Ο όσιος Ανδρέας ήταν γόνος αγραμμάτων αλλά ευλαβεστάτων χωρικών της περιοχής της Βολογκντά (1638), έλαβε δε τη μόρφωσή του μέσα από τις Ακολουθίες της εκκλησίας του χωριού του. Όταν πέθαναν οι γονείς του, εισήλθε ως δόκιμος στη Μονή Γκάλιτς, της επισκοπής της Κοστρομά. Ο ηγούμενος, που ήταν σοφός, διέκρινε τα πνευματικά του χαρίσματα και τον ενεθάρρυνε να επιλέξει τη δύσκολη και ασυνήθιστη άσκηση του δια Χριστόν σαλού. Ο Ανδρέας εγκατέλειψε τότε το μοναστήρι για να ακολουθήσει τον πλάνητα βίο, αλλά επισκεπτόταν συχνά τον Γέροντά του για να εξομολογείται τις πράξεις και τους λογισμούς του.
Όταν απεβίωσε ο Γέροντάς του, ο Ανδρέας εγκαταστάθηκε κοντά στον ναό της Αναστάσεως στην πόλη Τότμα, όπου κανείς δεν τον γνώριζε. Όλη τη νύκτα προσευχόταν και την ημέρα μάζευε ελεημοσύνες, που μετά τις μοίραζε στους πτωχούς. Χειμώνα καλοκαίρι γύριζε ανυπόδητος, και τρεφόταν μόνο με ψωμί και νερό. Κάθε χρόνο έκανε προσκύνημα στα ιερά σκηνώματα της περιοχής. Μία ημέρα συνάντησε τον φύλαρχο μιας άγριας φυλής ο οποίος υπέφερε από μια πάθηση των ματιών και του ζήτησε να τον θεραπεύσει. Όταν ο Ανδρέας, που είχε ήδη φήμη θαυματουργού, έφυγε, ο βάρβαρος έπλυνε τα μάτια του με το χιόνι πάνω στο οποίο είχε περπατήσει ο άγιος και θεραπεύθηκε.
Εξαντλημένος από την άσκηση και τις στερήσεις, ο όσιος Ανδρέας, προείδε την ημέρα της εκδημίας του και κάλεσε έναν ιερέα για να κοινωνήσει των αχράντων Μυστηρίων. Λίγο μετά τον βρήκαν νεκρό σ’ ένα δωμάτιο, όπου το τίμιο λείψανό του ανέδιδε ουράνια ευωδία (10 Οκτωβρίου 1673). Αργότερα εμφανίσθηκε ο όσιος σε μία άρρωστη την ώρα που κοιμόταν, της έδωσε να ασπασθεί το Ευαγγέλιο που κρατούσε στο χέρι και της είπε να πάει και να προσευχηθεί στον τάφο του· όταν ξύπνησε η γυναίκα είχε πλέον θεραπευθεί.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δεύτερος, Οκτώβριος. Ίνδικτος, Αθήναι 2006, Οκτωβρίου Ι’.