Εκείνος ο οποίος θέλει να γίνει πνευματικός άνθρωπος, όχι απλώς πρέπει να αγωνίζεται να είναι ταπεινός, αλλά να χτυπάει κάτω τον εαυτό του σαν χταπόδι.
Θα σας πω τι κάνει ένας ασκητής στο Άγιον Όρος, ένας μοναχός, ο οποίος, όπως δείχνουν τα πράγματα, έγινε πραγματικά αληθινός άνθρωπος, πραγματικά φωτισμένος και χαριτωμένος άνθρωπος, χωρίς πολλές γνώσεις, χωρίς πολλά γράμματα. Αυτός είναι ξένος μάλιστα, Ρουμάνος. Είναι πάμπτωχος και πηγαίνει πότε στο ένα μοναστήρι, πότε στο άλλο, κάτι να ζητήσει, για να ζήσει.
Και όταν πηγαίνει σε ένα μοναστήρι, λέει: «Εγώ ήρθα. Αν με διώξετε, εγώ σκύλος είμαι, ε, καλό είναι για μένα· καλό θα μου κάνετε. Αν πάλι μου δώσετε κάτι που ζητώ, πάλι καλό είναι». Δηλαδή, δεν δυσκολεύεται καθόλου να λογαριάσει τον εαυτό του ένα τέτοιο πράγμα: «Ε, και που θα με διώξετε, σκύλος είμαι· τον σκύλο τον διώχνουν».
Δεν δυσκολεύεται καθόλου να πάρει αυτή τη στάση, να πάρει αυτή τη θέση, να θεωρεί έτσι τον εαυτό του – όπως το βρίσκουμε στους νηπτικούς Πατέρες. Γιατί; Γιατί ξέρει καλά, έμαθε καλά-καλά ότι ο άνθρωπος, έτσι όπως είναι μετά την πτώση, είναι κάτι πολύ χειρότερο από αυτό που λέει αυτός ότι είναι. Το ξέρει καλά-καλά και δεν δυσκολεύεται να το πει· ούτε του κακοφαίνεται, αν του μιλήσουν οι άλλοι έτσι· ούτε παραξενεύεται, ούτε κάτι μέσα του αντιδρά και κλωτσάει, όταν τυχόν ακούει κάτι τέτοιο.
Έμαθε καλά-καλά αυτή την αλήθεια, ζει αυτή την αλήθεια, ζει αυτή την πραγματικότητα, και έτσι, παύει πια να ελπίζει σε κάτι δικό του, ό,τι κι αν είναι αυτό· παύει πια να περιμένει κάτι από οτιδήποτε δικό του. Και παρουσιάζεται έτσι ενώπιον του Θεού. Και ο Θεός πλέον δεν συναντά στον άνθρωπο αυτόν καμιά δυσκολία και δίνει τη χάρη του αφειδώς. Και η χάρη αυτή τον κάνει αληθινό άνθρωπο.
Ενώ, ένας άνθρωπος που ζει στη σύγχρονη κοινωνία, όπου τόσος λόγος γίνεται για πολιτισμό, για ευγένεια, για τόσα άλλα πράγματα – που είναι καλά αυτά καθ’ εαυτά – αυτός δυσκολεύεται πάρα πολύ να δει έτσι τον εαυτό του, όπως ο ασκητής αυτός. Δυσκολεύεται πάρα πολύ να μην κλονιστεί μέσα του καθόλου, όταν οι άλλοι τον βλέπουν έτσι· μάλιστα, ευχαρίστως και με πολύ καλή διάθεση να δεχθεί να τον βλέπουν οι άλλοι έτσι. Δυσκολεύεται πάρα πολύ. Και έτσι, μένουν πάντοτε κλειστές οι θύρες της ψυχής του, και δεν μπορεί να περάσει μέσα του η χάρη του Θεού και να τον μεταβάλει, να τον αγιάσει.
Μπορεί επομένως να καταλάβει κανείς πόσο καλύτερες θα ήταν όλες οι στιγμές της ζωής μας – εδώ μέσα στον κόσμο που ζούμε εμείς και έχουμε να κάνουμε με τον έναν και με τον άλλο, που ο ένας μας μιλάει έτσι, ο άλλος μας συμπεριφέρεται αλλιώς, που συναντούμε τούτο κι εκείνο – ναι, πόσο καλύτερα, πόσο ευκολότερα, πόσο πιο πνευματικά θα ζούσαμε, εάν λίγο, έστω λίγο, μπορούσαμε να πάρουμε κάτι από αυτό το πνεύμα, από αυτή τη νοοτροπία, από αυτή τη σκέψη του ασκητού που ανέφερα.
Εάν δηλαδή μπορούσαμε λίγο – αν όχι στον βαθμό που εκείνος τη ζει αυτή την πραγματικότητα, τουλάχιστον κάπως – να δεχθούμε ότι κάτι τέτοιο είμαστε, και ενώπιον του Θεού και ενώπιον των ανθρώπων και ενώπιον του εαυτού μας. Και όταν αυτό το πράγμα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μας το πουν, ή όταν αποδειχθεί από τα πράγματα ότι έτσι είμαστε, να το χαιρόμαστε, με χαρά και ευχαρίστως να το δεχόμαστε.
Τότε θα απαλλαγούμε από πάρα πολλούς θυμούς, από πάρα πολλά θιξίματα, από πάρα πολλές υποψίες, από πάρα πολλές υπόνοιες, από πάρα πολλές στενοχώριες. Θα φύγουν όλα αυτά τα πράγματα που είναι ξένα προς τον αληθινό άνθρωπο, όλα αυτά δηλαδή που βασανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο, τον πολιτισμένο άνθρωπο, τον γεμάτο ευγένεια σύγχρονο άνθρωπο, και τον κάνουν δυστυχισμένο, σαν να ζει μέσα σε μια κόλαση.
Όλα αυτά θα φύγουν σαν ξένα πράγματα, όταν κανείς σκεφθεί έτσι και πάρει αυτή τη θέση. Θα απαλλαγεί τότε κανείς από αυτά, και εκείνο που θα υπάρχει μέσα του θα είναι η χάρη του Θεού, η οποία θα τον κάνει αληθινό άνθρωπο, πνευματικό άνθρωπο.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Μέσα στην έρημο του κόσμου», Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2009, σελ. 33.
Η χάρη του Θεού θα σε κάνει πνευματικό άνθρωπο