Μία γυναίκα από το Λιβαδερό διηγήθηκε πως τον καιρό της βουλγαρικής κατοχής υπήρχε μεγάλη πείνα και η οικογένειά τους ήταν πολύ φτωχή. Ο πατέρας της μ’ ένα κουτσό και γέρικο μουλάρι έκανε μεταφορές ξύλων ενός ξυλέμπορα, που τους έδινε γι’ αμοιβή καλαμπόκι κι έτσι ζούσαν.
Μία ημέρα κτύπησε το μουλάρι και οι γονείς της ήταν απαρηγόρητοι και θλιμμένοι για το πάθημά τους. Χρήματα δεν είχαν ν’ αγοράσουν άλλο ζώο. Πήγαν στον όσιο Γέροντα, μήπως και θα μπορούσε να τους βοηθήσει. Μόλις τους είδε ο όσιος, παρότι τους έβλεπε για πρώτη φορά, φώναξε τον πατέρα με τ’ όνομά του: «Χαράλαμπε, τι πάθατε, γιατί έχετε τόση στενοχώρια;»
–«Ήρθαμε να πούμε τον πόνο μας, να μας συμβουλέψεις τι πρέπει να κάνουμε. Ό,τι ζώα πήραμε, όλα ψόφησαν, κανένα δεν μας έμεινε».
–«Γιατί, παιδί μου· όταν διψάς και μέσα σ’ ένα βουνό είναι το νερό, τι πρέπει να κάνεις, για να πας να πιείς;»
–«Πρέπει να καθαρίσω τον δρόμο για να φθάσω στην πηγή και μετά θα καθαρίσω και γύρω από την πηγή, για να πιω λίγο νερό».
–«Οι γονείς σου πέθαναν χωρίς κηδεία, χωρίς σάβανα, χωρίς τίποτε. Αυτοί περιμένουν να τους κάνεις τα καθήκοντα, για ν’ ανοίξει ο δρόμος και να προοδεύσεις. Να πάρεις από συγγενικούς τάφους χώμα, να το βάλεις σε κασελάκια και να κάνεις τη νεκρώσιμη ακολουθία και μετά να κάνεις κόλλυβα στα τριήμερα, στα εννιάμερα, σε όλα τα μνημόσυνά τους».
Ο πατέρας ζήτησε από τον όσιο να κάνει σαρανταλείτουργο για τις ψυχές τους. Συγκινημένος του είπε ο όσιος: «Μπράβο, αυτό είναι το καλύτερο». Δεν είχε όμως χρήματα και προβληματιζόταν πώς θα πληρώσει για το σαρανταλείτουργο.
Ο όσιος διάβασε τη σκέψη του και του είπε: «Πώς δεν έχεις, για θυμήσου, μέσα στο μπαούλο έχεις μία λίρα». Οι γονείς την είχαν λησμονημένη και τους τη θύμισε ο όσιος, που τους είπε: «Εγώ, για μένα δεν θέλω χρήματα, τον ψάλτη να πληρώσουμε, που έχει οικογένεια».
Τον έστειλε και σ’ ένα κατάστημα ν’ αγοράσει ύφασμα και να κάνει σάβανα. Όποιος πέθαινε πήγαιναν και τον σαβάνωναν για τις ψυχές των γονέων του.
Όταν τελείωσε το σαρανταλείτουργο, ρώτησε τον όσιο: «Γέροντα, κουράστηκες για να το τελειώσεις;»
–«Όχι, παιδί μου, μου ήταν τόσο ευχάριστο, σαν να έκανα ένα εσπερινό, γιατί ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Ο πατέρας σου έχει ένα πλούσιο τραπέζι, σαν του Αβραάμ».
–«Μα εμείς ήμασταν τόσο φτωχοί, που σχεδόν ήμασταν πεινασμένοι, πού το βρήκε ο πατέρας μου αυτό το τόσο πλούσιο τραπέζι;»
–«Μη το βλέπεις έτσι. Μπορεί να μη είχε να δώσει, μα η ψυχή του ήθελε πολύ να δίνει και ο Θεός το μέτρησε σαν να έδινε. Η μάνα σου είναι σαν υπηρέτρια στον πατέρα σου, γιατί ήταν αρκετά κουραστική και τον στενοχωρούσε, όλο γκρίνιαζε. Αλλά ο πατέρας σου πάντα με το χαμόγελο τη φερόταν και με πολύ καλοσύνη. Στους συγγενείς σας είχατε και μία τυφλή, που ξεχάσατε να την γράψετε. Ήταν αγνή και πολύ αγαθή. Εκείνη ξέχασες να γράψεις.»
Απορημένος ο πατέρας ρώτησε: «Μα εσύ πού την ξέρεις;»
–«Όταν μνημονεύω έρχεται και εκείνη στα κόλλυβα, αλλά έρχεται σαν μουσαφίρισσα, δεν ενώνεται με τους άλλους. Τώρα ο καθένας πήγε στη θέση του και για σας άνοιξε ο δρόμος».
Πράγματι μετά από αυτό, προόδευσε και πλούτισε ο πατέρας, αφού πήρε άλογο και κάρο. Όταν για πρώτη φορά τράβηξε το κάρο, το φόρτωσε ξύλα, να τα πάει στον όσιο για τις ανάγκες του μοναστηριού και να τον ευχαριστήσει. Ο όσιος με τα νοερά του μάτια τον είδε που ερχόταν και είπε σε κάποιους, που ήταν δίπλα του: «Πάτε να βοηθήσετε τον μπαρμπα-Χαράλαμπο, που ανεβαίνει την ανηφόρα με το κάρο φορτωμένο ξύλα».
Εκτός από το πλούσιο χάρισμα του οσίου, να βλέπει τα παρελθόντα ως παρόντα, τα μακρυνά ως πλησίον, παρατηρούμε ότι έβρισκε τη ρίζα των παθημάτων κι έδινε απελευθερωτικές και πραγματικά ελεήμονες λύσεις, που είναι να θαυμάζει κανείς.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 186 (αποσπάσματα).