Χαιρόταν περιμένοντας το μακάριο τέλος ο Ρώσος ερημίτης της Καψάλας ιερομόναχος Τύχων. Κυριολεκτικά ο μακάριος αυτός αθωνίτης έπαιζε με τον θάνατο!
Άνοιξε ο ίδιος τον τάφο του δέκα μέτρα περίπου από το κρεββάτι του. Τον έσκαψε με τα χέρια του και στο σωρό του χώματος που έβγαλε, τοποθέτησε ένα φτυάρι.
– Να, έτσι ρίξει χώμα, έλεγε στον υποτακτικό του π. Παΐσιο και έκανε τη σχετική κίνηση ρίχνοντας μια φτυαριά χώμα μέσα στον τάφο του.
Φύτεψε και ένα δεντρολίβανο στην άκρη. Συχνά έδινε οδηγίες για το τι θα κάνουν στην έξοδό του.
– Πεθαίνει παπα-Τύχων; Σιωπή! Κάνει κομποσχοίνι. Μετά λες: Παπα-Τύχων πέθανε.
Και άλλοτε πρόσθετε:
– Καλός, όχι καλός παπα-Τύχων… Θεός Δευτέρα Παρουσία πει καλός, όχι καλός.
Είχε ετοιμάσει ο άνθρωπος του Θεού και γράμματα που θα τα έστελναν μετά τον θάνατο του σε γνωστούς και φίλους του. Ανάμεσα στους παραλήπτες ήταν ο πατριάρχης Μόσχας Αλέξιος, μητροπολίτες, ιερομόναχοι και άλλοι. Έγραφε λοιπόν:
«Φίλος παπά-Τύχων απέθανε ημέρα… (άφηνε κενό) παρακαλώ διάβασε μια ευχή».
Πολλές φορές τον ρωτούσαν οι νεαροί μοναχοί του γειτονικού μοναστηριού:
– Θα σου κόψουμε φέτος, παπά-Τύχων, ξύλα για τον χειμώνα;
– Θα κόψετε, αν δεν πεθάνει. Αν πεθάνει, δεν θα κόψετε, απαντούσε.
Κάποτε του έδωσαν ένα κλαδί βασιλικό για να μυρίσει. Αφού ανέπνευσε την ευωδία του, έκανε ποικίλους μορφασμούς που έδειχναν την ικανοποίησή του από το άρωμα και αμέσως πρόσθεσε:
– Καλό βασιλικό αυτό, μα καλύτερο Παράδεισος!
Στο τέλος πια της πορείας του ο Κύριος του αποκάλυψε ότι επρόκειτο να τον παραλάβει. Κάλεσε τότε τον π. Παΐσιο για να είναι κοντά του. Εκείνος τον φρόντιζε με πολλή στοργή και αγάπη. Σαν πραγματικό του πατέρα τον έβλεπε. Ο γέροντας ήθελε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του και έλεγε με δάκρυα:
– Γλυκό Παΐσιο.
Μια μέρα λέει στον υποτακτικό του:
– Παπά-Τύχων, αν θέλει ο Θεός ζήσει μία εβδομάδα, δέκα μέρες…
Σε λίγες μέρες ο π. Παΐσιος μπαίνει μέσα στο κελάκι που ήταν ο γέροντας, και τον είδε να ψάχνει να βρει κάποιον. Γύριζε δεξιά, αριστερά… Σε μια στιγμή ρωτά:
– Πού είναι Παναγία, άγιο Σέργιο, άγιο Σεραφείμ;
Πιάνει το ράσο του υποτακτικού και του λέει:
– Συ, άγιο Σέργιο;
– Όχι, γέροντα, εγώ ο Παΐσιος είμαι.
Ησύχασε για λίγο ο ασκητής, μα ο π. Παΐσιος τον ρώτησε:
– Γέροντα, τι σου είπε η Παναγία;
Και η απάντηση ήταν η εξής :
– Είπε παπά-Τύχωνα περάσει γιορτή της, πάρει!
Και πράγματι, αφού πέρασε η εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου, 8 Σεπτεμβρίου, σε δύο μέρες, στις 10-9-1968, αφού έλαβε το «εφόδιον της αθανασίας», τα Άχραντα Μυστήρια, εξέφρασε την ευχαρίστησή του με προσευχή και με λαμπερό πρόσωπο, έκανε το σημείο του σταυρού και ανεπαύθη.
Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε με πολλή κατάνυξη και το εξαγιασμένο σκήνος ετάφη στον χώρο που είχε ετοιμάσει από καιρό ο ίδιος. Εκεί στο απλό μνήμα υπάρχει στημένο το σημάδι της ελπίδας και της αναστάσεως, επάνω στο οποίο είναι γραμμένα με το χέρι του μακαρίου Τύχωνα τα εξής λόγια: «Αμαρτωλός Τύχων Ιερομόναχος. 60 χρόνια Άγιον Όρος. Δόξα σοι ο Θεός».
Πράγματι δεν υπάρχει καλύτερη δοξολογία του Υψίστου από τη ζωή και την τελευτή των αγίων του!
Από το βιβλίο: ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ. Τόμος δεύτερος. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2008, σελ. 242.