Στον καιρό του βασιλιά Κωνσταντίνου δημιουργήθηκε μια αναταραχή στη Φρυγία από τους Ταϊφάλους και τα νέα έφτασαν στον ευσεβή βασιλιά. Αμέσως λοιπόν έστειλε τρεις στρατηλάτες, τον Νεπωτιανό, τον Ούρσο και τον Ερπυλίωνα, με τους στρατιώτες τους.
Αφού ξεκίνησαν από την πανευδαίμονα Κωνσταντινούπολη, έπλευσαν στη Λυκία, στο επίνειο Ανδριάκη, λιμάνι των Μύρων τρία μίλια από την πόλη. Εκεί βγήκαν από τα πλοία για να ξεκουραστούν, γιατί το ταξίδι τους ήταν δύσκολο. Βγήκαν, λοιπόν, και μερικοί από τους στρατιώτες θέλοντας να βρουν τρόφιμα. Άρχισαν όμως να προκαλούν ζημιές και προξένησαν μεγάλη αναστάτωση και φασαρία σε μια περιοχή που λεγόταν Πλάκωμα, έτσι που μαθεύτηκε και στα Μύρα και οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν εναντίον των άτακτων και ταραχοποιών στρατιωτών.
Όταν τα άκουσε αυτά ο άγιος του Θεού επίσκοπος Νικόλαος, ο ποιμένας και διδάσκαλος της εκεί αγίας εκκλησίας, καταπράυνε τον λαό ώστε να μη διαπράξει κάτι απερίσκεπτο, και αμέσως έσπευσε στον Ανδριάκη. Μόλις τον είδαν όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί, τον προσκύνησαν με την πρέπουσα τιμή. Το έμαθαν και οι τρεις στρατηλάτες και τον προσκύνησαν και αυτοί και τον ασπάσθηκαν.
Στην ερώτησή του, ποιοι ήταν και από πού και για ποια αιτία βρίσκονται εκεί, αποκρίθηκαν: «Είμαστε ειρηνικοί και έχουμε αποσταλεί από τον ευσεβέστατο βασιλιά μας στη Φρυγία σε πόλεμο εναντίον επαναστατών. Ας ευχηθεί λοιπόν για μας η αγιοσύνη σου για να έχουμε καλά αποτελέσματα». Ο άγιος επίσκοπος τους παρακάλεσε να ανεβούν στην πόλη και να λάβουν από αυτόν ευλογίες.
Οι στρατηλάτες σεβάστηκαν την παρουσία και την καλοσύνη του Αγίου και διέταξαν όλους να ειρηνεύσουν και κανείς από τους στρατιώτες να μην τολμήσει να βλάψει κάποιον ή να κάνει κάτι ανάρμοστο.
Την ώρα εκείνη ήρθαν μερικοί από την πόλη, προσκύνησαν τον Άγιο και του είπαν: «Κύριε, αν ήσουν στην πόλη, δεν θα γίνονταν τόσο άδικα τρεις θάνατοι. Γιατί ο ηγεμόνας, αφού δωροδοκήθηκε, διέταξε να σκοτωθούν με ξίφος τρεις άνδρες, και όλη η πόλη πένθησε πολύ γιατί δεν ήσουν εκεί».
Όταν τα άκουσε αυτά ο αγιότατος επίσκοπος λυπήθηκε, και αμέσως παρακάλεσε τους στρατηλάτες και ξεκίνησε γρήγορα μαζί τους για την πόλη. Και όταν έφτασε στον τόπο που λεγόταν Λιοντάρι ρώτησε τους παρόντες για τους καταδικασμένους, αν ζουν ακόμη. Αυτοί του είπαν ότι ακόμη ζουν και βρίσκονται στην πλατεία που ονομάζεται Διόσκουροι.
Έπειτα, αφού έφτασε στον μαρτυρικό ναό των αγίων Κρήσκη και Διοσκουρίδη, πάλι ρώτησε και έμαθε ότι μόλις αυτή τη στιγμή πρόκειται να βγουν έξω από την πύλη. Φτάνοντας στην πύλη, του είπαν ότι πηγαίνουν στον Βηρρά, γιατί αυτός ήταν ο τόπος των εκτελέσεων.
Και αμέσως έτρεξε και βρήκε εκεί πολύ λαό και τον δήμιο να κρατά το ξίφος στο χέρι του για να τους θανατώσει και να περιμένει την άφιξη του Αγίου. Αφού πλησίασε ο Άγιος είδε τους τρεις καταδικασμένους με δεμένα τα μάτια με μαντήλια και γονατιστούς να περιμένουν το χτύπημα.
Ο Άγιος έτρεξε αμέσως, άρπαξε το ξίφος από τον δήμιο και το πέταξε μακριά, και έλυσε τους τρεις από τα δεσμά και τους οδήγησε στην πόλη λέγοντας: «Είμαι έτοιμος να πεθάνω στη θέση αυτών των αθώων».
Κανείς από τη φρουρά δεν τολμούσε να αντισταθεί ή να του φέρει αντίρρηση, επειδή γνώριζαν την αγάπη του προς τον Θεό και το θαρραλέο φρόνημά του. Πραγματικά δηλαδή, όπως λέει η αγία Γραφή, «ο δίκαιος έχει θάρρος σαν λιοντάρι» (Παροιμ. 28:1).
Πήγε έπειτα στο πραιτώριο και χτύπησε δυνατά και επίμονα τις πόρτες.
Ο άρχοντας Ευστάθιος πληροφορήθηκε από τον νυκτερινό φύλακα τον ερχομό του Αγίου και βγήκε τρέχοντας και τον προσκύνησε. Αυτός όμως τον έσπρωξε λέγοντάς τον, όπως του άξιζε, ιερόσυλο και αιμοπότη και παράνομο και εχθρό του Θεού. Και πρόσθεσε: «Μη έχοντας φόβο Θεού και σκοτώνοντας αθώους ήρθες αδιάντροπα μπροστά μου! Επειδή λοιπόν έκανες τόσο μεγάλα και τόσο πολλά κακά, δεν θα σε λυπηθώ. Γιατί στους διεστραμμένους ο Θεός στέλνει ανάλογες τιμωρίες (Παροιμ. 21:8). Θα μάθει για σένα ο ευσεβέστατος βασιλιάς, πόσο άδικα διοικείς, ή μάλλον λεηλατείς αυτή την επαρχία, και πώς παράνομα και χωρίς δίκη σφάζεις ανθρώπους από πλεονεξία και για άνομο κέρδος».
Ο άρχοντας γονατίζοντας μπροστά του και παρακαλώντας τον έλεγε: «Μην οργίζεσαι εναντίον μου, σεβαστέ πάτερ. Μάθε ότι δεν είμαι εγώ ο αίτιος για τις καταδίκες, αλλά οι άρχοντες της πόλης, ο Ευδόξιος και ο Σιμωνίδης, οι οποίοι κατέθεσαν εναντίον τους».
Ο επίσκοπος του απάντησε: «Όχι ο Ευδόξιος και ο Σιμωνίδης, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο Χρυσάφης και ο Αργύρης με τα χρήματα σε έπεισαν να κάνεις τέτοια» –γιατί είχε μάθει ότι είχε πάρει διακόσιες λίτρες χρυσού (*) για να τους εξοντώσει.
Και με πολλές παρακλήσεις οι στρατηλάτες έπεισαν τον Άγιο να συγχωρήσει τον ηγεμόνα, αφού ακύρωσε τις άδικες αποφάσεις εναντίον των τριών που είπαμε.
Οι δε στρατηλάτες, αφού φιλοξενήθηκαν από τον αγιότατο επίσκοπο, τον παρακάλεσαν να ευχηθεί για χάρη τους. Και παίρνοντας απ’ αυτόν ευλογίες, τον αποχαιρέτησαν και απέπλευσαν.
Πήγαν έπειτα στη Φρυγία και ειρήνευσαν εντελώς τους τόπους εκείνους, αφού εξουδετέρωσαν όλους όσους είχαν στασιάσει και δημιουργήσει ταραχές. Και αποδίδοντας στην πατρίδα την ειρήνη ως βραβείο, επέστρεψαν στην πανευδαίμονα Κωνσταντινούπολη.
Εκεί τους έγινε μεγάλη υποδοχή από τους στρατιώτες και τους οπλίτες και απ’ όλη σχεδόν τη σύγκλητο, γιατί επέστρεψαν νικητές και τροπαιούχοι. Και αφού προσκύνησαν τον βασιλιά, του ανακοίνωσαν την επικράτηση της ειρήνης.
Και πλέον οι στρατηλάτες έμεναν στο παλάτι απολαμβάνοντας μεγάλες τιμές.
(*) Η λίτρα ήταν μονάδα βάρους των νομισμάτων της αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάρια. Η έκφραση “λίτρα χρυσού” σήμαινε 72 χρυσά νομίσματα.
Από το βιβλίο: Gustav Anrich, HAGIOS NIKOLAOS, τόμος I, μέρος ΙΙ, “Πράξις του εν αγίοις πατρός ημών Νικολάου αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας”. Έκδοση B.G. Teubner, Λιψία – Βερολίνο 1913, σελ. 67.
Μετάφραση για την Κ.Ο.