![](https://www.koinoniaorthodoxias.org/wp-content/uploads/2025/02/dimiourgia_e.jpg)
Από το ένα μέρος έχουμε τον Θεό· από το άλλο τον άνθρωπο. Ο Θεός είναι που αγαπά, ο άνθρωπος είναι αυτός που αγαπιέται. Ο άνθρωπος είναι καρπός της αγάπης του Θεού. Εάν ο Θεός δεν αγαπούσε τον άνθρωπο, ο άνθρωπος θα ήταν ανύπαρκτος, θα ήταν μηδέν. Ο Θεός αγάπησε τον άνθρωπο, γενικά το ανθρώπινο γένος και τον κάθε άνθρωπο χωριστά, πριν ακόμη τον φέρει από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Ο Θεός που είναι αγάπη, αγάπησε και αγαπά και θα αγαπά πάντοτε τον άνθρωπο. Η αγάπη όμως του Θεού δεν είναι καταναγκαστική, δεν είναι, ας πούμε έτσι, υποχρεωτική. Η αγάπη του Θεού δεν σκλαβώνει, δεν αιχμαλωτίζει, δεν ταπεινώνει, δεν εξαφανίζει το αγαπώμενο ον, τον άνθρωπο. Όσο εκδηλώνει ο Θεός την αγάπη του προς τον άνθρωπο, τόσο ο άνθρωπος αναδεικνύεται, ελευθερώνεται, τόσο ο άνθρωπος γίνεται ό,τι είναι ο Θεός, εφόσον βέβαια ο άνθρωπος παίρνει τη σωστή στάση απέναντι στον Θεό.
Ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο, τον σέβεται και τον τιμά. Τον τίμησε με τα προσόντα, με τα χαρίσματα που του έδωσε, κυρίως με την ελευθερία που του έδωσε, και είναι πολύ προσεκτικός ο Θεός απέναντι στον άνθρωπο, αν επιτρέπεται να πούμε έτσι· του φέρεται με πολλή διάκριση. Θα λέγαμε ότι δεν θέλει να τον φέρει σε δυσκολία. Του δίνει όλη την αγάπη του, του λέει όλη την αλήθεια, αλλά όμως τον αφήνει ελεύθερο. Και σ’ αυτό το σημείο είναι όλη η ουσία του πράγματος: Θα αποφασίσει να μείνει κανείς με τον Θεό; Όχι να εξαναγκαστεί. Ούτε ακόμη και ψυχολογική βία, αν επιτρέπεται να πούμε έτσι, εξασκεί ο Θεός επάνω στον άνθρωπο. Τον αφήνει εντελώς ελεύθερο να αποφασίσει αν θα μείνει ή όχι με τον Θεό. Αφήνει ο Θεός τον άνθρωπο, καθ’ ο ελεύθερος ο άνθρωπος, να φύγει.
Όταν ο άνθρωπος κλωτσήσει την αγάπη του Θεού, ξέρετε, δεν το κάνει τυχαία αυτό. Μας φαίνεται ότι είναι μια επιπόλαιη ενέργεια. Όχι, όχι· δεν φεύγει ο άνθρωπος απλώς από επιπολαιότητα, τυχαία και έτσι στα αστεία από τον Θεό. Βαθύτερα ο άνθρωπος θεοποιεί τον εαυτό του και ξεγράφει τον Θεό, σαν να μην τον έχει ανάγκη. Γυρίζει τα νώτα του, κλωτσάει την αγάπη του Θεού και φεύγει.
Παρακαλώ, να είμαστε τίμιοι με τον Θεό, τίμιοι με τον εαυτό μας, να είμαστε ευθείς και όχι να προσπαθούμε να τα κουκουλώσουμε τα πράγματα. Πόσοι, π.χ., από μας εδώ, από άλλους που είναι πιο πέρα, από όλους εμάς που θρησκεύουμε – που δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είμαστε κατά τα άλλα καλοί χριστιανοί – πόσοι από μας όντως επιστρέψαμε στον Πατέρα μας, όντως νιώθουμε ότι είμαστε παιδιά του Θεού, όντως απολαμβάνουμε την αγάπη του Θεού, καθώς η αγάπη αυτή περνάει μέσα μας, και είναι η ζωή μας ένα πανηγύρι, μια γιορτή; Διότι τέτοια είναι η ζωή του χριστιανού σ’ αυτόν τον κόσμο, όσο κι αν είναι ένας αρραβών η εδώ ζωή.
Το πλήρωμα, το όλον της χριστιανικής ζωής, της αγίας ζωής, της εν Χριστώ ζωής, θα το βρούμε μετά θάνατον. Ο γάμος είναι γάμος, όταν γίνει το μυστήριο του γάμου. Όμως προηγείται του γάμου ο αρραβών. Ο οποίος αρραβών, όσο περνούν οι ημέρες, τόσο κάνει τους μνηστευμένους να προσεγγίζουν στον γάμο, τόσο τους κάνει να προαισθάνονται και να προγεύονται, ας πούμε έτσι, τα αγαθά του γάμου. Έτσι λοιπόν η εν Χριστώ ζωή σ’ αυτόν τον κόσμο είναι όπως ο αρραβών, αλλά όμως είναι πανηγύρι, είναι γιορτή.
Ο χριστιανός πρωτίστως και κυρίως είναι χριστιανός. Πρωτίστως και κυρίως έχει μέσα του τον Χριστό και απολαμβάνει αυτή την κοινή με τον Χριστό ζωή, την εν Χριστώ ζωή. Την απολαμβάνει, τη γεύεται. Μπορεί να έχει θλίψεις σ’ αυτόν τον κόσμο, μπορεί να έχει διωγμούς. Πρώτα ο ίδιος ο Κύριος διώχθηκε, ο ίδιος ο Κύριος θανατώθηκε. Οι μαθηταί του, οι απόστολοι, οι μάρτυρες, οι όσιοι, όλοι οι άγιοι μέχρι σήμερα, όλοι αυτοί οι οποίοι είναι χριστιανοί διώκονται, αλλά κανείς δεν μπορεί να τους αφαιρέσει το πανηγύρι που έχουν μέσα τους.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, Συνάξεις Τριωδίου Α’, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, β’ έκδοση 2013, σελ. 109, 126 (αποσπάσματα).