Στο Αργοστόλι, την εποχή που ζούσε ο όσιος Παναγής Μπασιάς (1801-1888), ζούσε και μια αρχοντική οικογένεια: Οι γονείς με τα δύο αγόρια τους. Ήταν όλοι ευσεβείς, αλλά περισσότερο η μητέρα. Η ζωή της ήταν γεμάτη αγαθοεργίες.
Κάποτε πέθανε ο πατέρας! Η χήρα μητέρα μαζί με την ανατροφή των παιδιών της συνέχισε και αύξησε τη φιλάνθρωπη δράση της. Επισκεπτόταν αρρώστους και φυλακισμένους και τους οδηγούσε στη χριστιανική πίστη.
Ένα βράδυ, ενώ καθόταν μετά το δείπνο στην τραπεζαρία, το πρώτο παιδί, ηλικίας 21 ετών, ένιωσε δυνατό πονοκέφαλο και έπεσε αναίσθητο! Το έβαλαν στο κρεβάτι και κάλεσαν τον γιατρό. Εκείνος διέγνωσε κάτι πολύ ανησυχητικό και προετοίμασε τη μητέρα για τον επικείμενο θάνατο. Η μητέρα τότε κατέφυγε στο εικονοστάσι του σπιτιού και παρακαλούσε γονατιστή όλη τν νύχτα την Παναγία να θεραπεύσει το παιδί της.
Δυστυχώς όμως το πρωί ο γιος της ήταν νεκρός! Αλλά το πένθος και η λύπη δεν την κατέβαλαν. Συνέχισε τις αγαθοεργίες όπως και πριν.
Δεν πέρασε ένας χρόνος και συνέβη το ίδιο και με τον δεύτερο γιο. Ένα βράδυ στη τραπεζαρία έβγαλε ο νέος μια κραυγή πόνου και έπεσε αναίσθητος. Ο γιατρός έκανε την ίδια διάγνωση, όπως και με το πρώτο παιδί, και απέκλεισε κάθε ελπίδα σωτηρίας. Η μητέρα, απελπισμένη, κατέφυγε πάλι στο εικονοστάσι, και προσευχόταν με δάκρυα στον Θεό, την Παναγία και τον άγιο Γεράσιμο λέγοντας:
– Για τις φιλανθρωπίες που κάνω, λυπηθείτε με και σώστε το παιδί μου.
Την επομένη όμως και το δεύτερο παιδί είχε την ίδια τύχη με το πρώτο.
Τότε η χήρα έγινε θηρίο! Σταμάτησε την προηγούμενη δράση της και άρχισε να βρίζει τον Θεό και τους αγίους… Στο σπίτι δεν δεχόταν κανέναν. Έδωσε τις φωτογραφίες των παιδιών της σ’ έναν καλό ζωγράφο, για να τις φτιάξει τα δύο πορτραίτα τους σε φυσικό μέγεθος. Ύστερα τους έβαλε πολυτελείς κορνίζες, άδειασε το σαλόνι και τα κρέμασε στον τοίχο, το ένα απέναντι στο άλλο. Τα σκέπασε με λεπτό και διαφανές ύφασμα και τοποθέτησε στη βάση του καθενός ένα κηροπήγιο με μία λαμπάδα. Κάθε τόσο άναβε τις λαμπάδες, κοίταζε τα παιδιά της και συζητούσε μαζί τους.
Κάποια μέρα ο όσιος Παναγής μπήκε σ’ ένα πλοιάριο από το Ληξούρι και βγήκε στο Αργοστόλι. Ξεκίνησε σιγά-σιγά με το ραβδί του για το σπίτι της χήρας! Όταν χτύπησε την πόρτα, βγήκε εκείνη στο παράθυρο. Μόλις είδε τον άγνωστό της ιερέα, θύμωσε και άρχισε να τον βρίζει με τα πιο χυδαία λόγια. Εκείνος την παρακάλεσε και δεύτερη και τρίτη φορά να του ανοίξει, γιατί ήθελε κάτι να της πει. Η γυναίκα όμως συνέχιζε με δριμύτερο υβρεολόγιο.
– Ή μου ανοίγεις ή ανοίγω μόνος, είπε τότε ο όσιος.
Και την ίδια στιγμή σταύρωσε το ραβδί του την πόρτα, η οποία αμέσως άνοιξε!
Η κυρία έμεινε άφωνη! Ο άγιος ανέβηκε τη σκάλα και προχώρησε στο σαλόνι, λέγοντας να τον ακολουθήσει. Όταν μπήκαν στο σαλόνι, της είπε:
– Κάθισε σε μια γωνιά και θα δεις κάτι που δεν το περιμένεις.
Αφού προσευχήθηκε λίγο, τα καλύμματα που σκέπαζαν τα πορτραίτα έπεσαν, και τα δύο παιδιά παρουσιάσθηκαν ζωντανά στη μέση του δωματίου! Τότε βγάζουν από ένα πιστόλι, πυροβολούν ταυτόχρονα ο ένας τον άλλον και πέφτουν και οι δύο νεκροί. Ύστερα απ’ αυτό το γεγονός βρέθηκαν πάλι στα πορτραίτα, όπως πριν.
Ενώ η γυναίκα παρακολουθούσε άφωνη και τρομαγμένη, της λέει ο παπα-Μπασιάς.
– Κυρία μου, ο Θεός σε αγαπά! Πήρε λοιπόν τα παιδιά σου με φυσικό θάνατο, για να μη δεις αυτό που είδες τώρα. Και τα δύο παιδιά είχαν αγαπήσει την ίδια γυναίκα και επρόκειτο να σκοτωθούν με τον τρόπο που είδες. Μετανόησε λοιπόν. Ευχαρίστησε τον Θεό και συνέχισε τις φιλανθρωπίες, όπως και πρώτα.
Πράγματι η αρχόντισσα μετανόησε και συνέχισε με περισσότερο ζήλο την πρώτη της ζωή.
Από το βιβλίο: ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ. Τόμος δεύτερος. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013, σελ. 158.