Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε’ (1748-1751, 1752-1757), ταλαιπωρημένος από τους Τούρκους, καθώς και από ορισμένους δύστροπους αρχιερείς, εγκατέλειψε το θρόνο του και ήρθε στο Άγιον Όρος (1757), όπου κοινοβίασε σαν απλός μοναχός στην καλύβη των αγίων Αποστόλων, στη σκήτη της Αγίας Άννης.
Αν και προχωρημένος στην ηλικία, καλλιεργούσε με απαράμιλλη υπομονή και αντοχή ένα κτήμα της καλύβης με ελαιόδενδρα, που βρισκόταν στην παραλία. Οι πατέρες της Σκήτης του έδωσαν, από σεβασμό και συμπάθεια, ένα γαϊδουράκι, για να μεταφέρει τα εργαλεία του και ό,τι άλλο αναγκαίο.
Μία καλοκαιρινή μέρα με δυνατή ζέστη ο πατριάρχης ανέβαινε με το υποζύγιο από το κτήμα προς το κελλί. Και ξαφνικά, στο δυσκολότερο σημείο του δρόμου, βλέπει δύο λαμπρούς νέους, που σκούπιζαν τον ιδρώτα από το πρόσωπο όσων ανέβαιναν το κουραστικό μονοπάτι.
Μόλις πλησίασε κι αυτός, οι δύο νέοι σκούπισαν μόνο τον ιδρώτα του ζώου. Ο πατριάρχης δαγκώθηκε.
“Περίεργο!” σκέφτηκε. “Σκούπισαν το ζώο και όχι εμένα. Μήπως είμαι χειρότερος κι απ’ αυτό;”.
Τότε άκουσε τους λαμπροφόρους εκείνους άνδρες να του λένε:
– Δεν σκουπίσαμε τον δικό σου ιδρώτα, γιατί δεν κουράστηκες εσύ για τη μεταφορά του φορτίου, αλλά το ζώο.
Από τότε ο πατριάρχης εγκατέλειψε το γαϊδουράκι και μετέφερε τα πράγματα από την παραλία στο κελλί του όπως και οι άλλοι πατέρες, για να λάβει ακέραιο το μισθό του.
Κοιμήθηκε το 1775, αφού πρόβλεψε και προείπε το θάνατό του. Την τελευταία εκείνη μέρα, λάμποντας από χαρά, δέχθηκε επισκέψεις αγίων και αγγέλων.
Από το βιβλίο: ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013, σελ. 247.