Ο Γέροντας ήξερε ότι πλησίαζε η ώρα του για να “φύγη”. Έλεγε, πριν την κοίμησή του σε πολλούς, σε πατέρες, σε πνευματικοπαίδια του: “Εγώ, παιδιά μου, θα φύγω σ’ ένα χρόνο…, εγώ θα φύγω σε λίγους μήνες…, εγώ θα φύγω σε λίγες βδομάδες…, εγώ θα φύγω σε λίγες μέρες…”. Όμως τα παιδιά του δεν τον πίστευαν, διότι λέγανε ότι εφ’ όσον ήταν άρρωστος, έτσι τα λέει αυτά· ήταν εξ άλλου και σχετικά νέος 70 στα 71.
Στις 17 Νοεμβρίου του 1991, ημέρα Κυριακή, ο γέροντας Ιάκωβος με παρακάλεσε να βρίσκωμαι στις 21 Νοεμβρίου στο Μοναστήρι του. Πώς έγινε αυτό; Εγώ τον είδα στον ύπνο μου στις 17 Νοεμβρίου που πήγα να ξεκουραστώ. Τον βλέπω στον ύπνο να βρίσκεται σε μια πάρα πολύ μεγάλη άσπρη εκκλησία, σε ένα ψηλό λόφο· έλαμπε ολόκληρος ο λόφος από τον πολύ ήλιο, και μέσα είχε κόσμο αμέτρητο και μου είπε: “Δεν θα μου μιλήσης ούτε θα σου μιλήσω εδώ· θα έρθης από κοντά να μιλήσουμε στο Μοναστήρι. Άκουσες τι σου είπα; Δεν θέλω αντίρρηση. 21 Νοεμβρίου θα έρθης στο Μοναστήρι”.
Ξυπνάω και παίρνω τηλέφωνο στο Μοναστήρι. Το σηκώνει ο π. Κύριλλος και μου λέει “είχαμε την συζήτησή σου με τον Γέροντα και θέλει να έρθης οπωσδήποτε στις 21 Νοεμβρίου”. Αφού μου το ζητά ο Γέροντας σκέφθηκα ότι πρέπει να πάω. Μου λέει, επίσης, ο π. Κύριλλος ότι θα έρθη στην Αθήνα με το χέρι του οσίου Δαυΐδ, άμα θέλω να πάω να το προσκυνήσω και να τα πούμε από κοντά. Όταν τον είδα από κοντά, του είπα το όνειρό μου και του λέω:
– Πάτερ Κύριλλε, πέρασε από το μυαλό μου μήπως ο γέροντας Ιάκωβος “φύγη” για τον ουρανό, γιατί αυτό που είδα δεν ήταν φυσιολογικό. Είδα τον Γέροντα να λειτουργή λαμπροφορεμένος πάνω από την αγία Τράπεζα, με πλήθος κόσμου σε μία άγνωστη εκκλησία.
– Τι να σου πω, παιδάκι μου…, δεν νομίζω…, έλα εσύ όμως και θα δούμε.
Φεύγω, λοιπόν, στις 21 Νοεμβρίου πρωί-πρωί, γιατί η προϊσταμένη δεν μου έδινε άδεια για μία μέρα, και έτσι θα πήγαινα μισή μέρα και το βράδυ θα γυρνούσα να κάνω την βάρδια μου. Θα πήγαινα και θα γύρναγα την ίδια μέρα, ίσα-ίσα να δω την χειροτονία του π. Ιλαρίωνα σε διάκο (αργότερα ονομάστηκε π. Ιάκωβος). Είχε πει ο γέροντας Ιάκωβος: “Να δω αυτό το παιδί διάκο και ας πεθάνω”. Και όντως έτσι έγινε.
Εγώ θεώρησα καλό να πάω πρώτα στα Φύλλα Ευβοίας, όπου γινόταν η χειροτονία, και μετά να πάω στον Γέροντα. Βρέθηκα στην χειροτονία, άκουσα την συμμαρτυρία του γέροντα Ιακώβου και ανέβηκα με μια χαρά να τρέξω να πω στον γέροντα Ιάκωβο αυτά που είδα.
Ξεκινήσαμε από τα Φύλλα Ευβοίας με το αμάξι μιας φίλης μου, οδηγούσε ο άντρας της, και φτάσαμε στο Μοναστήρι μέσα σε μία ώρα και ένα τέταρτο, ενώ κανονικά είναι μια απόσταση τριών ωρών. Ο ίδιος ο άντρας της φίλης μου, όταν είδε το ρολόι του, μου λέει: “Βρε, Γερασιμούλα, τι γίνεται εδώ πέρα; πετάει ο Γέροντας… πετάμε και εμείς;”. Το είπε αυτό, γιατί τον Γέροντα πολλές φορές τον βρίσκαμε στην Λίμνη, πηγαίναμε εμείς με το αυτοκίνητο επάνω και ο Γέροντας είχε βρεθή πιο μπροστά από εμάς με τα πόδια στο Μοναστήρι. Εγώ έχω προσωπική εμπειρία που τον είδα. Μοναστήρι-Λίμνη είναι απόσταση είκοσι με τριάντα λεπτά … κάπου εκεί.
Φτάνοντας στο Μοναστήρι “πετώντας”, λέει ο Γέροντας σ’ έναν πάτερ Εφραίμ να του φτειάξη έναν καφέ και να μου πη να πάω στο δωμάτιό του και να μην μας ενοχλήση κανείς. Επειδή ήξερε ότι κάθε λίγο κάποιος θα χτυπούσε την πόρτα, λέει: “Θα κλειδώσης την πόρτα, ώστε να καταλάβουν ότι δεν πρέπει να μας ενοχλήσουν καθόλου” και κλείδωσα την πόρτα.
Καθήσαμε δυο-τρεις ώρες μαζί μέχρι τις 4:20. Η συζήτηση ήταν για πάρα πολλά θαύματα του οσίου Δαυΐδ, όπως και επίσης μου είπε και το θαύμα με την Παναγία “την Ξενιά”, που του είχε κάνει. Δηλαδή, ανέφερε τα πιο θαυμαστά γεγονότα που είχαν γίνει στην ζωή του, και η διήγηση κράτησε τρεις ώρες. Μετά με ρώτησε και μένα τι γίνεται με την δουλειά, και του είπα. Και μου είπε ότι θα με διώξουν από το Νοσοκομείο και ότι θα μου πονέση το στομάχι, και με παρακάλεσε να μην αφήσω κανέναν γιατρό να μου κάνη εγχείρηση στο στομάχι, γιατί ο όσιος Δαυΐδ του είπε ότι θα με βοηθήση και θα με κάνη καλά, τα οποία έγιναν αργότερα όλα αυτά ακριβώς έτσι, όπως τα είπε ο Γέροντας. Φτάνουμε, λοιπόν, στην ώρα που μου λέει ότι ο όσιος Δαυΐδ έρχεται μέσα στο δωμάτιό του.
– Ωραία, λέω, Γέροντα, αφού ήρθε ο όσιος Δαυΐδ, να βγω έξω, να πήτε εσείς τα δικά σας.
Εγώ τον όσιο Δαυΐδ δεν τον είδα, ούτε άκουσα την φωνή του.
– Όχι, μου λέει ο Γέροντας. Ο όσιος Δαυΐδ μου είπε να κάνης την Παράκληση, γιατί χαίρεται όταν την λες. Και εκείνος θα σε βοηθήση και θα μου πη τι θέλει από εσένα και θα σου το πω εγώ…
Άρχισα, λοιπόν, να κάνω την Παράκληση. Τέλειωσα την Παράκληση και πήγα κοντά του:
– Ο όσιος Δαυΐδ μου είπε να σου πω ότι θα σου συμβούν πάρα πολλά στην ζωή σου, αλλά μέχρι τελευταίας σου πνοής θα είναι δίπλα σου, και εγώ, όμως, θα είμαι δίπλα σου. “Θεός όπου βούλεται, νικάται φύσεως τάξις”. Όλα καλά θα πάνε, έτσι μου είπε να σου πω· και επειδή θα συμβή κάτι τώρα, δεν θα στεναχωρηθής ό,τι και να συμβή· μου το υπόσχεσαι;
Και στην συνέχεια, λέει:
– Αύριο το πρωί εγώ δεν θα σηκωθώ να λειτουργήσω· θα χτυπάνε οι καμπάνες, και εγώ θα κοιμάμαι εδώ στο κρεββάτι.
– Γέροντα, να πης στον π. Κύριλλο να σου χτυπήση την πόρτα, να σε ξυπνήση, να σε πάη εκείνος.
– Όχι, δεν θα μπορή να με ξυπνήση ο π. Κύριλλος· θα χτυπάνε οι καμπάνες, και εγώ θα κοιμάμαι.
– Γέροντα, εγώ δεν πάω στην εκκλησία από τα άγρια χαράματα. Θέλεις να περάσω να σε ξυπνήσω, να σε σηκώσω σιγά-σιγά να πάμε στην εκκλησία;
– Όχι, παιδί μου, κανείς δεν θα μπορέση να με σηκώση εμένα για να κατεβώ να λειτουργήσω. Αύριο το πρωί θα χτυπάνε οι καμπάνες, και εγώ θα κοιμάμαι.
– Καλά, Γέροντα, θα είσαι τόσο χάλια φαίνεται.
– Παιδάκι μου, δεν είμαι καλά.
– Γέροντα, να φωνάξω έναν γιατρό;
– Όχι, όχι, παιδάκι μου, αλλά δεν αισθάνομαι καλά. Όμως τώρα πρέπει να σηκωθώ, γιατί έρχονται οι πατέρες που έγινε η χειροτονία. Πώς ήτανε αλήθεια;
– Γέροντα, ήθελα να σου πω και πριν… ήταν κάτι διαφορετικό… δεν γνώριζα το παιδί έτσι όπως έψελνε, δεν γνώριζα την φωνή του… νόμιζα ότι κάποιος άλλος ψέλνει.
– Άλλος έψελνε, παιδί μου, ο Παράκλητος, το πνεύμα της Αληθείας έψελνε, δεν ήταν αυτός. Ήτανε καλά;
– Ναι, πολύ ωραία Γέροντα· διάβασαν και την συμμαρτυρία.
– Ναι, παιδάκι μου, τον άκουγα νοερώς· εκεί ήμουν· εγώ όλα τα άκουγα και όλα τα έβλεπα· νοερώς εκεί ήμουνα…· δεν ήτανε όμορφα;
– Όλα πάρα πολύ όμορφα, Γέροντα, ήτανε, πάρα πολλή ευλογία Θεού.
– Παιδί μου, να τώρα έρχεται, άνοιξε την πόρτα, γιατί όπου να ‘ναι ανεβαίνουν τις σκάλες και έρχονται.
Εκείνη την ώρα, μου ζήτησε να ψάλω το τροπάριο του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου (κατά σύμπτωση το είχα μάθει εκείνη την ημέρα). Ψέλνοντας πήγα ξεκλείδωσα την πόρτα, αφού προηγουμένως του είχα βάλει το ράσο και τα παπούτσια, για να είναι έτοιμος να κατέβη στην εκκλησία. Εκείνη την ώρα ακούω, “Γερασιμία, τρέξε! ζαλίζομαι”. Τρέχοντας, τον προλαβαίνω να μην χτυπήση το κεφάλι του στο πάτωμα, γιατί είχε πάθη ήδη ανακοπή, και του φέρνω ένα μαξιλάρι να μπορή να πάρη ανάσες. Χτυπούσαν την πόρτα και έπρεπε να ανοίξω. Ανοίγω και λέω: “Τρέξτε να φέρετε γιατρό, φέρτε και την Κάρα του οσίου Δαυΐδ, δεν βλέπω τον Γέροντα να ζη, φέρτε τις πρώτες βοήθειες”.
Φωνάζουν έναν γιατρό. Στο μεταξύ εγώ τον κράταγα στα χέρια μου ψηλά, για να παίρνη ανάσες, και έβλεπα ότι χάνει τον σφυγμό του. Ο π. Κύριλλος διάβαζε την ευχή με την αγία Κάρα του οσίου Δαυΐδ, και με το που τελείωσε η ευχή που διάβαζε ο π. Κύριλλος πάνω από το κεφάλι του Γέροντα, αισθάνθηκα ότι έκανε μια αναπνοή ελαφριά και, όπως είχε πη “σαν πουλάκι, παιδιά μου, θα φύγω”, αισθάνθηκα ένα φύσημα να βγαίνη και τον σφυγμό να μην υπάρχη πλέον. Τα μάτια του ο Γέροντας τα είχε κατάματα στα μάτια τα δικά μου· δεν έχασαν τα μάτια του την θέση τους, όπως γίνεται όταν κάποιος φεύγη απ’ την ζωή, δεν αληθόρισε, δεν έχασε καθόλου την θωριά του, σαν να σου μιλούσε, σαν να σε έβλεπε, σαν να είναι εκεί ζωντανός, γι’ αυτό και δεν του έκλεισα τα μάτια, περίμενα τον γιατρό. Έρχεται ο γιατρός, του κάνει το καρδιογράφημα, βλέπει ότι είναι τελειωμένος και μας είπε να του κλείσουμε τα μάτια.
Τον κατεβάσαμε στην εκκλησία και ο κόσμος περνούσε να τον ασπαστή. Μαθεύτηκαν τα νέα από τον σταθμό της Εκκλησίας και από την άκρη του κόσμου τρέχανε να έρθουν στο Μοναστήρι. Έγινε κοσμοσυρροή! Γέμισε όλη η εκκλησία και όλος ο αυλόγυρος! Είναι πράγματα που μόνον ένας άγιος μπορεί να τα κατορθώση με την Χάρη του Θεού. Και έρχεται η ώρα, που ένας γνωστός μου πάει να τον προσκυνήση, και τον βλέπουμε τον Γέροντα να ανοίγη τα μάτια του. Δεν το είδα μόνον εγώ, το είδαν παπάδες, το είδαν και άλλοι άνθρωποι. Ώρες-ώρες άνοιγε τα μάτια του και μας έβλεπε. Τα μάτια του ορθάνοιχτα και τα ξαναέκλεινε. Το σοκ ήταν πάνω από τις δυνάμεις μας.
Και στην περιφορά, δεν τον είδαν λίγοι άνθρωποι, το είδαν αρκετοί άνθρωποι, όπως μας το είχε πη ο ίδιος ο Γέροντας: “Πού να κάνω πως σηκώνομαι την ώρα της περιφοράς της κάσας και να σας ευλογώ κιόλας!”. Και πραγματικά, καθώς γυρίζαμε το λείψανο αυτού του αγίου ανθρώπου, σήκωσε το χέρι του και ευλόγησε τον κόσμο.
Ήρθε στην κηδεία και ο Μητροπολίτης Προκόπιος και χάρηκα πάρα πολύ. Λέγαμε όλοι μαζί το “Χριστός Ανέστη”, όλοι με ένα στόμα, και το “Ότε κατήλθες προς τον θάνατον”. Δηλαδή, ψάλλαμε Αναστάσιμα τροπάρια την ώρα της κηδείας του Γέροντα.
Ο Γέροντας είχε δη ότι θα πεθάνη και μου είχε πει, “θα μείνης στο Μοναστήρι τρεις μέρες”. Εμένα η προϊσταμένη του Νοσοκομείου στο οποίο δούλευα δεν μου έδινε άδεια, μου είχε πει να γυρίσω, το βράδυ να είμαι πίσω. Και λέω στον Γέροντα:
– Τι θα πω στην προϊσταμένη; Με περιμένει το βράδυ.
– Θα της πης ότι ο παππούς μου πέθανε και πρέπει να μείνω.
Όταν πέθανε ο Γέροντας την παίρνω τηλέφωνο και της λέω, “συγγνώμη, πέθανε ο παππούς μου και πρέπει να μείνω…”. “Και μένα πέθανε ο πατέρας μου, σε καταλαβαίνω… να μείνης, και όποτε θέλεις, να με πάρης τηλέφωνο να έρθης”. Αυτό έγινε, για να είμαι και στα τριήμερα.
Μαρτυρία Γερασιμούλας (πνευματικής κόρης του Αγίου Ιακώβου)
Από το βιβλίο: “Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)”. Γ’. Μαρτυρίες, σελ. 283 (αποσπάσματα). Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.