Κάποιος γέροντας είπε: «Σε κάθε έργο που πας να κάνεις, πάντοτε να λες· “Αν τώρα έρθει ο Θεός να με πάρει, τι γίνεται;” Και πρόσεξε τι θα σου αποκριθεί ο λογισμός. Αν σε καταδικάζει, σταμάτησε αμέσως και πέταξε το έργο που κάνεις και πάρε άλλο, στο οποίο να μη φοβάσαι να σε βρει ο θάνατος. Γιατί ο αγωνιστής πρέπει κάθε ώρα να είναι έτοιμος να φύγει. Είτε κάθεσαι στο εργόχειρο είτε βαδίζεις στον δρόμο είτε τρως, αυτό να λες πάντοτε στον εαυτό σου· “Αν τώρα μας καλέσει ο Θεός, τι γίνεται;” Και πρόσεξε τι σου αποκρίνεται η συνείδησή σου και βιάσου να κάνεις όπως σου λέει. Και αν θέλεις να μάθεις αν σε ελέησε ο Θεός, ρώτησε τη συνείδησή σου· και μην πάψεις να τη ρωτάς, μέχρι να βεβαιωθεί η καρδιά σου και να σου πει η συνείδησή σου· “Έχουμε εμπιστοσύνη στην ευσπλαχνία του Θεού, ότι οπωσδήποτε θα μας ελεήσει”. Εξέτασε όμως προσεκτικά την καρδιά σου, μήπως λέει διστακτικά αυτόν τον λόγο· αν δυσπιστεί έστω και όσο μια τρίχα, το έλεος του Θεού είναι μακριά από εσένα».
Ένας γέροντας πήγε κάποτε σε κάποια πόλη να πουλήσει τα εργόχειρά του και κάθισε να ξεκουραστεί στην εξώπορτα ενός πλούσιου που ήταν στα τελευταία του. Όπως καθόταν, σήκωσε το βλέμμα του και είδε κάποιους μαύρους και φοβερούς, καβάλα σε μαύρα άλογα, να κρατούν στα χέρια τους πύρινα ρόπαλα. Μόλις έφτασαν στην εξώπορτα, άφησαν έξω τα άλογα και αυτοί μπήκαν μέσα. Όταν τους αντίκρισε ο άρρωστος, έβγαλε μια δυνατή κραυγή: «Κύριε, ελέησέ με και βοήθησέ με». Εκείνοι του είπαν: «Τώρα, που έδυσε ο ήλιος της ζωής σου, θυμήθηκες τον Θεό; Όταν έλαμπε η μέρα γιατί δεν τον αναζήτησες; Δεν υπάρχει πια για εσένα ελπίδα σωτηρίας ούτε παρηγοριά». Έβγαλαν τότε με βίαιο τρόπο την ψυχή του και έφυγαν.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Α’, Υπόθεση Ε’, σελ. 60, και Υπόθεση Η’, σελ. 91. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2001.