Όταν ο όσιος Ιωσήφ (ο επονομαζόμενος Σαμάκος) ήταν σε παιδική ηλικία τον εμπιστεύθηκαν σ’ έναν πνευματικό ο οποίος εγκαταβίωνε σε μονύδριο αφιερωμένο στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, όχι πολύ μακριά από την πόλη του Ηρακλείου. Εκεί ο όσιος ανατράφηκε με αρετή και αγάπη για τα ιερά γράμματα.
Μετά τον θάνατο των γονέων του, μοίρασε την περιουσία του στους πτωχούς και εξακολούθησε να ασκεί το επάγγελμα του καλλιγράφου, δίνοντας όλα όσα κέρδιζε σε ελεημοσύνες. Παρ’ όλο που ζούσε μέσα στην πόλη, ασκήτευε και προσευχόταν ως μοναχός, οπότε ο πνευματικός του δεν χρονοτρίβησε και τον ενέδυσε το αγγελικό Σχήμα, και μετά την χειροτονία του σε πρεσβύτερο τον επιφόρτισε με την φροντίδα του μονυδρίου και, λίγο πριν την κοίμησή του, τον συμβούλευσε να εμμένει άφοβα στις αρετές της ελεημοσύνης και της αγάπης.
Ο Ιωσήφ μετέβη τότε στους Αγίους Τόπους για να εκτελέσει τις τελευταίες επιθυμίες του μακαριστού γέροντος και μόλις επέστρεψε στην Κρήτη, μοίρασε ό,τι είχε στους ενδεείς. Τόση ήταν η γενναιοδωρία του, ώστε δεν κρατούσε για τον εαυτό του τίποτε, προσδοκώντας τα πάντα, ακόμη και τον καθημερινό του άρτο, από την θεία Πρόνοια.
Όταν δεν ήταν στον ναό, πήγαινε να επισκεφθεί τους πτωχούς, τους αρρώστους, τους φυλακισμένους και τους δώριζε πρόσφορα που είχαν φέρει οι πιστοί για την θεία Λειτουργία. Μια ημέρα ο νεωκόρος τον πληροφόρησε ανήσυχος ότι δεν είχε μείνει ούτε ένα πρόσφορο, και πλησίαζε η ώρα της Λειτουργίας. Ο άγιος του αποκρίθηκε όπως ο Αβραάμ: «Ο Θεός όψεται, τέκνον» (Γεν. 22:8). Λίγα λεπτά αργότερα τον φώναξε στο θυσιαστήριο και του έδειξε χαμογελώντας όχι ένα, αλλά σωρό από ωραία και φρέσκα πρόσφορα.
Περί τα εβδομήντα χρόνια έζησε ο όσιος Ιωσήφ ξένος για τον κόσμο και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο στις 22 Ιανουαρίου 1511. Τα τίμια λείψανά του βρέθηκαν άφθορα και μεταφέρθηκαν στην Ζάκυνθο (29 Αυγούστου 1669), για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι μετά από λίγο κυρίευσαν το Ηράκλειο.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος πέμπτος, Ιανουάριος. Εκδόσεις Ορμύλια, σελ. 278.