογής άλλον Θεόν, εις καιρόν οπού ο βασιλεύς τιμά και ομολογεί τους παλαιούς θεούς των πατέρων του; Ανίσως λοιπόν θέλης δια να ζήσης, θυσίασον εις τους θεούς. Επειδή δε ο Άγιος δεν επείθετο, δια τούτο επρόσταξεν ο τύραννος να καταξεσχίσουν το σώμα του Μάρτυρος. Ο δε Μάρτυς και την βάσανον ταύτην πάσχων, επεριγέλα τον τύραννον. Τούτου χάριν επρόσταξεν ο δυσσεβής να ευγάλουν τον Άγιον έξω της πόλεως, και εκεί να τζακίσουν τα σκέλη του. Αφού λοιπόν έκοψαν τους πόδας του, έμεινεν ακόμη ζωντανός επτά ολοκλήρους ημέρας, χωρίς να φάγη ολότελα. Και ούτως ευχαριστών τω Κυρίω, παρέδωκεν αυτώ την ψυχήν ο μακάριος. (Το ίδιον τούτο Συναξάριον είναι μεταφρασμένον και εις τον Νέον Παράδεισον.)

*

Ο Όσιος Ιωάννης ο ψάλτης, ο καλούμενος Κουκουζέλης, ο εν τοις ορίοις της εν τω Άθω Μεγίστης Λαύρας ασκήσας, εν ειρήνη τελειούται (4).

Τη Μητρί και νυν του Θεού ψάλλεις άνω,
Συν τοις αΰλοις ω Ιωάννη μάκαρ.

(4) Όρα περί τούτου εις την Αμαρτωλών Σωτηρίαν.

*

Ο Όσιος Γρηγόριος ο Δομέστικος, ο εν τη αυτή Μεγίστη Λαύρα του Άθω ασκήσας, και εν χρυσούν νόμισμα παρά της Θεοτόκου λαβών, εν ειρήνη τελειούται (5).

Ου λαμβάνεις νόμισμα νυν εν τοις άνω,
Ω Γρηγόριε. Αλλά δόξαν Κυρίου.

(5) Όρα περί τούτου εις την Ιεράν Κατήχησιν και εις την Ακολουθίαν των Αγιορειτών Πατέρων.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

ΜΗΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ

Μὴν Ὀκτώβριος (1) ἔχων ἡμέρας λα΄.
Ἡ ἡμέρα ἔχει ὥρας ια΄ καὶ ἡ νὺξ ὥρας ιγ΄.

Άγιος ΑνανίαςΕἰς τὴν Α΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνανίου.

Λίθοις νέμειν θέλοντα μηδαμῶς σέβας,
Ἀνανίαν βάλλουσι δυσσεβεῖς λίθοις.

Λεύσθη Ἀνανίας Ὀκτωβρίου ἤματι πρώτῳ.

Οὗτος ὁ Ἀπόστολος Ἀνανίας, ἦτον ἀπὸ τὴν πόλιν Δαμασκόν, τὸ νῦν λεγόμενον τουρκιστὶ Σάμ, τῆς ὁποίας καὶ Ἐπίσκοπος ἐχρημάτισε. Πρὸς τοῦτον ἐπέμφθη ὑπὸ Κυρίου ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος δι’ ἀποκαλύψεως, καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἐβαπτίσθη ἐν ἔτει γ΄ [3] μετὰ τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου, κατὰ τοὺς ἀκριβεστέρους χρονολόγους. Οὗτος λοιπόν, ἐπειδὴ καὶ ἔκαμνε πολλὰς ἰατρείας, τόσον εἰς τὴν Δαμασκόν, ὅσον καὶ εἰς τὴν Ἐλευθερούπολιν, καὶ διὰ μέσου αὐτῶν ἐπίστρεφε πολλοὺς ἀπίστους εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, διὰ τοῦτο ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Λουκιανόν, καὶ ἐδάρθη μὲ νεῦρα βοῶν. Εἶτα ἐξεσχίσθη εἰς τὰς πλευράς, καὶ ἐκάη μὲ τὰς λαμπάδας. Καὶ τελευταῖον ἐκβληθεὶς ἔξω τῆς πόλεως, ἐλιθοβολήθη. Καὶ οὕτω τελειώσας τὸ μαρτύριον, ἀπῆλθεν εἰς τὰς αἰωνίους μονάς. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον (2).)

(1) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι τὸ ὄνομα Ὀκτώβριος, δὲν εἶναι ἑλληνικόν, ἀλλὰ λατινικὸν ἢ ἰταλικόν. Καὶ θέλει νὰ εἰπῇ ὄγδοος. Ἐτυμολογούμενον ἀπὸ τοῦ ὄττο, ὃ δηλοῖ ἰταλικῶς ὀκτώ. Ὁ μὴν γὰρ οὗτος εἶναι ὄγδοος, ἀριθμούμενος ἀπὸ τὸν Μάρτιον μῆνα, ὅστις εἶναι ἀρχὴ καὶ πρῶτος τῶν μηνῶν, κατὰ τὴν κοσμογένεσιν, ὡς εἴπομεν, τόσον εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ Μαρτίου, ὅσον καὶ εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ Σεπτεμβρίου.

(2) Σημείωσαι, ὅτι ἡ ἐμὴ ἐλαχιστότης συνέθεσεν εἰς τὸν Ἀπόστολον τοῦτον τροπάριά τινα, ὅσα ἐλλείπουσιν εἰς τὴν ἑορτήν του, καὶ ὁ βουλόμενος ἑορτάζειν αὐτόν, ζητησάτω ταῦτα. Τὸ Μαρτύριον τούτου συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Λουκιανοῦ τοῦ δυσσεβοῦς». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)

*

Άγιος ΡωμανόςΤῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ῥωμανοῦ, τοῦ ποιητοῦ τῶν Κοντακίων.

Καὶ πρὶν μὲν ὕμνει Ῥωμανὸς Θεὸν Λόγον,
Ὑμνεῖ δὲ καὶ νῦν, ἀλλὰ σὺν τοῖς Ἀγγέλοις.

Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ Ῥωμανός, ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν Συρίαν, πατρίδα ἔχων τὴν πόλιν Ἔμεσαν, ἡ ὁποία τώρα λέγεται τουρκιστὶ Ἔμς. Ἐχρημάτισε δὲ καὶ Διάκονος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βηρυτοῦ, ἤτοι τοῦ νῦν καλουμένου Βερουτίου. Ἐκεῖθεν δὲ ἀνέβη εἰς Κωνσταντινούπολιν κατὰ τοὺς χρόνους Ἀναστασίου τοῦ βασιλέως, ἐν ἔτει υϞς΄ [496]. Καὶ διέτριβεν εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς ἐπιλεγομένης Κύρου (3), μὲ κάθε εὐλάβειαν καὶ σεμνότητα. Οὗτος λοιπὸν κάμνωντας πολλαῖς φοραῖς ἀγρυπνίαν εἰς τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου τῆς ἐπιλεγομένης τῶν Βλαχερνῶν, πάλιν ἐγύριζεν εἰς τὸν Ναὸν τῆς αὐτῆς Θεοτόκου τὸν ἐν τοῖς Κύρου. Ὅθεν καὶ ἐκεῖ, εἰς τὸν ἐν τοῖς Κύρου δηλαδὴ Ναόν, διατρίβων ὁ Ὅσιος, ἔλαβε τὸ χάρισμα, τοῦ νὰ συντάξῃ καὶ νὰ μελουργήσῃ τὰ τοῦ χρόνου ὅλου Κοντάκια. Ἐφάνη γὰρ εἰς αὐτὸν κατ’ ὄναρ ἡ κυρία Θεοτόκος, καὶ δοῦσα εἰς αὐτὸν ἕνα τόμον χάρτου, τὸν ἐπρόσταξε νὰ φάγῃ ἐκεῖνον. Ἀνοίξας δὲ τὸ στόμα του ὁ Ὅσιος, ἐφάνη ὅτι τὸν κατέπιε. Καὶ λοιπὸν ἔξυπνος γενόμενος, ἀνέβη ἐπάνω εἰς τὸν ἄμβωνα, καὶ ἄρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ «Ἡ παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει». Ἔτυχε γὰρ τότε νὰ ᾖναι ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστοῦ Γεννῶν. Ποιήσας οὖν καὶ εἰς τὰς λοιπὰς ἑορτάς, ἀλλὰ δὴ καὶ εἰς τοὺς Ἁγίους, Κοντάκια ὑπὲρ τὰ χίλια, καὶ εὐλαβῶς καὶ ὁσίως διαπεράσας τὴν ζωήν του, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε. (Τὸ ἴδιον τοῦτο Συναξάριον εἶναι μεταφρασμένον καὶ εἰς τὸν Νέον Παράδεισον.)

(3) Εἰδήσεως ἄξιον εἶναι εἰς τοὺς φιλομαθεῖς τὸ διήγημα, ὁποῦ ἀναφέρει ὁ σοφὸς Νικηφόρος ὁ Ξανθόπουλος περὶ τοῦ Ναοῦ τούτου τῆς Θεοτόκου, γράφων πρὸς τὸν ἐρωτήσαντα περὶ τοῦ Κοντακίου καὶ περὶ τοῦ ποιητοῦ τῶν Κοντακίων. Λέγει οὖν οὗτος ἐκεῖ, ὅτι ὁ Ἅγιος Ῥωμανός, πρῶτον μέν, ἦτον ἄμουσος παντελῶς καὶ ἀηδὴς κατὰ τὴν φωνὴν καὶ τὰ ᾄσματα. Διὰ τοῦτο καὶ ἐπεριπαίζετο ἀπὸ τοὺς πολλούς, κᾂν καὶ ἦτον δόκιμος ἐργάτης τῆς ἀρετῆς. Ὅθεν ἀπελθὼν εἰς τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου τὸν ἐν τοῖς Κύρου, παρεκάλει τὴν Θεοτόκον νὰ χαρίσῃ εἰς αὐτὸν τὸ χάρισμα τῆς μελῳδίας. Ἦτον γὰρ εἰς τὸν Ναὸν ἐκεῖνον μία εἰκὼν τῆς Θεοτόκου τελοῦσα μυρία θαυμάσια. Ἥτις πάλαι μέν, ἐκρύφθη ἀπὸ ἕνα εὐλαβῆ εἰς τὴν ἐκεῖ πλησίον εὑρισκομένην κυπάρισσον. Ὕστερον δὲ ἐφανερώθη, λαμπάδος ἐν τῇ κυπαρίσσῳ φαινομένης. Ταύτης λοιπὸν φανερωθείσης, οἰκοδομεῖται ἐκεῖ Ναὸς τῆς Θεοτόκου, παρά τινος ἀνδρὸς Κύρου ὀνομαζομένου. Ἀφ’ οὗ καὶ ἔλαβε τὴν ἐπωνυμίαν, τὸ νὰ λέγεται Ναὸς τῆς Θεοτόκου ἐν τοῖς Κύρου. Ἐκεῖ λοιπὸν ὁ θεῖος Ῥωμανὸς σχολάζων, ἔτυχε κατὰ τὴν νύκτα τῆς τῶν Χριστοῦ Γεννῶν ἑορτῆς νὰ ὑπνώσῃ ἐν τῇ ἕκτῃ ᾠδῇ κοντὰ εἰς τὸν ἄμβωνα. Καὶ βλέπει τὴν Θεοτόκον βαστάζουσαν ἕνα τειλιγμένον χαρτίον (τὸ ὁποῖον καὶ κόντος καὶ κοντάκιον ὀνομάζεται) καὶ δίδουσαν τοῦτο εἰς αὐτὸν διὰ νὰ τὸ φάγῃ. Ὅθεν τοῦτο ἐκεῖνος φαγών, τοῦ ποθουμένου ἠξιώθη χαρίσματος. Καὶ τὰ ἄλλα γέγονεν ὅσα γράφεται ἐν τῷ παρόντι Συναξαρίῳ. Κοντάκιον μὲν οὖν ὠνόμασεν ὁ θεῖος Ῥωμανὸς τὸ πρῶτον, διὰ τὸ τείλιγμα τοῦ χάρτου, ὅπερ ἡ Θεοτόκος δέδωκεν αὐτῷ. Ἐν τῇ ἕκτῃ δὲ ᾠδῇ λέγεται, διατὶ κατ’ αὐτὴν ὁ Ἅγιος τὸ χάρισμα ἐδέξατο. Ἐποίησε δὲ Κοντάκια ὑπὲρ τὰ χίλια. Εἰς κάθε δὲ Ἅγιον καὶ κάθε ἑορτήν, εἶχε Κοντάκια πολλὰ μὲ ἀκροστιχίδα, λέγουσαν ταῦτα: «Ῥωμανὸς ἐλεεινός»· ἢ «Τοῦ ταπεινοῦ Ῥωμανοῦ». Τινὰ δὲ ἦτον καὶ κατὰ ἀλφάβητον. Πλὴν ἡ Ἐκκλησία τὰ πολλὰ παραιτησαμένη, ἕνα καὶ μόνον παρέλαβεν ἐν ἑκάστῃ ἑορτῇ εἰς μνήμην τοῦ θαύματος.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Ὁσιομαρτύρων Μιχαήλ, Ἡγουμένου τῆς Μονῆς Ζώβης, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ λς΄ Μοναχῶν.

Εἰς τὸν Μιχαὴλ καὶ τοὺς τριάκοντα Μοναχούς.

Τμηθεὶς Μιχαὴλ σὺν μαθηταῖς τρισδέκα,
Χορῷ συνήφθης τῶν μοναστομαρτύρων.

Εἰς τοὺς ἓξ Μοναχούς.

Ἓξ συμμονασταὶ τοὺς ἑαυτῶν μανδύας,
Ἄθλοις ἐρυθραίνουσι τοῖς διὰ ξίφους.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης, ἐν ἔτει ψπ΄ [780], κατοικοῦντες εἰς Μοναστήριον ὀνομαζόμενον Ζώβη, τὸ ὁποῖον ἦτον κοντὰ εἰς τὴν Σεβαστούπολιν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ τότε ἀμηρᾶς τῶν Ἀγαρηνῶν, Ἀλεὶμ ὀνομαζόμενος, εὐγῆκε πολεμῶντας τὴν χώραν ἐκείνην, ἐπίασε καὶ τούτους τοὺς ἁγίους Πατέρας, καὶ ἐπαρακίνει αὐτοὺς νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ δὲ ὁσιώτατος Ἡγούμενος Μιχαήλ, τὸν μὲν ἀσεβῆ ἐκεῖνον γενναίως ἤλεγξε καὶ κατῄσχυνε. Τοὺς δὲ ὑποτασσομένους εἰς τὸν ἑαυτόν του Μοναχούς, παρεκίνησε καὶ ἐθάρρυνε, διὰ νὰ ὑπομείνουν ἀνδρείως τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ θάνατον. Ὅθεν τόσην γενναιότητα ἔδειξαν οἱ ἀοίδιμοι, εἰς τρόπον ὅτι, αὐτοὶ πρῶτοι ἔκλιναν τὰς κεφαλάς των ὑποκάτω εἰς τὸ ξίφος καὶ ἀπεκεφαλίσθησαν. Ἔπειτα ὁ πανόσιος αὐτῶν Ἡγούμενος Μιχαήλ, ξίφει καὶ αὐτὸς ἀπετμήθη τὴν κεφαλήν. Καὶ οὕτω πρὸς ὃν ἐπόθουν Χριστὸν οἱ μακάριοι ἐξεδήμησαν.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Δομνῖνος, τὰ σκέλη συντριβείς, τελειοῦται.

Δεινὴν Δομνῖνος συντριβὴν σκελῶν φέρων,
Ὑποσκελισμοὺς τοῦ Σατᾶν καταισχύνει.

Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην ἐν ἔτει σπη΄ [288]. Ὅταν δὲ ὁ Μαξιμιανὸς ἔκτιζε βασιλικὰ παλάτια εἰς τὴν πόλιν αὐτήν, τότε ἐπιάσθη καὶ ὁ Ἅγιος οὗτος ὡς Χριστιανὸς καὶ κήρυξ τῆς εὐσεβείας, καὶ παρεστάθη εἰς τὸ βῆμα τὸ βασιλικόν. Παρασταθέντος δὲ αὐτοῦ, λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Μαξιμιανός. Διατί ἐσὺ τολμᾷς νὰ ὁμολογῇς ἄλλον Θεόν, εἰς καιρὸν ὁποῦ ὁ βασιλεὺς τιμᾷ καὶ ὁμολογεῖ τοὺς παλαιοὺς θεοὺς τῶν πατέρων του; Ἀνίσως λοιπὸν θέλῃς διὰ νὰ ζήσῃς, θυσίασον εἰς τοὺς θεούς. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος δὲν ἐπείθετο, διὰ τοῦτο ἐπρόσταξεν ὁ τύραννος νὰ καταξεσχίσουν τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος. Ὁ δὲ Μάρτυς καὶ τὴν βάσανον ταύτην πάσχων, ἐπεριγέλα τὸν τύραννον. Τούτου χάριν ἐπρόσταξεν ὁ δυσσεβὴς νὰ εὐγάλουν τὸν Ἅγιον ἔξω τῆς πόλεως, καὶ ἐκεῖ νὰ τζακίσουν τὰ σκέλη του. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔκοψαν τοὺς πόδας του, ἔμεινεν ἀκόμη ζωντανὸς ἑπτὰ ὁλοκλήρους ἡμέρας, χωρὶς νὰ φάγῃ ὁλότελα. Καὶ οὕτως εὐχαριστῶν τῷ Κυρίῳ, παρέδωκεν αὐτῷ τὴν ψυχὴν ὁ μακάριος. (Τὸ ἴδιον τοῦτο Συναξάριον εἶναι μεταφρασμένον καὶ εἰς τὸν Νέον Παράδεισον.)

*

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ψάλτης, ὁ καλούμενος Κουκουζέλης, ὁ ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς ἐν τῷ Ἄθῳ Μεγίστης Λαύρας ἀσκήσας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (4).

Τῇ Μητρὶ καὶ νῦν τοῦ Θεοῦ ψάλλεις ἄνω,
Σὺν τοῖς ἀΰλοις ὦ Ἰωάννη μάκαρ.

(4) Ὅρα περὶ τούτου εἰς τὴν Ἁμαρτωλῶν Σωτηρίαν.

*

Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Δομέστικος, ὁ ἐν τῇ αὐτῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ τοῦ Ἄθω ἀσκήσας, καὶ ἓν χρυσοῦν νόμισμα παρὰ τῆς Θεοτόκου λαβών, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (5).

Οὐ λαμβάνεις νόμισμα νῦν ἐν τοῖς ἄνω,
Ὦ Γρηγόριε. Ἀλλὰ δόξαν Κυρίου.

(5) Ὅρα περὶ τούτου εἰς τὴν Ἱερὰν Κατήχησιν καὶ εἰς τὴν Ἀκολουθίαν τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 

 

Των Αγίων Ανανίου του Αποστόλου, Ρωμανού του Μελωδού, Ιωάννου του Κουκουζέλη κ.α.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.