Κάποτε όλοι οι κάτοικοι των Κομάνων, που γειτόνευαν με τη Νεοκαισάρεια, πήγαν στον επίσκοπο, τον αξιοθαύμαστο Γρηγόριο, και τον παρακαλούσαν να έρθει στην πόλη τους και να χειροτονήσει ιερέα για την εκκλησία τους. Ο άγιος τους άκουσε και πήγε. Εκεί όλοι οι άρχοντες εξέταζαν περιπτώσεις υποψηφίων που ξεχώριζαν για τη μόρφωση, την καταγωγή και γενικά την κοσμική λαμπρότητα, και οι ψήφοι τους μοιράζονταν σε πολλούς, καθώς ο καθένας προτιμούσε άλλον. Ο άγιος όμως για το θέμα αυτό περίμενε από τον Θεό κάποια συμβουλή. Και όπως λέγεται για τον Σαμουήλ (Α’ Βασ. 16:1-13) ότι, προκειμένου να χρίσει βασιλιά, δεν εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά και το σωματικό παράστημα, αλλά αναζητούσε ψυχή βασιλική, ακόμη και αν τυχόν ήταν σε καταφρονεμένο σώμα, έτσι και αυτός. Αγνοώντας τις πιέσεις προς χάρη του κάθε υποψηφίου, για ένα πράγμα φρόντιζε μόνο, αν υπάρχει κάποιος ο οποίος, πριν ακόμη ανακηρυχθεί ιερέας, να φανερώνει, με την προσεκτική ζωή και την αρετή του, ότι έχει ήθος ιερέα.
Οι άρχοντες λοιπόν παρουσίαζαν με εγκώμια εκείνους που διάλεξαν, ο άγιος όμως Γρηγόριος πρόσταξε να λάβουν υπόψη τους και τους πιο παρακατιανούς, γιατί θεωρούσε ότι και σε αυτούς είναι δυνατό να βρεθεί κάποιος ανώτερος κατά τον πλούτο της ψυχής από εκείνους τους περιφανείς.
Τη γνώμη αυτή του αγίου κάποιος από τους παρόντες τη θεώρησε προσβολή και χλευασμό της ψηφοφορίας, αν δηλαδή κανένας από αυτούς που ξεχώριζαν για τη μόρφωση, την κοινωνική θέση και την κοινή αναγνώριση δεν γινόταν δεκτός στην ιεροσύνη, και κάποιοι από εκείνους που είχαν χειρωνακτική εργασία κρίνονταν πιο άξιοι γι’ αυτή τη χάρη. Με πολλή ειρωνεία λοιπόν του είπε: «Αν έτσι προστάζεις, να παραβλέψουμε δηλαδή αυτούς που έχουν τέτοια προσόντα και εκλέχτηκαν από όλη την πόλη και να βάλουμε στο αξίωμα της ιεροσύνης κάποιον από τον συρφετό, ώρα είναι πλέον να καλέσεις στην ιεροσύνη τον Αλέξανδρο τον καρβουνιάρη· και, αν νομίζεις, να πάμε και να συμφωνήσουμε μεταξύ μας όλη η πόλη».
Τέτοια έλεγε λοιπόν διασύροντας τη γνώμη του αγίου με αυτή την ειρωνική πρόταση και κατηγορώντας ως άκριτα όσα είχε πει. Ο άγιος Γρηγόριος όμως, από τα λόγια αυτά, έκανε τη σκέψη ότι με ενέργεια Θεού θυμήθηκαν οι εκλέκτορες τον Αλέξανδρο. Ρώτησε λοιπόν: «Και ποιος είναι αυτός ο Αλέξανδρος που αναφέρατε;»
Ένας από τους παρόντες έφερε τότε με γέλια τον Αλέξανδρο μπροστά τους ντυμένο με βρώμικα κουρέλια, τα οποία μάλιστα δεν κάλυπταν όλο το σώμα του, και με εμφάνιση που έδειχνε τη δουλειά του, καθώς τα χέρια, το πρόσωπο και όλο του το σώμα ήταν κατάμαυρα από τα κάρβουνα. Για τους άλλους η εμφάνιση αυτή του Αλέξανδρου έγινε αφορμή για γέλια, στα διορατικά όμως μάτια του αγίου το πράγμα προξενούσε μεγάλη έκπληξη: έβλεπε άνθρωπο με τόσο μεγάλη φτώχεια και απεριποίητο στο σώμα, να είναι στραμμένος στον εαυτό του και να δείχνει να χαίρεται γι’ αυτά, τα οποία ήταν καταγέλαστα για όσους δεν είχαν πνευματικά μάτια.
Και αυτή ήταν η αλήθεια. Γιατί ο άνθρωπος δεν είχε αυτόν τον τρόπο ζωής αναγκασμένος από τη φτώχεια, αλλά ήταν φιλόσοφος, όπως απέδειξε ο μετέπειτα βίος του, αφού έφτασε και μέχρι το μαρτύριο, τελειώνοντας τη ζωή του στην πυρά. Φρόντιζε όμως να κρύβεται, όντας ανώτερος από την ευημερία που επιδιώκουν οι άλλοι και αδιαφορώντας για την πρόσκαιρη ζωή, επειδή επιθυμούσε την ανώτερη και αληθινή. Για να πετύχει πέρα για πέρα τον στόχο της αρετής, φρόντιζε να μένει απαρατήρητος. Ενώ δηλαδή ήταν τέτοιος άνθρωπος, κρυβόταν με το πιο καταφρονεμένο επάγγελμα σαν με αποκρουστική μάσκα. Άλλωστε, καθώς ήταν στο άνθος της νιότης του, θεωρούσε επικίνδυνο για τον σκοπό της σωφροσύνης το να κάνει φανερή τη σωματική του ομορφιά, αφού γνώριζε ότι αυτή γίνεται στους πολλούς αφορμή φοβερών πτώσεων. Για να μην πάθει λοιπόν κάτι που δεν θα ήθελε, αλλά και για να μη γίνει αφορμή πάθους σε άλλα μάτια, φόρεσε θεληματικά σαν αποκρουστική μάσκα τη δουλειά του καρβουνιάρη, με την οποία και το σώμα του γυμναζόταν, μέσω των κόπων, στην αρετή, και η ομορφιά σκεπαζόταν με τη βρωμιά από τα κάρβουνα. Επιπλέον, ό,τι έβγαζε με τους κόπους του, το διέθετε για την εκπλήρωση των θείων εντολών.
Ο άγιος Γρηγόριος στη συνέχεια, αφού τον πήρε παράμερα από τη συγκέντρωση και τον ρώτησε λεπτομερώς για τα σχετικά με αυτόν, τον παρέδωσε στα μέλη της συνοδείας του, λέγοντάς τους τι να κάνουν. Έπειτα επέστρεψε εκεί που ήταν μαζεμένοι οι άλλοι και άρχισε να τους διδάσκει με απλά λόγια, αναφέροντας τα σχετικά με την ιεροσύνη και σκιαγραφώντας με αυτά την ενάρετη ζωή. Συνέχισε να συγκρατεί με τον τρόπο αυτό τη συνάθροιση, ώσπου οι υπηρέτες του εκπλήρωσαν αυτό που τους πρόσταξε και ήρθαν έχοντας μαζί τους τον Αλέξανδρο, καθαρισμένο με λουτρό από την αηδία της καρβουνιάς και ντυμένο με τα ρούχα του αγίου – γιατί τέτοιες εντολές τους είχε δώσει.
Όλοι στράφηκαν προς τον Αλέξανδρο και θαύμαζαν στο θέαμά του, οπότε ο διδάσκαλος τούς είπε: «Δεν είναι παράξενο αυτό που πάθατε, που ξεγελαστήκατε δηλαδή από τα μάτια σας και αφήσατε την αίσθηση να κρίνει μόνη της τι είναι καλό. Γιατί είναι σφαλερό κριτήριο της αλήθειας η αίσθηση, καθώς η ίδια εμποδίζει την είσοδο στο βάθος της αλήθειας. Συγχρόνως όμως, αυτό ήταν σίγουρα αρεστό στον δαίμονα, τον εχθρό της ευσέβειας, να μένει αχρησιμοποίητο ένα εκλεκτό σκεύος, σκεπασμένο από την άγνοια, και να μη βγει στο φανερό ο άνθρωπος που θα καταστρέψει την εξουσία του».
Μετά από τα λόγια αυτά ο άγιος πρόσφερε τον Αλέξανδρο στον Θεό με τη χειροτονία, μεταδίδοντάς του τη χάρη με τον καθιερωμένο τρόπο. Και καθώς όλοι ατένιζαν τον νεοχειροτονημένο ιερέα, ο Αλέξανδρος, μετά από προτροπή να μιλήσει στο εκκλησίασμα, έδειξε ευθύς από την αρχή ότι ήταν σωστή η κρίση του αγίου Γρηγορίου γι’ αυτόν. Ο λόγος του δηλαδή ήταν γεμάτος νοήματα, αν και υστερούσε σε ρητορικά στολίδια. Γι’ αυτό και κάποιος φαντασμένος νέος από την Αθήνα, που βρισκόταν τότε στην πόλη τους, γέλασε με τον ακαλλώπιστο λόγο του, ότι δηλαδή δεν ήταν στολισμένος με την περίτεχνη αττική διάλεκτο. Αυτός, όπως λένε, συνετίστηκε από ένα θεϊκό όραμα: είδε ένα σμήνος περιστεριών που έλαμπαν με απερίγραπτη ομορφιά και άκουσε κάποιον να του λέει ότι αυτά τα περιστέρια, τα οποία περιγέλασε, είναι του Αλέξανδρου.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση Α’. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003.
Από τον βίο του αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού