Ο άγιος Κλήμης ήταν ακόμη μωρό, όταν πέθανε ο πατέρας του. Η μητέρα του λοιπόν, μένοντας έτσι χωρίς τον άντρα της και στηρίζοντας τις ελπίδες της, μετά από τον Θεό, μόνο στο παιδί της, τόσο ακούραστα το φρόντιζε, ώστε ήταν γι’ αυτό τα πάντα, και πατέρας και παιδαγωγός και μητέρα.
Ενώ λοιπόν αυτή ήταν η κατάσταση για τον Κλήμη και έτσι ανατρεφόταν σωστά από τη στοργική μητέρα και μεγάλωνε, εκείνη προαισθάνθηκε ότι πλησιάζει το τέλος της. Τοτε, πήρε με στοργή και αγάπη στην αγκαλιά το παιδί, που δεν είχε κλείσει ακόμη τα δέκα, και θέλοντας να το κάνει κληρονόμο όχι τόσο της περιουσίας της, όσο των ουράνιων θησαυρών, το γλυκοφιλούσε και του έλεγε:
«Παιδί μου, παιδί πολυαγαπημένο, παιδί που είδες την ορφάνια πριν να δεις τον πατέρα σου, απέκτησες όμως για πατέρα τον Θεό και έτσι χρησιμοποίησες την ορφάνια για την ευτυχία σου. Εγώ σε γέννησα σωματικά, ο Χριστός όμως σε γέννησε πνευματικά· γνώρισε τον Πατέρα σου και μη διαψεύσεις το όνομα του γιου. Μονο τον Χριστό λάτρευε· στον Χριστό να έχεις την ελπίδα σου. Αυτός είναι αληθινά η αθανασία· αυτός η σωτηρία· αυτός για χάρη μας κατέβηκε από τον ουρανό και ανύψωσε και εμάς μαζί του και μας έκανε παιδιά του και θεούς. Όποιος λοιπόν μπαίνει στην υπηρεσία τέτοιου Κυρίου, θα ξεπεράσει όλα τα δεινά, και όχι μόνο θα νικήσει τους ηγεμόνες και βασιλιάδες που λατρεύουν τα είδωλα, αλλά θα ντροπιάσει και τους δαίμονες που εκείνοι τιμούν, και τον ίδιο τον αρχηγό και επικεφαλής τους, τον διάβολο».
Λεγοντας αυτά, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα· είδε θεία θεωρία με τον φωτισμό της χάρης και άρχισε να λέει προφητικά όσα θα του συνέβαιναν στο μέλλον:
«Σε παρακαλώ, πολυαγαπημένο μου παιδί, σε παρακαλώ, για όλα όσα έκανα, μία χάρη να μου κάνεις. Επειδή έφτασε δύσκολος καιρός και μανιάζει σαν θύελλα ο διωγμός από τους ασεβείς, και ξέρω ότι και εσύ, όπως λέει ο Κύριός μας (Λουκ. 21:12), θα οδηγηθείς για χάρη του μπροστά σε βασιλιάδες και ηγεμόνες, αυτή την τιμή, παιδί μου, να μου δώσεις, το να σταθείς γενναία για χάρη του Χριστού και να μου κρατήσεις ως το τέλος ακλόνητη την ομολογία σου. Και με πεποίθηση, που μου δίνει ο Χριστός μου, σπλάχνο μου, είμαι βέβαιη ότι σύντομα θα στολίσει και το δικό σου κεφάλι το μαρτυρικό στεφάνι.«
»Να ετοιμάζεις λοιπόν τον εαυτό σου και να παρακινείς την ψυχή σου να έχει ανδρεία, για να μη βρεθείς στους αγώνες απροετοίμαστος. Γιατί η πάλη δεν είναι με τυχαίους αντιπάλους ούτε για τυχαία πράγματα. Αντίπαλοι είναι ο ίδιος ο διάβολος με τους δικούς του ανθρώπους και υπηρέτες, και ο αγώνας γίνεται για την αιώνια ζωή και δόξα ή την ατέλειωτη ντροπή και τιμωρία. Ή λοιπόν τα καλά να σε παρακινούν, ή να σε φοβίζουν τα κακά.«
»Είναι ντροπή, παιδί μου, οι στρατιώτες να πεθαίνουν θεληματικά για χάρη του βασιλιά που είναι και αυτός άνθρωπος και θνητός, και εμείς να μη δεχόμαστε όμοια με εκείνους τον θάνατο για χάρη του αθάνατου Βασιλιά. Και αυτοί βέβαια δεν παίρνουν από τον βασιλιά εκείνον τίποτε αντάξιο αυτής της αφοσίωσής τους –γιατί ποιο δώρο αξίζει όσο η ζωή, ή ποια αίσθηση αυτών των δώρων υπάρχει μετά τον θάνατο; Αν όμως πεθάνεις για τον Χριστό, τον κοινό Κύριο όλων, στη θέση της πρόσκαιρης ζωής θα πάρεις την αθάνατη, και αντί για απόλαυση και δόξα και πλούτο που χάνεται, θα απολαύσεις την αιώνια μακαριότητα. Τι νομίζεις; Και αν δεν πεθάνουμε τώρα, δεν θα πεθάνουμε οπωσδήποτε μετά από λίγο, και δεν θα πληρώσουμε το χρέος αυτό, το κοινό σε όλους; Άλλωστε, ο θάνατος για τον Χριστό δεν ταιριάζει να θεωρείται θάνατος, γιατί η αίσθησή του αμβλύνεται με την καλή ελπίδα των μελλοντικών αγαθών.«
»Πρώτα απ’ όλα, παιδί μου, πρέπει να σκεφτείς τα εξής: Ο ίδιος ο κτίστης του κόσμου και δημιουργός του ανθρώπινου γένους έγινε άνθρωπος για χάρη μας και ήρθε στη γη και συναναστρεφόταν τους ανθρώπους. Και γιατί δεν αναφέρω το μεγαλύτερο; Ότι δηλαδή για εμάς τους αχάριστους δούλους ο Κύριος καταδικάστηκε σε θάνατο και δέχτηκε ράπισμα και τελικά πέθανε. Και όλα αυτά τα έπαθε για εμάς και για τη δική μας σωτηρία· για να καταλυθεί η τυραννική εξουσία της αμαρτίας· για να ακυρωθεί η παλιά μας καταδίκη· για να ανοίξουν και πάλι για εμάς οι πύλες του ουρανού. Πώς λοιπόν δεν θα είναι ασυγχώρητο, παιδί μου, ενώ αυτός, που μάλιστα είναι Κύριος, έπαθε όλα αυτά για εμάς, που με θράσος διαπράξαμε ανεπανόρθωτα κακά, εμείς γι’ αυτόν ούτε λίγα να υποφέρουμε;«
»Αυτά να σκέφτεσαι, παιδί μου, και τίποτε να μη σε χωρίσει από την αγάπη του Χριστού· ούτε οι απειλές των ηγεμόνων ούτε τα βασανιστήρια ούτε ο φόβος των πρόσκαιρων αυτών βασιλιάδων, των οποίων η μανία χάνεται μαζί με την αλαζονεία τους και η φωτιά τους σβήνεται και το ξίφος σκουριάζει. Αλλά μάλλον να σε παρακινούν τα αγαθά τα ετοιμασμένα για τους μάρτυρες και ο ίδιος ο ουρανός, που σε περιμένει ως βραβείο του μαρτυρίου».
Με αυτά η μητέρα τον εμψύχωνε όλη τη μέρα, έχοντας το Πνεύμα της αληθινής σοφίας να μιλά μέσω αυτής, αφού και το παιδί, παρά τη μικρή ηλικία του, είχε γεροντική σύνεση και χρειαζόταν βαθύτερες συμβουλές. Και στο τέλος πρόσθετε:
«Τετοια ανταπόδοση, παιδί μου, να κάνεις σ’ εμένα τη μητέρα σου για το ότι σε ανέθρεψα· αυτή να είναι η ανταμοιβή μου για τους πόνους της γέννας, γλυκύτατό μου παιδί, ώστε και εγώ η μητέρα να σωθώ με την τεκνογονία, όπως λέει ο Παύλος (Α’ Τιμ. 2:15), και να δοξαστώ με τα μέλη του παιδιού μου.«
»Εγώ, παιδί μου, φεύγω πια –γιατί με τη δύναμη της χάρης καταλάβαινε ότι πεθαίνει– και το αισθητό αυτό φως δεν θα με φωτίσει το πρωί. Εσύ όμως είσαι, με τη χάρη του Χριστού, φως και ζωή για εμένα, και εσένα το σπλάχνο μου παρακαλώ, να μη διαψευστούν οι ελπίδες μου για εσένα. Μια Εβραία κάποτε έδωσε τους επτά γιούς της για μάρτυρες, και μαρτύρησε και η ίδια με τα επτά σώματά τους (αγία Σολομονή, Δ’ Μακ. 14:12). Εσύ όμως και μόνος μου φτάνεις για να δοξαστώ, και θα είμαι μακάρια εγώ ανάμεσα στις μάνες που θα γίνω ένδοξη εξαιτίας σου. Εγώ τώρα, παιδί μου, πηγαίνω στον ουρανό πριν από εσένα, και σήμερα χωρίζομαι πλέον σωματικά από τα ποθητά σου μάτια. Να το ξέρεις όμως, από τη στιγμή που θα πεθάνω, η ψυχή μου θα εξαρτάται πάντοτε από τη δική σου ψυχή και μαζί της θα προσκυνήσω με θάρρος στον θρόνο του Χριστού, με πολλή καύχηση για τους κόπους σου, με στολίδι μου τις μαρτυρικές πληγές σου· και θα γίνω συμμέτοχη στα πολύτιμα βραβεία σου και στη λαμπρότητά σου».
Τετοια λόγια έλεγε η μητέρα στο παιδί, και καταφιλούσε όλα τα μέλη του, επαναλαμβάνοντας: «Είμαι μακάρια, γιατί φιλώ μέλη μάρτυρα· μέλη που θα προσφερθούν θυσία στον Χριστό». Καθώς λοιπόν έτσι τον αγκάλιαζε και του μιλούσε με πολλή ευχαρίστηση, αναπαύτηκε με τέλος πραγματικά μακάριο, αφήνοντας το πνεύμα της στον Θεό και το σώμα στα γλυκά χέρια του παιδιού της. Και εκείνο εκπλήρωσε όσα οφείλει ένας καλός γιος σε στοργική μητέρα, κήδεψε το σώμα της και έπειτα ακολούθησε τη μοναχική ζωή. Με αυτό δηλαδή πρώτα υπάκουσε στις εντολές της μητέρας, με το να φύγει από τον κόσμο για τον Χριστό, για χάρη του οποίου αργότερα θα έφευγε και από τη ζωή.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση ΙΒ’ (12). Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 114.