Η παράβαση της θεϊκής εντολής συντελέσθηκε. Ο άνθρωπος απώλεσε τον Παράδεισο της τρυφής. Εξορίσθηκε στη γη του πόνου, του κόπου, των ακανθών και των τριβόλων. Η φλογίνη ρομφαία φυλάττει στο εξής «την πύλην της Εδέμ». Ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναζήσει την εδεμική ευτυχία, να απολαύσει ξανά τον τερπνότατο Παράδεισο. Γεμάτος οδύνη θρηνεί και οδύρεται την αναπότρεπτη συμφορά του, καθήμενος απέναντι του Παραδείσου και αναπολώντας το κάλλος του.
Μα στο βαρύτατο πένθος του υποφώσκει ελπίδα. Ο Δημιουργός δεν άφησε το πλάσμα του βυθισμένο στην απόγνωση. Του έδωσε μια υπόσχεση που θα γλύκαινε τους μακρούς αιώνες της εξορίας. Το Πρωτευαγγέλιο. Τι ήταν ακριβώς αυτό; Το πρώτο καλό νέο που άκουσε μετά την πτώση του ο άνθρωπος. Η πρώτη αναφορά στη συντριβή του όφεως και την απαλλαγή του ανθρώπου από την καταδυναστεία του.
«Και έχθραν θήσω ανά μέσον σου και ανά μέσον της γυναικός και ανά μέσον του σπέρματός σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής· αυτός σου τηρήσει κεφαλήν, και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν» (Γεν. 3:15). Η πρώτη αισιόδοξη προοπτική για τον εκπεσόντα άνθρωπο είναι τα λόγια αυτά του Θεού προς τον διάβολο. «Θα βάλω έχθρα, λέει ο Θεός, ανάμεσα σε σένα και στη γυναίκα και ανάμεσα στους απογόνους σου και στους δικούς της απογόνους. Ένας απόγονός της θα σου συντρίψει την κεφαλή και συ θα του συντρίψεις μόνο τη φτέρνα».
Εδώ είναι το βάθος «πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού. Η προξενήσασα τον θάνατον πάση σαρκί», η πρώτη Εύα, που έγινε στα χέρια του διαβόλου «της αμαρτίας το όργανον», αναδείχθηκε «σωτηρίας απαρχή παντί τω κόσμω διά της Θεοτόκου», της δεύτερης Εύας. Η γυναίκα έφερε την παρακοή, την πτώση και τον θάνατο, η γυναίκα πάλι ξαναβάζει τον άνθρωπο στην προοπτική της ζωής. Ο όφις θα δει την πρώην από αυτόν απατημένη, «του Δημιουργού γενομένην μητέρα».
Σπέρμα της γυναίκας που θα συντρίψει τον σατανά, είναι ο Ιησούς Χριστός. Είναι απόγονος μόνο γυναικός. Θα γεννηθεί ως άνθρωπος από γυναίκα χωρίς άνδρα, «εξ απειράνδρου μητρός», της αγίας Παρθένου που δεν θα λάβει «πείραν ανδρός». Απάτωρ κατά το ανθρώπινο, θα γεννηθεί «Πνεύματος θείου επελεύσει και ευδοκία Πατρός αϊδίου». Αλλά ταυτόχρονα είναι και ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, που γεννάται προαιωνίως από τον Θεό αμήτωρ, συνάναρχος και συναιώνιος με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα.
Αυτός λοιπόν ο Χριστός, επειδή βλέπει «τον κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» άνθρωπο που έπλασε με τα χέρια του να χάνεται, «κλίνας τους ουρανούς κατέρχεται». Κατεβαίνει και κατοικεί «εν μήτρα παρθενική αναλλοιώτως», «το ημέτερον όλον προσλαβόμενος φύραμα», παίρνοντας πλήρη την ανθρώπινη φύση μας «εκ των αγνών και παρθενικών αιμάτων» της αγίας Παρθένου. Σκοπός του να αναπλάσει «τον φθαρέντα Αδάμ», «τον ρεύσαντα εκ παραβάσεως». Τον άνθρωπο, που με δική του επιλογή είχε αστοχήσει να παραμείνει στην ανώτερη θεϊκή ζωή και είχε βουλιάξει εξ ολοκλήρου στη φθορά. Και όπως τα νερά ρέουν και δεν σταματούν αν δεν φτάσουν στα χαμηλότερα μέρη της γης, έτσι και ο άνθρωπος, λόγω της φθοράς, έρρευσε μέχρι τον πυθμένα της, τον θάνατο (Αγ. Νικόδημος Αγιορείτης).
Αυτό ήταν το ισχυρό κίνητρο της Ενανθρωπήσεως. Έτσι θέλησε ο Θεός, αυτή ήταν η ευδοκία του. Αυτή του την πρόθεση γνωστοποίησε εξ αρχής στον άνθρωπο με το Πρωτευαγγέλιο.
Από το περιοδικό ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 425, Δεκ. 2018.