«αυτός δε πολλώ μάλλον έκραζεν· υιέ Δαυΐδ, ελέησόν με»
(Λκ 18:39)
Πλησίαζε το Πάσχα. Πλήθος κόσμου ανέβαινε στην Αγία Πόλη για την μεγάλη εορτή. Αυτοί που κατέβαιναν από τα βορειότερα μέρη της Παλαιστίνης έπρεπε να περάσουν από την Ιεριχώ για να ανέβουν κατόπιν στα Ιεροσόλυμα. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Χριστός με τους μαθητές του. Και όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, ζητιάνοι, τυφλοί και ανάπηροι μαζεύονται στα περάσματα και τους τόπους συγκεντρώσεως τού πλήθους, ζητώντας ελεημοσύνη. Ο Χριστός μας, που είχε γίνει πολύ γνωστός με τα τελευταία του κηρύγματα, πήγαινε για να σταυρωθεί. Θόρυβος πολύς έφθασε στα αυτιά του τυφλού, καθώς πλησίαζε προς το μέρος του το πλήθος που ακολουθούσε τον Κύριο.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε όλο περιέργεια και ενδιαφέρον. «Περνά ο Ιησούς ο Ναζωραίος», του είπαν.
Ο τυφλός είχε ακούσει προηγουμένως και γνώριζε για τον Χριστό και πίστευε ότι είναι ο Μεσσίας και ότι μπορούσε να τον θεραπεύσει. Γι’ αυτό άρχισε να φωνάζει· «Ιησού υιέ Δαυΐδ, ελέησόν με». Και όταν οι προπορευόμενοι τον μάλωναν για να σωπάσει, εκείνος φώναζε ακόμα πιο δυνατά «υιέ Δαυΐδ, ελέησόν με». Ωσπου ο Κύριος ανταποκρινόμενος στην κραυγή του τον θεράπευσε· «ανάβλεψον, η πίστις σου σέσωκέ σε» και «παραχρήμα», και αμέσως, «ανέβλεψε» (Λκ 18:35-43).
Οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης έλεγαν ότι όταν έλθει ο Μεσσίας, αυτός θα χαρίσει το φως στους τυφλούς· «εν τη ημέρα εκείνη οφθαλμοί τυφλών όψονται πάλιν. Τότε ανοιχθήσονται οφθαλμοί τυφλών». Επομένως η θεραπεία του τυφλού αυτού, όπως και άλλων, είναι ένα σημάδι που δείχνει, που κηρύσσει, ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, είναι ο Χριστός, είναι ο σωτήρας του κόσμου. Αυτός που μπορεί να θεραπεύσει όχι μόνο τους σωματικά τυφλούς, δίνοντας το υλικό φως, αλλά και την πνευματική τύφλωση δίνοντας το φως το πνευματικό. Ποιο όμως είναι αυτό το πνευματικό φως;
Κατ’ αρχάς δεν είναι μια ιδέα, δεν είναι ένα σύμβολο, δεν είναι κάτι το φανταστικό. Είναι κάτι το πραγματικό αλλά άκτιστο, δηλαδή δεν είναι κτίσμα, όπως ο κόσμος που μας περιβάλλει, οι άνθρωποι, τα ζώα κλπ. Είναι κάτι θεϊκό. Είναι το φως που είδαν οι τρεις μαθητές κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου, το εν είδει πυρίνων γλωσσών φως της Πεντηκοστής, το φως που είδε ο Απόστολος Παύλος καθώς πλησίαζε στη Δαμασκό, το φως που καταλάμπει τους αγίους και εικονογραφείται στις άγιες εικόνες τους ως φωτοστέφανο, και είναι το μόνο φως που μπορεί να αναπαύσει και να χαροποιήσει τον άνθρωπο, αυτό που ζητούμε στη θεία Λειτουργία και στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας. Είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος, του αγίου Τριαδικού Θεού, είναι η Βασιλεία του Θεού.
Ακόμη το σημερινό ευαγγέλιο μας υποδεικνύει και τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε και εμείς να αποκτήσουμε το φως αυτό.
Πρωτίστως ο τυφλός της σημερινής περικοπής, πίστευε ή μάλλον ήταν βέβαιος ότι ήταν τυφλός. Και εμείς, εάν δεν έχουμε φθάσει στο να έχουμε τη χάρη του Θεού ολοφάνερα, «εν πάση αισθήσει και ενεργεία» όπως λέει ο άγιος Μακάριος, πρέπει να έχουμε την πεποίθηση ότι είμαστε πνευματικά τυφλοί.
Δεύτερον, ο τυφλός ποθούσε να δει το φως, να αναβλέψει, να γιατρευτεί. Και δικός μας πόθος και καημός πρέπει να είναι η θεραπεία της ψυχής μας, ο φωτισμός της με το φως του Αγίου Πνεύματος και με ό,τι αυτό συνεπάγεται, όπως η απόκτηση της αδιάλειπτης νοεράς προσευχής.
Τρίτον, ο τυφλός πίστεψε ότι ο Χριστός μπορεί να τον θεραπεύσει. Πολλοί άνθρωποι ποθούν να φωτιστούν. Γι’ αυτό και καταφεύγουν σε φώτα κτιστά, ανθρώπινα ή δαιμονικά, όπως στην επιστήμη, σε απόκρυφες τέχνες, πνευματισμό, ανατολικές θρησκείες και τα παρόμοια. Εμείς πρέπει να πιστέψουμε ότι μόνο στον Χριστό και στην Εκκλησία, εκεί και μόνον εκεί μπορούμε να βρούμε και να πάρουμε το φως το αληθινό, το φως που σώζει.
Τέλος ο τυφλός όχι μόνον πίστεψε αλλά και κατέφυγε στον Χριστό. Του ζήτησε με κραυγή τη γιατρειά του, με την κραυγή «Ιησού υιέ Δαυΐδ, ελέησόν με». Και εμείς ας καταφεύγουμε στον μοναδικό Σωτήρα, γενικώς μεν με την μετάνοια, ειδικότερα δε με την γνωστή σύντομη και περιεκτική ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Η ευχή αυτή ας γίνει αναγκαιότερη από την αναπνοή μας. Ο τυφλός, όσο τον εμπόδιζαν, όσο τον προέτρεπαν να σωπάσει, τόσο εκείνος πιο πολύ φώναζε. Και εμείς, όσο περισσότερο οι περιστάσεις ή οι γύρω μας ή και ο ίδιος ο εαυτός μας, μας εμποδίζουν τη σχέση και κοινωνία μας με τον Χριστό, τόσο περισσότερο ας εντείνουμε την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Αλλά να τη λέμε με ταπείνωση, δηλαδή με συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας. Και με εμπιστοσύνη, με την πίστη ότι ο Χριστός θα μας ελεήσει· «πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται»· και βέβαια με την παράλληλη φροντίδα να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού.
Όταν δει ο Κύριος, μας λέει και πάλι ο όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, όταν δει την ψυχή να συμμαζώνει το κατά δύναμιν τον εαυτό της, ζητώντας πάντα τον Κύριο και προσδοκά νύχτα και μέρα και βοά προς αυτόν, καθώς μας έδωσε την εντολή να προσευχόμαστε αδιαλείπτως, πάντοτε, θα της δώσει το δίκαιό της, καθώς υποσχέθηκε, καθαρίζοντάς την από κάθε κακία, και άμωμη και άσπιλη νύμφη θα την παραστήσει στον εαυτό του.
Εάν πιστεύεις ότι αυτά είναι αληθινά, όπως και είναι, πρόσεχε στον εαυτό σου εάν βρήκε η ψυχή σου το φως που είναι ο Κύριος. Εάν δεν το έχεις, ζήτησε νύχτα και μέρα να το λάβεις. Όταν λοιπόν δεις τον ήλιο, ζήτησε τον αληθινό ήλιο, γιατί είσαι τυφλός. Όταν βλέπεις το φως κοίτα στην ψυχή σου αν βρήκες το αληθινό φως και αγαθό. Διότι υπάρχει εσωτερικός άνθρωπος και εσωτερικοί οφθαλμοί, τους οποίους τύφλωσε ο σατανάς, και ήλθε ο Ιησούς αυτόν τον εσωτερικό άνθρωπο να τον κάνει υγιή. Σε αυτόν, καθώς και στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, στους αιώνες. Αμήν.
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας