Ο π. Γεννάδιος ήταν μοναχός της Μονής Ιβήρων. Ήταν και οδοντίατρος. Ο γέροντάς μου Ιωάσαφ τον είχε βοηθήσει, όταν ερχόταν να γίνει μοναχός, θαυμαστώ τω τρόπω. Έτυχε να συνταξιδεύουνε μαζί από την Θεσσαλονίκη για την Ουρανούπολη και το Άγιον Όρος. Ο π. Γεννάδιος παρακαλούσε την Παναγία, γιατί είχε ένα πρόβλημα: «Παναγία μου, τώρα που θα μπω στο λεωφορείο να ταξιδέψω στο Άγιο Όρος, σε παρακαλώ, ας βρεθεί ένας γέροντας να καθίσω κοντά του, ένας Αγιορείτης». Τότε βλέπει εκεί ότι το νούμερο που είχε στο εισιτήριό του, όταν μπήκε, ήταν δίπλα σε ένα γέροντα, και αυτός ήταν ο γέρων Ιωάσαφ, ο γέροντάς μας. Συνταξιδέψανε λοιπόν μαζί μέχρι τις Καρυές και στον δρόμο συνομιλούσανε. Από τότε συνάψανε φιλία, που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής τους. Λοιπόν ο γέροντάς μου τον πήγε στον γέροντα Μάξιμο στην Ιερά Μονή των Ιβήρων. Εκεί έγινε υποτακτικός τού γέροντος Μαξίμου, που ήταν προσμονάριος πενήντα χρόνια στην Παναγία την Πορταΐτισσα.
Έρχεται, λοιπόν, ο π. Γεννάδιος στον γέροντα εδώ και του λέγει: «Γερο-Ιωάσαφ, δώσε μου τον πατέρα Βασίλειο, να μη πάω μόνος μου, να πάμε παρέα, να δούμε τον πατέρα Γεώργιο, γιατί φέτος μας είπε ότι θα κοιμηθεί». «Παρ’ τον», του λέει ο γέροντας.
Στον δρόμο, καθώς πηγαίναμε προς το κελλί του αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου, μου λέει ο π. Γεννάδιος: «Πάτερ Βασίλειε, εσύ που είσαι παλαιότερος εδώ πέρα, έχω μια σφοδρή επιθυμία. Να βρούμε κανέναν ξυλογλύπτη, να μου κάνει μία καρδιά από ξύλο, και εγώ να κάνω μέσα την Παναγία χρυσή, γιατί ξέρω από σχέδιο… Να κάνω την Παναγία μας χυτή χρυσή, να την βάλουμε μέσα στην καρδιά. Μάλιστα θα ήθελα στην καρδιά να έχει και τριαντάφυλλα», μου έλεγε. Του λέγω: «Αυτό είναι πανεύκολο». Τότε υπήρχαν πολλοί ξυλογλύπτες. «Θα πούμε σ’ ένα ξυλογλύπτη να σου κάνει μία καρδιά. Δεν είναι τίποτα αυτό. Εύκολο είναι. Μη στεναχωριέσαι». Μου λέγει: «Ξέρεις, πάτερ Βασίλειε; Την έχω την Παναγία μέσα στην καρδιά μου». Και όντως την αγαπούσε, την υπεραγαπούσε την Παναγία μας ο π. Γεννάδιος.
Εκείνη την στιγμή που τα λέγαμε αυτά, από την απέναντι μεριά του δρόμου, να! ένας γέροντας, ψηλός, ασπρογένης, μακρυγένης. Του βάζουμε μετάνοια. Του φιλάμε το χέρι. Στον πατέρα Γεννάδιο, ο οποίος του φίλησε δεύτερος το χέρι, του δίνει ένα μαντηλάκι λέγοντάς του: «Πάτερ Γεννάδιε, αυτό για σένα». Τον αποκάλεσε με το όνομά του. Τον κοιτάζω εγώ και του λέγω: «Τον ξέρεις τον γέροντα αυτόν;». «Όχι», μου λέει. «Εσύ; Έχεις πολλά χρόνια εδώ πέρα, εγώ είμαι νέος μοναχός». «Όχι», του λέω. «Και εγώ πρώτη φορά τον βλέπω». Κοιτάμε πίσω, για να δούμε τον γέροντα. Εξαφανίστηκε από τον δρόμο. «Ε», λέω, «κάπου θα πήγε μέσα στο δάσος. Για να δούμε τι σου έδωσε. Εμένα δεν μου έδωσε τίποτα», παραπονέθηκα.
Ανοίγει το μαντηλάκι και βλέπουμε μία καρδιά με την Παναγία χρυσή μέσα, και μάλιστα την Πορταΐτισσα. Δεν ήταν οποιαδήποτε Παναγία, αλλά η Πορταΐτισσα. Τότε και εγώ πονήρεψα και του λέω: «Είχατε ραντεβού με τον γέροντα και με κορόιδευες τόσην ώρα λέγοντάς μου, να βρούμε κάποιον ξυλόγλυπτη να σου κάνει μια καρδιά». «Όχι», λέει. «Ούτε τον ξέρω, ούτε τον έχω ξαναδεί». Αλλά τον αποκάλεσε με το όνομα του, εκείνη την στιγμή που επιθυμούσε. Τανκ! Αυτήν την καρδιά την κρατούσε πάντα επάνω του.
Όταν κοιμήθηκε ο π. Γεννάδιος, ο υποτακτικός του την άφησε επάνω του, και τον θάψαμε μαζί με την καρδιά. Μάλιστα σήμερα σκεφτόμουνα ότι μπορεί το ξύλο να σάπισε, αλλά το μέταλλο το χρυσό… Αν θα ανοίξουνε τον τάφο στα τρία ή επτά χρόνια –πότε θα τον ανοίξουνε δεν ξέρω–, μπορεί να την βρούμε την Παναγίτσα αυτή. Δεν έπρεπε να την βάλει μέσα στον τάφο, αλλά δυστυχώς την έβαλε.
Διηγείται ο π. Βασίλειος των Ιωασαφαίων.
Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 32 (2007), άρθρο: «ΕΝΑΡΕΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ. Συνομιλία με τους πατέρες του Ιερού Γρηγοριατικού Κελλίου των Ιωασαφαίων Καρυών», σελ. 89 (αποσπάσματα).
Ο π. Γεννάδιος Ιβηρίτης και η αγάπη του για την Παναγία