Ο αββάς Σισώης είπε κάποτε με παρρησία: «Έχε θάρρος· πάνε τώρα τριάντα χρόνια που δεν παρακαλώ πια τον Θεό για οποιαδήποτε άλλη αμαρτία, αλλά αυτό που προσεύχομαι είναι· “Κύριε Ιησού, προστάτεψέ με από τη γλώσσα μου”. Και μέχρι τώρα πέφτω καθημερινά εξαιτίας της και αμαρτάνω».
Ένας αδελφός ανέφερε στον αββά Σισώη: «Βλέπω ότι έχω μόνιμα τη μνήμη του Θεού». Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Δεν είναι σπουδαίο να βρίσκεται ο λογισμός σου στον Θεό. Το σπουδαίο είναι να βλέπεις τον εαυτό σου πιο κάτω απ’ όλη την κτίση. Γιατί αυτό και ο σωματικός κόπος οδηγούν στην ταπεινοφροσύνη».
Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη: «Τι να κάνω, αββά, που έπεσα;» «Σήκω πάλι», του απάντησε ο γέροντας. «Σηκώθηκα», είπε ο αδελφός, «και πάλι έπεσα». «Σήκω ξανά και ξανά», του είπε ο γέροντας, και ο αδελφός ρώτησε: «Ως πότε;» Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Ώσπου να σε βρει ο θάνατος, είτε στο καλό είτε στην πτώση. Γιατί σε όποιο βρεθεί ο άνθρωπος, μ’ εκείνο και φεύγει».
Έλεγαν για τον αββά Σισώη ότι, όταν πλησίαζε ο θάνατός του και οι πατέρες κάθονταν κοντά του, έλαμψε το πρόσωπό του, και τους είπε: «Μόλις ήρθε ο αββάς Αντώνιος». Σε λίγο είπε: «Τώρα ήρθε η χορεία των προφητών». Έπειτα το πρόσωπό του ξαναέλαμψε πάρα πολύ, και είπε: «Ήρθε και η χορεία των αποστόλων». Και το πρόσωπό του έλαμψε άλλο τόσο και φαινόταν σαν να συνομιλούσε με κάποιους. Τον παρακάλεσαν οι γέροντες λέγοντας: «Με ποιον μιλάς, πάτερ;» «Να», είπε, «ήρθαν άγγελοι να με πάρουν, και τους παρακαλώ να με αφήσουν να μετανοήσω λίγο». Οι γέροντες του απάντησαν: «Δεν έχεις ανάγκη από μετάνοια, πάτερ». «Ειλικρινά», τους αποκρίθηκε ο γέροντας, «δεν βλέπω στον εαυτό μου ότι έβαλα αρχή». Από αυτό κατάλαβαν όλοι ότι είναι τέλειος. Ξαφνικά έλαμψε πάλι το πρόσωπό του σαν τον ήλιο, και όλοι φοβήθηκαν. Και τους είπε: «Κοιτάτε, ήρθε ο Κύριος και λέει· “Φέρτε μου το σκεύος της ερήμου”». Και αμέσως παρέδωσε το πνεύμα· φάνηκε τότε κάτι σαν αστραπή και όλο το κελλί πλημμύρισε ευωδία.
Από το βιβλίο: Το Γεροντικό, τόμος Α’, μετάφραση. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 310 (Αββάς Σισώης 5, 13, 38, 14).